Μεταστροφές στην Ορθοδοξία - Greek Flowers of Orthodoxy 4

https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com

The Flowers of Orthodoxy

Ορθοδοξία







Μεταστροφές στην Ορθοδοξία


Greek Flowers of Orthodoxy 4


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ ​





Γέροντας Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης:
«Θά σᾶς διηγηθῶ καί κάτι ἀκόμη πού θυμᾶμαι καί τό φυλάω στή μνήμη μου.
Στήν κατοχή οἱ Γερμανοί ἔπαιρναν ὄμορφες κοπέλλες ἀπ᾽ τό Λουτράκι καί τίς πήγαιναν στή Γερμανία.
Μία κοπέλλα, ή Ἀναστασία —Τασούλα τή φώναζαν— 22 ἐτῶν ἦταν, τήν πῆραν καί ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα περίπου 40 ἐτῶν.
Ὅταν γύρισε ἦταν δράμα. Ἔβριζε, ἔπινε, κάπνιζε. Ὅταν τήν ἄκουσα μία ἡμέρα νά βρίζη τῆς εἶπα:
—Δέν μοῦ λές ἄν αὔριο παντρευτῆς καί κάνεις παιδιά θά ἤθελες νά σέ βρίζουν;
—Θά τά κρεμάσω!, εἶπε αὐτή.
—Ἔτσι θά κρεμαστῆς καί ἐσύ ἐπάνω ὅταν πᾶς γιατί βρίζεις τήν Παναγία μας. Εἶναι μητέρα μας καί δέν σοῦ ἐπιτρέπω νά τή βρίζης.
Μέ κοίταξε σκεπτική καί ἔφυγε.
Τήν ἐπόμενη μέρα τήν εἶδα μέ μία μποτίλια κρασί στό χέρι.
—Ἄν ἤξερες τί κάνεις, δέν θά τό ἔκανες.
Ἐκείνη μέ κοίταξε, ἔχυσε τό κρασί καί πέταξε τή μποτίλια.
Ὅταν τήν ξαναεῖδα μετά ἀπό καιρό ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος.
Παντρεύτηκε μέ κάποιον κοντά στήν ἡλικία της καί ἔκανε καί ἕνα παιδί»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>




Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἕνας νέος εἶχε φτάσει σέ τόσο μεγάλη ἀπελπισία, ὥστε ἀποφάσισε νά αὐτοκτονήση. Ἐξομολογεῖται σ᾽ ἕνα Πνευματικό. Ἀκούει τόν Πνευματικό μέ προσοχή πού τοῦ λέει:
—Ἐσύ εἶσαι ὑπεύθυνος ὁ ἴδιος γιά τήν κατάστασί σου. Ἡ ψυχή σου κοντεύει νά πεθάνη ἀπό πεῖνα. Ἔμαθες νά ἐνδιαφέρεσαι καί νά φροντίζης πῶς νά θρέψης τό σῶμα σου. Καί ποτέ σου δέν ἐνδιαφέρθηκες γιά τήν τροφή τῆς ψυχῆς σου πού ἔχει πολύ πιό περισσότερη ἀνάγκη ἀπ᾽ τό σῶμα σου. Ἡ ψυχή σου πεθαίνει ἀπ᾽ τήν πεῖνα! Φάε καί πιές τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου. Ἔτσι μόνο θά ἀναζωογονηθῆ ἡ ψυχή σου καί θά γλυτώση ἀπ᾽ τόν αἰώνιο θάνατο.
Πείθεται ὁ νέος ἀπ᾽ τόν Πνευματικό καί φεύγει γιά νά συνεχίση μέ θάρρος καί νέα δύναμι τή ζωή καί ἔτσι σώζεται»(ΒΣ, 6).





<>


Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας (+1982): «Ὅταν πρωτοεξομολογήθηκα πρίν 30 χρόνια, τό 1950 στήν Τῆνο, εἶχα γράψει τίς ἁμαρτίες μου σέ ἕξι γεμάτες κόλλες ἀναφοράς!
Καί εἶχα καί ἄλλες ἁμαρτίες, πού τίς θυμήθηκα μεταγενέστερα.
Τόσες πολλές ἁμαρτίες εἶχα κάνει!
Δέν εἶχα ἀφήσει τίποτε ὄρθιο καί εἶχα μαζέψει ὅλη τή βρωμιά καί τήν δυσωδία τοῦ κόσμου στήν ψυχή μου...
Καί ὅμως ὁ Θεός περίμενε τή μετάνοιά μου, διότι γνώριζε ὅτι θά ἐπέστρεφα κάποτε, ὥστε νά μέ χρησιμοποιήση ἀργότερα, στή διακονία Του, βοηθώντας τόν συνάνθρωπό μου...
Μπορῶ, λοιπόν, ἐγώ νά μήν ὁμολογῶ καί νά μήν λέω ποιός ἤμουν καί πῶς ὁ Χριστός μέ ἔκανε;
Ἄν ἦταν δυνατόν νά μάθετε τή ζωή μου καί τήν ἐπιστροφή μου στό Χριστό, δέν θά σᾶς ἔπιανε ὁ ὕπνος ποτέ σας!
Ὁ Θεός χάλασε πολλά ζευγάρια παπούτσια γιά νά μέ συλλάβη...
Καί τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, κάποτε τόν συνέλαβε ὁ Θεός.
Ἄλλον τόν ἔπιασε ἀπό ἕνα πένθος,
ἄλλον ἀπό ἕνα σεισμό,
ἄλλον ἀπό ἕνα καρκίνο,
ἄλλον ἀπό ἕνα πόλεμο...
Καί αὐτό πρέπει νά διηγῆται καί νά ὁμολογῆται ἀπ᾽ τό καθένα.
Κανένας δέν πηγαίνει μέ τριαντάφυλλα στό χέρι στό Χριστό».

<>







Τραγουδιστής Διονύσιος Θεοδόσης. Ταξίδι στό Ἅγ. Ὄρος. Ὁ Ἅγ. Παΐσιος. Αὐτός τόν ἔστειλε νά ἐξομολογηθῆ στόν π. Διονύσιο τό Μικραγιαννανίτη. Τό ἔκανε καί ἄρχισε τή χριστιανική ζωή. «Κάποιο βράδυ, γύρω στίς 3 π.μ., ὁ Διονύσης τελειώνοντας τή δουλειά του σέ βραδυνό κέντρο, μπῆκε στόν πειρασμό νά ξαναγυρίση στήν παλαιά του ζωή. Καθώς ἔτρεχε μέ τή μηχανή του στούς ἄδειους δρόμους τῆς Ἀθήνας, ἄκουσε μία δυνατή ἀγωνιώδη φωνή νά τοῦ λέη ἐπιτακτικά:
—Διονύση, πού πᾶς;
Συγκλονίσθηκε. Κάθησε λίγη ὥρα νά συνέλθη ἀπό τήν ἔκπληξι. Ἐπέστρεψε στό σπίτι του κι ἔπεσε νά κοιμηθῆ. Πρωΐ-πρωΐ τόν ξύπνησε τό τηλέφωνο. Τό σήκωσε καί ἄκουσε τή φωνή τοῦ Γέροντά του π. Διονυσίου:
—Διονύση, παιδί μου, εἶσαι καλά;
—Καλά, Γέροντα.
—Σέ πῆρα τηλέφωνο, γιατί χθές ἀργά τή νύκτα ἔνιωσα μιά ταραχή, μιά ἀγωνία γιά σένα καί σηκώθηκα νά προσευχηθῶ.
Ὁ Διονύσης τά ᾽χασε καί ρώτησε:
—Τί ὥρα ἦταν, Γέροντα;
—Γύρω στίς 3 μετά τά μεσάνυκτα.
Ὁ Διονύσης τότε κατάλαβε καί συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Θεός εἶναι κοντά του, πολύ πιό κοντά ἀπ᾽ ὅσο νόμιζε»(ΜΑ, 67).


«Ἕνας ἀπ᾽ τούς πλουσιότερους ἀνθρώπους στόν κόσμο, ὁ Ἀριστοτέλης Ὠνάσης, καταρρακωμένος ἀπ᾽ τό θάνατο τοῦ γυιοῦ του, χτυπημένος ἀπό ἀνίατη ἀρρώστια, ζῆ τίς τελευταῖες του στιγμές σέ νοσοκομεῖο τοῦ Παρισιοῦ. Βλέποντας τή ματαιότητα ὅλων τῶν ἐγκοσμίων ἀλλά καί τήν ἀπάτη τοῦ πλοῦτου, δήλωσε στήν κόρη του Χριστίνα.
—Κόρη μου, αἰσθάνομαι ἕνα μεγάλο κενό. Τά χρήματα δέν μοῦ ἔφεραν εὐτυχία!
Πικρή διαπίστωσι ἑνός ἀνθρώπου πού εἶχε  τά πάντα, ἐκτός ἀπ᾽ τό “ἐν οὗ ἐστι χρεία”. Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Θλίψι καί λύπη ἀνείπωτη. Γιατί, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὅταν ἔχης λύπη, ἕνα σοῦ λείπει: ὁ Χριστός. Ὁ Ὠνάσης φαίνεται νά τό συνειδητοποίησε καί αὐτές τίς τελευταῖες στιγμές θέλησε νά ξαναβρῆ τόν ὄντως θησαυρό. Ζήτησε ἕνα ἱερέα νά ἐξομολογηθῆ. Ἀπ᾽ ὅ,τι γνωρίζω, ὁ τότε Μητροπολίτης Γαλλίας πῆγε στό νοσοκομεῖο καί ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία του»(ΜΑ, 27).


<>





«Θυμᾶμαι ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό περιστατικό. Ἦταν τά δύσκολα χρόνια τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας καί ὅσοι πήγαιναν στήν Ἐκκλησία κινδύνευαν. Ἡ μητέρα μου ἄρχισε νά μήν πηγαίνη στήν Ἐκκλησία. Δούλευε τήν ἡμέρα καί τό βράδυ προσευχόταν. Ἕνα μεσημέρι ξάπλωσε νά ξεκουραστῆ. Ἀποκοιμήθηκε καί ἔνιωσε κάποιος νά τή χτυπάη στήν πλάτη. Ρωτάει μέσα στόν ὕπνο της:
—Ποιός μέ χτυπάει καί γιατί;
Ἄκουσε τότε μία φωνή:
—Ἡ οὐράνια βασίλισσα ἡ Παναγία. Γιατί δέν πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία;
Ἡ μητέρα μου τρόμαξε, μετανόησε, σηκώθηκε γρήγορα κι ἔτρεξε στή Συμφερούπολι. Ἦταν ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα ἔλεγε ἡ μητέρα μου:
—Πολύ καλά ἔκανε ἡ Παναγία πού μοῦ ἔδωσε αὐτό τό σημάδι. Ἔπρεπε νά μέ χτυπήση πιό γερά στήν πλάτη, ἔπρεπε νά μέ δείρη πού δέν πήγαινα στήν Ἐκκλησία»(ΣΛ, 316).


<>




Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Δέν ὑπάρχουν σήμερα δάκρυα μετανοίας. Καί νά μᾶς χτυπάνε, δέν κλαῖμε ἐμεῖς, μέ τέτοια κακία πού ἔχουμε. Ἄν χάσουμε τό φίλο μας ἤ τή φιλενάδα μας, μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἄν χάσουμε τό δικαστήριο ἤ δέν πετύχαμε τήν ἔξωσι μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἁμαρτίες δικές μας δύσκολα κλαῖμε. Γιατί πρέπει ἡ Χάρις νά μᾶς ἐπισκιάση γιά νά κλάψουμε. Τά δάκρυα τά δικά μας, δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας πού φτάνουν στόν Οὐρανό καί νά ἀντικαταπέμπουν τή Θεία Χάρι.
Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε, ὅτι ὅσοι ἔχουν δάκρυα στήν προσευχή τους, νά προσέχουνε μή τούς γελάσει ὁ σατανᾶς καί πιστέψουν, ὅτι αὐτοί ἔχουνε δάκρυα καί ἄλλοι δέν ἔχουνε καί πέσουνε ἐκ τῶν δεξιῶν καί χάσουνε τά δάκρυα.
Εἶναι μεγάλο πράγμα νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος δάκρυα, ἀλλά νά προέρχονται ἀπ᾽ ταπεινό φρόνημα καί ἀπό ἀναγνώρισι τῆς ἁμαρτωλότητάς του καί ὅτι εἶναι ἔλεος ὅλο αὐτό πού τοῦ κάνει ὁ Θεός.
Κάποτε κάποιος μεγάλος ἐγκληματίας, ἀποφάσισε νά ἐξομολογηθῆ. Καί τί δέν τοῦ εἶπε τοῦ ἐξομολόγου! Φοβερά ἁμαρτήματα!
Στή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, ὁ Πνευματικός προσεύχονταν μέσα του:
—Θεέ μου, ἔλεγε φώτισέ με! Πώς νά τοῦ συμπεριφερθῶ καί τί κανόνα νά τοῦ βάλω;
Ὅταν ὁ ἐγκληματίας τελείωσε τήν ἐξομολόγησι, τοῦ δίνει ὁ Πνευματικός ἕνα μικρό βαρελάκι καί τοῦ λέει:
—Πήγαινε νά γεμίσεις αὐτό τό βαρελάκι μέ νερό καί ὅταν τό γεμίσης καί μοῦ τό φέρεις, τότε οἱ ἁμαρτίες σου θά ἔχουν τακτοποιηθῆ!
—Μέ τόσο λίγο κόπο, θά τά τακτοποιήσω ὅλα αὐτά τά ἁμαρτήματα;
Πανεύκολο τοῦ φάνηκε αὐτό τό ἐπιτίμιο τοῦ ἐγκληματία καί ἔτσι τό πῆρε ἀμέσως καί πῆγε σέ ἕνα κοντινό ποταμάκι νά τό γεμίση. Ὅμως παρότι τό γέμιζε μέ νερό, τό βαρελάκι παραδόξως δέν γέμιζε! Τό ἐξέτασε νά δῆ ἄν εἶναι τρύπιο, ἀλλά τό βαρελάκι ἦταν γερό! Ἦταν ἕνα συνηθισμένο βαρελάκι, σάν ὄλα τά ἄλλα. Προσπάθησε στή συνέχεια νά τό γεμίση, ἀπό βρύσες καί ἄλλες πηγές, ἀλλά τίποτε! Καθημερινῶς φρόντιζε, ὅπου ὑπῆρχε νερό νά τό γεμίση, γιά νά πάρη τήν ἄφεσι τῶν ἀμαρτιῶν, ἀλλά μάταια. Ἔτσι παιδευόταν γιά πολλά χρόνια. Μιά μέρα ἦρθε πραγματικά στόν ἑαυτό του. Προβληματιζόταν γιά ποιό λόγο, νά μήν μπορῆ νά γεμίση τό βαρελάκι. Καί λέει σέ μιά στιγμή:
—Θεέ μου, τόσο ἁμαρτωλός εἶμαι, ὥστε οἱ ἁμαρτίες μου δέν ἀφήνουν νά γεμίση αὐτό τό βαρελάκι;
Λέγοντας τά λόγια αὐτά μέ πόνο, τοῦ ἔφυγε ἕνα δάκρυ ἀπ᾽ τά μάτια. Τό δάκρυ αὐτό, ἔπεσε μέσα στό βαρέλι. Καί τότε τό βαρέλι, θαυματουργικῶς γέμισε! Ἁρπάζει τό βαρελάκι καί τό πάει κατευθείαν στό Γέροντα, γιά νά τοῦ δώση τήν ἄφεσι.
Ἡ μετάνοια πού δέν ἔχει δάκρυα, συντριβή καί λύπη, δέν εἶναι ἀξιοποιημένη ὅσο πρέπει. Ὁ Θεός περίμενε ἀπ᾽ τόν ἐγκληματία, τό δάκρυ τῆς μετανοίας του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δώσει στήν μετάνοιά του ἕνα δάκρυ, εἶναι σάν νά ξαναβαπτίζεται. Καθαρίζεται καί βγαίνει μέ καινούριο ἔνδυμα νά ξαναντιμετωπίση τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ»(https:// Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com). 

<>


Η θαυμαστή μεταστροφή μίας Εβραίας που προσπάθησε να δολοφονήσει τον Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνα των ΗΠΑ

Όλοι γνωρίζουν την υψηλή πνευματική κατάσταση του Γέροντος Εφραιμ της Αριζόνα. Μια γυναικά φανατική Ἑβραία ήθελε να κάνει κακό στον Γέροντα πριν χρόνια. Ντυμένη λοιπόν σαν ευσεβέστατη Χριστιανή με μακριά ρούχα και μαντίλι πήγε να δει τον Γέροντα.

Οι υποτακτικοί του της είπαν δεν μπορεί να τον δει και επιχείρησε και άλλες μερες. Μετα από μέρες της επιτρέψαμε να τον δει.

Είχε κρύψει ένα μαχαίρι μέσα στα ρούχα της για να τον σκοτώσει και μπαίνοντας μέσα ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να είναι σε όρθια στάση ψηλά και φώναξε: “Γέροντα!”.

Τον είδε να ίπταται στον αέρα σε στάση ευλογιάς!

Της λέει άσε το μαχαίρι και θα κατέβω να μιλήσουμε. Μπήκαν μέσα κ οι υποτακτικοί και την αφόπλισαν. Τελικά η γυναίκα μετανόησε και πίστεψε και βαπτίστηκε.

Από την σελίδα του Facebook: SPIRITUAL TRIPS IN HOLY MOUNTAIN AND HOLY LAND


<>




Ο Α. Χ. από την Αθήνα διηγείται την μεταστροφή του από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία

Μια δημόσια εξομολόγηση

Ονομάζομαι Α. Χ. και γεννήθηκα το 1982 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν Ιουδαίος στο θρήσκευμα ενώ η μητέρα μου παρότι ήταν βαπτισμένη Ορθόδοξη Χριστιανή ήταν αδιάφορη προς την Χριστιανική Πίστη. Παντρεύτηκαν στην Συναγωγή της Αθήνας και εκτός από εμένα απέκτησαν και άλλο ένα παιδί.

Μου έκαναν περιτομή όταν ήμουν μικρός όπως σε όλα τα εβραιόπουλα και την τελετή ενηλικίωσης που κάνουν δεκατριών ετών στα αγόρια (δώδεκα στα κορίτσια). Πήγα στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο Αθηνών όπου εκτός των άλλων μαθημάτων που γίνονται σε όλα τα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν την εβραϊκή γλώσσα, εβραϊκή ιστορία και Παλαιά Διαθήκη. Ξεκινάνε τη μέρα με εβραϊκές προσευχές και τηρούν όλες τις γιορτές του έτους με αργίες ή άλλες εκδηλώσεις και έθιμα. Συχνά πηγαίναμε στη συναγωγή για διάφορες τελετές. Κάθε Παρασκευή γινόταν μια ειδική γιορτή πρίν από το Σάββατο που είναι η ιερή τους ημέρα. Πολλές εκδρομες και ταξίδια που γινόντουσαν είχαν ως κέντρο την εβραϊκη θρησκεία. Επίσης υπάρχουν στην Ελλάδα διάφορες ομάδες νεότητος όπου οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις εδώ ή στο εξωτερικό. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην εβραϊκή κατασκήνωση στους Πρόποδες του Ολύμπου. Και εκεί ό,τι γινόταν, γινόταν με κέντρο τα έθιμα και τις παραδόσεις της Εβραϊκής θρησκείας και της χώρας της. (Κάθε απόγευμα λένε ακόμα και τον ύμνο του Ισραήλ!).

Αυτά ήταν τα πρώτα θρησκευτικά ερεθίσματα που είχα ενώ προσωπικά δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα της ύπαρξης του Θεού, της Πίστης, ή της ζωής μετά το θάνατο. Θα έλεγα οτι έκανα μια κοσμική ζωή όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής μου, με ότι αυτό συνεπάγεται στο θέμα των αμαρτημάτων. Και ενώ τα χρόνια πέρναγαν σε αυτή την κοσμική ελευθέρια, με διασκεδάσεις αμαρτωλές, ένα τεράστιο ψυχικό κενό δημιουργόταν μέσα μου. Ενώ είχα όλες τις ανέσεις και τις ευκολίες που μπορεί να έχει ένας νέος, ενώ είχα την δυνατοτητα να αναλωθώ σε κάθε είδους αμαρτωλη πράξη και ψευτικη χαρά αυτού του κόσμου έβλεπα οτι κάτι έλειπε… Ένοιωθα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα και αξία ένοιωθα ότι στην ουσία δεν είμαι ευτυχισμένος. Και καθώς ο καιρός και τα χρόνια πέρναγαν το ψυχικό αυτό κενό γινόταν όλο και μεγαλύτερο χωρίς να μπορω να προσδιορίσω τι είναι αυτό που λείπει και που να μπορεί να δώσει πραγματικό νόημα στην ύπαρξή μου.

Δύο είναι τα περιστατικά που συνδέονται με τα γυμνασιακά μου χρόνια και που μέσα από αυτά φαίνεται η πρόνοια του Θεού να με οδηγήσει στην Εκκλησἰα Του.

Ήμουν στη Δευτέρα Γυμνασίου αν θυμάμαι καλά όταν κάποιοι καθηγητές μας αποφάσισαν να φτιάξουμε μια εικόνα των Τριών Ιεραρχών για την εορτή τους. Ανάμεσα στους τόσους μαθητές (κάθε σχολικό έτος είχε εφτά τμήματα των 20 με 30 μαθητών) επέλεξαν εμένα, που δεν ἠμουν καν Χριστιανός ούτε είχα κανένα ιδιαίτερο χάρισμα στη ζωγραφική να κάνω τον Μέγα Βασἰλειο.

Ο Ναὀς των Τριών Ιεραρχών στον κέντρο της Αθήνας ήταν αυτός που πολλά χρόνια αργότερα, θα έμπαινα για πρὠτη φορά συνειδητά στη ζωή μου να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου και να ξεκινήσω την πνευματική μου ζωή με τακτικό εκκλησιασμό. Επίσης η αγιογραφια είναι μια τέχνη που έμαθα καλά με τα χρόνια και εξασκώ τακτικά όποτε έχω χρόνο.

Το δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με την Αγιορείτικη Μονή της Σίμωνος Πέτρας που επισκεφτήκαμε με έναν φίλο μου. Είμασταν τότε δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών. Το βράδυ ξαπλώσαμε στο κελί μας να ξεκουραστούμε. Εγώ μόλις έκλεισα τα μάτια μου άρχισα αμέσως να νοιώθω οτι γίνεται σεισμός στο δωμάτιο. Μόλις το είπα στον φίλο μου, μου απάντησε ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει σεισμός εδώ και είναι ιδέα μου, καλύτερα να
προσπαθήσω να κοιμηθώ. Το ίδιο φαινόμενο συνεχίστηκε πολλές φορές κατά την διάρκεια της νύχτας. Με το που έκλεινα τα μάτια μου ένοιωθα να σείεται όλο το δωμάτιο. Μόλις τα άνοιγα και σηκωνόμουν λίγο αυτό σταμάταγε. Με τα πολλά κάποια στιγμή αργά την νύχτα μπόρεσα να κοιμηθώ κάτω από τα γέλια και τις ειρωνίες του φίλου μου. Να σημειώσω εδω ότι στο Άγιο Όρος πήγα αβάπτιστος.

Σε μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας μετά από αρκετά χρόνια μια ευλογημένη μέρα δέχθηκα το Ιερό Μυστηριο της Βαπτίσεως και εισήλθα κανονικά στην Εκκλησία μας.

Μία ευσεβής σεμνή κόπέλα, γνήσιο τέκνο της Εκκλησίας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που έγινε όργανο του Θεού για να με οδηγήσει στην μετάνοια και την επιστροφή μου σε Αυτόν. Εργαζόταν στο φροντιστήριο που μάθαινα Αγγλικα και γνωρίζοντας την εβραϊκή μου καταγωγή όπως και το ψυχικό κενό που βίωνα στη ζωή μου εκείνα τα χρόνια, δεν δίσταζε πολύ συχνά να μου ανοίγει συζητήσεις για πνευματικά θέματα, ακόμη και να μου δίνει βίβλία Χριστιανικού περιεχομένου, τα οποία έγω αγνοούσα πλήρως μέχρι εκείνη την εποχή. Το ενδιαφέρον μου για τον Χριστό, την Εκκλησία, και τους Αγίους ήταν τόσο που δυσκολευόμουν και εγώ ο ίδιος να παρακολουθήσω τον εαυτό μου! Διψούσα πραγματικά να μάθω για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα πράγματα που πρώτη φορά άκουγα και άγγιζαν πραγματικά τη ψυχή μου. Ένοιωθα σαν να μου είχαν στερήσει κάτι όλα αυτά τα χρόνια και επιτέλους μάθαινα για αυτό. Ξαφνικά όλα αποκτούσαν νόημα. Υπήρχε τελικά στη ζωή κάτι που να αξίζει πραγμάτικα κάτι αληθινό. Και αυτός ήταν ο Χριστός μας. Το σκοτάδι που είχα μέσα μου άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί και να φαίνονται οι πρώτες ακτίνες φωτός. Μέσα σε πολύ λίγο δίαστημα χωρίς να πω τιποτα σε κανεναν ημουν βέβαιος οτι θέλω να βαπτιστώ Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τον καιρό εκείνο είχα προγραμματίσει με ένα φίλο μου να πάμε ένα ταξίδι αναψυχής σε ένα νησί της Αμερικής. Από τη μία σκεφτόμουν την απόφαση που είχα πάρει να βαπτισθώ και να αρχίσω να ζώ μια σωστή πνευματική ζωή, από την άλλη δεν ήθελα να χάσω και αυτό το ταξίδι που είχαμε προγραμματίσει και ανυπομονούσαμε τόσο πολύ να πάμε. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω και μόλις επιστρέψω να πραγματοποιήσω το σκοπό μου.

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόμουν συχνά τις αποφάσεις μου και όσα είχαν συντελεστεί στην ψυχή μου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και ήθελα να κάνω κάτι για τον Κύριο σαν δείγμα της απόφασής μου να Τον ακολουθήσω από έδω και πέρα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο! Εδώ και εφτά χρόνια σχεδόν κάπνιζα ένα με δύο πακέτα την ημέρα μανιωδώς και ούτε ήθελα να το αφήσω. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα όταν άνοιγα τα μάτια μου το πρώι και όταν έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ. Ήμουν εθισμένος σε αυτό σε απίστευτο βαθμό. Μαλιστα αγόρασα από το αεροδρόμιο πριν φύγουμε από την Ελλάδα μια ολόκληρη κούτα με πόλλα πακέτα να τα έχω μαζί μου στις διακοπές μου.

Αφου λοιπόν προσευχήθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου στον Θεό γι᾽ αυτό το θέμα με πίστη και αφού ζήτησα την βοήθειά Του να με στηρίξει στην απόφασή μου το θαύμα έγινε. Από εκείνη τη μέρα σταμάτησα το κάπνισμα! Έτσι απλά. Αυτή είναι η δύναμη του Χριστού μας όταν Τον επικαλούμαστε να μας βοηθήσει να κόψουμε τα πάθη μας και να δείξουμε λίγη καλή προαίρεση.

Στο αεροπλάνο της επιστροφής από το ταξίδι στην Αμερική, δίπλα μου κάθησε ένας ιεραπόστολος. Λες και τον έβαλε εκεί ο Θεός να με περιμένει στο αεροπλάνο της επιστροφής για να μου υπενθυμίσει τις υποσχέσεις μου και τι έπρεπε να κάνω από εδώ και πέρα. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση για διάφορα πνευματικά θέματα και μου έλυσε πολλές απορίες που είχα. Στο τέλος κατα την άφιξή μας στην Αθήνα μού έκανε δώρο μια Καινή Διαθήκη.

Ετσι γύρισα απο την Αμερικη μέ δύο δώρα. Μία Αγία Γραφή και μία κούτα τσιγάρα που δεν κάπνισα ποτέ…!

Ο καιρός να πραγματοποιήσω τον πόθο μου να γίνω μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είχε φτάσει. Και έγω δεν ήξερα από πού να αρχίσω, πού πρέπει να απευθυνθώ. Σε μια συζήτηση με ένα φίλο του αδελφού μου, που στα αλήθεια δεν γνώριζα και τόσο κάλα, δεν ξέρω πώς μου ηρθε να του πω τις σκέψεις μου. Αυτός αποδείχτηκε πως έιχε στενή σχέση με την Εκκλησία και μου πρότεινε να επισκεφτούμε τον Πνευματικό του Πατέρα, ο οποίος είναι γνωστός Αρχιμανδρίτης της Αθήνας, με μεγάλο συγγραφικό έργο σε θεματα κυρίως απολογητικά και μεταστροφές ανθρώπων από άλλες θρησκείες και αιρέσεις. Ο κατάλληλος άνθρωπος δηλαδή για την περίπτωση τη δική μου που δεν γνώριζα ούτε τα πιο βασικά της Πίστης μας. Έτσι λοιπόν ενα απόγευμα κατευθυνθήκαμε στον Ι. Ναό των Τριών Ιεραρχών που υπηρετούσε τότε ο παππούλης.

Για άλλη μια φορά βλέπουμε την Θεία Πρόνοια του Θεού να ενεργεί σκανδαλωδώς και να έργάζεται τη σωτηρία μου. Από όλους τους φίλους και γνωστούς που είχα εξομολογούμε τις σκέψεις μου σε έναν άνθρωπο, το φίλο του αδελφού μου, τον όποιο εκείνο τον καιρό γνώριζα ελάχιστα, και αυτός αποδεικνύεται όχι μονο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αλλά με οδηγεί και σε έναν Πνευματικό Πατέρα που μπορεί πραγματικά να με βοηθήσει στην απόφασή μου και να με κατηχήσει με το σωστό τρόπο.

Ο Γέροντας μάς άκουσε και τους δύο μέ πολύ αγάπη και ενδιαφέρον. Δέχτηκε να ξεκινήσουμε την κατήχηση και μόλις ένοιωθα έτοιμος και έκρινε και αυτός οτι είχε έρθει ο καιρός θα προχωρούσαμε στη βάπτιση. Επίσης μου γνώρισε όλη την πνευματική αδελφότητα που είχε σχηματιστεί απο πνευματικά του παιδιά με τα οποία κάναμε εκδρομές, πηγαίναμε βόλτες, εκκλησιαζόμασταν και πηγαίναμε στα κυρήγματα μαζί. Και ενώ στην αρχή δεν ήθελα να βιαστώ στο θέμα της βάπτισης μεχρι να περάσει λίγος καιρός και να είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό το βήμα στη ζωή μου, τόσο πολύ με γέμιζε η Θεία Χάρη του Θεού με την παρουσία Της και με την παρουσία των πνευματικών μου αδέλφών που άρχισα να παρακαλάω τον Γέροντα να προχωρήσουμε στο Ιερό Μυστήριο της Βάπτισης το συντομότερο δυνατόν. Τελικά αυτο πραγματοποιήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 2005 στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψως παρουσία πολλών πνευματικών αδελφών, αφού την προηγούμένη μέρα εξομολογήθηκα με συντριβή για πρώτη φορά ολά τα αμαρτήματα που είχα διαπράξει μέχρι εκείνη την ωρα. Ήμουν τότε 23 χρονών.

Η Βάπτιση σε μεγάλη ηλικία είναι μία πνευματική εμπειρία, ένα βίωμα που αποτυπώνεται ανεξήτηλα στην ψυχή του ανθρώπου. Νοιώθει ότι ανακαινίζονται τα πάντα μέσα του. Νους, ψυχή, καρδια, όλα καινούργια. Κάνει λογισμούς και σκέψεις τόσο αγνές και καθαρές που ποτέ δεν φανταζόταν οτι θα είχε. Νοιώθει ότι έχει ψυχή και μάλιστα είναι λευκή, καθαρή. Υπάρχουν στιγμές που την ώρα της προσευχής η ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας νοιώθει μια φλόγα και ένα θεϊκό πύρ να σιγοκάιει στο σημείο της καρδιάς του. Και όλα αυτά βέβαια είναι έργα του Αγίου Πνεύματος. Μακάριος αυτός που θα διατηρήσει την καθαρότητα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα σε όλη του τη ζωή, που θα κρατήσει και θα αυξήσει αυτές τις χαρισματικές καταστάσεις. Ακόμα και το σώμα του το νοιώθει πιο ελαφρύ.

Ανυπομονούσα να βρεθώ μόνος μου σε κάποιο σημείο να κάνω προσευχή. Κάθε Θεία Λειτουργία γινόταν πανυγήρι στη ψυχη μου. Νοιώθει αγάπη κανείς για τα πάντα, όλους και όλα. Δεν προλάβαινα να ζητήσω στην προσευχή μου κάτι πνευματικό και ο Κύριος μού το πραγματοποιούσε την επόμενη μέρα. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού σε όλους τους ανθρώπους που αποφασίζουν συνειδητά να βαπτιστούν σε μία ώριμη ηλικία για να τους κάνει να καταλάβουν οτι η απόφαση τους ήταν η σωστή. Ότι Αυτή είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή και οτι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησια πάνω στη Γη, το Σώμα Του.

Η υπάρξη Πνευματικού Πατέρα, πνευματικού οδηγού,  είναι μια τεράστια ευλογία στη ζωή μας. Αληθινά ευτυχισμένοι αυτοί που το συνειδητοποίησαν και το βίωσαν αυτό στη ζωή τους. Η Εκκλησία μας τα έχει ορίσει όλα πολύ σοφά. Όλοι οι μεγάλοι Άγιοι της εποχής μας, Άγιος Παϊσιος, Αγιος Πορφύριος, πατήρ Σωφρόνιος τόνιζαν αυτή την παράμετρο στην πνευματική ζωή των ανθρώπων που τους επισκέπτονταν. Δύο χιλιάδες χρόνια η Εκκλησια μας εχει αποταμιεύσει πλούσια πνευματική εμπερία που μεταλαμπαδεύουν οι Πνευματικοί μας Πατέρες σε μας τα απλά μέλη της. Έχουμε υποχρέωση να ψάξουμε για έναν καλό Πνευματικό Πατέρα που δόξα τω Θεώ είναι πολλοί στις μέρες μας, να εξομολογούμαστε με καθαρότητα και ειλικρίνια τις αμαρτίες μας, αλλα και να τον συμβουλευόμαστε για τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Όχι μόνο θα αποφεύγουμε τις παγίδες του διαβόλου αλλά θα βλέπουμε και μεγάλη ευλογία σε κάθε πράξη μας. Θα ανανεώνουμε τη Θεία Χάρη που λάβαμε στο Άγιο Βάπτισμα και θα οδεύουμε με ασφάλεια προς την αιωνιότητα και την Βασιλεία των Ουρανων.

Σαν επίλογο θέλω να αναφερθώ στους Εβραίους της Ελλάδας, γιατί έχω γνωρίσει αρκετούς από αυτούς είτε συγγενείς είτε φίλους. Οι περισσότεροι απο αυτούς είναι άνθρωποι καλής προαιρέσεως οι οποίοι όμως έχουν άγνοια στα θέματα της Πίστεως. Το γεγονός οτι ζούν σε μια Ορθόδοξη χώρα δρα ευεργετικά στη ψύχη τους, στους περισσότερους από αυτούς. Αν παραμένουν Εβραίοι το κάνουν μόνο από κάποια συνήθεια, στην παράδοση των προγόνων τους, ελάχιστοι από αυτούς γνωρίζουν τι πρεσβεύει η εβραϊκή θρησκεία, ή τα σχέδια και τις επιδιώξεις του σιωνισμού παγκοσμίως. Αν πλησιάσεται τους περισσότερους από αυτούς και με σωστό τρόπο τούς βάλετε την καλή ανυσηχία για τα πνευματικά μπορεί να γίνουν θαύματα. Σαν μαθήτες του Χριστού και συνεχιστές των Αποστόλων έχουμε ευθύνη να βοηθήσουμε όλους τους ανθρωπόυς γύρω μας, είτε είναι άλλης θρησκείας, είτε αιρετικοί είτε μακρυά απο την Εκκλησία, να τους δείξουμε αυτά που έκανε ο Χριστός σε μάς και να τους οδηγήσουμε στον δρόμο της Αλήθειας. Είναι κάτι που θα μας ζητηθεί λόγος εν ημέρα Κρίσεως.


<>







Η επιλογή ενός Εβραίου μεταξύ Προτεσταντισμού, Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας


Κάποτε ἕνας Ἑβραῖος ἀποφάσισε νὰ γίνει Χριστιανὸς καὶ θέλησε νὰ ἐξετάσει τὶς ἐκδοχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ ἐπιλέξει. Βρίσκει λοιπὸν ἕναν Ὀρθόδοξο, ἕναν προτεστάντη κι ἕναν παπικό. Τοὺς λέει τὶς προθέσεις του κι ἐκείνοι συμφωνοῦν νὰ τὸν “ξεναγήσουν” στὶς ἐκκλησίες τους. 

Πάει ὁ Ἑβραῖος μὲ τὸν προτεστάντη μιὰ Κυριακή, μπαίνει στὸ ναὸ καὶ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους τακτοποιημένους μὲ τὰ καλά τους ροῦχα, ὁ καθένας στὸ κάθισμά του, μπροστὰ ἀπὸ τὸν κάθε πιστὸ μία Καινὴ Διαθήκη, ἡ χορωδία νὰ λέει τοὺς ὕμνους ἁρμονικά, τὰ πάντα νὰ λάμπουν ἀπὸ καθαριότητα καὶ μετὰ στὸ τέλος ὅλοι τοῦ φέρθηκαν εὐγενικὰ μὲ πολὺ καλοὺς τρόπους. 

Τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ συνεννοήθηκε μὲ τὸν παπικὸ νὰ πάει στὸ δικό του ναό. Μπαίνει μέσα, πλένει τὰ χέρια, ρίχνει τὸ κέρμα ν᾿ ἀνάψει τὸ λαμπάκι ἀντὶ γιὰ κερὶ καὶ κάθεται. Οὔτε ἐκεῖ ὄρθιοι, ὅλοι στὰ καθίσματά τους μὲ τάξη καὶ ἁρμονία. Ἄκουσε καὶ τὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα, εἶδε καὶ τὶς φωτογραφίες του ποὺ δέσποζαν ἀκόμα καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Πέρασε ἡ ὥρα, τέλειωσε ἡ λειτουργία, τὸν καλοδέχθηκαν, τὸν κέρασαν κι ἔφυγε. 

Τὴν τρίτη Κυριακὴ κανόνισε νὰ πάει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μπαίνει μέσα καὶ βλέπει ἄλλους νὰ μιλᾶνε μεταξύ τους, πολλοὺς ὅρθιους γιατὶ δὲν ἔφθαναν τὰ καθίσματα, τὴν νεωκόρο νὰ μαλώνει μὲ μία κυρία γιατὶ τῆς ἔσβησε γρήγορα τὸ κερὶ ποὺ ἄναψε, ἄκουγε τὰ μωρὰ νὰ τσιρίζουν καὶ νὰ μὴν τὰ παρατηρεῖ κανείς, ὁ παπᾶς νὰ φωνάζει στὸν ψάλτη νὰ τελειώσει τὰ τεριρὲμ κλπ. Μόλις τελείωσε ἡ Λειτουργία ἄρχισαν καὶ τὰ μνημόσυνα, ὅπου ἄλλοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κι ἄλλοι ἔμπαιναν μὲ θόρυβο καὶ φασαρία. Ὁ Ὀρθόδοξος ἀπογοητεύτηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶδε ὁ προσήλυτος Ἑβραῖος. 

Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα συναντήθηκαν ὅλοι γιὰ νὰ μάθουν τί ἀποφάσισε ὁ Ἑβραῖος. Ὅταν βρέθηκαν Ὅλοι μαζὶ τοὺς λέει: Στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησία εἶδα μεγάλη τάξη καὶ εὐγένεια. Στὴν παπικὴ εἶδα μεγάλη ἀφοσίωση στὸν πνευματικό σας ἀρχηγὸ καὶ τὶς ὁδηγίες του ἱερέα σας. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶδα τέτοιο μπάχαλο ποὺ δὲν τὸ περίμενα! Ὁ Ὀρθόδοξος σκυθρώπιασε ἀπογοητευμένος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἀναθάρρησαν. Καὶ καταλήγει ὁ Ἑβραῖος: Θὰ γίνω Ὀρθόδοξος! Μὰ πῶς; Ἀναρωτιοῦνται οἱ ἄλλοι.

Ἀκοῦστε, λέει ὁ Ἑβραῖος. Τὰ δικά σας δικαιολογοῦνται μὲ τὴν τάξη ποὺ ἔχει ὁ ἕνας καὶ τὴν πειθαρχία ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος. Τοῦτο ἐδῶ – καὶ δείχνει τὸν Ὀρθόδοξο – δὲν δικαιολογεῖται ἀλλιώς. Μὲ τέτοιο μπάχαλο, μόνο ἂν ἔχεις τὸν πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ μαζί σου διατηρεῖσαι 2000 χρόνια!





<>





π. James Bernstein, ΗΠΑ – Ο γιος του Ραβίνου που από Προτεστάντης έγινε Ιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Η συγκλονιστική ιστορία της ζωής του Εβραίου π. James Bernstein, που έπειτα από πολλές αναζητήσεις βρήκε τον δρόμο του Θεού και σήμερα είναι Κληρικός στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle της Washington των ΗΠΑ.

H ζωή του π. James Bernstein, ενός Ορθόδοξου Κληρικού της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, θα μπορούσε να αποτελεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό ιδανικό σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Ο ίδιος, μεγαλωμένος στην Αμερική και γαλουχημένος με τις Εβραϊκές παραδόσεις, πέρασε από ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα και πολλές διακυμάνσεις, ώστε, τελικά, βρήκε τις απαντήσειςσε όλα τα υπαρξιακά ερωτήματά του στην Ορθόδοξη Πίστη.

Ο πατέρας του, ο Ισαάκ, γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, συγκεκριμένα το 1909, στην Αγία Γη, στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, όπου και ανδρώθηκε ακολουθώντας την Ιουδαϊκή θρησκεία. Μάλιστα, θέλησε να αφιερωθεί και να γίνει Ραβίνος.

Το 1941 και ενώ ήταν σε εξέλιξη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο ραβίνος και η σύζυγός του, μαζί με τα παιδιά τους, αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Διάλεξαν το τελευταίο πλοίο, που είχε προορισμό την Αμερική, και ταξίδεψαν μέσω της Αιγύπτου και της νότιας οδού της Αφρικής, καθώς στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό καιροφυλακτούσαν πολεμικά πλοία και υποβρύχια.

Ο Arnold, όπως ήταν το όνομα του π. James, πρωτοβλέπει το φως αυτού του κόσμου στις 6 Μαΐου 1946 στο Lansing της Πολιτείας του Michigan. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του εκατομμύρια νεκρούς και αναρίθμητα ανοιχτά τραύματα, ωστόσο η πίστη του πατέρα του Arnold άρχισε να κλονίζεται εξαιτίας της τραγικής μεταχείρισης που υπέστησαν οι Εβραίοι από τον Χίτλερ.

ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΑΚΙΣΤΗΣ

Η οικογένεια μετακομίζει στο Queens της Νέας Υόρκης, σε μια μη Εβραϊκή συνοικία. Παρά τις αντιξοότητες που έχει προκαλέσει ο πόλεμος, συνεχίζουν ναπηγαίνουν στην Εβραϊκή Συναγωγή. Ο νεαρός Arnold διακρίνεται για το κοφτερό μυαλό του. Ασχολείται με το σκάκι, καταφέρνοντας να βγει πρωταθλητής σε όλη την Αμερική σε ηλικία μόλις 13 ετών.

Λίγα χρόνια αργότερα αναδεικνύεται πρώτος, τρεις στις τέσσερις χρονιές, σε πρωτάθλημα σκακιού που έγινε μεταξύ των λυκείων της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο βιώνει μια κατάσταση που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Πέφτει στα χέρια του η Καινή Διαθήκη, την οποία διαβάζει και επηρεάζεται τόσο πολύ, ώστε επιθυμεί να μεταστραφεί στον προτεσταντισμό.

Πλέον, ως ευαγγελικός προτεστάντης, ζει το 1967, για έναν χρόνο, στην πατρίδα του πατέρα του, το Ισραήλ, στα σύνορα της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Εξι Ημερών. Οταν τελειώνουν οι εχθροπραξίες, μετακομίζει στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, στην πατρογονική εστία της οικογένειάς του, μένοντας μαζί με Αραβες χριστιανούς. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Arnold αποφασίζει να σπουδάσει οικονομικά στο Queens College του City University of New York, από όπου και παίρνει το πτυχίο του το 1970.

Η πορεία της ζωής τον βρίσκει, όχι πολύ αργότερα, στο San Francisco, όπου πήγε για να ιδρύσει μια νέα Ευαγγελική Προτεσταντική Εκκλησία. Ακριβώς εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε ενεργά με μια πνευματική κίνηση της εποχής, που ονομαζόταν Κίνημα του Ιησού. Παραμένοντας στην Πολιτεία της California, έγινε κληρικός της Ευαγγελικής Προτεσταντικής Εκκλησίας το 1975, από την οποία αποχώρησε το 1981 μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά τους, με σκοπό να βαπτιστούν Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ βρέθηκε και πάλι στην ανατολική πλευρά, στη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης, εκεί όπου μεγάλωσε. Πλέον, ήξερε ποιος ήταν και τι ήθελε να κάνει στο υπόλοιπο της ζωής του.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Το 1985 αποφάσισε να φοιτήσει στο Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου, από όπου το 1989 έλαβε το μεταπτυχιακό του στη Θεολογία. Δεν ήταν όμως μόνον ο ίδιος που επέστρεψε στα θρανία για να εμπλουτίσει τις γνώσεις και την εμπειρία του. Η σύζυγός του Μάρθα συνέχισε τις σπουδές της, παίρνοντας και αυτή μεταπτυχιακό στη Νοσηλευτική, με την ειδικότητα της μαίας.

Ο Αμερικανοεβραίος Ορθόδοξος θεολόγος δεν επιθυμούσε μόνο να βαπτιστεί Ορθόδοξος Χριστιανός, αλλά είχε και τη ζέση να γίνει λειτουργός του Υψίστου.

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ

Ετσι, στις 10 Ιουλίου του 1988 χειροτονήθηκε ιερέας της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, και διακόνησε επί τρία συναπτά έτη στην Ενορία του Αγίου Αντωνίου στο New Jersey.

Εναν χρόνο αργότερα ο π. James βρέθηκε στην Πολιτεία της Washington, κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά, όπου έως σήμερα συνεχίζει να διακονεί ως ιερέας στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle. Μάλιστα, με τη βαθιά εμπειρία του, τις παραινέσεις και τις νουθεσίες του συνέβαλε με πολύ ουσιαστικό τρόπο στη μεταστροφή μιας μεγάλης κοινότητας Προτεσταντών στην Ορθοδοξία!

Πηγή:


ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

<>



Ἄκτιστο Φῶς: Πρίν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία ψυχή. Μία ἁγία ψυχή. Θά ποῦμε ἕνα ὄνομα γιά νά κρατήσουμε πάλι τό προσωπικό δεδομένο. Τήν λένε Φωτεινιώ... Ἤ ἐγώ τήν λέω Φωτεινιώ.
Ἡ κυρα-Φωτεινιώ ἦρθε μέ οἱκογένεια στό σπίτι τῆς μητέρας μου, ἐκεῖ πού φιλοξενούμουνα τότε, γιατί δέν εἶχα σπίτι καί εἴχανε τακτοποιήσει τότε τό χώρο —καλοσύνη της ἡ μητέρα μου— εἶχε κάνει ἕνα μικρό ἀρχονταρίκι μέ τά εἰκονίσματά μας, μέ τό καντήλι, μέ τά κεράκια μας, μέ τά ἅγια Λείψανα καί εἴχαμε ἕνα μικρό καναπέ πού μέ χωροῦσε ἐμένα.
Τόν ἀνοίγαμε καί κοιμόμουνα τό βράδυ καί τό πρωΐ τόν μαζεύαμε καί στολιζόταν καί ἦταν σάν μικρό ἀρχονταρίκι, πού μποροῦσα ἐγώ νά ἀκούσω κάποιον λογισμό ἤ κάποιος νά μέ συμβουλευτῆ ἤ νά ἀκούση μιά γνώμη, κάπως κατ᾽ ἰδίαν.
Ἦρθαν, λοιπόν, ἕνα ἀπόγευμα αὐτό τό ζευγάρι, τέσσερα ἄτομα καί ἔφεραν μαζί τους τήν κυρά Φωτεινιώ. Θά ᾽ταν ἑξηντατριό, ἑξῆντα τεσσάρων ἐτῶν. Μιά μικρόσωμη γυναῖκα ἀλλά μέ πολύ φωτεινό πρόσωπο. Καί μοῦ λέει: 
—Πάτερ μου, ἔμαθα ὅτι εἶστε ἀπ᾽ τό Σινᾶ. Καί μοῦ συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό καί ἦρθα νά ρωτήσω ἐσᾶς, γιατί φοβᾶμαι ὅτι δέν μπορῶ νά τά πῶ στόν καθένα αὐτά πού μοῦ συμβαίνουν. 
Λέω:
—Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περᾶστε.
Καθίσαμε, λοιπόν, στό μικρό ἀρχονταρίκι καί ἄρχισε νά μοῦ διηγῆται ὅτι γεννήθηκε κάπου στή Στερεά Ἑλλάδα καί στά ἑφτά της χρόνια ὀρφάνεψε. Ἔπεσε δυστυχῶς σέ ἄπληστους θείους οἱ ὁποῖοι διαμέλισαν ἐν μιά νυκτί τήν περιουσία της καί τήν σφετεριστήκανε καί τήν κακομεταχειριζόντουσαν.
Αὐτή ἡ κακομοίρα, μικρή καί εὐαίσθητη, προσκολλήθηκε στή γειτόνισά της, τήν κυρά-παπαδιά ἡ ὁποία ἦταν καί αὐτή χήρα καί εἶχε τρία κορίτσια. Εὐτυχῶς, ἡ μεγάλη της εἶχε προλάβει νά πάη στήν ἀκαδημία νά γίνη δασκάλα καί ἔτσι βγάζαν τά πρός τό ζῆν. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν νοικοκυρές, εἶχε μάθει ἡ παπαδιά καί τά ἄλλα κορίτσια καί μάθαινε καί τήν Φωτεινιώ, νά κεντᾶνε προῖκες γιά τίς πλούσιες κοπέλλες, —τότε δέν ὑπῆρχαν οἱ μηχανές καί δέν ὑπῆρχαν τά ἕτοιμα ἐνδύματα. Ἔτσι, λοιπόν, κεντοῦσαν τά μονογράμματα στά σεντόνια, στίς μαξιλαροθήκες, στίς πετσέτες καί κάναν ἄλλα κεντήματα. Καί βγάζαν τά πρός τό ζῆν.
Δίπλα μέ τήν παπαδιά πού καθόταν ὅλη τήν μέρα ἡ Φωτεινιώ ἀπ᾽ τά ἑφτά της χρόνια, τήν ἄκουγε νά προσεύχεται. Μά ἡ παπαδιά μέσα στούς Ψαλμούς πού ἔλεγε, ἔλεγε καί κάτι: 
—Φχαριστῶ Σοι. Φχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ.
Τήν ἄκουγε νά τό λέη συνέχεια καί σάν πεδούλα ἡ κυρά Φωτεινιώ τή ρώτησε: 
—Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λές εὐχαριστῶ; Γιατί λες, εὐχαριστῶ Σοι Κύριε;
Λέει:
—Τί νά πῶ ἄλλο παιδί μου; Μᾶς ἔδωσε τόσα ἀγαθά ὁ Θεός καί μᾶς ἔχει καλά καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ Τόν γνωρίζουμε. Μόνο εὐχαριστῶ μπορῶ νά τοῦ πῶ. Τίποτε ἄλλο δέν μπορῶ νά ζητήσω.
Ἔτσι, ἡ Φωτεινιώ μεγάλωσε καί ἐνστερνίστηκε αὐτή τήν εὐχή. Σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη εὐχή καί σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη προσευχή, ὅ,τι τῆς συνέβαινε ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Ἔμεινε μέχρι τά δεκαεφτά της χρόνια νά κοιμᾶται στούς θείους της στό σπίτι καί τό πρωΐ, πρωΐ-πρωΐ νά φεύγη καί νά πηγαίνη στῆς κυρα-παππαδιᾶς καί νά τῆς δίνη καί ἐκείνη ἕνα χαρτζιλίκι, ἔτσι ὥστε νά μήν χρεώνη τούς θείους της γιά τά δικά της ἔξοδα.
Στά δεκαεφτά της χρόνια, πῆγε μιά ἐκδρομή σ᾽ ἕνα Μοναστήρι, μαζί μέ τήν κυρα-παππαδιά καί μέ τήν ἐνορία, στήν Βόρεια Ἑλλάδα σ᾽ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί πόθησε ἡ κακομοίρα νά γίνη μοναχή. Τῆς ἄρεσε τόσο πολύ αὐτή ἡ ζωή πού κατανενυγμένη ζήτησε νά γίνη. Ὅμως, ἔπρεπε νά ἔχη γονεῖς νά τήν ἀφήσουν, γιατί ἦταν ἀνήλικη.
Και ἔτσι γυρίζοντας βρέθηκε ἀντιμέτωπη μέ ἕνα δυσάρεστο γεγονός, ὅτι οἱ θεῖοι της γιά νά τήν ξεφορτωθοῦν τῆς εἶχαν βρεῖ ἕνα γαμπρό, ὁ ὁποῖος φυσικά δέν θά ἦταν καί σόι ἀφοῦ δέν ζήταγε προίκα. Ἔτσι, λοιπόν, σ᾽ ἕνα χρόνο, ἄρον ἄρον τήν παντρέψανε. Ἡ κακομοίρα, ὅμως, ἀντιμετώπιζε τό πρόβλημα, ὅτι αὐτός εἶχε καφενεῖο καί δυστυχῶς μάθαινε νά πίνη καί ἦταν καί ἔπινε καί ἄλλες οὐσίες ἐκεῖ στό καφενεῖο καί τά πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε, ὅμως, τοῦ χάρισε τρία παιδιά: ἕνα ἀγόρι, τόν Φάνη καί δύο κορίτσια. Δέν θυμᾶμαι τά ὁνόματά τους νά σᾶς πῶ. Ἀλλά θυμᾶμαι ὅτι εἶχε τρία παιδιά. Καί ἡ κακομοίρα προσπαθοῦσε νά τά ἀναθρέψη μέ νουθεσία Κυρίου.
Αὐτός, ὅμως, ὅποτε γύριζε ἀπ᾽ τό καφενεῖο μεθυσμένος ἤ τό παιδί τό ἕνα ἦταν ἄρρωστο ἤ γκρίνιαζε, προσπαθοῦσε νά τά μαλώση καί νά τά δείρη καί αὐτή ἡ κακομοίρα ἔβαζε τόν ἑαυτό της μπροστά καί ἔτρωγε αὐτή τό ξύλο. Ἔτσι ἐκτός ἀπ᾽ τίς βρισιές πού δεχόταν, αὐτή ἔτρωγε καί τό ξύλο, ἔτρωγε καί κανά παιδάκι ξύλο. Καί ἡ κακομοίρα πάντοτε μέ τήν εὐχή “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Ποτέ δέν παραπονέθηκε.
Στά τέσσερα πέντε χρόνια τοῦ γάμου της, ἐπειδή δέν πήγαινε καλά ἡ ἐπιχείρησι τοῦ ἄντρα της, τά ξαδέλφια του τοῦ εἴπανε:
—Ἔλα σέ μᾶς στήν Πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ νά βροῦμε ἕνα καφενεῖο νά βάλουμε τό βιός μας μέ τό βιός σου νά κάνουμε ἕνα μεγάλο καφενεῖο. 
Ὄντως ἔτσι ἔγινε. Βρῆκαν καί ἕνα σπιτάκι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, πού εἶχε ἕνα πηγάδι καί μιά μικρή στάνη καί μποροῦσαν νά ἐπιβιώσουνε καί οἱ δυό φτωχικά καί ὄντως κάναν τό καφενεῖο μεγαλύτερο ἀλλά σιγά σιγά ὁ καφενές ἔγινε καφετέρια, ἡ καφετέρια ἔγινε καφέ-bar καί σιγά σιγά ἔγινε νυκτερινό κέντρο...
Μέ πεταλουδίτσες, μέ διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνοῦσε ἀργά ὁ Ἀνέστης, δέν τοῦ ἄρεσε πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, φώναζε, τήν ἔλεγε “μούχλα”, τήν ἔλεγε “πανούκλα”, τήν ἔλεγε “χολέρα”. Τήν ἔβριζε, τήν ταπείνωνε. Ἐκείνη πάντοτε μέ ταπείνωση καί πολύ καρτερία ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”.
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αὐτό τό μαρτύριο. Δέν τήν ἀφήναν νά πάη στήν ἐκκλησία καί μοῦ ἔλεγε μέ δάκρυα:
—Παίρναν, παππᾶ μου, τά παπούτσια μου καί τά ρίχναν στό πηγάδι ἤ τά ρίχναν στή κοπριά γιά νά μήν μπορῶ νά πάω. Πῶς θά πάω; Ξυπόλητη; Καί τά ἔβγαζα, τά ἔπλενα καί μετά τά φοροῦσα. 
Καί λέω:
—Τόν χειμῶνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τά φοροῦσες;
—Ὄχι, λέει, τά ἄλειφα καί μέ λίγο λάδι νά μήν μέ λέη ἡ γειτονιά ἀνοικοκύρευτη. Καί πήγαινα στήν ἐκκλησία καί δέν μέ ἔνοιαζε.
Ἔτσι, λοιπόν, μετά ἀπό δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωῆς, μιά μέρα ἦταν Καθαρά Δευτέρα, εἶχε ἔρθει ὁ κυρ-Ἀνέστης ἀπό βραδίς στό σπίτι, κατά τίς τέσσερεις τό πρωΐ τά χαράματα καί κοιμόταν, ἐκείνη ἑτοιμασε τό πρωΐ τά καλαθάκια γιά τά παιδιά της, τά μπουγαλάκια τους μέ τά νηστίσιμά τους γιά νά πᾶνε νά γιορτάσουν τά κούλουμα ἔξω στήν ὕπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ὁ κυρ-Ἀνέστης καί λέει:
—Φάνη σήκω. Καί ἑτοιμασε τήν ψησταριά, γιατί θά βάλουμε νά ψήσουμε κρέας καί νά χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τά παιδιά πού εἶναι κλειστή ἡ ταβέρνα νά πιοῦμε καί νά φᾶμε ὅλοι μαζί.
Καί τόλμησε ἡ κακομοίρα ἡ κυρά Φωτεινιώ νά πῆ:
—Βρέ Ἀνέστη μου, σήμερα εἶναι Καθαρά Δευτέρα. Οἱ Χριστιανοί ὅλοι νηστεύουν καί τιμᾶνε τήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, πού στήν Μ. Ἑβδομάδα ὁ Χριστός μας σταυρώθηκε γιά τή Σωτηρία μας. Τί θά κάνουμε; Σάν τούς Ἑβραίους νά φᾶμε Καθαρά Δευτέρα κρέας; 
—Ρέ, ἐσύ θά μέ πῆς, πανούκλα, Ἑβραῖο, ἐσύ θά μέ πῆς...
Καί ἐκεῖ πού ἄρχισε νά τῆς φωνάζει καί νά τήν βρίζη, πέταγε τά πράγματα ἀπ᾽ τό σαλόνι του στό σπίτι του, ἔσπαγε τά πράγματα καί ὅπως πηγαίνει νά τήν χτυπήση... τόν ἐπισκέπτεται ὁ Κύριος ἐν βραχίονι ὑψηλό καί πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Ἄρχισε νά τρέμη, μαζευτῆκαν τά παιδιά, ἄρχισε ὁ γυιός νά φωνάζη στήν μάνα τοῦ:
—Ἐσύ φταῖς ρέ μάνα γιατί τόν σκότωσες τόν πατέρα μας. Τί τοῦ ἔκανες; 
Ἦταν κατάστασι τραγική. Ἦταν καί τεράστιος ὁ κυρ-Ἀνέστης. Ἦρθαν οἱ γείτονες. Τόν βάλαν στό κρεββάτι καί ὅταν ἦρθε ὁ γιατρός τό μόνο πού διαπίστωσε ἦταν ὅτι, δυστυχῶς, εἶχε ὑποστῆ ἡμιπληγία, εἶχε ἀγγιχτῆ τό κέντρο τῆς ὁμιλίας του, εἶχε στραβώσει τό στόμα του καί τό δεξί του χέρι καί τό δεξί του πόδι εἶχαν παραλύσει.
Ὀκτώμισι χρόνια τόν διακονοῦσε μέ ὑπομονή, χωρίς νά λέη τίποτε παρά μόνο: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Τά παιδιά της τήν βασάνιζαν, τήν γιουχάρανε, τήν κοροιδεύανε, τῆς κάναν τά ἴδια, ἐκείνη ὑπέμενε λέγοντας πάντοτε: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Μούγκριζε καμμιά φορά ὁ κυρ-Ἀνέστης. 
Λέω: 
—Πῶς τά κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ; 
—Τί νά ‘κανα;, λέει, πάτερ μου. Στήν ἀρχή δέν καταλάβαινα. Κι ὅταν πήγα μιά φορά κοντά του, τότε μέ τό ἀριστερό του χέρι, πού ἦταν τό μόνο γερό, μοῦ ἔπιασε τήν κοτσίδα καί μέ κοπάναγε. Καί δέν μέ ἄφησε πάρα μόνο μετά ἀπό μισή ὥρα, ὅταν κουράστηκε τό χέρι του. Τότε μόνο ἡσύχασε.
—Καί τό ἔκανες αὐτό συχνά κυρά Φωτεινιώ; 
—Αἴ, δόξα τῳ Θεῷ. Ὄχι πολύ συχνά. Κανά δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Λίγο νά ξεκουράζεται. Γιατί ὁ καημένος ἔχει ἄγχος. 
Καί δέν τόν κατέκρινε. Δόξα τῷ Θεῷ, ἔλεγε. Καί τῆς τραβοῦσε τά μαλλιά μόνο δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μιά Παραμονή τῶν Θεοφανείων μετά τά ὁκτώμισι χρόνια, ἦταν οἱ Μεγάλες Ὧρες. Καί ἀφοῦ ἡ κακομοίρα πῆρε τόν ἁγιασμό πῆγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα νά εὐπρεπίση τό σπίτι της, νά ἑτοιμάση τό καντήλι της, νά θυμιάση γιατί θά περνοῦσε ὁ παπα-Βασίλης νά ἁγιάσει τό σπίτι. Καί ὄντως πέρασε ὁ παπα-Βασίλης. Καί ἅγιασε τό σπίτι. Καί ἤθελε-δέν ἤθελε ὁ κυρ-Ἀνέστης τόν διάβασε μιά εὐχή, μουγκρίζοντας ὁ κυρ-Ἀνέστης γιατί δέν ἀγαποῦσε τούς παπάδες, ἀλλά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ἀλλιῶς, πού νά πάη νά σηκωθῆ ἀφοῦ ἦταν παράλυτος; Τόν διάβασε ὁ παπᾶς ὅμως καί ἔφυγε.
Στό κατόπι ὅμως τοῦ παπα-Βασίλη, ἔρχεται ὁ Θεοφάνης. Ὁ Φάνης. Ὁ γυιός. Καί ἀρχίζει καί φωνάζει:
—Τί βρωμοκοπάει ἐδῶ σάν τά νεκροταφεῖα; Καί ἐσεῖς καί τά νεκροταφεῖα σας. Ἄντε πάλι, μούχλα, ἐσύ. Πάλι θύμιασες; Καί μέ τά θυμιατά σου τί βρήκαμε; Νά, πίσω πᾶμε. Καί τί ὠφεληθήκαμε ἐμεῖς μέ τά θυμιατά σου; 
Καί μέ τά νεῦρα του, πετάει τό καντήλι, πετάει τίς εἰκόνες, ρίχνει τά κεριά καί βγαίνει ἡ κακομοίρα ἔξω γιά νά δῆ τί γίνεται στό σαλόνι ἀπ᾽ τήν κουζίνα, γιατί εἶχε ἀνοίξει φύλλο καί ἑτοίμαζε πίτες, γιατί θά ‘ρχόντουσαν τήν ἄλλη μέρα νά τήν εὐχηθοῦν καί ἐκείνη καί τό γυιό της καί νά μήν τήν δοῦν ἀνοικοκύρευτη καί ἐκεῖ στά νεῦρα του παίρνει τόν πλάστη ἀπ᾽ τά χέρια της καί τῆς τόν κοπανάει στό κεφάλι.
Ἡ κακομοίρα ἀπ᾽ τόν πόνο λιποθύμισε καί ἔπεσε κάτω. Καί ἦρθαν οἱ γειτόνισσες νά τήν συνεφέρουν, τῆς βάλαν καί μιά σακούλα μέ πάγο στό κεφάλι καί ὅταν συνῆλθε σέ καμμιά ὥρα καί εἶδε τόν ἑαυτό της στόν καθρέφτη, τρόμαξε. Εἶχε ἕνα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σάν ἀβγό στό μέτωπό της. Καί εἶχε ἀρχίσει νά μελανιάζη ὅλη ἡ δεξιά πλευρά.
—Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πῶς θά πάω στήν ἐκκλησία μέ τό καρούμπαλο; Πῶς θά πάω μελανιασμένη; Τί θά λέη ἡ γειτονιά γιά τά παιδιά; Καλά ὁ ἄντρας σου. Ἀλλά τά παιδιά; Θά μέ κουτσομπολεύουν καί θά στεναχωριοῦνται.
—Τί ἔκανες, καλέ κυρά Φωτεινιώ;
—Ἔβαλα ὅλη τή νύχτα κομπρέσα, παπᾶ μου καί εἶπα τό πρωΐ νά πῶ στήν κόρη μου νά μοῦ δώση λίγο ἀπό ἔκεῖνες τίς ποῦδρες πού βάζουνε νά καλύψω τό μελάνιασμα. Ἀλλά μέ τό καρούμπαλο, τί θά ἔκανα; Σκέφτηκα, λέει, νά βάλω ἕνα φακιόλι, ἕνα μαντήλι καί νά κάνω ἔτσι ὅπως κάνουν οἱ εὐσεβεῖς καί νά πάω στή ἄκρη. Νά μήν πάω στήν θέσι πού πήγαινα στήν ἐκκλησία.
—Καί τό ‘κανες, κυρά Φωτεινιώ; 
Λέει:
—Ναί. Σηκώθηκα πρωΐ πρωί.
Σηκώθηκε ἡ κακομοίρα, τακτοποίησε τό σπίτι της, ἄλλαξε τόν κυρ-Ἀνέστη, τόν ξύρισε, τόν ἔπλυνε, τόν ἑτοίμασε, ἄναψε τό καντήλι της, θύμιασε καί ἔφυγε τροχάδι γιά τήν ἐκκλησία. 
—Μά σάν μπῆκα, λέει, παπᾶ μου μέσ᾽ στήν ἐκκλησία, ἕνα οὐράνιο Φῶς εἶδα μέσ᾽ στήν ἐκκλησία. Ἕνα Φῶς πού ἔφεγγε καί τά πολυέλαια ἦταν σβηστά. 
Λέω:
—Καί τί χρῶμα εἶχε αὐτό τό Φῶς, κυρά Φωτεινιώ; 
—Λευκογάλαζο, παπᾶ μου. Ἄστραφτε τό Φῶς. Κι ἐγώ, παρόλο πού ἔκανε κρύο ἔξω τσουχτερό αἰσθανόμουνα μιά θερμότητα. Μιά θερμότητα καί μιά δροσιά. Καί ἡ καρδιά μοῦ ἄνοιγε. Καί ἔλεγα: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε”. Πῆγα λοιπόν στή ἀκριανή πόρτα πού εἶναι στά ἀριστερά, κεῖ πού κάθονται οἱ γυναῖκες γιά νά μπορῶ νά ἀτενίσω τόν Παντοκράτορα, νά χαίρομαι, νά παρηγοριέμαι. Καί ὅσο προχωροῦσε ἡ Λειτουργία τόσο αὐτό τό Φῶς αὔξαινε. Καί ὄχι μόνο αὔξαινε, παπᾶ μου, ἀλλά ἔπεφτε καί μιά χρυσόσκονη καί ἄστραφτε ὄλο αὐτό τό Φῶς, σάν νά εἶχε χιλιάδες μυριάδες ἀστέρια. Καί σάν κοιτάω τόν Παντοκράτορα, τί νά δῶ παπᾶ μου; Εἶχε... Ἔβγαινε αὐτό τό Φῶς ἀπ᾽ τό Φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπ᾽ τό Πρόσωπό Του, τά Χεράκια Του, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο... καί κάλυπτε τόν κόσμο. Καί ὅσοι ἦταν στήν ἐκκλησία, ἄλλους τούς ἔλουζε τό Φῶς καί ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς καί γινόντουσαν ὅλοι μιά λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. στούς ἄλλους δέν ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς, ὅμως, τούς θώπευε.
Και τήν ρώτησα:
—Ἦρθε καί σέ σένα τό Φῶς; Ἦρθε στή γωνιά σου, στήν γωνίτσα σου τό Φῶς;
—A! Ἄμ, καλοῆρθε παπᾶ μου. Ἦρθε.
—Πῶς τό αἰσθάνθηκες, κυρά Φωτεινή;
—Σάν ἕνα Χέρι πού μέ θώπευε. Μέ ἄγγιζε ἀπ᾽ τό μέτωπο, μέ χάιδευε στούς ὤμους, στά μπράτσα καί στίς παλάμες. Καί μετά μέ πήγαινε ἀριστερά. Καί τό ἴδιο πράγμα. Καί ἄνοιξε ἡ καρδιά μου παπᾶ μου καί ἄρχισαν νά τρέχουν τά δάκρυά μου μετά. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ἀλλά τό Χέρι αὐτό μοῦ ἐπούλωσε τίς πληγές, μού ἔκλεισε τίς πληγές ὅλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές πού εἶχα. Τά βρισίδια, τούς ξυλοδαρμούς, τούς βιασμούς, τό ξύλο, τήν ταπείνωσι... ὅλα μοῦ τά ἐπούλωσε ὁ Χριστός. Τίποτε δέν αἰσθανόμουνα. Αἰσθανόμουνα μιά ἀπέραντη εὐφορία. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο, παπᾶ μου. Μέ κλειστά τά μάτια, ἔβλεπα τά γινούμενα στή Λειτουργία. Ἔβλεπα τά πάντα. Ἔβλεπα τήν Μεγάλη Εἴσοδο, εἶδα τούς Πατέρες, εἶδα τή Λειτουργία ὅλη. Τήν ἔζησα στόν Παράδεισο... Ξαφνικά, ὅμως, εἶδα τίς γυναῖκες νά ἀρχίσουν νά κινοῦνται καί κατάλαβα ὅτι πᾶμε γιά νά κοινωνήσουμε. Ἦρθε ἡ ὥρα τῆς Θ. Κοινωνίας. Ἑτοιμάστηκα. Καί ὅπως κοίταζα νά δῶ τό τσεμπέρι μου, τί νά δῶ; Τό Χέρι μοῦ εἶχε κάνει καλά καί τό καρούμπαλο! Δέν εἶχα οὔτε καρούμπαλο! Εἶχε φύγει τό καρούμπαλο. Καί μέ μεγάλη χαρά ὅτι δέν θά ἐκτεθῶ στήν γειτονιά, στάθηκα στή σειρά. Ἀλλά εἶπα νά δῶ, κι ἔτσι δεξιά νά δῶ, ποιός κοινωνάει; Ὁ παπά-Βασίλης πού ἦρθε καί μᾶς ἅγιασε ἤ ὁ παπα-Γιάννης; Καί ξαφνικά, παπᾶ μου... Οὔτε ὁ παπα-Βασίλης ἤτανε. Οὔτε ὁ παπα-Γιάννης. Ἕνας Δεσπότης... Μά τί Δεσπότης... Τί χρυσά ἄμφια φοροῦσε! Τί διαμάντια καί μπριλάντια εἶχαν πάνω τά ροῦχα Του! Ἄστραφτε ὁλόκληρος! Καί φοροῦσε μιά Κορῶνα... Ὄχι σάν αὐτές τῶν Δεσποτάδων. Μιά Βασιλική Κορῶνα. Πού ἄστραφταν χιλιάδες τά μπριλάντια καί τά διαμάντια. Καί πάνω στήν Κορῶνα του εἶχε Ἀγγέλους. Μά καί δίπλα Του εἶχε δύο Παραστάτες Ἀγγέλους πού κρατοῦσαν τό Μάκτρο. Με ἔπιασε τρόμος. Τά Χέρια Του, τό Πρόσωπό Του, ἔφεγγαν σάν τόν ἥλιο. Καί κρατοῦσε μιά χρυσή λαβίδα. Ἀλλά δέν εἶχε μέσα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο. Καί ἡ δόλια, λέω, ἡ κακομοίρα, τί θά κάνω; Πῶς θά κοινωνήσω τό κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά ἔχουν σήμερα. Ἄλλος Δεσπότης ἦρθε καί ἄλλες συνήθειες ἔχουν. Καί τί νά κάνω ἐγώ; Καί πῶς θά καῶ; Καί θά βάλω τίς Φωνές στόν κόσμο;
—Καί τί ἔκανες, βρέ κυρά Φωτεινιώ; Δέν κοινώνησες;
—Ὄχι, λέει. Προφασίστηκα εὐγένεια. Καί πῆγα στήν ἄκρη καί ἔλεγα: “Περᾶστε. Περᾶστε καί ἐσεῖς”. Αἴ, περάσανε καμμιά εἰκοσιπενταριά πού ἦταν στήν οὐρά... Μετά δέν εἶχε ἄλλο “περάστε”. Ἔπρεπε νά μπῶ ἐγώ στή σειρά.
—Τι ἔκανες, κυρά Φωτεινιώ;
—Τι ἔκανα λέει; Πλησίασα καί κοιτάζοντας χαμηλά μήν μπορῶντας νά δῶ τό Πρόσωπο τοῦ Δεσπότη, ἀκόμα καί τά παπούτσια του παπᾶ μου χρυσά ἤτανε. Καί οἱ Ἄγγελοι δίπλα Του σάν νά μήν πατοῦσαν στή γῆ. Καί εἶπα: “Χριστέ μου, εὐχαριστώ Σοι. Ἄντε, γιά τήν ἀγάπη Σου. Ἄς εἶσαι Ἐσύ καί ἄς καῶ. Ἐσύ νά εἶσαι καί ἄς καῶ. Κι ἐγώ θά κοινωνήσω. Ἔκλεισα τά μάτια μου, ἔβαλα τό Μάκτρο (κόκκινο ὕφασμα πού κρατᾶμε κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μας κατά τήν Θ. Μετάληψι) κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μου καί ἄνοιξα τό στόμα μου.
—Κοινώνησες, κυρά Φωτεινιώ;
—Κοινώνησα παπά μου.
—Κάηκες κυρά Φωτεινιώ;
—Ὄχι, παπᾶ μου. Δροσίστηκε ἡ ψυχή μου. Ἄνοιξε ἡ καρδιά μου. Καί ἄρχισα νά λέω ἀπ᾽ τήν καρδιά μου: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Σέ εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Καί ἄρχισα φαίνεται νά τό λέω δυνατά καί ξαφνικά ἀκούω τή φωνή τοῦ παπα-Βασίλη νά μοῦ λέει: “Κυρά Φωτεινιώ, εἶσαι καλά;” καί ἀνοίγω τά μάτια μου καί βρίσκομαι μπροστά στόν παπά-Βασίλη πού κρατοῦσε τό ἅγιο Ποτήριο καί σκέπαζε μέ τό Μάκτρο. Και λέω: “Παναγία μου, θά ρεζιλευτώ”... Καί πῆγα στήν ἄκρη καί σκεφτόμουνα: “Ὅλα αὐτά πού εἶδα, παπᾶ μου, ἦταν ἀληθινά; Λές νά ‘ταν φαντασία; Μά εἶδα τόν Δεσπότη, εἶδα τούς Ἀγγέλους, εἶδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, εἶμαι τρελλή;”. Μόλις τελείωσε ὁ ἁγιασμός καί πῆγα σπίτι μου, μπῆκα ἀμέσως στήν ἀποθηκούλα νά ἀλλάξω τά ροῦχα μου, γιά νά βάλω τά ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ καί νά βάλω τήν ποδιά μου νά ἑτοιμάσω τό φαγητό. Καί σάν ντύθηκα, κάτι μοῦ μύριζε τό σπίτι. Καί μπαίνω μέσα στό σαλόνι καί τί νά δῶ; Ἡ μικρή μου θυγατέρα κρατοῦσε ἕνα θυμιατό καί θύμιαζε τίς εἰκόνες. Στή θέσι τους οἱ εἰκόνες, εὐπρεπισμένο τό καντηλάκι μου, ἀναμένα τά κεράκια μου καί δίπλα στήν Παναγία ἕνα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Καί μοῦ λέει ἡ κόρη μου: “Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ἡμέρα. Εἴπαμε νά θυμιάσουμε, μιᾶς καί σοῦ ἀρέσει νά θυμιάζης τό σπίτι. Ἀλήθεια, μᾶς ἔφερες ἀντίδωρο;” κι ἐγώ ἔμεινα... Καί σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σέ αὐτό τό σπίτι δέν μοῦ ζητήσανε ποτέ ἀντίδωρο”. Καί ἀπαντοῦσα στήν κόρη μου: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”! Κι ἔρχεται καί ὁ γυιός μου ἀπ᾽ τό κατόπι μου στό πλάι καί σκύβει ταπεινά καί μοῦ φυλάει τό χέρι καί μοῦ λέει: “Συχώρα μέ μάνα. Συχώρα με” καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”. Καί ἀκούω τόν Ἀνέστη νά μοῦ φωνάζη καί μπαίνω βιαστική νά δῶ μήπως ἤθελε κάτι καί τόν βλέπω καθήμενο στό κρεββάτι του καί μοῦ ἔκανε σινιάλο μέ τό ἀριστερό του χέρι. Καί σάν τόν εἶδα εἶχε μιά ἱλαρότητα τό πρόσωπό του καί μιά γλυκύτητα τά μάτια του. Καί τοῦ δίνω τό χέρι μου, νομίζοντας θέλει νά καθίση καί αὐτός ἀρχίζει καί μοῦ τό φιλοῦσε. Μέσα καί ἔξω, παπᾶ μου μοῦ τό φιλοῦσε κλαίγοντας καί μοῦ ‘λεγε μέ τό μισό του στόμα: “Συγχώρα με, Φωτεινιώ. Συγχώρα με νά χαρῆς”. Καί ἔρχεται πίσω τό παιδί... Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ἔρχεται τό παιδί μου πάλι καί μέ φιλάει στό μέτωπο ἐκεῖ πού ἦταν τό καρούμπαλο καί μοῦ λέει: “Συχώρα με, μάνα. Δέν θά τό ξανακάνω. Τήν εὐχή σου νά χω, μάνα”. Κι ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Κι ἐδῶ σταμάτησε ἡ διήγησι τῆς κυρά Φωτεινιῶς. Γιά εἴκοσι λεφτά πλάνταξε στό κλάμμα. Κι ἀφοῦ συνῆλθε μέ ρώτησε μέ μιά παιδική ἁπλότητα, σάν μικρό κοριτσάκι ἔνοχο: 
—Πάτερ μου, εἶμαι κουζουλή; Τρελλάθηκα; Λές νά μέ κλείσουν στό Δρομοκαΐτειο; Λές νά εἶμαι γιά δέσιμο καί εἶδα τόσες φαντασίες; Λές νά εἶμαι τρελλή; Τί θά πῆς, Πάτερ; Τί γνώμη ἔχεις; Εἶμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα; 
Κι ἐγώ ἀπάντησα: 
—“Ευχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν γιά τήν ὕπαρξί σου, κυρά Φωτεινιώ, τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Ἡ κυρά Φωτεινιώ δέν ἦταν ὁ Ἅγ. Χρυσόστομος, οὔτε ὁ Ἅγ. Νείλος, οὔτε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, οὔτε ὁ Μέγας Παϊσιος. Ἦταν μιά ψυχή σάν κι ἐσᾶς, σάν κι ἐμᾶς. Ἁπλῶς ἔμαθε καλά στήν καρδιά της νά λέη: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ὁ Θεός τήν πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θά σᾶς πῶ καί τήν ἔκβασι γιατί ξέρω πώς θά χαρῆτε. Σήμερα, χήρα πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, εἶναι Μοναχή καί πηγαίνουν τά παιδιά της καί τῆς φιλοῦν τό χέρι καί τό μέτωπο... Καί ἐκείνη κάθεται ἐκεῖ καί ἀφουγκράζεται καί θυμᾶται τό Δεσπότη Χριστό, πού τήν κοινώνησε μέ τήν χρυσή Λαβίδα τό Τίμιο Φρικτό Σῶμα καί Αἷμα Του.
Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά λαβώση τήν καρδιά μας μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του καί νά μᾶς διδάξη ἀπ᾽ τά κατάβαθα, τά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς μας, ἀναβαθμίζοντας τή δική μας παιδική προσευχή σέ εὐχαριστηριακή, νά λέμε κι ἐμεῖς, δίνοντας τό μπόλι τῆς καρδίας καί τοῦ σώματος: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ, πάντων ἔνεκεν”.


<>






Ένας ιερέας πήγε στο σούπερ μάρκετ.

Όταν άπλωσε τα ψώνια στο ταμείο, άκουσε πίσω του ένα λογο με το εξής περιεχόμενο: «Ω, κοίτα, ο παπάς έχει κερδίσει τόσα πολλά για τον εαυτό του... Διδάσκει τον κόσμο για τη φτώχεια, αλλά έχει κερδίσει για τον εαυτό του. για να υπερφάει!Τι κοιλιά έχει φάει...».

Ήταν η φωνή μιας 50χρονης γυναίκας που δεν ηρέμησε και αποφάσισε να περάσει στην επίθεση:

- Λοιπόν, πήρες λίγα για τον εαυτό σου; - ρώτησε σαρκαστικά η γυναίκα.

«Λοιπόν, τά πήρα», απάντησε ο ιερέας.

- Μάλλον για ένα μηνα;

- Όχι, αγαπητή γυναίκα, νομίζω ότι μπορώ να το φάω σε δύο μέρες.

- Ναι, είναι ξεκάθαρο από την κοιλιά σου ότι σίγουρα μπορείς να το διαχειριστείς!

- Σωστά προσέξατε, η κοιλιά μου είναι η καταδίκη μου. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ το φαγητό.

- Και βάζω και τυρί και ζαμπόν στο καρότσι μου, λίγο πιο γρήγορα!

- Λοιπόν, καλά, υπάρχει μια τέτοια αμαρτία.

- Σωστά αυτά που λένε για σένα... Και κυκλοφορείς και με Merceds!

- Υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτό... Έχω ήδη ένα Merc, αλλά θέλω κάτι πιο σοβαρό. Ονειρεύομαι μια Cadillac, αλλά όλα πάνε προς το φαγητό, γιατί πρέπει να ταΐσω την κοιλιά μου...

- Ουάου, ούα! Εντάξει, τουλάχιστον το παραδέχεσαι! Ονειρεύεται το «KoniAk»! Είναι δυνατόν να μην μπορείτε να ζήσετε χωρίς να πιείτε;

- Λοιπόν, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς αυτό; Τώρα θα βγάλω το ράσο μου και θα τρέξω στον πάγκο για μπύρα για να μην με δει κανείς.

- Ναι... Ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση! Αυτό ακριβώς λένε για σένα!

- Ακριβώς, αλλά όχι ακριβώς. Αν ήξεραν καλύτερα, θα έλεγαν ακόμα χειρότερα.

- Χα! Και γενικά, μετά από αυτό, γιατί να ονομάσω τις αμαρτίες μου μπροστά σε ανθρώπους σαν εσένα;

«Όχι, δεν πρέπει, μην ανησυχείς», απάντησε ήρεμα ο ιερέας, βάζοντας τα πράγματα σε σακούλες.

Και τότε η γυναίκα σώπασε. Αν και το πρόσωπό της δεν άλλαξε, ήταν ξεκάθαρο ότι είχε μιλήσει πλήρως και είχε λάβει κάποια ικανοποίηση. Ξαφνικά επικράτησε μια ηρεμία. Και τότε ο ιερέας πήγε στην επίθεση.

- Εσύ, σαν μητέρα, νιώθεις καλύτερα;

Όμως η γυναίκα δεν απάντησε. Στην πραγματικότητα ένιωθε καλύτερα σε κάποιο βαθμό, αλλά φοβόταν να το παραδεχτεί δυνατά. Όπως είπε αργότερα αυτή η γυναίκα, εκείνη τη στιγμή, προς έκπληξή της, ανακάλυψε ένα άγνωστο μέχρι τώρα πράγμα: αποδεικνύεται ότι ακόμη και από έναν ιερέα που τρώει υπερβολικά και οδηγεί μια Mercedes, μπορείς να πάρεις παρηγοριά!

Όμως η ανακούφιση δεν κράτησε πολύ. Όταν αυτή η ωραία γυναίκα έφυγε από το κατάστημα, είδε με έκπληξη ότι ο ιερέας περπατούσε προς το VAZ 2104 Mercedes του με άδεια χέρια.

Στην αρχή δεν κατάλαβε ποιο ήταν το κόλπο, γιατί ο ιερέας έφευγε από το σούπερ μάρκετ με τέσσερις σακούλες. Όμως, κοιτάζοντας πίσω, είδε τέσσερις άστεγους να εξετάζουν χαρούμενα το περιεχόμενο των πακέτων που είχαν στα χέρια τους...

Εδώ, η «παρηγοριά» της αναζήτησης της αλήθειας της 50χρονης καταπατήθηκε από ένα ακατανόητο και σχεδόν ξεχασμένο συναίσθημα που ξέσπασε από κάπου στο υπόγειο της ψυχής της.

Η γυναίκα πάγωσε, κοιτάζοντας τα χαρούμενα πρόσωπα των αστέγων. Μέσα της συναντήθηκαν ταυτόχρονα αντικρουόμενα συναισθήματα ενοχής, παρεξήγησης, χαράς και αυτομαρτυρίας, που μαζί έγιναν ο πρόδρομος της μετάνοιας του αναζητητή της αλήθειας.

Και εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα έκανε μια άλλη ανακάλυψη για τον εαυτό της: η αληθινή παρηγοριά, σε αντίθεση με την ικανοποίηση με την κατάκριση των άλλων, γεννά δάκρυα μετάνοιας και αγγίζει την καρδιά.

...Πέρασαν ήδη 7 χρόνια.

Και τώρα ο ιερέας της ενορίας, ο πατέρας Βίκτορ, και η  Βαλεντίνα Τιμοφέβνα, θυμούνται με χαμόγελο την ιστορία της γνωριμίας τους στο σούπερ μάρκετ.

Άνθρωποι, να είστε ελεήμονες.


<>








«Κάποια ἡμέρα [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος] ἐπέστρεφε ἀπ᾽ τό χωριό Σουδενά, πού λειτουργοῦσε, στό Μοναστηράκι του, πού ἀπεῖχε δύο ὧρες περίπου. Στόν ἐρημικό ἐκεῖνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερῶς, ὅπως συνήθιζε πάντοτε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός κατώρθωνε νά ἔχη σέ ἐφαρμογή τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”.
Ἐντωμεταξύ ἄνδρες τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ ναρκοθέτησαν ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου. Κατέλαβαν ἀκολούθως τό ὕψωμα καί παρακολουθοῦσαν, μήπως περάση κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν νά ξεπροβάλη ἀνύποπτος ὁ π. Ἰάκωβος στό ναρκοθετημένο σημεῖο τοῦ δρόμου. Μπήχνουν τίς φωνές γιά νά τόν προλάβουν:
—Παππούλη... Παππούλη...
Ἀλλά ὥσπου νά ἀκούση ὁ π. Ἰακωβος  —ἦταν ἄλλωστε προσηλωμένος στήν προσευχή— τήν πάτησε τή νάρκη. Ἐξερράγη μέ δαιμονιώδη κρότο. Ἐβούϊξαν οἱ πλαγιές  καί τά φαράγγια καί σύννεφα κονιορτοῦ σηκώθηκαν. Λές καί ἐξερράγη κάποια ἀπ᾽ τίς φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως.
—Πάει ὁ φουκαράς ὀ Παππούλης, λένε οἱ στρατιώτες καί τρέχουν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. 
Καί τί βλέπουν; Τρίβουν τά μάτια τους. Δέν μποροῦν νά τό πιστέψουν. Βλέπουν τόν π. Ἰάκωβο ἄσπρο ἀπ᾽ τή σκόνη σάν μυλωνά, νά τινάζη τά ράσα του, χωρίς νά ἔχη πάθη τίποτε καθοκληρία. Δέν μποροῦν νά συνέλθουν ἀπ᾽ τήν ἔκπληξί τους. 
—Καί δέν ἔπαθες, Παππούλη τίποτε!, ρωτοῦν μέ θαυμασμό.
—Πῶς νά πάθω, παιδιά μου; Ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθουμε τίποτε, ἀφοῦ ἔλεγα τήν προσευχή μου; Καί σᾶς δέν θά σᾶς ἀφήση ὁ Θεός νά πάθετε τίποτε. Θά σᾶς φυλάξη νά γυρίσετε στά σπίτια σας. Μονάχα νά πηγαίνετε μέ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νά καθήσω, παιδιά μου, νά ἐξομολογηθῆτε, καί μεθαύριο νά σᾶς λειτουργήσω νά κοινωνήσετε;
—Ναί, παππούλη, ἀπάντησαν ὅλοι τους μέ ἕνα στόμα συνεπαρμένοι ἀπ᾽ τό θαῦμα.
Ἡ εὐκαιρία ἦταν μοναδική νά κερδιθοῦν οἱ ψυχές αὐτές καί ὀ ἄξιος λευΐτης, πού ἐνδιαφερόταν μόνο γιά νά σωθοῦν ψυχές, τήν ἐξεμεταλλεύθηκε. Σέ λίγο καθισμένος σέ μιά πέτρα κάτω ἀπό ἕνα δέντρο φορώντας τό ἐπιτραχήλι του, μέσα στό κρύο τοῦ χειμῶνα, τούς ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα. “Οὕτως ἐκαθέζετο” καί ὁ Κύριος παρά τό φρέαρ τῆς Σιχάρ κάι ἐξομολογοῦσε μιά ἁμαρτωλή»(ΧΒ, 40).



<>






Ἀρχιμ. Θεόφιλος Ζησόπουλος: «Ὅταν ἤμουν μαθητής εἶχα διαβάσει τήν ἑξῆς ἱστοριούλα.
Σ᾽ ἕνα ξερονήσι ὑπῆρχε ἕνας φάρος καί σ᾽ αὐτόν τό φάρο φαροφύλακας ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πτωχός, οἰκογενειάρχης, πού ἔπαιρνε ἀσφαλῶς τό μισθουδάκι του, ἀλλά ψάρευε κιόλας καί τόν κόπο τῆς ἐργασίας του τόν μετέφερε ἐκεῖ, σ᾽ ἕνα κοντινό νησί. Πήγαινε τακτικά. Πολλές φορές, ὅμως, ἀργοῦσε νά ἐπιστρέψει. Καμμιά φορά τό χρῆμα παρασέρνει τόν ἀνθρώπο καί τόν κάνει νά παραστρατήση. Πήγαινε κάθε τόσο σέ κάποιο καπηλειό κι ἐκεῖ ξόδευε τά χρήματά σου. Ἡ γυναῖκα καί τό μικρό του παιδί τόν περίμεναν στό σπίτι μέ ἀνησυχία πολλές φορές.
Ἡ γυναῖκα ἦταν πιστή. Καί συχνά προσευχόταν μέ τό γυιό της καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά προστατεύη τό σύζυγό της καί νά τόν σώση ἀπ᾽ τό πάθος κι ἀπ᾽ τό ξεστράτισμά του αὐτό, ἀλλά χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἦταν μιά χειμωνιάτικη νύχτα. Κι ἐκεῖνος ἄργησε νά ᾽ρθη. Τό χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ἡ ἀνεμοθύελλα μαινόταν. Καί ἡ ἀνησύχια τῆς μάνας καί τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἦταν μεγάλη. Ὁ πατέρας δέν φαινόταν. Ἔκαναν τήν προσευχή τους μάνα καί παιδί καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν. Μά ἠ μάνα δέν ἔκλεισε μάτι.  Οὔτε καί τό μικρό παιδί. 
Ξέρετε ἐσεῖς τά δράματα τέτοιων οἰκογενειῶν πού οἱ ἄνδρες μεθοῦν και χαρτοπαίζουν καί ξεστρατίζουν.
Ὅμως, τό μικρό παιδί εἶχε μιά ἀγωνία. Κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθῆ ἡ μάνα του, ἅρπαξε τό κλεφτοφάναρο τῆς θυέλλης, τό φανό, τόν ἄναψε σιγά-σιγά καί κατηφόρισε πρός τό μονοπάτι ἐκεῖνο πού θά περνοῦσε ὁ πατέρας.
Προχώρησε καί ὑψώνοντας τό φανάρι φώναζε δυνατά: 
—Πατέρα!... Πατέρα!... Ἔλα! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Νόμισε τό παιδάκι πώς ἀπό μακρυά ἄκουσε τόν παφλασμό τῆς βάρκας καί σκέφθηκε πώς ὁ πατέρας του ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντά.
Δέν ἔπεσε ἔξω. Μεθυσμένος καί ναρκωμένος ἀπ᾽ τό μεθύσι ὁ πατέρας σάν νά ξύπνησε. Σάν νά ἄκουσε τή φωνή τοῦ παιδιοῦ του. Γύρισε τά κουπιά του καί στράφηκε πρός τό μέρος πού εἶδε τό φῶς καί ἄκουσε τή φωνή. Προχώρησε. Ἔφθασε στήν ἄκρη, ἔδεσε τή βάρκα καί τρεκλίζοντας ἄρχισε νά περπατάη. Τό χιόνι εἶχε κλείσει τό μονοπάτι. Κι ἐκεῖ πού προχωροῦσε, σκόνταψε πάνω σέ κάτι. Ἦταν τό νεκρό παιδί του, τό δικό του παιδί πού ἀπ᾽ τό κρύο καί τήν παγωνιά ἔπεσε λιπόθυμο καί ξεψύχησε.
Ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ τόν ξύπνησε ἀπ᾽ τό μεθύσι. Τό φορτώθηκε στίς πλάτες κι ἀνέβηκε στό σπίτι. Τίς τραγικές σκηνές πού ἐπακολούθησαν μπορεῖτε νά τίς ἀντιληφθῆτε. Τραγικός ὁ πατέρας. Τραγική καί ἡ μάνα. Μπροστά στό νεκρό παιδί ὁ πατέρας ἔδωσε μιά ὑπόσχεσι.
—Παιδί μου, εἶπε, ὁ θάνατός σου μοῦ ἄνοιξε τό δρόμο. Ἀπό σήμερα καί πέρα δέν θά ξαναβάλω πιοτό στό στόμα καί οὔτε θά ξαναπάω στό δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό σήμερα καί πέρα θά γίνω ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Εἰλικρινῶς μετανόησε καί ἡ αἰτία τῆς μετανοίας του ἦταν ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ του»(ΔΚ, 71).



<>






«Εἶχε μαγαζί μέ γυναικεῖα εἴδη ἡ Στέλλα. Ταξίδευε στό ἐξωτερικό καί ἀγόραζε στό τέλος τῆς σεζόν συλλογές γνωστῶν οἴκων μόδας καί τίς ἔδινε σέ καλές τιμές στό πολυτελές κατάστημά της στή Γλύφαδα. Οἱ γονεῖς της εἶχαν χωρίσει ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρή. Ἡ μάνα της πέθανε ἀπό καρκίνο, ὅταν ἡ Στέλλα ἦταν φοιτήτρια. Ὁ πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, ἔκανε νέα οἰκογένεια καί αὐτή τήν ξέχασε ὁριστικά. Αὐτή, ὅμως, μόνη της κατάφερε νά ἔχει μιά πετυχημένη δουλειά μέ τό μαγαζί της· νά ἔχει ἄφθονα χρήματα, νά ταξιδεύη καί νά κάνη γενικά μιά ὄμορφη καί ἄνετη ζωή ὅπως ἤθελε νά πείση τόν ἑαυτό της.
Ὥσπου ἕνα ὀγκίδιο στό στῆθος ἀρχές τοῦ 2011 καί μιά ἐπίσκεψι στό γιατρό ἀνέτρεψαν τά πάντα στή ζωή της. Διάγνωσι καρκίνου, μαστεκτομή, ἀφαίρεσι λεμφαδένων, χημειοθεραπεῖες, μεταστάσεις, ἀκτινοβολίες, ἐπιθετικός καρκίνος καί ὅλη ἡ ζωή φαινόταν νά φεύγη ἀπ᾽ τά χέρια της· καί ἦταν μόλις 48 χρονῶν. Ἡ οἰκονομική ὕφεσι παράλληλα εἶχε ἐπηρεάσει δυσμενέστατα τήν ἐπιχείρησί της. Ταξίδια πιά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ὅλες οἱ φίλες καί φίλοι, οἱ σύντροφοι καί οἱ γνωστοί της, πού στίς “καλές” μέρες γλένταγαν μαζί της, ἐξαφανίστηκαν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο. Ποιός ἄλλωστε θά καθόταν μαζί μέ μιά καρκινοπαθή τελικοῦ σταδίου στήν ἀνάγκη της;
Στήν ἀπόλυτη αὐτή μοναξιά καί ἐγκατάλειψί της ἀπ᾽ τούς πάντες, βρέθηκαν κοντά της κάποιες Χριστιανές γυναῖκες ἐθελόντριες, πού φρόντισαν καί τῆς ἔβγαλαν βιβλιάριο ἀπορίας καί ξανάρχισε τῆς χημειοθεραπεῖες. Ἀλλά καί τήν παρηγόρησαν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη τους καί τῆς ἔβαλαν στά χέρια ἕνα βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, πού τούς διάβαζε πιά συνεχῶς καί ἀχόρταγα. Ἐξομολογήθηκε στό Νοσοκομεῖο γιά πρώτη φορά στή ζωή της καί μετέλαβε μέ λαχτάρα, βαθιά συναίσθησι καί κατάνυξι...
Ἕνα πρωϊνό, ὅταν ἡ ἀδελφή Χριστιανή, πού τῆς εἶχε μιλήσει γιά τήν Παναγία καί τῆς εἶχε δώσει τό βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς, πῆγε νά τῆς ἀλλάξη τόν ὀρό, ἡ Στέλλα τῆς κράτησε τό χέρι καί τῆς εἶπε: “Φεύγω... φεύγω...! Ἡ Παναγία μας μοῦ τό εἶπε... Ἦλθε, μοῦ χαΐδεψε τό κεφάλι καί μοῦ εἶπε: Ὑπομονή παιδί μου, λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί σέ τρεῖς ἡμέρες θά ξεκουραστῆς...”.
Τό ἀπόγευμα ζήτησε ξανά τόν ἱερέα καί Πνευματικό τοῦ Νοσοκομείου καί μίλησαν κάμποση ὥρα. Τήν ἑπόμενη μέρα ἦλθε καί τήν κοινώνησε. Μετά τήν τρίτη ἡμέρα, τό πρωϊνό ἐκεῖνο τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἴδια ἀδελφή τή βρῆκε νεκρή μέ τό πρόσωπό της γεμᾶτο ἠρεμία καί γλυκύτητα. Κρατοῦσε στό στῆθος της τούς Χαιρετισμούς καί τίς μικρές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου.
Τό τελευταῖο καί συγκλονιστικό εἶναι ὅτι ἐνῶ οἱ Χριστιανές ἐθελόντριες, πού τή φρόντιζαν, ἔκαναν τρεῖς μέρες μετά τό θάνατό της τά “τριήμερά” της μνημόσυνα, τό σῶμα της ἦταν ἀκόμα στό νεκροθάλαμο τοῦ Νοσοκομείου, ἀφοῦ οὔτε ὁ πατέρας της, οὔτε κανένας ἄλλος ἀπ᾽ τούς συγγενεῖς ἐμφανιζόταν γιά νά ἀναλάβη τά τῆς κηδείας της! Ἡ Στέλλα, ὅμως, ἐμφανίστηκε στό ὄνειρο μιᾶς ἄλλης νοσηλεύτριας καί τῆς εἶπε: “... Εἶμαι πολύ καλά, ἐδῶ. Ἄς εἶναι καλά οἱ δικοί μου, πού δέν μέ ἔχουν ξεχάσει...”. Καί ἐννοοῦσε, βέβαια, τίς Χριστιανές, πού τῆς συμπαραστάθηκαν, τήν ὁδήγησαν στή Μετάνοια μέ τήν προσευχή καί καταφυγή στήν Παναγία καί μετά τό θάνατό της, τήν μνημόνευαν στή Λειτουργία (Ἀπό τό βιβλίο Θαύματα τῶν Χαιρετισμῶν... Σήμερα, ἐπιλογές-διασκευή)»(ΛΝ, 4).


<>






Ἀναφέρει ο Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης:


Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος. Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.
Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Ανάμεσα σ  αὐτά τα περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ σ  αὐτό το  Γρηγοριάτικο Γεροντικό, εφ  ὅσον κι αυτός συγκαταλέγεται στην χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων. Παρουσιάζω την περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν  ἀλλοιώσω τα ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό χαρακτήρα του γράφοντος. Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από 100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.
Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος. Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως αναγκαία της ζωής του. Ήθελε, λοιπόν, ν  ἀγοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε:
-Δεν πρέπει να βγης, έξω π. Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω. Ο Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε:
-Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για τα ψώνια σου.
Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ  ένα μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον είδε και  επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.
Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός. Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον τώρα να συχνάζη σ  εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του. Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ  αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία ημέρα είπε σ  αὐτόν που ήταν αφεντικό του στην δουλειά:
-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια; Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να σε γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.
Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε  είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:
-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.
-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;
-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.
-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός. Θα το ειπώ στην μητέρα μου.
Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:
– Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι απ  εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από τους ιδικούς του συγγενείς;
Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:
-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή.
Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.
Στο Μοναστήρι οι Πατέρες περίμεναν τον μοναχό Νεκτάριο, αλλά ακόμη δεν φαινόταν πουθενά…Ο Ηγούμενος και όλοι οι Πατέρες έμαθαν για τα …κατορθώματά του και έκαναν προσευχή. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον συγχωρήση και να λάβη την απόφασι να επιστρέψη.
Ο μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά την κοσμική του ζωή, μη μεριμνώντας για τίποτε άλλο παρά μόνο για την οικγένειά του, το παιδί του και και τις δουλειές του. Κάθε ανάμνησι για το παρελθόν την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσι της κοσμικής του ζωής.
Κάποια ημέρα, περίοδος καλοκαιριού, επήγε με το παιδί του, ηλικίας τότε οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασαα, βγήκε έξω να παίξη τόπι με τον παιδάκι του. Σε μια στιγμή του είπε το παιδί του:
-Μπαμπά, τι είναι αυτό το μαύρο πανί που έχεις επάνω σου;
-Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω μου, παιδί μου!  Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιώ”;
-Εγώ βλέπω να φορής ένα μαύρο πανί με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου.
Εδώ ο Θεός  άκουσε τις προσευχές του Γεροντός του και των Αδελφών της Μονής του και έδωσε την δυνατότητα στο παιδάκι του να ιδή με τα νοερά καθαρά του μάτια το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο. Είδε να έχει ενδυθή ο πατέρας του με το Αγγελικό Σχήμα. Αυτό σημαίνει ότι το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην ζωή του μοναχού. Έτσι, κι αν ακόμη ο μοναχός αρνηθή το Σχήμα του, το Σχήμα όμως δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθή και θα κριθή σαν μοναχός Μεγαλόσχημος.
Ο πατέρας του κατάλαβε αμέσως τι του έλεγε το παιδί του. Σκέφθηκε και μονολόγισε μόνος του: “Ακόμη με θυμάται και μ  ἀγαπᾶ ο Θεός!  Μετά είπε στο παιδί του:
-Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο σπίτι μας.
Έφθασαν στο σπίτι, αλλά ο Νικόλαος, όπως ήτο στενοχωρημένος, φαινόταν  αγνώριστος από την γυναίκα του.
-Τι έχεις, βρε Νίκο, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Άλλη φορά ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Θέλω να μου το ειπής.
-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου ειπώ τα πάντα με ειλικρίνεια.
Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να κοιμηθή και τότε ο Νικόλαος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα εξής:
-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σε γνωρίσω και σε ζητήσω για γάμο ήμουν μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήλθα για δουλειές μου στην Θεσσαλονίκη. Σε είδα, σε ερωτεύθηκα. Πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα μου, εγκατέλειψα τις καλογερικές μου υποχρεώσεις και το μοναστήρι μου για να πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας, με θεία νεύσι, είδε επάνω στο στήθος μου το Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίον και κατερύπωσα με αυτή την άσωτη ζωή μου..
-Τι είναι αυτά που λέγεις, βρε Νίκο; Αν είναι αλήθεια αυτά που μου λέγεις, τότε είσαι δολοφόνος…Κατέστρεψες τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου και επρόσβαλλες το μοναστήρι σου και το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως…Και τα δάκρυά της επήγαιναν ποτάμι. Ήτο άνθρωπος της εκκλησίας..
-Θα φύγω της είπε αυτός και θα γυρίσω στο Μοναστήρι μου. Αν με κρατήσουν θα μείνω για πάντα εκεί και εκεί θα πεθάνω. Εάν δεν με κρατήσουν, θα σκεφθώ που θα πάω..
-Φύγε, αμέσως για το μοναστήρι σου. Μη σκέπτεσαι εμένα και το παιδί μας. Θα φροντίση για εμάς ο Θεός. Φύγε για να μη καταδικασθής αιώνια. Όσο καθυστερής στον κόσμο, τόσο παροργίζεις τον Πανάγαθο Θεό μας. Εάν κάνης έτσι και μετανοήσης ειλικρινά θα σε συγχωρέση ο Θεός και θα σε σώση…
-Σε παρακαλώ, της είπε, μην ειπής τίποτε στο παιδί μας. Όταν μεγαλώση θα μάθη από σένα ποιός είναι και που είναι ο πατέρας του…
Πράγματι, έφθασε στο μοναστήρι του συντετριμμένος σαν τον άσωτο υιό ο Νεκτάριος. Μόλις τον είδε ο Γέροντάς του, τον γνώρισε, τον αγκάλιασε και τον έφερε μέσα στο Μοναστήρι.
Ο Νεκτάριος έπεσε στα πόδια του και με στεναγμούς παρακαλούσε και του έλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Είμαι ο δεύτερος άσωτος γυιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα το Σχήμα μου, το οποίο από τα χέρια σου έλαβα. Δεν έχω  μάτια να σ  ἀντικρύσω. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γυιό σου, αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.
Εν τω μεταξύ ήλθαν κι οι άλλοι Αδελφοί και Πατέρες. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι εχαίροντο για την επιστροφή του. Σηκώθηκε ο Γέροντάς τους, παπά Συμεών, τον αγκάλιασε και πήγανε μαζί στο Αρχονταρίκι. Εκεί του εξωμολογήθηκε ο Νεκτάριος όλα τα παθήματά του. Και ο Γέροντάς του του είπε:
-Παιδί μου, όλοι εμείς, εγώ ο Γέροντάς σου και οι Αδελφοί σου σε δεχόμεθα και πάλι στο μοναστήρι. Όμως θα πας να μείνης στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος της Μονής μας.
Ο Νεκτάριος δέχθηκε την εντολή του π. Συμεών και τον ευχαρίστησε διότι τον δέχθηκαν και πάλι στο μοναστήρι.
Ο Γέροντάς του του έδωσε μία φραντζόλα ψωμί και νερό και τον επήγε ο ίδιος να τον εγκαταστήση μέσα στην σπηλιά. Εκεί επέρασε ο Νεκτάριος ένα μήνα μ  αὐτό το ψωμί. Όταν πεινούσε έτρωγε και λίγα χόρτα, απ  αὐτά που φύτρωναν έξω εκεί στα κηπάρια του Καθίσματος της Παναγίας. Είχε βέβαια πολύ αδυνατίσει.
Μετά από ένα μήνα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και του έφερε νερό και ψωμί. Τον ερώτησε:
-Πως είσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά με τις ευχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ο Θεός, πολύ καλά.
-Θα έλθη καιρός να κατέβης και κάτω στο Μοναστήρι μας, αλλά όχι τώρα.
Τώρα μόνο εσύ θα κάνης νηστεία, αγρυπνία και προσευχή για να δεχθή την μετάνοιά σου ο Θεός.
Μετά από αρκετό καιρό του μετέφερε ο Γέροντάς του μέσα σε μία στάμνα βρεγμένα όσπρια. Του είπε:
-Πάρε αυτή την στάμνα με τα όσπρια, όσα είναι μέσα. Θα βάζης το χέρι σου μόνο μία φορά την ημέρα και όσα βγάζης, θα τα τρως. Πάρε κι αυτά τα δύο πρόσφορα και το νερό σου.
Ήλθε καιρός και πέθανε ο παπά Συμεών και τον διαδέχθηκε ο παπά Ιάκωβος. Συνέχιζε κι αυτός να του πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, όπως ο προηγούμενος.
Με τις προσευχές και τα δάκρυα καθαρίσθηκε η ψυχή του π. Νεκταρίου. Ήδη είχε φθάσει και 75 ετών.
Μία ημέρα τον ερώτησε ο Ηγούμενος:
-Πως πας, Αδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ο Θεός, Γέροντα. Και άρχισε να κλαίη ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, είπε στον Γέροντά του:
-Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και μου κάνει παρέα.
Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ήτο το Άγιο Πνεύμα, αλλά  τον ρώτησε:
–Τι πουλάκι είναι αυτό, Νεκτάριε;
-Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο πουλάκι. Έρχεται και με κυττάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και πάλι έρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε την προσευχή σου.
Τελικά ο π. Νεκτάριος έφθασε στην ηλικία των 80 ετών.
Μία ημέρα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και τον ρώτησε:
-Πως πας, Αδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Να το πουλάκι ήλθε και πάλι πολύ κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά αυτό μ  ἕνα πήδημα μπήκε μέσα στο στόμα μου και από τότε πάλι δεν έρχεται. Τώρα πως θα το βγάλω από μέσα μου; Και άρχισε να κλαίη.
-Δεν πειράζει. Μην ανησυχής, Νεκτάριε. Τώρα είναι καιρός να γυρίσης στο μοναστήρι μας. Θα μένης στο γηροκομείο και θα σ  ἔχουμε κοντά μας.
-Όχι, του είπε ο π. Νεκτάριος. Καλά είμαι εδώ. Άφησέ με να πεθάνω εδώ στην σπηλιά σε παρακαλώ.
-Όχι, του είπε ο Γέροντάς του, πρέπει να κάνης υπακοή και να κατέβης στην Μονή.
-Και αφού ήτο θέμα υπακοής, κατέβηκε μαζί του στην Μονή ο π. Νεκτάριος και έμενε πλέον στο γηροκομείο. Σε ηλικία 85 ετών εκοιμήθη εν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια έβγαλαν τα οστά του. Τι το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα οστά του ευωδίαζαν. Απ  αὐτό αντιλαμβάνεται ο καθένας τι καρπούς πνευματικούς ημπορεί να φέρη η υπακοή και η μετάνοια.
Δόξα στον Πανοικτίρμονα Θεό μας, ο Οποίος δέχθηκε την μετάνοια του μοναχού Νεκταρίου και τον επανέφερε όχι μόνο στην μοναχική τάξι, στην οποία ευρισκόταν και παλαιότερα, αλλά και τον αρίθμησε μεταξύ των χορών των αγίων της Εκκλησίας μας.
Αιωνία η μνήμη του οσίου γέροντος Νεκταρίου, ο οποίος ανήλθε εξ άδου κατωτάτου και μας άφησε σαν πνευματική κληρονομία το υπέροχο παράδειγμα της συνεχούς μέχρι θανάτου μετανοίας του.
Κύριε Ιησού Χριστέ πρεσβείαις πάντων των Οσίων Γεροντάδων μας και του αγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου αξίωσον και ημάς της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.


Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω
2005


<>










Το θαύμα που άλλαξε τη ζωή μου: Η εξομολόγηση ενός πρώην άθεου Blogger

Χαίρετε. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη σε μένα τον ανάξιο προ ολίγων μηνών. Έχω μεγαλώσει σε άθεη οικογένεια. Απο μωρό παιδί έχω διδαχθεί το μίσος προς οποιαδήποτε θρησκεία, είτε αυτή ονομάζεται μουσουλμανισμός, είτε χριστιανισμός κ.τ.λ. Μεγαλώνοντας λοιπόν δημιούργησα το δικό μου blog – ιστοσελίδα, μέσα απο το οποίο παρέθετα άρθρα ενάντια στην θρησκεία και ειδικότερα κατά του χριστιανισμού. Τα άρθρα μου περιείχαν αρκετά “σεβαστά” επιχειρήματα, μέσα απο τα οποία θα μπορούσε κανείς όχι μόνο να απορρίψει την ύπαρξη του Θεού, αλλά και να μισήσει ότιδήποτε τον θυμίζει. Μεταξύ αυτών των επιχειρημάτων, η θεωρία της εξέλιξης, άλλα επιστημονικά επιχειρήματα, χωρία απο την Παλαιά Διαθήκη τα οποία θεωρούσα ρατσιστικά και βίαια και άλλα πολλά.

Μέσω των άρθρων αυτών, έβγαζα τα απωθημένα μου εναντίον του Θεού και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να χτυπήσω τον χριστιανισμό και να φέρω στην αθεΐα όσο το δυνατό περισσότερους πιστούς. Μέχρι που συνέβηκε το ακόλουθο θαύμα (εάν μπορεί να χαρακτηριστεί τέτοιο), το οποίο μου έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή. Μερικούς μήνες πρίν, στα γενέθλιά μου, μια αγαπημένη φίλη μου, η οποία απο μικρή ήτανε στο δρόμο της εκκλησίας μου χάρισε για δώρο μια εικόνα του Χριστού. Εγώ απόρησα, γιατί όλοι οι φίλοι και φίλες μου γνώριζαν ότι απο μικρός ήμουνα άθεος και ότι είχα απορρίψει κάθε πιθανότητα και ενδεχόμενο ύπαρξης του Θεού. Δέχτηκα όμως το δώρο αυτό και απο ευγένεια τοποθέτησα την εικόνα του Χριστού στο δωμάτιό μου.

Ένα βράδυ λοιπόν, χωρίς να κατανοώ ακόμα το γιατί, άρχισα να “μιλάω” στην εικόνα του Χριστού και να της θέτω αρκετά ερωτήματα όπως “Αν υπάρχει Θεός, γιατί το κακό κυριαρχεί στον κόσμο”, “Γιατί ο Θεός δεν κάνει γνωστή την παρουσία του (αν υπάρχει) σε μένα και στους άλλους άθεους για να πιστέψουμε σε αυτόν” και άλλα τέτοιας φύσεως ερωτήματα. Ξαφνικά, αστραπιαία, φώς απλώθηκε απο την εικόνα σε όλο το δωμάτιό μου, ενώ παράλληλα ένα συναίσθημα που βίωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου με κατέλαβε. Μια εσωτερική αγαλίαση, ένα αίσθημα που με διαβεβαίωνε για την ύπαρξη του Θεού, ενώ με δάκρυα στα μάτια ζήτησα συγχώρεση απο τον Χριστό για όλα τα χρόνια που όχι μόνο τον αμφισβήτησα, αλλά και τον πολέμησα.

Έκτοτε έχω διαγράψει το αντι-χριστιανικό μου blog, προσεύχομαι στον Θεό να με συγχωρέσει για την ζημιά που έχω κάνει σε πολύ κόσμο με τα πρώην αθεϊστικά άρθρα μου. Επίσης, βρήκα ένα πνευματικό πατέρα τον οποίο εμπιστεύομαι και στον οποίο προσπαθώ να εξομολογούμαι σε τακτική βάση για όλες μου τις αμαρτίες. Η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά, αφού για πρώτη φορά εδώ και χρόνια βιώνω το αίσθημα της εσωτερικής ησυχίας και χαράς. Εύχομαι να διαδώσετε το πιο πάνω θαύμα προς δόξαν Θεού, ώστε περισσότερος κόσμος να πιστέψει και να επιστρέψει στο δρόμο του Θεού. Ευχαριστώ.

Κώστας



<>







Η μεταστροφή του Γέροντα Θεόκτιστου του Διονυσιάτη-Αγιορείτη (+1995) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη και στον Μοναχισμό


Ὁ φιλάγιος, φιλόθεος, φιλάδελφος καί φιλακόλουθος Γέροντας Θεόκτιστος ὁ Διονυσιάτης (+1995) εἶχε μιά πηγαία εὐλάβεια καί μυστική ἀρετή. Ἔλεγε ὁ μακάριος: “Ἤμουν μακρυά ἀπ᾽ τό Θεό, ἀλλά μέ λυπήθηκε ἡ Παναγία. Ἀρρώστησα βαριά. Τήν παρακάλεσα νά μέ κάνη καλά. Γιατρεύτηκα κι ἔγινα μοναχός. Πέτυχα τόν πρῶτο ἀριθμό τοῦ λαχείου”. Ἔλεγε σέ κάποιους προσκυνητές: “Κάθομαι ἀπέναντι ἀπ᾽ τήν Παναγία —τό παρεκκλήσι πού βρίσκεται ἡ θαυματουργική εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Χαιρετισμῶν, τοῦ Ἀκαθίστου— καί μοῦ μαλακώνει ὁ πόνος. Πάω στό παρεκκλήσι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων καί μοῦ ἡσυχάζει τό στομάχι”

Ἀπό τό βιβλίο: Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2006


<>







Η μεταστροφή ενός αναρχικού από τον αθεϊσμό στον Ορθόδοξo Χριστιανισμό και στον Μοναχισμό



Ομιλία π. Νήφωνος Βατοπαιδινού στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Βύρωνος:

 

Όταν ήμασταν στο Βατοπαίδι, στις αρχές που πήγαμε, ζούσε και ο Γέροντας μας ο Ιωσήφ. Ήταν γύρω στα τέλη Νοεμβρίου. Ήμουν αρχοντάρης, αρχοντάρης είναι ο μοναχός που υποδέχεται τους ξένους. Και τότε είχαν γίνει μερικά επεισόδια στις 17 Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο, είχαν σπάσει και είχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.

 

Μια ομάδα από αυτά τα παιδιά, τους αναρχικούς, κυνηγημένοι από την αστυνομία έφυγαν και ήρθαν για να κρυφτούν στο Άγιο Όρος. Και ήρθαν εκεί διότι ο ένας από αυτούς -ο οποίος είχε ξυρισμένο το κεφάλι του από τις δύο πλευρές και είχε ένα σαν λειρί εδώ μπροστά και ήταν και βαμμένο πράσινο στις άκρες- είχε ένα θείο στη Μονή Εσφιγμένου. Και τους είπε, θα πάμε στο θείο μου εκεί να κρυφτούμε. Φυσικά, ούτε διαμονητήρια είχαν ούτε ήξεραν πως θα μπουν μέσα. Πήγαν, δεν μπορούσαν να μπουν και μπήκαν με τα πόδια .. πόσες ώρες να φθάσουν. Έφθασαν στην Μονή Εσφιγμένου. Ξέρετε είναι και λίγο αυστηροί εκεί και μόλις τους είδαν σ’ αυτά τα χάλια .. με τα σκουλαρίκια .. τους έδιωξαν. Έφυγαν. Και ήρθαν με τα πόδια, σουρούπωνε θα βράδιαζε, στο Μοναστήρι μας. Ετοιμαζόταν ο πορτάρης να κλείσει την πόρτα και μόλις τους είδε ο καημένος κι αυτός φοβήθηκε, έτσι όπως ήταν η όψη τους και ειδοποίησε το Γέροντα και λέει, Γέροντα τι να κάνουμε; Τώρα να τους διώξουμε; Που θα πήγαιναν; Δεν είχαν και χρόνο γιατί οι Μονές κλείνουν τις πύλες με τη δύση του ηλίου.

 

Είπε ο Γέροντας, εντάξει, εφόσον τα έφερε η Παναγία τα παιδιά εδώ βάλτε τους σε ένα δωμάτιο στο Αρχονταρίκι αλλά μην τους βάλετε κοντά με τους άλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά και έχετε και λίγο το νου σας.

 

Λοιπόν, ως αρχοντάρης τους φιλοξένησα. Εντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, απορημένοι από το περιβάλλον που ζούσαν, κουρασμένοι κιόλας από την οδοιπορία. Ξεκουράστηκαν λοιπόν, τους βάλαμε να φάνε. Τους μιλήσαμε λίγο αλλά τους είπαμε ότι ένα βράδυ θα φιλοξενηθείτε, αύριο πρέπει να φύγετε. Λοιπόν, τους είπαμε και λίγα λόγια αγάπης, ότι ο Θεός είναι αγάπη, ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας υπάρχει μετάνοια.

 

Και την επόμενη μέρα αυτός με το λειρί λέει, πάτερ, θέλω να μείνω ακόμη μία ημέρα. Μπορώ να μείνω; Οι άλλοι δεν ήθελαν, έφυγαν. Λέω, θα ρωτήσω και θα σου απαντήσω. Ε, ο Γέροντας λέει, εντάξει αφού θέλει ας μείνει ακόμη ένα βράδυ. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, του λέω θα μείνεις, όμως θα ακολουθήσεις το πρόγραμμά μας, θα έρχεσαι στην Εκκλησία, στην τράπεζα. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, λέει, μπορώ να μείνω ακόμη ένα βράδυ; Λέει ο Γέροντας, κοίταξε, πες τε του τουλάχιστον να βάλει ένα σκουφάκι να μην φαίνεται έτσι και να προκαλεί και τους άλλους, και τους πατέρες και τους προσκυνητές. Δεν είπε όχι, δέχτηκε.

 

Έμεινε δύο μέρες, τρεις μέρες ο Πέτρος. Πέτρος ήταν το όνομά του, ένα παιδί με μεγάλα πράσινα μάτια. Και ένα απόγευμα όταν κάναμε Εσπερινό, πίσω στη λιτή -λιτή είναι ο πρόναος ας πούμε- ακούστηκαν αναφιλητά, κάποιος έκλαιγε με λυγμούς. Πήγα εγώ να δω και ήταν ο Πέτρος σκυμμένος και έκλαιγε με αναφιλητά.

 

  -Πέτρο μου συμβαίνει κάτι;

 

Σκέφτηκα μήπως του είπε κάποιος κάτι που ήταν έτσι. Όχι.

 

Μου λέει, θέλω να σου μιλήσω.

 

Βγήκαμε λοιπόν έξω μετά που τελείωσε ο Εσπερινός και μου λέει,

 

-- Πάτερ, υπάρχει και για μένα σωτηρία; Μπορώ κι εγώ να σωθώ;

 

Λέω, Πέτρο μου, για όλους υπάρχει σωτηρία. Ο ληστής ήταν πάνω στο σταυρό και ο Χριστός μας τον έσωσε.

 

Λέει, μα εγώ τόσο πολύ πλήγωσα και τους ανθρώπους και τους γονείς μου και τον Θεό. Και μου απεκάλυψε ότι ήταν από μία οικογένεια διαλυμένη. Ο πατέρας χτυπούσε τη μητέρα του, αυτός δεν μπορούσε να τα βλέπει. Δώδεκα χρονών έφυγε από το σπίτι του, έμενε στα Εξάρχεια, έμπλεξε εκεί με αναρχικούς, με ναρκωτικά και λοιπά. Ήταν μια ζωή έτσι ταραγμένη.

 

Αλλά όμως ήταν μια πολύ καλή ψυχούλα. Το λέω αυτό αδελφοί μου για να μην απορρίπτουμε ποτέ μας κανέναν. Γιατί εκείνους που εμείς απορρίπτουμε τους μαζεύει ο Θεός. Εμείς νομίζουμε ότι είμαστε οι καλοί και εκεί είναι που την πατάμε. Και θα δούμε εκπλήξεις έλεγε ο ΓεροΠαΐσιος στη Δευτέρα Παρουσία. Θα δούμε εκείνους που δεν υπολογίζαμε να μπαίνουν μέσα και θα δούμε άλλους που υπολογίζαμε, όπως είμαι εγώ, να μένουν απ’ έξω. Μη γένοιτο όμως. Ευχόμαστε και ελπίζουμε στην αγάπη του Χριστού μας, όλοι μας να σωθούμε.

 

Λοιπόν ο Πέτρος, μετά απ’ αυτήν την αλλοίωση που η Παναγία μας του έκανε, του είπαμε ότι πρέπει να εξομολογηθεί. Και με τόσα δάκρυα εξομολογήθηκε, που κάτω το πάτωμα είχε γίνει μία μικρή λιμνούλα από τα δάκρυα του Πέτρου.

 

Ο Πέτρος έμεινε αρκετά στο Μοναστήρι μας. Ο Γέροντας είπε, πες τε του να το κόψει αυτό το πράγμα τουλάχιστον. Και είπε, όχι δεν θα το κόψω, όχι γιατί δεν θέλω, δεν θα το κόψω για να μην πάω έξω και μου πουν ότι σε έβαλαν οι μοναχοί και το έκοψες, θα πάω έξω και θα το κόψω μόνος μου. Κι έτσι, φορούσε το σκουφάκι.

 

Έφυγε ο Πέτρος λοιπόν, άρχισε να κάνει μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ακόμη μία φορά με αλλοιωμένη την όψη και τον χάσαμε τον Πέτρο, δεν ξαναπαρουσιάστηκε. Εν τω μεταξύ δεν είχε μιλήσει ποτέ με την μητέρα του από τότε που έφυγε από το σπίτι, και προσπαθήσαμε, κάναμε την επανασύνδεση. Βρήκαμε τα τηλέφωνα, της είπαμε, συγκλονίστηκε η γυναίκα γιατί νόμιζε ότι είναι πεθαμένο το παιδί της και έγινε μία πολύ ευλογημένη έτσι κατάστασις.

 

Μετά από δύο χρόνια είχαμε πάει σε μία πανήγυρη μίας Μονής του Αγίου Όρους και μετά την πανήγυρη πήγαμε με τα πόδια σε ένα άλλο Μοναστήρι κοντινό να προσκυνήσουμε. Τότε ήταν μαζί μας και ο μακαριστός ο μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ο οποίος μας είπε, μην πείτε ότι είμαι επίσκοπος να μην μου κάνουν τιμές οι πατέρες και ξεσηκώνονται.

 

Πήγαμε εκεί λοιπόν, μας κέρασαν και όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε έρχεται ένας μοναχός και μου λέει,

 

-- Πάτερ Νήφων δεν με γνώρισες;

 

-- Κοίταξα, λέω, όχι, ποιος είσαι;

 

-- Λέει, κοίταξέ με καλά.

 

Τι είδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ήταν ο Πέτρος.

 

Ήταν ο Πέτρος ο οποίος ήταν δόκιμος μοναχός. Και τότε έπεσε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Κλαίγαμε και δόξασα την Παναγία μας για τα μεγάλα θαύματα που κάνει. Αυτά είναι τα θαύματα αδελφοί μου. Σας είπα ένα. Όποιος προσκυνητής πάει στο Άγιο Όρος είναι και ένα θαύμα μέσα στην ψυχή του, γι’ αυτό να ευχαριστούμε την Παναγία μας που υπάρχει και το Άγιο Όρος και όλα τα Μοναστήρια και οι Ναοί και επιτελούν αυτά τα μεγάλα θαύματα της θεραπείας των ψυχών. Που όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μία ψυχή.


Πηγή:




<>








Η μεταστροφή του Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (+2012) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη το 1950 όταν ήταν 17 ετών


Διηγείται ο Μητρ. Νικοπόλεως Μελέτιος: 

«Κατά τήν ἐφηβεία ὐπέστην καί ἐγώ τήν λεγόμενη “κρίσι ἐφηβείας”. Καί ἔζησα ἕνα χρονικό διάστημα, χωρίς νά δίνω σημασία σέ καμμία μορφή πνευματικῆς ζωῆς. Τότε συνέβη τό ἑξῆς, τό ὁποῖο ὑπῆρξε κάπως πιό καθοριστικό γιά τή ζωή μου. Τό ἔτος 1950 (ἤμουν 17 ἐτῶν) εἶχα μαζέψει μερικές πενταροδεκάρες ἀπ᾽ τό πενιχρό χαρτζιλίκι πού ἐπέτρεπε ἡ ἐποχή ἐκείνη νά μοῦ χορηγοῦν. Πῆγα, λοιπόν, σ᾽ ἕνα καροτσάκι νά ἀγοράσω φτηνά βιβλία. (Τά τῶν βιβλιοπωλείων ἦταν ἀπρόσιτα, πολύ ἀκριβά). Ἐκεῖ ἔκανα τήν ἐπιλογή πού θά ἔκανε ἕνα ὁποιοδήποτε ἀγόρι τῆς ἡλικίας μου ὁποιασδήποτε ἐποχῆς. Πρῶτα τράβηξαν τό βλέμμα μου δύο βιβλία. Τό ἕνα ἔγραφε Ἡ Γαλατεία, Ἐρωτική Μυθιστορία, τοῦ Πολυβίου Δημητρακοπούλου. Τό δεύτερο εἶχε τόν τίτλο Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης. Εἶπα μέσα μου: “Τόν πιάσαμε τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά ἔχη ἀπόκρυφες πράξεις μέ κάποια Θέκλα. Μᾶς χρειάζεται κι αὐτό, γιά νά ξέρουμε τί δρόμο θά τραβήξουμε καί ἐμεῖς στή ζωή μας, καί νά μήν ἀκοῦμε τά λόγια τῶν παπάδων”. Μετά ἀγόρασα καί ἕνα Εὐαγγέλιο καί ἕνα βιβλίο μέ βίους Ἁγίων. Ὅταν διάβασα τήν Ἐρωτική Μυθιστορία (πορνό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη - ἠθοπλαστικό γιά τή σημερινή ἐποχή) τό σιχάθηκα. Κατάλαβα ὅτι δέν εἶχα νά πάρω ἀπολύτως τίποτε. Τό ἄλλο βιβλίο, Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης, ἦταν ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο περιέγραφε, πῶς ἡ Ἁγ. Θέκλα ἔγινε Χριστιανή μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί πῶς τόν ἀκολούθησε μέ ὅλη της τήν ψυχή καί στό τέλος ἔγινε Πρωτομάρτυς. (Μετά ἔμαθα ὅτι ἡ λέξι “Ἀπόκρυφοι” σημαίνει ὅτι δέν εἶναι τό βιβλίο αὐτό μέσα στόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης· δέν ἀνήκει στά Κανονικά βιβλία πού ἀποτελοῦν τήν Καινή Διαθήκη). Ἦταν ἕνα ὑπέροχο βιβλίο, τό ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς μέ γοήτευσε, ἀλλά ὑπῆρξε καί τό πρῶτο ἔναυσμα τοῦ πόθου νά γίνω μοναχός. Τό τρίτο βιβλίο μέ τούς βίους τῶν Ἁγίων μέ ἐνίσχυσε στόν πόθο μου αὐτό. Ἰδιαίτερη ἐντύπωσι μοῦ ἔκανε ὁ βίος τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως. Καί ἡ Καινή Διαθήκη ἔγινε ἀπό τότε τό καθημερινό μου ἀνάγνωσμα. Καί ὅταν μετά ἀπό δύο χρόνια πῆγα στό Πανεπιστήμιο τήν ἤξερα σχεδόν ἀπ᾽ ἔξω.

(Μήτρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Κατάθεση Ψυχῆς, ἐκδ. Ἱ. Μ. Προφ. Ἠλιού, Πρέβεζα 2021).


<>






Η θαυμαστή μεταστροφή τριών αθέων Ρώσων φοιτητών στην Ορθόδοξη Πίστη από τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης της Ρωσίας (+1908)


Ὑπάρχουν, ὡστόσο, ὡς ἀντιστάθμισμα καί περιπτώσεις ἐντελῶς ἀντίθετες, ὅπως ἐκείνη τῶν τριῶν ἄπιστων νεαρῶν, πού θέλησαν νά χλευάσουν τή θαυματουργική δύναμι τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης τῆς Ρωσίας (+1908):

Δύο φοιτητές τόν κάλεσαν νά προσευχηθῆ γιά τή θεραπεία ἑνός φίλου τους, πού ξάπλωσε καί προσποιήθηκε τόν ἄρρωστο. Μετά τήν ἐπίσκεψι καί τήν προσευχή του, ὅμως, διαπίστωσαν ὅτι ὁ δῆθεν ἄρρωστος δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ ἀπ᾽ τό κρεββάτι. Εἶχε πάθει ὁλοκληρωτική παράλυσι! Τελικά ἔγινε καλά καί σηκώθηκε, μόνο ὅταν καί οἱ τρεῖς μετανόησαν εἰλικρινά.

Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2018


<>












Ἀναφέρει ἡ Μοχαχή Μαριάμ: «Σέ κάποια ἀπ᾽ τίς ὁμιλίες του ὁ Γέροντας Τιμόθεος Τζαννής, μᾶς εἶπε πολλά γιά τήν ἐλεημοσύνη. Καί στό τέλος κάποιες ἀπό μᾶς, συγκινημένες ἀπ᾽ ὅ,τι ἀκούσαμε, τόν ρωτούσαμε ποῦ θά μπορούσαμε νά δώσουμε κάτι.
Χάρηκε πολύ καί μᾶς ἔδωσε διευθύνσεις. Σέ μένα καί σέ μιά φίλη μου ἔδωσε τό ὄνομα μιᾶς φτωχῆς γυναίκας πού ἔμενε ἔξω ἀπ᾽ τήν πόλι. Κάποιο Σάββατο ἀπόγευμα μετά τόν ἐσπερινό συμφωνήσαμε νά πᾶμε. Ψωνίσαμε διάφορα τρόφιμα, γλυκά καί ρουχαλάκια γιά τά παιδιά καί ξεκινήσαμε ρωτώντας γιά νά βροῦμε τό σπίτι. Τελικά βγήκαμε σ᾽ ἕνα χωράφι κι ἐκεῖ μᾶς ἔδειξαν ἕνα ρημαγμένο καλύβι σκεπασμένο μέ χόρτα καί καλάμια. Τό μέγεθός του μόλις πού χωροῦσε τέσσερα ἄτομα.
Χτυπήσαμε δισταχτικά τήν πόρτα. Μᾶς ἄνοιξε μιά νεαρή γυναῖκα γύρω στά σαράντα πέντε. Κοντούλα, μά συμπαθής καί πολύ πρόσχαρη. Ἡ ἐνδυμασία της ἄθλια.
—Καλῶς τίς κυρίες. Περάστε μέσα, μᾶς εἶπε. 
Μπήκαμε μέσα καί σταθήκαμε σέ μιά ἄκρη. Ὁ χῶρος ἄθλιος. Δυό ντιβανάκια, τρεῖς καρέκλες τρύπιες, ἕνα ξύλινο τραπεζάκι καί μερικά παλαιά σκεύη κουζίνας, ἦταν ὅλο κι ὅλο τό νοικοκυριό. Στό ἕνα κρεββατάκι ἦταν ξαπλωμένο ἕνα ἀγοράκι τριῶν ἤ τεσσάρων ἐτῶν, παράλυτο. Τό φώναζαν Νεκτάριο. Καί πιό πέρα ὁ μεγαλύτερος γυιός, ὁ Ἀντώνης, περίπου δέκα χρονῶν. Μᾶς κοίταζε λυπημένος καί μέ κάποια ἀπορία. Μείναμε ἄφωνες γιά λίγα λεπτά, κι ἔπειτα χαϊδέψαμε καί φιλήσαμε τά παιδιά. Τούς μοιράσαμε σοκολάτες καί γλυκά, δώσαμε τά τρόφιμα, τά ρουχαλάκια καί λίγα χρήματα στή γυναῖκα. Ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε καί δόξαζε τό Θεό συνεχῶς λέγοντας: 
—Αὐτό τό παιδί θά μέ σώση. Ὁ Θεός μοῦ τό ἔστειλε, Ἐκεῖνος ξέρει. 
Θαυμάσαμε τήν πίστι αὐτῆς τῆς φτωχῆς γυναίκας καί εἴδαμε νά λάμπη τό πρόσωπό της. Τότε ἐκείνη μᾶς εἶπε:
—Ἐγώ ἤμουν πολλά χρόνια στήν πορνεία. Κάποιος καλός ἄνθρωπος μέ λυπήθηκε καί μέ παντρεύτηκε. Ἔκανα αὐτά τά δυό παιδιά, ἀλλά πολύ γρήγορα τόν πῆρε ὁ Θεός καί ἔμεινα χήρα. Ἔτσι θέλησε ὁ Θεός. Ἔπρεπε νά πληρώσω γιά τά κακά πού ἔκανα στούς ἄλλους καί στόν ἑαυτό μου. Ἄς ἔχη δόξα τό ὄνομά Του. Ἄς μοῦ συγχωρήση τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου.
—Θαυμαστή ἡ πίστι της, μά καί ἡ μετάνοιά της θαυμαστότερη. Μοῦ θύμισε τήν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα στή φίλη μου φεύγοντας. 
Δέν θά ξεχάσω ποτέ τό λαμπρό πρόσωπό της. Ὅλα ἦταν τόσο ὄμορφα μέσα στό ἄθλιο φτωχοκάλυβο.
Ὅταν εἴπαμε τά νέα στόν πνευματικό μας, συγκινήθηκε καί δάκρυσε»(ΜΜ, 117).

<>








π. Νήφων Βατοπαιδινός: «Ὅταν ἤμασταν στό Βατοπαίδι, στίς ἀρχές πού πήγαμε, ζοῦσε καί ὁ Γέροντάς μας ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν γύρω στά τέλη Νοεμβρίου. Ἤμουν ἀρχοντάρης, ἀρχοντάρης εἶναι ὁ μοναχός πού ὑποδέχεται τούς ξένους. Καί τότε εἶχαν γίνει μερικά ἐπεισόδια στίς 17 Νοεμβρίου στό Πολυτεχνεῖο, εἶχαν σπάσει καί εἶχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.
Μιά ὁμάδα ἀπό αὐτά τά παιδιά, τούς ἀναρχικούς, κυνηγημένοι ἀπ᾽ τήν ἀστυνομία ἔφυγαν καί ἦρθαν γιά νά κρυφτοῦν στό Ἅγ. Ὄρος. Καί ἦρθαν ἐκεῖ διότι ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς —ὁ ὁποῖος εἶχε ξυρισμένο τό κεφάλι του ἀπ᾽ τίς δύο πλευρές καί εἶχε ἕνα σάν λειρί ἐδῶ μπροστά καί ἦταν καί βαμμένο πράσινο στίς ἄκρες— εἶχε ἕνα θεῖο στή Μονή Ἐσφιγμένου.
Καί τούς εἶπε, θά πᾶμε στό θεῖο μου ἐκεῖ νά κρυφτοῦμε. Φυσικά, οὔτε διαμονητήρια εἶχαν οὔτε ἤξεραν πώς θά μποῦν μέσα. Πῆγαν, δέν μποροῦσαν νά μποῦν καί μπῆκαν μέ τά πόδια... πόσες ὧρες νά φθάσουν. Ἔφθασαν στή Μονή Ἐσφιγμένου. Ξέρετε εἶναι καί λίγο αὐστηροί ἐκεῖ καί μόλις τούς εἶδαν σ᾽ αὐτά τά χάλια... μέ τά σκουλαρίκια.. τούς ἔδιωξαν. Ἔφυγαν.
Καί ἦρθαν μέ τά πόδια, σουρούπωνε θά βράδιαζε, στό Μοναστήρι μας. Ἑτοιμαζόταν ὁ πορτάρης νά κλείση τήν πόρτα καί μόλις τούς εἶδε ὁ καημένος κι αὐτός φοβήθηκε, ἔτσι ὅπως ἦταν ἡ ὄψι τους καί εἰδοποίησε τό Γέροντα καί λέει, Γέροντα τί νά κάνουμε; Τώρα νά τούς διώξουμε; Ποῦ θά πήγαιναν; Δέν εἶχαν καί χρόνο γιατί οἱ Μονές κλείνουν τίς πύλες μέ τή δύσι τοῦ ἡλίου.
Εἶπε ὁ Γέροντας, ἐντάξει, ἐφόσον τά ἔφερε ἡ Παναγία τά παιδιά ἐδῶ βάλτε τους σ᾽ ἕνα δωμάτιο στό ἀρχονταρίκι ἀλλά μήν τούς βάλετε κοντά μέ τούς ἄλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά καί ἔχετε καί λίγο τό νοῦ σας.
Λοιπόν, ὡς ἀρχοντάρης τούς φιλοξένησα. Ἐντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, ἀπορημένοι ἀπ᾽ τό περιβάλλον πού ζοῦσαν, κουρασμένοι κιόλας ἀπ᾽ τήν ὁδοιπορία. Ξεκουράστηκαν, λοιπόν, τούς βάλαμε νά φᾶνε.
Τούς μιλήσαμε λίγο ἀλλά τούς εἴπαμε ὅτι ἕνα βράδυ θά φιλοξενηθῆτε, αὔριο πρέπει νά φύγετε. Λοιπόν, τούς εἴπαμε καί λίγα λόγια ἀγάπης, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε στή ζωή μᾶς ὑπάρχει μετάνοια.
Καί τήν ἑπόμενη μέρα αὐτός μέ τό λειρί λέει, πάτερ, θέλω νά μείνω ἀκόμη μία ἡμέρα. Μπορῶ νά μείνω; Οἱ ἄλλοι δέν ἤθελαν, ἔφυγαν. Λέω, θά ρωτήσω καί θά σοῦ ἀπαντήσω. Ἔ, ὁ Γέροντας λέει, ἐντάξει ἀφοῦ θέλει ἄς μείνη ἀκόμη ἕνα βράδυ.
Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, τοῦ λέω θά μείνης, ὅμως, θά ἀκολουθήσης τό πρόγραμμά μας, θά ἔρχεσαι στήν ἐκκλησία, στήν τράπεζα. Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, λέει, μπορῶ νά μείνω ἀκόμη ἕνα βράδυ;
Λέει ὁ Γέροντας, κοίταξε, πέστε του τουλάχιστον νά βάλη ἕνα σκουφάκι νά μήν φαίνεται ἔτσι καί νά προκαλῆ καί τούς ἄλλους, καί τούς Πατέρες καί τούς προσκυνητές. Δέν εἶπε ὄχι, δέχτηκε.
Ἔμεινε δύο μέρες, τρεῖς μέρες ὁ Πέτρος. Πέτρος ἦταν τό ὄνομά του, ἕνα παιδί μέ μεγάλα πράσινα μάτια. Καί ἕνα ἀπόγευμα ὅταν κάναμε ἐσπερινό, πίσω στή λιτή —λιτή εἶναι ὁ πρόναος ἄς ποῦμε— ἀκούστηκαν ἀναφιλητά, κάποιος ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Πῆγα ἐγώ νά δῶ καί ἦταν ὁ Πέτρος σκυμμένος καί ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά.
—Πέτρο μοῦ συμβαίνει κάτι;
Σκέφτηκα μήπως τοῦ εἶπε κάποιος κάτι πού ἦταν ἔτσι. Ὄχι.
Μοῦ λέει, θέλω νά σοῦ μιλήσω.
Βγήκαμε, λοιπόν, ἔξω μετά πού τελείωσε ὁ ἐσπερινός καί μοῦ λέει:
—Πάτερ, ὑπάρχει καί γιά μένα σωτηρία; Μπορῶ κι ἐγώ νά σωθῶ;
Λέω, Πέτρο μου, γιά ὅλους ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ ληστής ἦταν πάνω στό σταυρό καί ὁ Χριστός μας τόν ἔσωσε.
Λέει, μά ἐγώ τόσο πολύ πλήγωσα καί τούς ἀνθρώπους καί τούς γονεῖς μου καί τό Θεό. Καί μοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν ἀπό μία οἰκογένεια διαλυμένη.
Ὁ πατέρας χτυποῦσε τή μητέρα του, αὐτός δέν μποροῦσε νά τά βλέπη. Δώδεκα χρονῶν ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι του, ἔμενε στά Ἐξάρχεια, ἔμπλεξε ἐκεῖ μέ ἀναρχικούς, μέ ναρκωτικά καί λοιπά. Ἦταν μιά ζωή ἔτσι ταραγμένη.
Ἀλλά, ὅμως, ἦταν μιά πολύ καλή ψυχούλα. Τό λέω αὐτό ἀδελφοί μοῦ γιά νά μήν ἀπορρίπτουμε ποτέ μᾶς κανένα. Γιατί ἐκείνους πού ἐμεῖς ἀπορρίπτουμε τούς μαζεύει ὁ Θεός. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε οἱ καλοί καί ἐκεῖ εἶναι πού τήν πατᾶμε.
Καί θά δοῦμε ἐκπλήξεις ἔλεγε ὁ Γερο-Παΐσιος στή Δευτέρα Παρουσία. Θά δοῦμε ἐκείνους πού δέν ὑπολογίζαμε νά μπαίνουν μέσα καί θά δοῦμε ἄλλους πού ὑπολογίζαμε, ὅπως εἶμαι ἐγώ, νά μένουν ἀπ᾽ ἔξω. Μή γένοιτο, ὅμως. Εὐχόμαστε καί ἐλπίζουμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅλοι μας νά σωθοῦμε.
Λοιπόν, ὁ Πέτρος, μετά ἀπ᾽ αὐτή τήν ἀλλοίωσι πού ἡ Παναγία μας τοῦ ἔκανε, τοῦ εἴπαμε ὅτι πρέπει νά ἐξομολογηθῆ. Καί μέ τόσα δάκρυα ἐξομολογήθηκε, πού κάτω τό πάτωμα εἶχε γίνει μία μικρή λιμνούλα ἀπ᾽ τά δάκρυα τοῦ Πέτρου.
Ὁ Πέτρος ἔμεινε ἀρκετά στό Μοναστήρι μας. Ὁ Γέροντας εἶπε, πέστε του νά τό κόψη αὐτό τό πράγμα τουλάχιστον. Καί εἶπε, ὄχι δέν θά τό κόψω, ὄχι γιατί δέν θέλω, δέν θά τό κόψω γιά νά μήν πάω ἔξω καί μοῦ πουν ὅτι σέ ἔβαλαν οἱ μοναχοί καί τό ἔκοψες, θά πάω ἔξω καί θά τό κόψω μόνος μου. Κι ἔτσι, φοροῦσε τό σκουφάκι.
Ἔφυγε ὁ Πέτρος, λοιπόν, ἄρχισε νά κάνη μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ἀκόμη μία φορά μέ ἀλλοιωμένη τήν ὄψη καί τόν χάσαμε τόν Πέτρο, δέν ξαναπαρουσιάστηκε.
Ἐντωμεταξύ δέν εἶχε μιλήσει ποτέ μέ τή μητέρα του ἀπό τότε πού ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι, καί προσπαθήσαμε, κάναμε τήν ἐπανασύνδεσι.
Βρήκαμε τά τηλέφωνα, τῆς εἴπαμε, συγκλονίστηκε ἡ γυναῖκα γιατί νόμιζε ὅτι εἶναι πεθαμένο τό παιδί της καί ἔγινε μία πολύ εὐλογημένη ἔτσι κατάστασι.
Μετά ἀπό δύο χρόνια εἴχαμε πάει σέ μία πανήγυρη μίας Μονῆς τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί μετά τήν πανήγυρη πήγαμε μέ τά πόδια σέ ἕνα ἄλλο Μοναστήρι κοντινό νά προσκυνήσουμε.
Τότε ἦταν μαζί μας καί ὁ μακαριστός ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ὁ ὁποίος μᾶς εἶπε, μήν πεῖτε ὅτι εἶμαι Ἐπίσκοπος νά μήν μοῦ κάνουν τιμές οἱ Πατέρες καί ξεσηκώνονται.
Πήγαμε ἐκεῖ, λοιπόν, μᾶς κέρασαν καί ὅταν ἐτοιμαζόμασταν νά φύγουμε ἔρχεται ἕνας μοναχός καί μοῦ λέει:
—π. Νήφων δέν μέ γνώρισες;
—Κοίταξα, λέω, ὄχι, ποιός εἶσαι;
—Λέει, κοίταξέ με καλά.
Τί εἶδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ἦταν ὁ Πέτρος.
Ἦταν ὁ Πέτρος ὁ ὁποῖος ἦταν δόκιμος μοναχός. Καί τότε ἔπεσε ὁ ἕνας μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου. Κλαίγαμε καί δόξασα τήν Παναγία μας γιά τά μεγάλα θαύματα πού κάνει. Αὐτά εἶναι τά θαύματα ἀδελφοί μου. Σᾶς εἶπα ἕνα.
Ὅποιος προσκυνητής πάει στό Ἅγ. Ὄρος εἶναι καί ἕνα θαῦμα μέσα στήν ψυχή του, γι᾽ αὐτό νά εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία μας πού ὑπάρχει καί τό Ἅγ. Ὄρος καί ὅλα τά Μοναστήρια καί οἱ Ναοί καί ἐπιτελοῦν αὐτά τά μεγάλα θαύματα τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν. Πού ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο μία ψυχή...».

Ηλίας Καλλιώρας, facebook.com

<>





Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας θεραπεύει δαιμονισμένη στον Καναδά και έπειτα εκείνη του ζητάει να εξομολογηθεί

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας:

“Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πώς μάς ξεγελά και μάς υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ό κόσμος από το χώρο όπου έγινε ή ομιλία, ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε ή δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:

Με φανέρωσε αυτός ό άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα. Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τούς δικούς μου, τούς οποίους είχα καλά δεμένους. Θα του κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ και πολλά άλλα παρόμοια έλεγε ή δαιμονισμένη.

Την μετέφεραν σέ ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι. Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:

Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ! Πράγματι την εξομολόγησα. Ή κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε oτι ήταν δαιμονισμένη.

Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία πού είχα κάνει εκδηλώθηκε το δαιμόνιο πού είχε.
Πολλοί πού ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι πού δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων από το περιστατικό αυτό.

Το περιστατικό απλώθηκε πολύ γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή και με πήραν τηλέφωνο και από τις Η.Π.Α να πάω και εκεί στην ομογένεια να τούς μιλήσω και να τούς εξομολογήσω. Έτσι με τη Χάρη του Θεού πήγα και σέ εκείνους τούς ανθρώπους και βοηθήθηκαν και εκείνοι”.

Από το βιβλίο: Ο Θεός Είναι Μαζί μας, Εμείς Είμαστε Μαζί Του;, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2015


<>







Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία

Η Ορθόδοξη Βάπτιση της Ιησουέλας

Τίρανα, 11 Ιανουαρίου 1967. Ο ρουμανικής καταγωγής Έλληνας Gregory Β. με την αγαπημένη του γυναίκα Γκαλίνα αποκτούν το μοναδικό τους παιδί ένα ασθενικό κοριτσάκι.
Μια μουντή μέρα βρέθηκε μπροστά στο Δημαρχείο για να δηλώσει το όνομα του παιδιού. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισαν μάτι με τη γυναίκα του και αυτή τη φορά αιτία δεν ήταν το κλάμα του μωρού. Ήταν δυνατόν στο παιδί τους να μη δώσουν ένα χριστιανικό όνομα; Ούτε ο Θεός δεν το θέλει κάτι τέτοιο. Το ’θελε όμως το Κόμμα και… δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ήρωες, αλλιώς οι «σοσιαλιστικές» χώρες θα ήταν μόνο φυλακές και νεκροταφεία. Χρειάζεται κάποια διπλωματία, χρειάζεται να επιβιώσεις… Βασανίζεται με όλες αυτές τις σκέψεις πηγαίνοντας στο Δημαρχείο και περιμένοντας στην ουρά να έλθει η σειρά του.

Σε μια στιγμή, αναστέναξε βαθιά· ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, μόνο ο Θεός αν τον φώτιζε. Έσφιξε με απόγνωστη το σταυρουλάκι που έκρυβε στην τσέπη του και ψιθύρισε ασυναίσθητα: Ιησού, Έλα! Πήγε να προσθέσει κάτι και αιφνιδίως φωτίστηκε, έλαμψε το πρόσωπό του, φεγγοβόλησαν τα μάτια του.

—Όνομα παιδιού; ρώτησε εκείνη τη στιγμή ο υπάλληλος.

—Ιησουέλα, απαντά λαχανιαστά ο ταλαίπωρος πατέρας!

—Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α; επανέλαβε ο υπάλληλος ανασηκώνοντας τα φρύδια με απορία. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, αλλά δεν του ερχόταν και στο μυαλό καμιά απάντηση. Πάντως, χριστιανικό όνομα δεν ήταν. Αυτός ήταν ήσυχος για το κεφάλι του. Και σημείωσε στα χαρτιά: «Ιησουέλα».

Τίρανα, 16 Ιουλίου 1991. Πρώτη μας μέρα στην εκκλησία των Τιράνων που την ετοιμάζουμε για τον Έξαρχο. Μεγάλη μέρα για όλους! Σήμερα πρωτοέρχεται στην Αλβανία ο Έξαρχος Αναστάσιος —επιτέλους— της ελεύθερης Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας. Φωτογραφίζω την εκκλησία των Τιράνων —δηλαδή τι εκκλησία, τέλος πάντων, θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτό. Εκείνη την ώρα δεν είχα καν σκεφθεί να γράψω για τις εκκλησίες της Αλβανίας… Πλησιάζω μια ομήγυρη γυναικών. Μιλούν με έξαψη για το μεγάλο γεγονός, για το θαύμα, που επιτέλους θα μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους…

Ξεχωρίζω μια όμορφη κοπέλα, κάπου 25 ετών. Τη λένε —δεν κατάλαβα καλά— Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α, περίεργο όνομα. Μιλά αγγλικά με μια Βελγίδα δημοσιογράφο. Θα ’θελε, της έλεγε, τόσο να βρεθεί κάποιος να τη βαπτίσει· όχι, δεν έχει κάνει το μυστήριο της βαπτίσεως. Θα ’θελε να αποκτήσει μια χριστιανή μητέρα από την Ελλάδα, να την καθοδηγήσει…

Απομακρύνθηκα, αλλά δεν μπορούσα να ξεχάσω αυτό που έλεγε για μια πνευματική μητέρα να τη βαπτίσει. Έκανα κάποια νύξη στις αδελφές εθελόντριες του Ε.Ε.Σ. που ήταν μαζί μας. Όλες βάπτιζαν μικρά παιδιά — άμα αρχίσεις να βαπτίζεις στην Αλβανία δεν προφθαίνεις να δέχεσαι προτάσεις! Όπου έστρεφα να φωτογραφίσω, έβλεπα τη γλυκιά μορφή της Ιησουέλας. Μα, επιτέλους, δεν ήρθα στα Τίρανα για βαφτίσια. Νεύριασα με τον εαυτό μου. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να φύγουμε για το αεροδρόμιο… Μπήκαμε βιαστικά στα αυτοκίνητα, όταν ξανακούσαμε τη φωνή της: «Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας; Θα μπορούσα να σας διευκολύνω στις συνεννοήσεις με τις υπηρεσίες του αεροδρομίου». Και την πήραμε.

Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε για περιοδεία σε όσες εκκλησίες θα προφταίναμε να επισκεφθούμε μέσα σ’ ένα διήμερο στην Αλβανία.

«Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας και να παραμείνετε ένα τετραήμερο; Θα σας δείξω όλες τις εκκλησίες της Αλβανίας», ήταν πάλι η πρόταση της Ιησουέλας που είναι δασκάλα και έχει διαβάσει για ό,τι μας ενδιέφερε.

Έτσι, ξεκινήσαμε με την Ιησουέλα για μια εβδομάδα και με τη βοήθεια της θα σας δείξουμε εκκλησίες που λάμπουν από ομορφιά, εκκλησίες που στη θέση τους δεν υπάρχει ούτε πέτρα, εκκλησιές που στο Ιερό σταυλίζονται ζωντανά, εκκλησίες που περιμένουν το στοργικό μας χέρι να τις αναστηλώσουμε, για να στηλώσουμε την πίστη αυτών των ανθρώπων που την κράτησαν στα δύσκολα χρόνια, που κρατήθηκαν στη ζωή με την πίστη τους.

Ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου, η Ιησουέλα εισήλθε στη χριστιανική οικογένεια. Τη βάπτισα στην εκκλησία των Τιράνων και της έδωσα το όνομα της μητέρας του Χριστού: Μαρία.

Πηγή: Ειρήνης Δορκοφίκη, «Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία» (Εκκλησίες της Αλβανίας), ελληνική ευρωεκδοτική.


<>






Δήλωση του Ορθόδοξου Αμερικανού θανατοποινίτη της Αριζόνας Μοναχού Εφραίμ (πρώην Αντωνίου - Frank Atwood)


Δήλωση Frank Atwood 26/5/2022

"Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να απευθυνθώ σε σας. Ονομάζομαι Frank Atwood και πρόκειται να εκτελεστώ από την Πολιτεία της Αριζόνας στις 10:00 π.μ., της 8ης Ιουνίου 2022. Είμαι καταδικασμένος να πεθάνω για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα, αλλά θα αφήσω τα στοιχεία που υποστηρίζουν οι εμπειρογνώμονες και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι δικηγόροι μου, να μιλήσουν για την αθωότητά μου. Επειδή αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να απευθυνθώ σε οποιαδήποτε ομάδα, είναι πρόθεσή μου να μιλήσω από την καρδιά μου όσο πιο ειλικρινά και αληθινά μπορώ. 

Επειδή ανήκω στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη στην πραγματικότητα ότι η ψυχή μου θα ζήσει αιώνια στον Παράδεισο με τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίο γνώρισα, υπακούω και αγαπώ. Επιτέλους θα ελευθερωθώ από τους γήινους δεσμούς που έχουν σακατέψει το σώμα μου και μου προκαλούν βασανιστικό πόνο. Και δεν θα ζω πια σε έναν κόσμο στον οποίο οι άλλοι υποφέρουν από την ίδια μου την ύπαρξη. 

Στην οικογένεια τής Vicki Lynn Hoskinson, μπορώ να πω ειλικρινά ότι, ενώ ξέρω ότι δεν θα πιστέψετε ποτέ ότι δεν την απήγαγα… δεν το έκανα! Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο πόνος σας είναι όσο πιο αληθινός μπορεί να είναι με οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη ζωή, και η βαθιά προσευχή μου είναι ότι ο θάνατός μου θα δώσει σε εσάς και στους δικούς σας κάποια μορφή ανακούφισης και τέλος στην ατελείωτη δυστυχία και το μαρτύριό σας. 

Θα φύγω από αυτόν τον κόσμο με ευγνωμοσύνη και αγάπη στην καρδιά μου για κάποιους πολύ ιδιαίτερους ανθρώπους. Στην, για τριάντα χρόνια αγαπημένη σύζυγό μου, την Σάρα, που με συντρόφευσε σε καλές και χειρότερες εποχές, την αφοσιωμένη σύντροφό μου στην ελληνορθόδοξη πίστη, την αγάπη της ζωής μου και την καλύτερή μου φίλη... Σε αγαπώ και σε ευχαριστώ. 

Επίσης, στον πνευματικό μου πατέρα Γέροντα Παΐσιο, που με ποίμαινε με αγάπη τις τελευταίες δεκαετίες προς υπακοή στις εντολές του Χριστού, στην κάθαρση και στον φωτισμό. Γεροντά μου, η αγάπη μου για σένα υπερβαίνει κάθε έκφραση. Επίσης στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και πολλά Μοναστήρια σε όλη την Κύπρο, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α., οι συνεχείς προσευχές σας με στήριξαν και μέχρι την τελευταία μου πνοή θα συνεχίσω τις προσευχές μου για εσάς και επικαλούμαι τις προσευχές σας να με βοηθήσουν όταν θα περάσω τα τελώνια. 
Ιδιαίτερη αναφορά στον πρωτουργό της επιστροφής μου στον Οίκο (στην Εκκλησία), Μητροπολίτη Αθανάσιο, τον διαφωτιστή μου, στον Μητροπολίτη Ιερόθεο, επίσης στον Γέροντα Νικόδημο, στον π. Φιλάρετο και στον μοναχό Σωφρόνιο. 

Πρέπει επίσης να αναφέρω τους φίλους μου και την νομική μου ομάδα. Τον Σαμ, τον Έβαν, τον Τζο, τον Ντέιβιντ και την Έιμι, που αποτελούν την ακούραστη εκπροσώπησή μου ενάντια στον μηχανισμό του θανάτου της κοινωνίας. Η υποστήριξή σας ήταν καταπληκτική και εκτιμήθηκε βαθιά. Φίλοι μου Νίκο και Πάνο, εύχομαι ο Θεός να ευλογεί πλούσια την καλοσύνη σας, σας ευχαριστώ! Τέλος, μερικοί υποστηρικτές, όπως ο Michael Zoosman, με το " L'Chaim, Jews Against the Death Penalty" και ο Abe Bonowitz, με το "Death Penalty Action". Μπράβο εκ μέρους μου και εκ μέρους των θανατοποινιτών της Αμερικής για τον ατελείωτο αγώνα σας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την Ελένη και τον Επίσκοπο Επιφάνιο. Κλείνοντας, θα ήθελα να ζητήσω όλη η ανθρωπότητα να προσευχηθεί στον Χριστό να μας ελεήσει, να μας δώσε το έλεος που χρειαζόμαστε απεγνωσμένα λόγω της τραγικής μας έλλειψης προσευχής και μετάνοιας. Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε να σας απευθυνθώ σήμερα. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με."

Ο Frank Atwood καταδικάστηκε το 1987 σε 30 χρόνια κάθειρξη και θανατική ποινή στις φυλακές της Αριζόνας στην Αμερική. Εκεί γνώρισε τον γέροντα Εφραίμ και τον Γέροντα Παΐσιο (όχι τον Άγιο) σε επισκέψεις που έκαναν στην φυλακή. Βαπτίστηκε από Εβραίος Χριστιανός Ορθόδοξος και πήρε το όνομα Αντώνιος, από το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, το πρώτο που έχτισε στην Αμερική ο Γέροντας Εφραίμ. Θα εκτελεστεί στις 8 Ιουνίου. 

Ο Frank δεν δέχθηκε ποτέ αυτά που του καταλογίζουν.

Αφήγηση: Σταύρος Κυπριανού

Πηγή - Facebook: Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος


<>









Η επιστροφή μου εις Χριστόν

Παύλου Φωτίου τέως Ραββίνου της Ισραηλινής Κοινότητος Άρτης

«Μεσσίαν… ον έγραψε Μωυσής
τω Νόμω και οι Προφήται,
ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν
του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ»
Ιωάν. 1, 46

Πρόλογος

Ίσως σας είναι γνωστόν από τας εφημερίδας το προ δεκαετίας , χάριτι Κυρίου, λαβόν χώρα εις εμέ και την οικογένειάν μου μέγα γεγονός, ίσως όμως και όχι. Πρόκειται για περί της επιστροφής μας εις Χριστόν και της βαπτίσεώς μας κατά την εορτήν της Πεντηκοστής το έτος 1952 εις την Ιεράν Μητρόπολιν της Άρτης, τόσον εμού όσον και ολοκλήρου της οικογενείας μου.

Δι εμέ και την οικογένειάν μου τούτο αποτελεί μέγαν σταθμόν στη ζωή μας, δι αυτό πάντα ευχαριστούμεν τον Θεόν, διά Ιησού Χριστού του Υιού Αυτού και Θεού ημών, διά την χάριν και την τιμήν που έκαμε εις ημάς, ώστε να μας καλέση με τον τρόπον Του εις σωτηρίαν.

Η ευγνωμοσύνη μας προς Αυτόν ως και η υποχρέωσίς μας προς τους συνανθρώπους μας είναι μεγάλη, κατ’εξοχήν δε εις τους αδελφούς μας Ισραηλίτας, οίτινες παρερμηνεύοντες τας Αγίας Γραφάς απορρίπτουν μετά πείσματος και μίσους τον ήδη ελθόντα Μεσσίαν Χριστόν, Όν οι πατέρες ημών παρέδωσαν εις κρίμα θανάτου, και ο Πατήρ Αυτού ανέστησεν την τρίτην ημέραν εκ νεκρών κατά τας Γραφάς.

Μάλιστα, ιδιαιτέρως και κατ’εξαίρεσιν δι’αυτούς γράφω το βιβλιαράκι τούτο, ίνα διευκολύνω αυτούς διά των Αγίων Γραφών μήπως θελήσουν και πιστέψουν και δεχθούν ως Σωτήρα των τον Ιησούν, Όστις πλέον μέλλει να έλθη ουχί ίνα σώση αλλ’ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς.

Παύλος Φωτίου

ΜΕΡΟΣ Α”

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΜΟΥ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Από το έτος 1930 περίπου διάβαζα την Αγίαν Γραφήν, τόσον εις την εβραϊκήν γλώσσαν, όσον και εις την ελληνικήν. Αφού όμως πέρασε καιρός και εν τω μεταξύ ανέλαβον και ως επίτροπος της Συναγωγής μας είχα την ευκαιρίαν να διαβάζω περισσότερον αυτήν και να κατανοώ και περισσότερα. Εκεί πάντως που εδυσκολευόμην ήτο το πρόσωπον του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Εις το σημείον αυτό συναντούσα δυσκολίαν να διακρίνω εις τους προφήτας, τους ψαλμούς και την πεντάτευχον τον Μεσσίαν Ιησούν.

Πάντως πέρασαν αρκετά χρόνια, όπου τέλος ήλθε η τελευταία μας καταστροφή παρά των Γερμανών και αφού επήγα όμηρος εις την Γερμανίαν και επέστρεψα, ως φαίνεται, είδεν ο Θεός την προσπάθειάν μου εις την έρευναν των Αγίων Γραφών και εξαπέστειλεν και εις εμέ το Πνεύμα Του το Άγιον του συνιέναι τας Γραφάς. Και κατά το έτος 1952 μίαν των ημερών αυτού απεφάσισα να γίνω ως νήπιον εις τας φρένας μη παραδεχόμενος πλέον τας ψευδείς παραδόσεις των πατέρων ημών, και εδέχθην τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν και Λυτρωτήν της ανθρωπότητας ολοκλήρου και εμού, ως τον διέκρινα πλέον εις την Αγίαν Γραφήν, προερχόμενον εκ της οικογενείας του Δαυίδ και της ρίζης Ιεσσαί. (Α” Βασ. 16,2)

Εννόησα δε αυτό μόλις απέρριψα τας βλασφήμους παραδόσεις των πατέρων μας, διά των οποίων βλασφήμουν την Θεομήτορα ως μίαν κοινήν γυναίκα (μη γένοιτο Κύριε!) ώς και τον Σωτήρα μας Χριστόν ως νόθον, και διαστρέφοντα, δήθεν, τον Μωσαϊκόν Νόμον και τον τότε λαόν του Ισραήλ. Όταν λέγω απέρριψα τον ραββινικόν νόμον, ον συνέταξαν οι γραμματείς και φαρισαίοι, ως άλλοι Άνναι και Καϊάφαι, και όλας τας συκοφαντίας κατ’αυτού ως ψευδείς και αντιθέτους των Αγίων Γραφών, τότε είδα φως και διέκρινα τον Ιησούν εις την Παλαιάν Διαθήκην.
Πάντως θα παραθέσω κατά σειράν εις την συνέχειαν τας περικοπάς της Αγίας Γραφής που με διεφώτισαν εις ανεύρεσιν του Μεσσίου Ιησού.

ΤΡΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ

1) Το πρώτον εδάφιον της Γενέσεως του πρώτου κεφαλαίου όπου λέγει «Εν αρχήν εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Αυτό εις την εβραϊκήν το διαβάζουμε εμείς «Μπερεσύθ μπαρά ελωήμ» δηλαδή εις την αρχήν έπλασεν ο Θεός. Η λέξις όμως «ελωήμ» είναι εις τον πληθυντικόν αριθμόν και εξηγείται «Θεοί». Δεν γράφει «ελόα» ούτε «ελ» που είναι εις τον ενικόν αριθμόν ως ακούομεν τον Ιησούν εις την προσευχήν του εις τον Σταυρόν λέγοντα «Ηλί ηλί, λαμά σαβαχθανί» (Ματθ. ΚΖ 4,6) τουτ’εστί, «Θεέ μου,Θεέ μου, ινατί με εγκατέλειπες;» Ακούομεν και βλέπομεν ο Χριστός, το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, να φωνάζει εις τον Πατέρα Του.

2) Το 26ον εδάφιον του ιδίου κεφαλαίου της Γενέσεως όπου εβραϊστί λέγει «Ναασέ αδάμ μπετσαλμένου» δηλαδή «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’εικόνα ημετέραν και καθ’ομοίωσιν». Εις αυτήν την περίπτωσιν διέκρινα την ύπαρξιν δευτέρου προσώπου, του Υιού, προς τον οποίον ομιλεί ο Πατήρ του Σωτήρος Χριστού, την οποίαν πολύ σωστά έχει διατυπώσει εις το Σύμβολον της Πίστεως το «Πιστεύω» η Α” Οικουμενική Σύνοδος εις το δεύτερον αυτής άρθρον διά των εξής: «Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Εις το εδάφιον αυτό λοιπόν διέκρινα ότι οι Χριστιανοί έχουν δίκαιον και εμείς πλάνην. Διότι εις ποίον ομίλησεν ο Θεός προτού να πλάση τον Αδάμ, εάν ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού δεν υπήρχεν ως υποστηρίζουν;

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ

3) Το 40ον κεφάλαιον της Γενέσεως στίχος 8-10 όπου αναφέρεται η Γενεαλογία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστου, από την φυλήν του Ιούδα του υιού Ιακώβ. Εις τους τρεις αυτούς στίχους, παρουσιάζεται η αγία Τριάς και εις τον 10ον στίχον, αναφέρεται σαφώς περί του Ιησού έχων ούτω: «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη τα αποκείμενα αυτώ, και αυτός προσδοκία των εθνών». Αυτό κατά τους 70 μεταφραστάς. Εις το εβραϊκόν διαβάζω ούτω: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο ΣΗΛΟ. και εις αυτόν θέλει είσθε η υπακοή τρων λαών». Ποιος λοιπόν είναι ο Σηλώ; Ασφαλώς ο απεσταλμένος Χριστός που εις Αυτόν πρέπει να υπακούσουν όλοι οι λαοί, ως άλλωστε το βεβαιώνει αυτό ο Μωυσής εις το Δευτερονόμιον, γράφων ούτω: «Προφήτην εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε Κύριος ο Κύριος ο Θεός σου εκ των αδελφών σου, ως εμέ αυτού θέλετε ακούει» (κεφ ΙΗ” 15) και πιο κάτω επαναλαμβάνει και προσθέτει «Προφήτην εν μέσω των αδελφών αυτών θέλω αναστήσει εις αυτούς, ως σε, και θέλω βάλει τους λόγους μου εις το στόμα αυτού, και θέλει λαλεί προς αυτούς πάντα όσα εγώ προστάζω εις αυτόν» (εδαφ. 18). Πώς λοιπόν να μη πιστέψω εις αυτόν τον (Προφήτην) που έδωσε ο Θεός, τον Ιησούν, όστις επραγματοποίησε την προφητείαν ταύτην καθ’ο ουδέν έπραξεν ή ελάλησεν Αυτός, ειμί ο Πατήρ δι” Αυτού, ως διαβάζομεν εις τον Ιωάννην (ιδ” 8-11) «Λέγει αυτώ Φίλιππoς, Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν. Λέγει αυτώ ο Ιησούς: τοσούτον χρόνον μεθ’υμών είμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα. Και πως συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί; τα ρήματα α εγώ λαλώ ημίν, απ’εμαυτού ου λαλώ. Ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί». Και αλλού εδιάβασα ότι είπε «Εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα,, αλλ’ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τι είπω και τι λαλήσω… α ουν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ, ούτω λαλώ«. (Ιωάννης ιβ” 49-50)

Και διαβάζω ακόμη εις το Δευτερονόμιον «Και ο άνθρωπος όστις δεν υπακούσει εις τους λόγους μου, τους οποίους αυτός θέλει λαλήσει εν τω ονόματί μου,εγώ θέλω εκζητήσει τόυτο παρ’αυτού» (εδάφιον 19) και διακρίνω εις τα λόγια αυτά τον Θεόν Πατέρα όπου θα ομιλήση διά του Ιησού και πιστεύω απολύτως εις αυτό, διότι βλέπω ότι τα λόγια αυτά του Μωυσέως τα επραγματοποίησεν όλα ο Ιησούς, όπως διαβάζω εις την ΚΞ. Διαθήκην (το Ευαγγέλιον).

Αυτά άλλωστε που γράφει ο Μωυσής εις το Δευτερονόμιον τα εζήτησαν οι Ισραηλίται εις το όρος Σινά καθ’ημέραν εδόθη εις αυτούς ο Νόμος, ειπόντες μετά την λιποθυμίαν των να στείλη ο Θεός προφήτην να τους διδάσκει καθ’εκάστην, πράγμα που έγινεν διά του Ιησού Χριστού, Όστις εδίδασκεν καθημερινώς εις τας συναγωγάς (βλέπε Ματθ. δ» 23, Μάρκος α” 39, Λουκάς δ” 44, Ιωάννης ιη” 20) και από νεαρής ακόμη ηλικίας εις τον Ναόν του Σολωμόντος (βλ. Ιωάν. β” 41-52) επραγματοποίησεν την Γραφήν αυτήν. Αλλ’αυτοί ου κατενόησαν τας Γραφάς και εζήτησαν τον δια Σταυρού θάνατόν Του, όπερ και έγινεν επί Ποντίου Πιλάτου και Άννα και Καϊάφα αρχιερέων.

4) Το έβδομον κεφάλαιον του Ησαϊου, στίχος 14, και που ομιλεί ο Προφήτης διά την ενσάρκωσιν του θείου Λόγου, λέγων: « Θέλει στήσει Κύριος σημείον (θαύμα)* ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμενουήλ». Όταν λιοπόν διάβασα αυτό, είδα το θαύμα της ενσάρκου οικονομίας. Πιστοποίησα την πραγματοποίησην των λόγων του Παύλου λέγοντος: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον* Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α” Τιμ. γ” 16) ως και των του αγγέλου λεχθέντων εις τον Μνήστορα Ιωσήφ, όταν διενοήθη λάθρα απολύσαι την Μαριάμ: «Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» και πάλιν το «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του προφήτου λέγοντος: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ» του Ησαϊου, «ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ημών ο Θεός» (Ματθαίος α” 22-23)

Όταν λοιπόν εδιάβασα, τόσον τον Ησαϊα, όσον και τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, είδα ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο προφητευθείς και επ’εσχάτων των ημερών σαρκωθείς και γεννηθείς Λόγος του Θεού και επίστευσα εις Αυτόν.

Ακόμη με εβοήθησε εις το να πιστέψω, ότι πράγματι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, η συμπεριφορά του Θεοδόχου Συμεών, όστις εις ηλικίαν περίπου 240 ετών, διότι ως ερμηνευτής της Βίβλου (εις εκ των 72 ερμηνευτών) επί Πτολεμαίου και απιστήσας αναφορικώς με την πραγματοποίησιν αυτού του εδαφίου του Ησαϊού,(Γ” 14) είχε υπόσχεσιν από τον Θεόν ότι δεν θα αποθάνη εάν δεν ιδή πραγματοποιούμενον τούτο: «Και ιδού εις άνθρωπος εν Ιερουσαλήμ (γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς) ω όνομα Συμεών, και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ, και Πνεύμα ην Άγιον επ’αυτού και ην αυτώ κεχρησμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν η ιδή τον Χριστόν Κυρίου». Και πράγματι, ήλθεν εν τω πνεύματι εις το ιερόν όταν εγεννήθη ο Χριστός και τον έφερον οι γονείς Του κατά τον Νόμον (Λευιτικόν ΙΒ” 2-8 Έξοδος ΙΓ” 2-12) διά τον καθαρισμόν και εδέχθη εις τας αγκάλας του τον Χριστόν και είπεν: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη* ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψην εθνών και δόξαν λαού του Ισραήλ» (Λουκάς ΒΝ” 22-32).

Αυτό δι εμέ ήτο μέγα βοήθημα και σας το τονίζω διότι, εάν ο Χριστός ήτο νόθος υιός, ως υποστηρίζει το Ταλμούδ (ραβιννικός νόμος), πώς ο Συμεών τον εδέχθη μια και ο Νόμος λέγει ότι δεν επιτρέπεται νόθος υιός να εισέλθη εις τον Ναόν μέχρι δεκάτης γενεάς; Προσοχή λοιπόν, διότι είναι πλάνη αυτό και βλασφημία.

5) Ο 2ος ψαλμός, όστις αναφέρει την αποστασίαν των ανθρώπων εναντίον του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστου.

«Διατί (λέγει) εφρύαξαν τα έθνη και οι λαοί εμελέτησαν μάταια;
Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν ομού, κατά του Κυρίου, και κατά του Χριστού αυτού, λέγοντες:

«Ας διασπάσωμεν τους δεσμούς αυτών, και ας απορρίψωμεν αφ’ημών τας αλύσεις αυτών». (Ψαλμ. Β” 1-3)

Τα οποία επραγματοποιήθησαν εναντίον του Ιησού εκ μέρους των πατέρων μας, των Γραμματέων και των Φαρισαίων και του Πιλάτου του τότε κυβερνήτου και κατακτητού των Ιεροσολύμων, οίτινες συμβούλιον εποίησαν και εσταύρωσαν Αυτόν, ίνα απαλλαγώσιν εξ Αυτού. Αλλά η υπόθεσις του Χριστού δεν ήτο μέχρι του Σταυρού, όπου έβλεπον αυτοί, αλλά και πέραν αυτού. Δι’αυτό και ο ψαλμωδός συνεχίζων λέγει:

«Υιός μου είσαι συ* γω σήμερον σε εγέννησα ζήτησον παρ’εμού,και θέλω σοι δώσει τα έθνη κληρονομίαν σου και ιδιοκτησία σου τα πέρατα της γης» (ψαλμ Β” 7-8).
Δηλαδή μετά την Ανάστασίν Του το όνομά Του θα γίνη πιστευτόν εις όλον τον κόσμον, κατά το «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. ΚΗ” 18). Ώστε με βάση αυτά δεν ήτο δυνατό να μη πιστεύσω ότι ο Χριστός ήτο ο Μεσσίας.

6) Η σταυρική θυσία του Ιησού, η οποία σταυρική θυσία του Ιησού υπάρχει εις τον προφήτην Ησαϊαν εις το ΝΓ” κεφάλαιον.

Διότι τις θα δυνηθή να αμφισβητήση ότι ο Χριστός, ο φερόμενος ως άκακον αρνίον ενώπιον του Πιλάτου, των Γραμματέων και Φαρισαίων αμίλητος, και ενώπιον των αρχόντων διά τας αμαρτίας ημών, και που εσταυρώθη μεταξύ των κακούργων δεν είναι ο αμνός του Θεού.

7)Μία προσευχή του Χριστού που έκαμε επί του Σταυρού και που έχει γραφεί 1000 χρόνια προ Χριστού διά του Δαυίδ εις τον 22ον ψαλμόν ως εξής:

«Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλειπες» (ψαλ. ΚΒ” 1) και (Ματθ. ΚΗ” 46) και εν συνεχεία μία άλλη λεπτομέρεια που γράφεται εις τον ίδιον ψαλμόν «ετρύπησαν τας χείρας μου και τους πόδας μου» (στίχος 6) και που διαβάζομεν ότι έλαβε χώραν εις τον Ιησούν (βλ. Ματθ. ΚΖ” 35). Και ακόμη το «Διεμερίσθησαν τα ιμάτιά μου εις εαυτούς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (στιχ 18) βλέπε και (Λουκας ΚΓ” 34) όπου αυτά έγιναν όλα εις το πρόσωπον του Χριστού. Πώς να μη πιστέψω ότι είναι ο Μεσσίας;

Και ένα ακόμη που έχει σχέση με την αμοιβή του Θεού προς τον Υιό που το λέγει και το κάμνει. Δηλαδή εις αντίκρυσμα όλων αυτών που θα σου κάμουν εγώ θα σε αναστήσω. «Διότι δεν θέλεις εγκαταλείψει την ψυχή μου εν τω άδη, ουδέ θέλεις αφήσει τον Όσιόν σου να ιδεί διαφθοράν» (ψαλ. 16,10) και εν συνεχεία πιστεύω εις την ανάστασην του Ιησού, διότι και πάλι διαβάζω εις τον ψαλμόν το: «είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου* κάθου εκ δεξιών μου έως αν θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (ψαλ. ΡΘ” 1).

Πώς λοιπόν να πιστέψω τα ψεύδη των Ραββίνων, ότι δήθεν εκλάπη ο Ιησούς και ουχί ανέστη, αφού ο Δαυίδ προφητεύει, τόσο την ανάστασιν, όσον και την ανάληψιν αυτού;

Ακόμη,πώς να μη πιστέψω εις την ανάληψιν του Ιησού αλλά εις την κλοπήν Αυτού,αφού και μετά την Ανάστασιν Αυτού ευρέθησαν τα οθόνια και το σουδάριον τα οποία ήσαν κολλημένα εις το σώμα Του, με ειδικόν μίγμα κολλητικόν ως εσυνήθιζον οι τότε να ενταφιάζουν; Πώς να μην παραδεχθώ λοιπόν την Ανάστασιν,αφού ως Παντοδύναμος Θεός άφησε τον Τάφο κενό και τας αποδείξεις της Αναστάσεώς Του;

Τον επίστευσα λοιπόν ως γεννηθέντα, σταυρωθέντα, αναστάντα, αναληφθέντα εις ουρανούς και ότι θα έλθη πάλιν κρίναι ζώντας και νεκρούς και αλλοίμονον εις εκείνους που δεν τον εδέχθησαν.

Εν ακόμη σοβαρόν ζήτημα που εβοήθησεν εις την επιστροφήν μου εις Χριστόν είναι το χρήμα. Το χρήμα το οποίον διέθεσαν και διαθέτουν ακόμη οι εχθροί του Χριστού, διά να μη διαδοθή η έλευσίς Του, η σταύρωσίς Του, η ανάστασίς Του, αρχής γενομένης από τα οποία θα διετίθεντο διά την αγοράν του αγρού του κεραμέως, διότι ήτο αξίας αθώου αίματος το οποίον χρησιμοποιείται μέχρι σήμερον ως νεκροταφείον των ξένων, Ζαχ. ια” 12-13.

Αλλ” επίσης χρήματα εδόθησαν εις τους στρατιώτας, ίνα καλύψουν την ανάστασιν και διαδόσουν οι στρατιώται ότι εκλάπη υπό των Μαθητών και ουχί ανέστη. Το χρήμα λοιπόν είναι αυτό που εξαγοράζει συνειδήσεις. Αυτό που κλείει μάτια σοφών και διαστρεβλώνει γνώμας συνετών, ως διαβάζομεν εις την Πεντάτευχον.
Πόσοι και πόσαι σήμερον δεν δωροδοκούνται ίνα κρύψουν την ύπαρξιν του Σωτήρος, και εν τούτοις ο Μεσσίας Χριστός ήλθε.

Μας το επληροφόρησαν οι μυροφόρες. Μας το εβεβαίωσαν η ποτέ Σαμαρείτις, ήτις συνεζήτησε μαζί Του, και το επεκύρωσεν ο εκ γενετής τυφλός, ο παράλυτος και τόσοι άλλοι.

ΜΕΡΟΣ Β”

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΝ ΜΟΥ

Ήτο η περίοδος του Τριωδίου, συγκεκριμένως η δευτέρα εβδομάς του Ασώτου, εποχή κατά την οποίαν μας προειδοποιεί ο Θεός να μετανοήσωμεν και να νηστεύσωμεν, ίνα εορτάσωμεν τα φρικτά Του πάθη και την σταύρωσίν Του. Κατ’αυτήν λοιπόν την εποχήν είδον εις τον ύπνον μου τα εξής: Είδον ότι έκαμνα τον εσπερινόν του Σαββάτου και ενώ μελετούσα την Πεντάτευχον εκ της περγαμηνής, εις την περικοπήν της εξόδου εκ της Αιγύπτου, βλέπω εκεί μέσα τρεις λέξεις ελληνικές με χρυσή μελάνη που έλεγον «Πίστις ελευθερία πατρίς». Γυρίζοντας δε την επομένην σελίδα βλέπω πως ευρισκόμην εις ένα οίκημα μεγάλο και εις την πύλην αυτού ίσταντο δύο στρατιώται.

Εκείνην ακριβώς την στιγμήν παρουσιάσθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μαζί με τον βασιλέα των Ελλήνων Παύλον. Κτυπά την πύλην ο Κύριος και αμέσως κατεβαίνω κάτω και του ανοίγω. Μπαίνοντας μέσα ο Χριστός, έβγαλε από την τσέπη Του μία φωτογραφία με 360 πρόσωπα και μου την έδωσε στα χέρια. Αφού όμως εγώ δεν ημπορούσα να εννοήσω λαμβάνει τον λόγον ο Ίδιος και μου λέγει:

«Τόσοι φύγατε (όμηροι) και τόσοι γυρίσατε από την Άρτα. 360-30. Είναι καιρός να μετανοήσητε διά την αμαρτίαν των πατέρων σας, που ήτο η σταύρωσίς μου» και εν συνεχεία μου έδειξε τας τρύπας των χειρών Του. Και αφού με εφώτισεν διά την ερμηνείαν του 26ου κεφαλαίου του Λευιτικού, αμέσως έγινεν άφαντος. Τότε εμείναμε μόνοι με τον βασιλέα Παύλον που και αυτός μου είπε τα ίδια.

Αυτό μου το όνειρον έγινε η αιτία ώστε η πίστις μου να θερμανθή διά τον Χριστόν ως Μεσσίαν της ανθρωπότητος. Το περιστατικόν δε αυτό το ανεκοίνωσα εις τους τότε ιδικούς μου, που άλλοι επίστευσαν εν μέρει, άλλοι δε καθόλου. Πάντως εγώ προχωρούσα σταθερά πλέον προς το βάπτισμα μεθ’όλης της οικογενείας μου.
Δευτέρα εμφάνισις του Κυρίου ημών

Μετά παρέλευσιν δύο περίπου μηνών και αφού εσυνέχισα την μελέτην διαφόρων βιβλίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και παρακολουθούσα τας θείας αυτής Λειτουργίας, εφθάσαμε εις την Μεγάλην Πέμπτην.

Το βράδυ της Μ. Πέμπτης έπεσα για ύπνο πολύ στεναχωρημένος (εξ αιτίας αυτών που είχα ακούσει εις την Εκκλησίαν κατά τη Μ. Εβδομάδα) και είδα διά δευτέραν φοράν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως εξής:

“Ητο ως προείπον Μ. Πέμπτη βράδυ και είδα ότι ήμουν μαζί με την οικογένειαν που εξοντώθη εις την Γερμανίαν και συντρώγαμε εις τον διάδρομον του σπιτιού μου. Σε μια όμως στιγμή εκτύπησε η πόρτα του σπιτιού και εισήλθε ο διανομεύς του ταχυδρομείου της Άρτης και μου έδωσε ένα γράμμα στα χέρια. Άνοιξα το γράμμα και είδα μέσα την φωτογραφίαν που μου έδωσεν την πρώτην φοράν ο Κύριος, ως και μία παραίτησιν ως Ραββίνου της Κοινότητος που ήμουν. Και πάλιν έμεινα εκστατικός με την φωτογραφίαν των 360 ατόμων.

Εκείνην δε την στιγμήν ηκούσθη μία άγνωστος φωνή μέσα από το σπίτι ήτις μου είπε: « Τόσοι φύγατε και τόσοι γυρίσατε. Είναι καιρός να μη ακούσης κανέναν. Πάρε την οικογένειάν σου και έλα μαζί μου, η αμαρτία των πατέρων σας σας παιδεύει. Μετενόησε και έλα μαζί μου για να σωθής».

Από εκείνην την στιγμήν η πίστις μου εθερμάνθη έτι περισσότερον και ανεκοίνωσα αυτό εις την οικογένειάν μου προτρέποντας αυτήν ίνα μεταβώμεν το συντομώτερον εις τον Μητροπολίτην κ.κ. Σεραφείμ προς κατήχησιν και βάπτισιν.
Εξημερώνοντας όμως επληροφορήθην από κάποιο μου φίλο ότι οι τότε αδελφοί μου Ισραηλίται είχον σχέδιον καταστρώσει ίνα, εάν επήγαινα εις την Συναγωγή των το Σάββατον να με έκαμνον αποσυνάγωγον, ως άλλοι Γραμματείς και Φαρισαίοι επί ημερών Κυρίου.

Πληροφορηθείς λοιπόν τούτο απέφυγον και έτσι την τρίτην ημέραν του Πάσχα μετέβημεν εις την Μητρόπολιν προς κατήχησιν δίδοντες υπόσχεσιν εις τον Σεβασμιώτατον, ότι θα τον ειδοποιήσωμεν 10 ημέρας προ της βαπτίσεώς μας.

Τρίτη εμφάνισις του Κυρίου ημών

Επέρασαν 40 ημέραι από το Πάσχα και ήτο η νύκτα της Αναλήψεως του Κυρίου εις τους ουρανούς, κατά την οποίαν εορτάζεται η Πεντηκοστή των Ισραηλιτών που ημείς ως Ισραηλίται τότε είχαμε συνήθεια να διανυκτερεύωμεν εις διάφορα σπίτια από 20 και πλέον άτομα εις τον καθένα και να μελετώμεν την παράδοσιν του Μωσαϊκού Νόμου εις το Όρος Σινα.

Εκείνην λοιπόν την νύκτα μαζί με την οικογένειάν μου μελετούσαμε ένα βιβλίο που είχε ένα διάλογο του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου με ένα Ραββίνον όνομα Ερβάν, τους οποίους είχεν καλέσει κάποιος βασιλεύς της Αιθιοπίας διά να συζητήσουν περί Χριστου.

Και αφού ο Αρχιραββίνος εζήτησεν 40 ημέρας προθεσμίαν ίνα μελετήση την Αγίαν Γραφήν και μετά να συζητήσουν περί Χριστού και παρουσιασθείς μετά 70 διδασκάλων συνεζήτησαν επί 3 ημερόνυκτα που στο τέλος οι Ισραηλίται είπον, ότι θα επίστευον με την προϋπόθεσιν να εφανερώνετο ο Κύριος και εις αυτούς, όπερ και εγένετο.

Αλλά λόγω της ολιγοπιστίας των Ιουδαίων μόλις εφανερώθη ο Κύριος εις αυτούς διά των θυρών κεκλεισμένων (που κατήλθεν εις νεφέλην εντός του δωματίου) προσηυχήθη ο Αρχιεπίσκοπος και ετυφλώθησαν. Εις την συνέχειαν ως ήσαν τυφλοί ηξίωσεν ο Αρχιεπίσκοπος να βαπτισθούν και πράγματι εβαπτίσθησαν και μετά το βάπτισμα ήνοιξαν τα πραγματικά μάτια της ψυχής των και επίστευσαν απολύτως εις τον Σωτήρα της ανθρωπότητος Χριστόν τόσον αυτοί, όσον και ο Βασιλεύς αυτών και οι αυλικοί του που ήσαν ειδωλολάτραι ως και 1500 περίπου άτομα της πόλεως εκείνης.

Εις την εμφάνισιν του Κυρίου ήμουν μόνος μου ξύπνιος και καθ’ην ώραν εμελετούσα αυτά, ακούω κατά τας 12 (μεσάνυχτα) τρία κτυπήματα εις την οροφήν του σπιτιού μου έντρομος έκλεισα το βιβλίο και επήγα για ύπνο.

Μόλις όμως έπεσα στο κρεβάτι, άκουσα να κτυπά η θύρα του δωματίου και να εισέρχεται μέσα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βαστάζοντας εις το χέρι Του ένα κομμάτι βαμβάκι αλειμμένο με λάδι και μ’αυτό με ήλειψε εις το πρόσωπον σταυροειδώς και μου είπε: «Παύλε, Παύλε, από αύριον θα είσαι ιδικός μου. Όποιος παρουσιασθή μη κλονισθής, εγώ θα είμαι μέσα σου». Παραχρήμα δε εξύπνησα και ανέφερα εις την γυναίκα μου το συμβαν και τους είπα να προσέξουν και να μη κλονισθούν ή δελεασθούν από τυχόν προσφερόμενα χρήματα που ίσως θα προσεφέροντο, όσα κι αν ήσαν αυτά, πράγμα που δυστυχώς έγινε την επομένην.
Πράγματι την επομένην ημέραν, πρώτην ημέραν της Πεντηκοστής των Ιουδαίων, μου παρουσιάσθη ολόκληρον το Συμβούλιον της Κοινότητος εις το σπίτι μου κατά τας ένδεκα (11) το πρωί, διά να με μεταπείσουν προσφέροντάς μου υπέρογκα ποσά. Αυτό τούτο έπραξαν και οι καταφθάσαντες εκ Κερκύρας μετέπειτα συγγενείς μου.

Αλλ’εγώ προειδοποιημένος υπό του Κυρίου μου έμεινα ακλόνητος, μαζί με την οικογένειάν μου, εις την μέλλουσαν ορθήν πίστιν, που θα συνεπλήρωνα βαπτιζόμενος εις το όνομα της; τρισυποστάτου Θεότητος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Και πράγματι την επομένην ειδοποίησα τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Άρτης κ.κ. Σεραφείμ, ίνα βαπτίση ημάς την 8ην Ιουνίου 1952 ημέραν της Πεντηκοστής κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Και ούτω έγινε. Μετά δέκα ημέρας την Ανάληψιν του Κυρίου ημέραν Κυριακήν εορτήν της Πεντηκοστής και ώραν 12ην μεσημβρινήν εγένετο η βάπτισίς μας, εμού και των τριών μελών της οικογένειάς μου ενώπιον του Κλήρου και των Αρχών της πόλεως και πλήθους κόσμου, υπολογιζομένου άνω των 3 χιλιάδων.

Αρχαί ωδίνων…

Από την ιδίαν όμως ημέραν της βαπτίσεώς μας ήρχισαν οι διωγμοί και αι συκοφαντίαι. Αλλ’ο Κύριος, όχι μόνον δεν μας παρέδωσε εις τους διωγμούς και συκοφαντίας των εχθρών μας, αλλά μας παρηκολούθησεν με θαύματα. Έδωσεν εις ημάς τέκνον άρρεν έπειτα από 9 ολόκληρα έτη που είχον περάσει από την τελευταίαν μας θυγατέρα.

Πράγματι, μετά παρέλευσιν τριών ετών από της βαπτίσεώς μας και αφού πολλοί πρώην Ισραηλίται και νυν αδελφοί μας εν Χριστώ, προφανώς άνευ πίστεως διέδιδον, ότι επειδή δήθεν απηρνήθημεν την θρησκείαν των Πατέρων μας, ασπασθέντες τον Χριστιανισμόν η γυνή μου δεν πρόκειται να τεκνοποιήση, και ότι μίαν ημέραν πάλιν θα επιστρέψωμεν εις την εβραϊκήν θρησκείαν, μη γνωρίζοντες προφανώς, ότι η εβραϊκή θρησκεία ήτο πρόδρομος της Χριστιανικής και ότι ο προβιβαζόμενος δεν υποβιβάζεται, τους απέδειξε ο Θεός τούτο διά θαύματος τον

Αύγουστον του 1955.

Επήγαμε οικογενειακώς εις την Κέρκυραν διά να παρακολουθήσωμεν την Λιτανείαν του Αγίου Σπυρίδωνος (11η Αυγούστου), να προσκυνήσωμεν και να παρακαλέσωμεν αυτόν, όπως διά των πρεσβειών του μεσιτεύση εις τον Κύριον και μου δώση τέκνον, και μάλιστα άρρεν διά να το αφιερώσω εις την Εκκλησίαν Του φέροντας το όνομα του Αγίου Σπυρίδωνος, ίνα ούτω καταισχυνθούν οι αντίπαλοί μας. Και ώ του θαύματος, μετά από παρέλευσιν τεσσάρων μηνών, ήτοι τον Δεκέμβριον του 1955, έμεινεν έγγυος η σύζυγός μου και είχαμε την ελπίδαν, ότι θα εγένετο υιός ως το εζητήσαμε.

Το επόμενον έτος, (τον Αύγουστον) επήγα και πάλιν εις την χάριν του μαζί με τα δυο μου κορίτσια και με μια πατριώτισσά μας, Φωτεινή Τριχιά, ίνα διανυκτερεύσωμεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου. Την γυναίκα μου δεν την είχα μαζί μου, διότι ήτο 8 μηνών έγγυος. Πηγαίνοντας όμως εις την Εκκλησίαν είδα όλο γυναίκες και εντράπην να διανυκτερεύσω με τις γυναίκες και ανεκάλεσα την υπόσχεσίν μου και επήγα σε μια γνωστή μας για ύπνο.

Το πρωί πηγαίνοντας εις την Εκκλησίαν, μου παρουσιάσθη ο Άγιος Σπυρίδων στο δρόμο και αφού με επλησίασε, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού μου ένα περιοδικό της Ζωής, όπου έγραφε ένα άρθρον (διά να συμμορφωθή το γυναικείον φύλον από τα ενδύματα που φορούν), μου την φυσά στο πρόσωπον και μου λέγει: «Γιατί ανεκάλεσες την υπόσχεσίν σου; και ότι εκείνο που μου ζήτησες πέρυσι τον Αύγουστο θα σου το δώσω εις ένα μήνα (μου έλεγε για το παιδί που θα εγεννούσε εις ένα μήνα η γυναίκα μου). Εγώ δε,τον ανεγνώρισα αμέσως και του λέγω: «ήμαρτον και συγχώρεσέ με διότι εντράπην τας γυναίκας με τα ενδύματα που φορούσαν». Και μου απαντά ο Άγιος και μου λέγει ότι: «Η κατάλληλος στιγμή διά να διαλαλήσω το άρθρον που έλεγες με τις πλάτες έξω, εμπρός εις τα άγια Λείψανά μου και προσκυνούν και περιμένουν θαύμα, πράγμα που είναι αδύνατον να το λάβουν με τοιαύτην περιβολήν». Λέγοντάς μου αυτά, ταυτοχρόνως με αφήκεν και άφωνον μέχρι της ώρας που ο Μητροπολίτης εις την Εκκλησίαν κατα την Θείαν Λειτουργίαν εκφωνούσε «Τα σα εκ των Σων». Προχώρησα πάντως προς την Εκκλησίαν άφωνος, και κλαίοντας και φθάνοντας εις την πύλην του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος,εζήτησα από τον σκοπόν χαρτί και μολύβι και του έγραψα όλα όσα μου εσυνέβησαν.

Εις την συνέχεια, πράγματι ήλθεν ο Μητροπολίτης Κερκύρας κ.κ. Μεθόδιος και έγινε η Θεία Λειτουργία και όταν έφθασεν στα «Σα εκ των Σων» έφυγα από τον αριστερόν ψάλτην, όπου ευρισκόμην, και ήλθα και έπεσα εμπρός στο Άγιον Λείψανον του Αγίου που ευρίσκετο έξω του Ναού, εις την πύλην του Αργαγγέλου Γαβριήλ, έξωθεν του Τάφου του. Και πράγματι, μόλις ετελείωσε ο Μητροπολίτης την εκφώνησιν «Τα Σα εκ των Σων» και έφθασεν εις το «εξαιρέτως της Παναγίας» εσηκώθηκα αμέσως όρθιος και τότε εζήτησα άδεια από τον Μητροπολίτην διά να μιλήσω σχετικώς με τα όσα μου συνέβησαν και σχετικώς με την αμφίεσιν του γυναικείου φύλου.

Εις την συνέχεια και δη την 7ην Σεπτεμβρίου 1956, έτεκεν η σύζυγός μου άρρεν (εις πείσμα και αποστόμωσιν των πατριωτών μου,οίτινες,ως προείπον,επίστευον και πιστεύουν,ότι όταν τις αρνηθή την θρησκείαν του,εις τιμωρίαν δεν τεκνοποιεί) και κατά την εορτήν του Αγίου Σπυρίδωνος(12ην Δεκεμβρίου 1959) εβαπτίσαμεν αυτό και του εδώσαμε το όνομα του Αγίου Σπυρίδωνος,το οποίον πλέον έχομεν αφιερώσει εις τον Θεόν και τον προορίζομεν για ιερέα,με την βοήθειαν του Κυρίου.
Ούτω πως έγινε η βάπτισίς μας και η πίστις μας εις τον Μεσσίαν Χριστόν και ευχόμεθα, όπως φωτίση όλους ο Κύριος, ως εφώτισεν τους δώδεκα Μαθητάς Του και Αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής διά της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, και οι μεν να επιστρέψουν εις Χριστόν και βαπτισθούν εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον,οι δε να προχωρήσουν κηρύττοντες τας αληθείας του Ευαγγελίου και επιστρέψουν και άλλοι, και ούτω όλοι μαζί ηνωμένοι εν τη φρικτή Δευτέρα ελεύσει Του το : «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. ΚΕ” 34), την οποίαν εύχομαι, μαζί με την οικογένειάν μου, εις αλλήλους και εις πάντας. Αμήν

Πηγή:

Εκδόσεις

ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»


<>





«Ὁ Pyotr Mamonov (1951-2021) ὑπῆρξε ἕνας διάσημος Ρῶσος ἠθοποιός. Ταυτόχρονα, ἦταν εἰκόνα τοῦ ρωσικοῦ rock μέσα ἀπ᾽ τήν πορεία: ἀλκοόλ, ναρκωτικά, ἀκολασία. Γι᾽ αὐτό, τούς συγκλόνισε ὄλους ἡ στροφή του στήν Ὀρθόδοξη Πίστι. Μάλιστα ἐπρόκειτο γιά βαθειά ἀλλαγή μέ δυναμική μετάνοια, πού τήν συναντοῦμε στούς Ἁγίους!
Ἰδού μερικά ἀποσπάσματα ἀπ᾽ τά καταγγραμμένα κείμενά του, μετά τήν μεταστροφή του.
“Ὁ Κύριος γιά μένα εἶναι μιά συνεχής χωρά τῆς παρουσίας Του. Θέλω νά ζῶ ἔτσι. Νιώθω ἔτσι πολύ καλά, σταθερά, γερά, δυνατά... Καί ὅταν εἶμαι ἐν ἀμαρτίᾳ, ἀμέσως νιώθω πώς εἶμαι μόνος καί πώς αὐτή ἡ μέρα πέρασε λαθραία. Εἶναι πολύ ἁπλό: μέ τό Θεό ἡ ζωή, χωρίς τό Θεό ὁ θάνατος”.
“Ὁ δρόμος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἴδιος: ὅλοι θά φύγουμε ἀπ᾽ τή ζωή. Χτές ἐγώ, ὁ εἰκοσάχρονος, ἔτρεχα στήν ὁδό Gorky, καί νά, αὔριο εἶναι νά πεθάνω. Χωρίς ἀλληγορίες. Φοβᾶμαι; Φοβᾶμαι. Ἀφοῦ εἶναι κάτι πρωτόγνωρο. Ἀλλά καί ἐνδιαφέρον! Ἐκεῖ εἶναι ὁ Κύριος, ἡ Αἰωνιότητα. Δέν εἶμαι ἕτοιμος. 
—Μόνο νά προλάβω! Μόνο νά προλάβω νά ἑτοιμαστῶ! —ἀναφωνοῦσε περιμένοντας τήν Κρίσι”.
“Δέν πρέπει νά ξεγελιόμαστε ὅτι μετά τό θάνατο, ἀπό μᾶς θά μείνη μόνο τό χῶμα. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἐπιστήμονες εἶναι πιστοί. Ὅλοι οἱ γνωστοί μου γιατροί πού ἔχουν νά κάνουν μέ τή ζωή καί τό θάνατο πιστεύουν. Ἔχουν ὑπάρξει χιλιάδες μαρτυρίες μέ κλινικά νεκρούς πού ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ὑπάρχει τέλος. Ὁ Einstein δέν εἶχε ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, τό ἴδιο καί ὁ Pushkin καί ὁ Lomonosov καί ὁ Mendeleev. Ἀλλά κάποια Ἑλενίτσα δεκαεφτά ἐτῶν δηλώνει: ‘Ἀμφιβάλλω ἄν ὑπάρχη ὁ Θεός σας... ̓.
Διάβαζε πρῶτα, μελέτα τό ζήτημα, καί τότε νά μιλᾶς. Ἀλλιῶς, εἶναι ὅπως στό μετρό, ὄπου μπαίνεις καί βλέπεις τό διάγραμμα τῆς διαδρομῆς: ἕνα κύκλο μέ κάποιες πολύχρωμες τελεῖες. Κουνᾶς ἀπορριπτικά τό χέρι καί λές: ‘Τίποτε, βλακεῖες! Θά πάω μόνος μου ̓. Ἔτσι, ὅμως, θά κυκλοφορῆς ὅλη σου τή ζωή πάνω σέ μιά γραμμή”.
“Ἡ ἁμαρτία, ἀκόμα καί μικρή, ἀφήνει στήν ψυχή ἀγιάτρευτη πληγή. Σάν νά φαίνεται ὅτι ὅλα εἶναι καλά: δέν πίνεις, δέν καπνίζεις, ἀλλά οὔτως ἤ ἄλλως, σηκώνεσαι τό πρωΐ καί ἔχεις θλίψι. Γιά ποιό πράγμα; Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου πού νά μήν ἔχει πληγές. Τίποτε δέν ἄφησες γιά τόν ἑαυτό σου. Μέ τί νά ζῆς; Μέ τί νά ἀγαπᾶς; Μόνο οὐλές. Καί νιώθεις πολύ φόβο καί κάπως σάν ἀπορία: μέ τά δικά μου χέρια τά ἔκανα ὅλα;”.
“Ὅταν θά πεθαίνω, δέν χρειάζονται οὔτε δρύινα φέρετρα οὔτε λουλούδια. Νά προσεύχεστε, παιδιά, γιά μένα, πέρασα διάφορα στή ζωή μου!”»(ΛΝ, 2).


<>







Μάρτιος 2017: Η μεταστροφή του νεοφώτιστου Φινλανδού Ραφαήλ (πρώην Ιούστος) από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

Ένας εικοσαετής νέος από την Φιλανδία επισκέφθηκε τελευταίως –κατά την περιόδον του Πεντηκοσταρίου– το Άγιον Όρος, ο οποίος μας διηγήθηκε την ζωή του και πως ο Θεός τον οδήγησε να γνωρίσει την Ορθοδοξία.

Η καταγωγή του

Ο Ιούστος (αυτό ήταν το προτεσταντικό όνομά του) γεννήθηκε το έτος 1997 στην πόλη Χαμ Ελνίνα της Φιλανδίας.

Οι γονείς του, πατέρας Σάμι και μητέρα Χέινι, είναι πολύτεκνοι. Εκτός από τον Ιούστο, έχουν ακόμη 7 παιδιά: τον Ιωανάθαν, τον Ιωακείμ (που παντρεύτηκε την Σωσάννα), το Κασμίρ, τον Ιωάννη, τον Έρασμο, την Σάρα-Λίνα και την Βερονίκη – 6 αγόρια και 2 κορίτσια.

Όταν πριν 8 χρόνια, η Προτεσταντική «Εκκλησία» (παρασυναγωγή) της Φιλλανδίας αποδέχτηκε και ανεγνώρισε τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, να παντρεύονται άνδρες με άνδρες και γυναίκες με γυναίκες, ως και να χειροτονούνται γυναίκες επισκοπίνες και ιέρειες, δεν ξαναπήγε η μητέρα του η Χέινι στις συνάξεις τους. Αλλά προσευχόταν με τον τρόπο της, ότι γνώριζε, στο σπίτι της.

Ο πατέρας του, ο Σάμι, ήταν ιεροκήρυκας (πάστορας) των Προτεσταντών. Επειδή όμως αρνήθηκε τότε, πριν 8 χρόνια, να κηρύττει τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και την χειροτονία των γυναικών την απέρριψε, απελύθη και εξεδιώχθη από την θέση του ιεροκήρυκος.

Οι πρώτοι σπινθήρες της ευσεβείας

Από τότε έμεναν στο σπίτι τους και προσεύχονταν με τον τρόπο τους στον Χριστό. Κάποια μέρα επισκέφθηκε η μητέρα του μία γνωστή της οικογένεια Ρώσσων Ορθοδόξων Χριστιανών. Φεύγοντας από την επίσκεψη αυτή, η Ρωσσική οικογένεια τους χάρισε μία μικρή εικονίτσα του Αγίου Γεωργίου.

Ο έφηβος τότε Ιούστος έμαθε για το Μαρτύριο και τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Από τότε είχε για τον Άγιο ευλάβεια και μάλιστα, όπως είπε, του έκανε και τρία θαύματα. Ο Ιούστος δεκαεπταετής ακόμα διψούσε να γνωρίσει και ναμάθει για τον Χριστό, την Παναγία Μητέρα του, για τους Αγίους και για την σωτηρία του ανθρώπου. Οι φίλοι του που μιλούσε μαζί τους, δεν έδειχναν ενδιαφέρον ούτε τούς απασχολούσαν τα της ευσεβείας και σωτηρίας, αλλά τα πρόσκαιρα, τα υλικά, τα φθαρτά και τα μάταια.

Συνομιλούσε τακτικά για τα θεία με την μητέρα του και η μητέρα του πονούσε ψυχικά και πνευματικά το παιδί της και θέλοντας να το βοηθήση του είπε: «Προσεύχου παιδί μου στον Χριστό, τον Σωτήρα του Κόσμου, να σε οδηγήσει εκεί που είναι η αληθινή Εκκλησία και θα προσεύχομαι και εγώ για σένα γι᾿ αυτό τον σκοπό». Έτσι και έκαμε, προσευχόταν για το παιδί της να γνωρίση την αλήθεια, όπου και αν βρίσκεται.

Γνωρίζει την Ορθοδοξία

Επί 2-3 χρόνια προσευχόταν η μητέρα του για το παιδί της να γνωρίσει την αληθινή πίστη και Εκκλησία και να μπορέσει να σώσει την ψυχή του. Του ήρθε λοιπόν μία διακαής επιθυμία να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει. Έτσι ταξίδεψε στο Ισραήλ. Την πρώτη νύκτα διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο της Ιερουσαλήμ. Εκεί συναντήθηκε με κάποιο Ρουμάνο Μοναχό του Αγίου Όρους. Ο Μοναχός του είπε, ότι θα επισκεφθεί την Λαύρα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου και αν θέλει να πάνε μαζί. Ο Ιούστος με χαρά δέχτηκε την πρόταση και ταξίδευσαν μαζί στην Ιερά Λαύρα του Αγίου Σάββα. Την άλλη μέρα ο Ρουμάνος Μοναχός ανεχώρησε, ο δε Ιούστος παρέμεινε στην Μονή επί 2 σχεδόν μήνες. Μάλιστα το δωμάτιο που του δώσανε και διέμενε όλως «τυχαίως», βρισκόταν κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί του έγινε Κατήχηση και την Μεγάλη Πέμπτη (31 Μαρτίου 2017), βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός και μυρώθηκε, λαβών το όνομα Ραφαήλ. Όλος χαρά και πνευματική αγαλλίαση, μετά το Πάσχα αρκετές μέρες, ανεχώρησε από τους Αγίους Τόπους και ήρθε στο Άγιον Όρος, να δεί και να ζήσει και εδώ το «λαμπρό πανηγύρι της Χάριτος».

Πνευματικές αναζητήσεις

Στο Άγιον Όρος, επισκέφθηκε πολλές Μονές, Σκήτες και Κελλιά και προσκύνησε με πολλή ευλάβεια θαυματουργές Εικόνες της Παναγίας και άλλων Αγίων και άγια και σεπτά Λείψανα διαφόρων Αγίων της Εκκλησίας μας. Σε όποια Θεία Λειτουργία παρευρεθεί, όταν είναι έτοιμος μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων μετ᾿ ευλαβείας πολλής. Η χάρις του Θεού αντανακλάται στο πρόσωπό του. Επισκέφθηκε και την Ιερά Σκήτη του Αγίου Ανδρέου (το Σαράι) και εκεί συνάντησε τον συμπατριώτη του Ιερομόναχο Ιωσήφ (Φινλανδό) και έμαθε απ᾿ αυτόν, ότι γίνονται προσπάθειες τελευταίως από τον Δικαίο της Σκήτης Ιερομόναχο Εφραίμ, ίδρυσης και σύστασης ανδρώας Μονής στην Φινλανδία, πράγμα το οποίο χαροποίησε τα μέγιστα τον νεοφώτιστο Ραφαήλ. Και μάλιστα πληροφορήθηκε, ότι τις μέρες που επισκέφθηκε την Σκήτη ο Ραφαήλ, ο Δικαίος πατήρ Εφραίμ, βρισκόταν για τον σκοπό αυτό στην πατρίδα του Φιλλανδία. Και ότι η περιοχή που πρόκειται να ιδρυθεί η Μονή, δεν είναι πολύ μακριά από την πόλη όπου γεννήθηκε.
Δεν έχει πόθο καθόλου για γάμο, όπως μας είπε, φοβούμενος μήπως η γυναίκα σύζυγος, τον αποπροσανατολίσει από την πίστη και την αγάπη του προς τα θεία, αλλά και τα τέκνα που τυχόν αποκτήσουν, τα πάρει, τα ελκύσει η αποστατημένη κοινωνία και η άθεος «Νέα Εποχή» και τα καταστρέψει. Η επιθυμία του και ο μεγάλος πόθος του, είναι η εκτέλεση των εντολών του Θεού, η επιδίωξη των αρετών και η μάθηση των Βίων και παραγγελμάτων των Αγίων Πατέρων. Και το κυριότερο η μεγάλη φροντίδα για την σωτηρία της ψυχής του. Επισκεφθείς και τον περίφημο μεγάλο πνευματικό παπα-Ευθύμιο στην Καψάλα, του είπε για τους γονείς του, ότι θα βαπτισθούν και αυτοί Ορθόδοξοι, διότι δεν αποδέχθησαν το κακό, το ασεβές και το ανίερον.

Από την Εφημερ. «Ορθόδοξος Τύπος», αριθμ. φύλλου 2179/15.9.2017, σελ. 1 και 5. Του Αγιορείτου Μοναχού Βλασίου.


<>





Η μεταστροφή του Νίκου Λ. από τους “Μάρτυρες του Ιεχωβά”, τον αθεϊσμό και τον Ινδουϊσμό στην Ορθοδοξία

Είμαι ο Νίκος Λ. Γεννήθηκα μέσα σε μια πενταμελή οικογένεια “Μαρτύρων του Ιεχωβά” (μόνο ο πατέρας μου δεν ήταν “Μάρτυρας του Ιεχωβά” και ο οποίος έκανε το καλό να με βαπτίσει Ορθόδοξο), και γαλουχήθηκα με αυτή την πίστη, αφού ο πατέρας μου κατά τα άλλα ήταν αδιάφορος περί πίστεως. Δύο χρονών ήξερα τα ονόματα των Βιβλίων της Αγίας Γραφής απ᾽ έξω. Αιτία η θεία μου η οποία μου διάβαζε ιστορίες από την Βίβλο και τα βιβλία και περιοδικά της οργάνωσης.

Βίωσα όμως σαν παιδί δύο αρνητικές καταστάσεις η μία κυρίως στο σχολείο από τα “δήθεν” Ορθόδοξα Ελληνόπουλα που με έδειχναν με το δάχτυλο “να το Γιαχωβάκι” και η άλλη από την καταπίεση λόγω των κανόνων της οργάνωσης. Το κυριότερο και εκείνο που με έκανε να χάσω αυτήν την πίστη ήταν ένα κενό και η απουσία αγάπης που ένιωθα μέσα στην οικογένεια και μέσα στην οργάνωση. Έτσι γύρω στα 15 μου, έκανα την επανάστασή μου και έφυγα από τους “Μάρτυρες του Ιεχωβά”.

Κατέληξα άθεος, γιατί τον θεό που μου είχαν γνωρίσει τον “Ιεχωβά” αυτόν τον απόμακρο αυστηρό θεό δεν μπορούσα πια να τον πιστεύω και δεν ήξερα και κανέναν άλλον καλύτερο.

Έκτοτε έκανα την ζωή μου που λένε, είχα ξεκινήσει ήδη το κάπνισμα, διασκέδαση, ποτάκια και σχέσεις ό,τι μου απαγόρευε δηλαδή η οργάνωση των “Μαρτύρων των Ιεχωβά”.

Παρόλη αυτή την άσωτη ζωή, μέσα μου υπήρχε μια αγωνία, ένας πόθος να μάθω την αλήθεια, από πού ήρθα και γιατί και που πηγαίνω. Διάβαζα και ερευνούσα ότι μυστικιστικό έπεφτε στα χέρια μου. Έτσι προσελκύστηκα από έναν Ινδουιστικό όμιλο που έλεγε πως κατείχε τα μυστικά για τους αναζητητές της αλήθειας. Ήμουν ήδη στα 26 μου. Αλλά τίποτε δεν με γέμιζε.

Μετά από 3 χρόνια περίπου, ένα μεσημέρι ενώ είχα απελπιστεί απ όλα παρακάλεσα το Χριστό, έπεσα στα γόνατα και προσευχήθηκα, και του είπα αν υπάρχεις κάνε κάτι. Τότε συνέβη κάτι συγκλονιστικό, επί τρεις ημέρες προσευχόμουν ζώντας μέσα σε μια παραδείσια χαρά. Τότε βεβαιώθηκα ότι υπάρχεις! Και ότι Είσαι χαρά! Χριστέ ο Θεός ημών.

Σε παρακάλεσα να μου στείλεις κάποιον να με διδάξει. Έτσι ύστερα από μια σειρά γεγονότων που εγώ χαρακτηρίζω μικρά θαύματα, εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Αλέξανδρος, Ορθόδοξος Θεολόγος που με αγάπησε, με κατήχησε, με δίδαξε την ζωή της Ορθοδοξίας και το κάνει μέχρι σήμερα.



<>













Η μεταστροφή της Προτεσταντικής "Ευαγγελικής" ιεραποστολικής οργάνωσης "Cambridge Crusade" στην Ορθοδοξία

Ἀναφέρει ὁ  Αμερικανός Αγιορείτης Ιερομόναχος π. Αλέξιος Καρακαλληνός (πρώην Μεθοδιστής):

Οι δοκιμασίες, οι θλίψεις και οι πειρασμοί, που φέρνουν πόνο στην καρδιά, είναι μεταξύ των μεγαλυτέρων ευεργεσιών του Θεού, επειδή δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να λάβει χώρα ένας προβληματισμός, μια αναθεώρηση των θέσεων και, ενδεχομένως, μια στροφή προς την Ορθοδοξία.

Για τους πρώην Ευαγγελικούς Προτεστάντες, οι οποίοι ενεπλάκησαν στην ιεραποστολική οργάνωση «Cambridge Crusade», η αποτυχία τους να προσηλυτίσουν σταθερά ανθρώπους στην πίστη του Χριστού, τους έκανε να αναρωτηθούν για την αξία της υπάρξεως αυτής της οργανώσεως, πράγμα που τους οδήγησε στην αναζήτηση της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης, μια αναζήτηση η οποία έληξε το 1987 με την είσοδό τους στην Ορθοδοξία.

Πηγή:


Ι. ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ

<>







Shelley Hatfield, ΗΠΑ: Η μεταστροφή μιας Επισκοπελιανής Κοινότητας του Kansas των ΗΠΑ στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Η εικόνα! Αγνοούσα τη σιωπηλή της επίδραση, που ενεργούσε μέσα μας, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε.  Σιωπηλά αλλά σταθερά, όπου κι αν πηγαίναμε. Oι εικόνες που συνέλεγα ως όμορφα δείγματα θρησκευτικής τέχνης ήταν οι μάρτυρες του ταξιδιού μας απ’ το σκοτάδι στο φως που είναι η Ορθοδοξία.

Ήταν για μένα μια αισθητική απόλαυση· αντικείμενα που κάθε καλό πρεσβυτέριο πρέπει να κατέχει.  Η θητεία μου στην ιστορία της τέχνης μού είχε διδάξει ότι οι εικόνες είναι «επίπεδοι, πρωτόγονοι προάγγελοι της Αναγέννησης –κατά την περίοδο της οποίας η Τέχνη δόξασε τον Άνθρωπο.»  Δεν είναι παράξενο που η αληθινή φύση και το νόημά τους ήταν άγνωστα σ’ εμένα.  Ακριβώς όμως λόγω αυτής της φύσεως, επιδρούσαν πάνω μας και μας περίμεναν υπομονετικά.

Ο σύζυγός μου, ο πατήρ Τσαντ, κι εγώ είμαστε γνωστοί ως  «Αγγλο-Καθολικοί», υπέρμαχοι της Αγγλικανικής Εκκλησίας, όπως αυτή ορίζεται από το Κίνημα της Οξφόρδης.  (Αυτό το Κίνημα άρχισε στην Αγγλία το 1833 από λογίους και θεολόγους, οι οποίοι σκοπό είχαν να αφυπνίσουν την Αγγλικανική Κοινότητα ως προς το δόγμα, τη λατρεία και την πνευματική ζωή της Εκκλησίας πριν από το Μεγάλο Σχίσμα του 1054.)  Όλα ακτινοβολούσαν μια λαμπρή μεγαλοπρέπεια, γεμάτη από ευωδιές, καμπάνες και μια περίτεχνα χορογραφημένη τελετουργία.  Κάθε Κυριακή είχε τη δική της υπερπαραγωγή, ένα σόου επί σκηνής, για να συγκινήσει και να εμπνεύσει τις μάζες.  Διόλου παράξενο που το εκκλησίασμα σχολίαζε περισσότερο την ευχάριστη μουσική παρά το περιεχόμενο της ομιλίας ή των αναγνωσμάτων.  Αυτό δεν κατάφερνε να με ικανοποιήσει και αναζητούσα πάντα μια βαθύτερη έκφραση της πίστεως.  Ως μαέστρος της χορωδίας, ένιωθα ότι οι μεγάλες παραγωγές, αντί να με γεμίζουν, μάλλον μου άφηναν ένα βαθύ κενό.

Σκεπτόμουν ωστόσο, ότι, αν τα κάναμε όλα σωστά και με τάξη, αν παραμέναμε πιστοί, με κάποιο τρόπο θα αναβίωνε η δόξα του Αγγλικανισμού.  Καθήκον μας ήταν να πολεμούμε τις αιρέσεις (όπως η άρνηση της εκ Παρθένου γεννήσεως και της Αναστάσεως, και η απόρριψη των δογμάτων της πίστεως) που έκαναν θραύση στην Επισκοπελιανή Εκκλησία, και να υπερασπιστούμε την Αγγλικανική κληρονομιά μας.  Ο κόσμος περίμενε από μάς.

Από τη στιγμή που ο σύζυγός μου χειροτονήθηκε ιερέας της Επισκοπελιανής Εκκλησίας, άρχισε να κηρύττει εναντίον των λανθασμένων δογμάτων που αργά αλλά αδυσώπητα κατέστρεφαν τα θεμέλια της Καθολικής και Αποστολικής Πίστης μέσα στην Εκκλησία.  Ως ιεραπόστολοι στη Νότια Αφρική, είμασταν επιθετικοί Αγγλο-Καθολικοί επαναστάτες. Αφυπνίζοντας πολλούς από εκείνους που είχαν θάψει το κεφάλι τους μέσα στην άμμο της σιωπηλής παραίτησης.

Δεν χρειάζεται καν να πω ότι είχαμε γίνει η μάστιγα της φιλελεύθερης Προτεσταντικής πτέρυγας της εκκλησίας που ήθελε να ξαναγράψει την Αγία Γραφή και να απορρίψει την Παράδοσή μας.  Ως σύζυγος του πάστορα δεχόμουν συνεχώς επιθέσεις.  Με ονόμαζαν «spouse mouse», απλώς και μόνο επειδή είχα την ίδια άποψη με τον σύζυγό μου στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών.  Ασπαζόμουν τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες και ένιωθα την αξία της πνευματικής ζωής, άρα είχα προδώσει το φύλο μου.

Παρατηρούσαμε τόσους και τόσους καλούς και αγίους επισκόπους, ιερείς και διακόνους να συνθλίβονται κάτω από μια πίεση που άλλους έστελνε πρόωρα στον τάφο και άλλους τους οδηγούσε να ασπαστούν αιρέσεις που δεν μπορούσαν άλλο να πολεμούν.  Αν και αποθαρρυμένοι, μέναμε αφοσιωμένοι στην στέρεη πεποίθησή μας ότι το δικό μας καθήκον ήταν να μείνουμε με το μέρος του λαού και να δώσουμε τη μάχη.

Θυμάμαι πόσο θύμωνα μ’ εκείνους πού είχαν ήδη προσχωρήσει στην Ορθοδοξία.  Πώς μπορούσαν να μας αφήνουν να παλεύουμε μόνοι;  Δεν μπορούσα να το αντιληφθώ τότε, αλλά αυτοί απλώς είχαν έρθει στα συγκαλά τους νωρίτερα.  Ήξεραν πως δεν απόμενε τίποτε να σώσουν και τίποτε για να αγωνιστούν.  Το ήξερα, στα βάθη της καρδιάς μου, αλλά για ένα διάστημα τους ζήλευα πολύ και η πικρία μου ήταν μεγάλη για να το παραδεχθώ.  Και όμως, οι εικόνες παρέμεναν ως σιωπηλοί μάρτυρες της Αλήθειας που επρόκειτο να βρούμε.

Ενδιαφέρθηκα για την αγιογραφία, όταν, στα σαράντα μου, πέρασα μια κρίση μέσης ηλικίας.  Επί χρόνια ήμουν η απρόθυμη μουσικός, που διηύθυνε χορωδίες και έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο και πιάνο, τελικά όμως παραδέχτηκα ότι η καρδιά μου δεν αναπαυόταν σ’ αυτά.  Ο Θεός με καλούσε σ’ ένα νέο καλλιτεχνικό χώρο και, με δισταγμό αλλά ταυτόχρονα και θέρμη, είπα το «ναι».

Όσο μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου, άκουγα πάντα μια μικρή φωνή μέσα μου, που με ενθάρρυνε να σχεδιάζω, να ζωγραφίζω, να δημιουργώ.  Το πάθος μου θα γινόταν η τέχνη, όχι η μουσική.  Στα σαράντα μου χρόνια, χωρίς τυπική καλλιτεχνική εκπαίδευση, σχεδόν παρορμητικά, πήρα την απόφαση και γράφτηκα σ’ ένα διετές πρόγραμμα Γραφιστικής.  Έχω την ευλογία να έχω ένα σύζυγο με το σπάνιο χάρισμα να βλέπει τις δυνατότητες των άλλων και, με την πλήρη υποστήριξή του, ξεκίνησα τη ζωή της σπουδάστριας με πλήρες ωράριο.

Τη δεύτερη χρονιά των σπουδών μου, έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο γραμμένο από έναν Αγγλικανό μοναχό, ο οποίος περιέγραφε την εμπειρία του σε μια Ορθόδοξη κατασκήνωση στην Πενσυλβάνια, με την ονομασία «Αντιοχειανό Χωριό».  Είχε πάει εκεί για να σπουδάσει την τέχνη της εικονογραφίας στην Ακαδημία Ιερών Τεχνών Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.  Το άρθρο του μου προκάλεσε ένα τέτοιο ενδιαφέρον που δεν μπορούσα να σκεφθώ τίποτε άλλο.  Έγραψα στον μοναχό και του ζήτησα περισσότερες πληροφορίες.  Τελικά, με τη βοήθεια κάποιων γενναιόδωρων ενοριτών βρέθηκα στην Πενσυλβάνια.

Δέος ανάμικτο με θαυμασμό με κατέλαβε από την ομορφιά των πρωινών και βραδινών Ακολουθιών που παρακολούθησα στο Χωριό.  Και βέβαια, στη διάρκεια της θείας λατρείας έμαθα τελικά το αληθινό νόημα των εικόνων.  Δεν είναι οι επίπεδες, δισδιάστατες, άψυχες ζωγραφιές, που φιλοτέχνησαν αγράμματοι αφελείς, όπως είχα διδαχθεί στο Κολλέγιο στα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης.  Είναι παράθυρα στον ουρανό που μας εμπνέουν και μας εξυψώνουν και μας οδηγούν σε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον Θεό. Ο ορισμός του Πάβελ Φλορένσκυ με εκφράζει περισσότερο απ’ όλους: «Η εικόνα υπάρχει ως η ορατή εκδήλωση της μεταφυσικής ουσίας αυτού που απεικονίζει.»  Μοιάζει με γλωσσοδέτη, αλλά σημαίνει ότι οι εικόνες μάς βοηθούν με το να αποδίδουν οπτικά τις πνευματικές πραγματικότητες που γνωρίζουμε.

Πάντα αισθανόμουν μια ακαθόριστη οικειότητα με τον απόστολο Πέτρο.  Βάδιζα με κόπο και πίστη και στο τέλος άναβε κάποιο φως.  Από την άλλη, τον άνδρα μου άγγιζαν οι Παύλειες εμπειρίες της βροντής και των οραμάτων.  Κατά την παραμονή μου στο Αντιοχειανό Χωριό, κάτι βαθύ και ανεξήγητο συνέβαινε, κάτι που σχεδόν ανταγωνιζόταν τις βροντές του π. Τσαντ.  Κάθε πρωί, έκανα ένα γύρο της κατασκήνωσης, προσευχόμενη με το ροζάριό μου (ναι, το ροζάριο το χρησιμοποιούν και κάποιοι μη καθολικοί).  Και κάθε πρωί σταματούσα στο ναό της Αγίας Θέκλας.  Δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτήν, ένιωθα όμως ότι έπρεπε να ζητήσω τη μεσιτεία της.  Αργότερα έμαθα ότι η αγία Θέκλα, η Πρωτομάρτυς, ήταν μαθήτρια του αποστόλου Παύλου και η πρώτη γυναίκα μάρτυς της εκκλησίας.  Τι πιο φυσικό λοιπόν, όταν δέχθηκα το Άγιο Χρίσμα, να πάρω το όνομα Θέκλα.

Από πολύ νωρίς στο Αντιοχειανό Χωριό –και καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου- ένιωσα τα πρώτα σκιρτήματα του πόθου να μάθω περισσότερα για την Ορθοδοξία.  Να ήταν άραγε αυτή η απαρασάλευτη Αλήθεια που τόσα χρόνια αναζητούσα ή απλώς μια σύντομη στιγμή έμπνευσης σ’ έναν ιερό και όμορφο χώρο;  με τον καιρό  άρχισα να υποψιάζομαι μάλλον το πρώτο!

Η πνευματική και συναισθηματική αλλαγή που γεύθηκα, έγιναν αμέσως φανερές μόλις γύρισα στο σπίτι και δεν εξέπληξαν μόνο εμένα, αλλά κυρίως τους γιούς και τον σύζυγό μου!  Είχα βρει μια απερίγραπτη σχεδόν ανάπαυση, μια ζεστασιά που φώλιαζε στα κατάβαθα της καρδιάς μου και έβρισκε σιγά σιγά το δρόμο προς την επιφάνεια.  Στην αγιογραφία είναι το εσωτερικό Φως αυτό που καταλάμπει από μέσα το εικονιζόμενο πρόσωπο, όχι η αντανάκλαση ενός φωτός που προέρχεται από εξωτερική πηγή.

Τις επόμενες εβδομάδες προσπάθησα να κρατηθώ μέσα στο θαύμα, το ένιωθα όμως να θαμπώνει όλο και περισσότερο μέσα στο νου μου, καθώς μπήκα πάλι στον αγώνα της επιβίωσης από τις καθημερινές μάχες που μαίνονταν στην καρδιά της Επισκοπελιανής εκκλησίας.  Νοσταλγώντας να ξαναζήσω όσα ένιωσα στο ταξίδι μου, ξεφύλλισα μια μέρα τις σελίδες του τηλεφωνικού καταλόγου και βρήκα το τηλέφωνο του ορθόδοξου Καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου στη Wichita του Kansas των ΗΠΑ.  Aπάντησε η ευγενική φωνή του πατρός Βασιλείου.  Τον ρώτησα αν μπορούσαμε να κατεβούμε και να δούμε την εκκλησία και κανονίσαμε μια συνάντηση η οποία επρόκειτο να αλλάξει για πάντα τη ζωή μας.

Εκείνη η συνάντηση ήταν από μόνη της ένα θαύμα.  Όχι μόνο δημιουργήθηκε αμέσως ένας σύνδεσμος με τον πατέρα Βασίλειο (τώρα επίσκοπο Βασίλειο), αλλά άναψε μέσα μας και μια μικρή ορθόδοξη φλόγα.  Ο Σην, ο μικρότερος γιός μας κι εγώ, κατεβαίναμε στον άγιο Γεώργιο για τις Ακολουθίες, στις σπάνιες ευκαιρίες που μπορούσα να το σκάσω, και θυμάμαι πόσο έκλαψα όταν ανακάλυψα ότι αυτή είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οποία αναζητούσαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να βρουν οι πατέρες μας από το Κίνημα της Οξφόρδης.

Έκλαιγα από λύπη γιατί ήξερα ότι εμείς, ως οικογένεια του πρωτοπρεσβύτερου του Επισκοπελιανού Καθεδρικού Ναού, δεν μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα  πάρουμε ποτέ μέρος σ’ αυτήν.  Το να αφήσουμε την Επισκοπελιανή εκκλησία σήμαινε ότι θα αποξενωθούμε, θα απορριφθούμε μια για πάντα από τους ενορίτες μας, θα χάσουμε τη σύνταξή μας, την υγειονομική μας κάλυψη και τον μισθό.  Θα άνοιγε ένας ολόκληρος κύκλος συνταρακτικών εμπειριών, που δεν είχα το κουράγιο ούτε να τις σκέπτομαι.  Όταν έμπαινα στον άγιο Γεώργιο, ένιωθα σαν το παιδάκι που στέκεται έξω από ένα μαγαζί με ζαχαρωτά, βλέπει μέσα, λαχταράει αλλά ξέρει ότι οι τσέπες του είναι άδειες.  Πόσο λίγη ήταν η πίστη μου!

Κρατούσαμε για τον εαυτό μας τη λαχτάρα μας να γίνουμε Ορθόδοξοι, παρ’ ότι ο π. Τσαντ ήταν πάντα απροκάλυπτα θετικός για την Ορθοδοξία και τη θεολογία της.  Με τον καιρό, οι εντάσεις και οι διαιρέσεις γίνονταν όλο και βαθύτερες.  Οι δυσαρεστημένοι ενορίτες έκαναν μυστικές συναντήσεις σε μια προσπάθεια να φιμώσουν τον «τρελό πρωτοπρεσβύτερο».  Με μια ανόσια συμμαχία με τον τοπικό επίσκοπο, ξεσηκώθηκαν να διώξουν τον π. Τσαντ.  Ο άνδρας μου απάντησε στις συκοφαντίες όσο πιο τίμια μπορούσε.  Στο τέλος, μετά από μια ψευδή και χαλκευμένη κατηγορία ότι δεν είχε χειροτονηθεί κανονικά, παραιτήθηκε.

Ο δρόμος άνοιγε, αν και όχι με τον τρόπο ακριβώς που το είχαμε φανταστεί.  Φύγαμε, με την πίστη μας άθικτη, αλλά και με το φόβο ότι χάθηκαν όλα αυτά για τα οποία είχαμε αγωνιστεί.  Άλλοι τριάντα επέλεξαν να εγκαταλείψουν μαζί μ’ εμάς το πλοίο που βυθιζόταν. (Κάποιος είχε πει ότι το να προσπαθείς να αποκαταστήσεις τις αποστατημένες Ομολογίες είναι σαν να τακτοποιείς τα καθίσματα στο κατάστρωμα του Τιτανικού.)  Ο κόσμος του Επισκοπελιανού Καθεδρικού εξαπέλυσε άλλη μια επίθεση, αυτή τη φορά προσπαθώντας να συγκρατήσει τους ενορίτες που διασκορπίζονταν: κατηγόρησαν τον π. Τσαντ ως αιρετικό που πληρωνόταν από την Ορθόδοξη εκκλησία για προκαλέσει αυτή τη διαίρεση.

Απτόητοι από τις φημολογίες, την 1η Ιανουαρίου 1994, η οικογένειά μου πήρε το Χρίσμα κι ο σύζυγός μου χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Βασίλειο.  Ο αγαπημένος αυτός φίλος μας βοήθησε στις δύσκολες μέρες που έρχονταν, κι εμείς απολαμβάναμε το γεγονός ότι τελικά μπορούσαμε να αναπαυθούμε κάτω απ’ τις φτερούγες ενός καλού και αγίου οδηγού, αληθινά διαποτισμένου από την Αποστολική Παράδοση.

Τριάντα άνθρωποι πήραν το Χρίσμα λίγες εβδομάδες αργότερα και από τότε αρχίσαμε την κοινή μας πορεία προς την Εκκλησία του Θεού.  Με τη βοήθεια, τις προσευχές και την ενθάρρυνση των ανθρώπων του Αγίου Γεωργίου, και τις προσευχές αμέτρητων Ορθόδοξων ενοριών, ιδρύσαμε την Ενορία των Αγίων Πάντων, στο Salina του Kansas. Τελέσαμε την πρώτη μας Ακολουθία στο παρεκκλήσιο ενός νεκροταφείου. Τον πρώτο χρόνο μας ως ενορία, γευθήκαμε όλοι την αμφιβολία και τη θλίψη που απορρέει από μια κατάσταση που έμοιαζε με διαζύγιο.  Πολλές φορές, ο άνδρας μου κι εγώ, είχαμε να παλέψουμε με το φόβο τι θα γίνουμε εμείς και τα παιδιά μας, χωρίς σύνταξη και ασφάλεια και με τα οικονομικά μας ασταθή.  Αναρωτιόμαστε αν είχαμε κάνει σωστή επιλογή, και πάντα ο Θεός απαντούσε με το πλούσιο έλεός Του και με θαύματα.

Πριν κάνουμε, πάντως, το μεγάλο άλμα της Πίστεως, πήραμε τα μέτρα μας ώστε να μην βρεθούμε πάμφτωχοι στους δρόμους, δίνοντας στους επικριτές μας επιπλέον πυρομαχικά.  Βρήκα αμέσως μια θαυμάσια δουλειά ως Γραφίστρια.  Επιπλέον, πολλοί από τους πιστούς δεσμεύτηκαν να δουν την Ορθόδοξη Ιεραποστολή μας να πετυχαίνει στις δύσκολες μέρες που μας περίμεναν, και πρόσφεραν απλόχερα το χρόνο και τις υπηρεσίες τους.

Πράγματι, το έργο μας ήταν απλό.  Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να παραμένουμε πιστοί και να μην αφήσουμε τον διάβολο να βρει ερείσματα.  Εύκολα το λες, αλλά πώς το κάνεις;  Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, καθώς αποκτούσαμε γνώση της Ορθοδοξίας, το έργο γινόταν με χαρά και η χαρά έκανε εύκολες τις θυσίες.

Το δεύτερο βήμα στην πνευματική μου περιπέτεια έγινε όταν βυθίστηκα στη μελέτη της Ορθόδοξης Υμνολογίας και των Ακολουθιών.  Με τη βοήθεια ενοριτών που είχαν γίνει Ορθόδοξοι την προηγούμενη χρονιά, βρήκαμε το δρόμο μας μέσα απ’ την νέα μουσική και τη διαφορετική δομή της Θείας Λειτουργίας, του Εσπερινού και του Όρθρου.

Θυμάστε την στενή οδό για την οποία μιλούσε πάντα ο Κύριός μας;  ο Ορθόδοξος δρόμος, ανακάλυψα, ότι δεν είναι εύκολος, σε γεμίζει όμως με ικανοποίηση.  Για πρώτη φορά, η προσευχή μετατράπηκε από χλιαρή, χωρίς νόημα επανάληψη σε μια τροφή που αλλάζει τη ζωή μας.  Πέφτω καθημερινά, αλλά τώρα έχω τα εργαλεία που με βοηθούν να σταθώ και πάλι και να συνεχίσω να προχωρώ προς τα εμπρός.

Νιώθω ότι εκτιμούν το ρόλο μου ως «khouriya» (η αραβική τρυφερή λέξη για την πρεσβυτέρα), και με έκπληξη βλέπω ότι οι άλλοι Ορθόδοξοι με δέχονται επειδή παίρνω στα σοβαρά αυτή την κλήση.  Ναι, δοκιμασίες υπάρχουν ακόμη, αλλά νιώθω επαρκώς οπλισμένη για να τις αντιμετωπίσω.  Η Ορθοδοξία είναι το θαύμα που αναζητούσα σε ολόκληρη τη ζωή μου.  Βλέπω τον Χριστό όλο κι περισσότερο στα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μου, και μπορώ επιτέλους να απαλλαγώ από την πικρία και τον πόνο που ήταν η καθημερινή μου τροφή επί τόσα χρόνια.

Είναι μόνο μια μικρή αρχή σε μια μικρή ζωή.  Βρήκα το ατίμητο μαργαριτάρι, και ξέρω ότι θα μπορούσα να δώσω και τη ζωή μου γι’ αυτό.  Η συμβουλή μου σε όσους ακόμη αναζητούν;  Είναι η ίδια μ’ αυτήν που δεχόμουν από αμέτρητους ανθρώπους, οι οποίοι άφησαν άλλες παραδόσεις για να γίνουν Ορθόδοξοι: Μην περιμένετε! Εμείς επρόκειτο να τα χάσουμε όλα και αντ’ αυτού κερδίσαμε τα πάντα.  Καταδυθείτε, πιείτε άφθονο νερό.  Δεν είμαστε πια απ’ έξω, να κοιτάμε με λαχτάρα μέσα· όπως είπε ο επίσκοπος Βασίλειος «τη στιγμή που λάβατε το Χρίσμα, γίνατε Ορθόδοξοι και εγκεντριστήκατε αληθινά στο Σώμα του Χριστού.»

Shelley Hatfield

Από το ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ -ΒΗΜΟΘΥΡΟ

Πηγή:



<>











1997: Η μεταστροφή του Αμερικανού φωτογράφου Douglas Lyttle από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

Γράφει η Γιώτα Μυρτσιώτη στην Εφημερίδα “Η Καθημερινή”, 15/11/2017:

Το Αγιον Ορος για τον διακεκριμένο Αμερικανό φωτογράφο Ντάγκλας Λιτλ (Douglas Alfred Δημήτριος Lyttle) δεν ήταν μόνον ο τόπος έμπνευσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας του. Ηταν η κιβωτός της Oρθοδοξίας όπου εμβάθυνε στις πνευματικές του αναζητήσεις επί 45 χρόνια. Η μεταστροφή του στην Ορθοδοξία, η βάφτισή του με το όνομα Δημήτριος, οι 50.000 φωτογραφίες τις οποίες κληροδότησε στην Αγιορείτικη Φωτοθήκη της Μονής Σιμωνόπετρας και ο μνημειώδης τόμος του «Miracle on the Monastery Mountain» (2002) μαρτυρούν τη βαθιά και πολυετή σχέση του με την Αθωνική Πολιτεία.

Ο «μάστερ της φωτογραφίας» –τίτλος που έλαβε από το Σωματείο Επαγγελματιών Φωτογράφων της Αμερικής το 1966– απεβίωσε πριν από λίγες ημέρες στο Rotchester. Ηταν 98 χρονών.

Γεννημένος στην πόλη Three Rivers του Michigan το 1919, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Michigan ως χημικός με διακρίσεις αλλά εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του στη φαρμακευτική έρευνα το 1961 για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Ανοιξε δικό του στούντιο ειδικευόμενος στη φωτογραφία πορτρέτου και αρχιτεκτονικών έργων. Το 1969 αποδέχθηκε μια θέση στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Rotchester (στο Κολέγιο Γραφικών Τεχνών και Φωτογραφίας), από το οποίο στη συνέχεια έλαβε τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή.

Ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1972. Τότε ξεκίνησε η σχέση του με την ελληνική μοναστική κοινότητα. Κατά τη διάρκεια πολλών ταξιδιών του στη χερσόνησο του Αθω, από το 1972 ώς το 1998, αποτύπωσε σε 50.000 εικόνες την πρόσφατη ιστορία του ιερού τόπου, απαθανατίζοντας, μεταξύ άλλων, ως κορυφαίος στην τέχνη του πορτρέτου, τους Αγιορείτες γέροντες που σημάδεψαν με τη ζωή και το έργο τους την ανανέωση του μοναχισμού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. «Ο Λιτλ δεν φωτογράφιζε για να κάνει τέχνη για την τέχνη», επισημαίνουν οι Αγιορείτες. «Τα έργα του αποπνέουν το πνευματικό υπόβαθρο της μοναστικής ζωής και από τα πορτρέτα του αναβλύζει το αληθινό πρόσωπο του Ορους».

Από τη μεταστροφή του στην Ορθοδοξία το 1997 (ανήκε στη Μεταρρυθμιστική Λουθηρανική Εκκλησία), υπήρξε πιστό μέλος της ορθόδοξης ενορίας του Αγίου Πνεύματος στο Rotchester, όπου έψαλλε στις ακολουθίες έως και δύο εβδομάδες πριν από την κοίμησή του.

Η δωρεά του αρχείου του στην Αγιορείτικη Φωτοθήκη ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του αποτελεί το επιστέγασμα της πίστης και της αγάπης του για την Αγιώνυμη Πολιτεία.


<>




π. Συμεών Γρηγοριάτης από το Περού - Από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, Ορθόδοξος Μοναχός στο Άγιο Όρος


Περουβιανός Συμεών Γρηγοριάτης:

«Μιά μέρα συνάντησα στό Παρίσι σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο ἕναν ὀρθόδοξο μοναχό πού ἐπρόκειτο ν᾽ ἀλλάξη ὁλόκληρη τή ζωή μου. “Ἡ ὀρθοδοξία ἀνακεφαλαιώνεται σ᾽ αὐτά τά λόγια, μοῦ εἶπε. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος θεός κατά χάριν καί μετοχήν. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὅταν βάλης ἕνα σίδερο στή φωτιά τό σίδερο γίνεται φωτιά διά τῆς συμμετοχῆς στό πῦρ, ἔτσι κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη τοῦ θείου πυρός γίνεται κι αὐτός καί πῦρ καί φῶς καί θεός κατά χάριν”.

Αὐτός μοῦ εἶπε τότε ὅτι στήν Ἑλλάδα ὑπάρχει μιά χερσόνησος ὅπου οἱ μοναχοί ἐπαναλαμβάνουν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ὥσπου νά γραφῆ στίς καρδιές τους. Τόν ρώτησα τότε ἄν ὑπάρχουν ποιητές στήν ὀρθοδοξία καί μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, κι ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς εἶναι ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ νέος θεολόγος, πού ἔγραψε ὔμνους ἔρωτος γιά τό Θεό.

Ὅμως, ἡ πρώτη μου ἐπαφή μέ τήν ὀρθοδοξία ἔγινε μιάν αὐγή στή Λίμα ὅπου μέ τόν ἀγαπημένο μου ξάδερφο Φερνάντο περπατούσαμε στούς ἄδειους δρόμους μετά ἀπό μιά νύκτα ἀγρυπνίας ὅπου φτιάχναμε ἕνα κολάζ. Αὐτή τήν ὥρα πέφτει μιά δροσούλα στή Λίμα, ἡ γῆ μυρίζει λιγάκι, κι ἐκείνη τήν ὥρα ξεφουρνίζουν τ᾽ ἀρτοπωλεῖα καί μυρίζει ψωμί ἡ ἀτμόσφαιρα. Μιά τέτοια ὥρα περάσαμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία κι ὁ Φερνάντο μοῦ πρότεινε νά μποῦμε:

—Εἶναι ὡραῖα ἐκεῖ μέσα: ἔχουν σταφύλια, κρασί, ἄρτους.

Ἐγώ φαντάσθηκα κάτι σάν ἀρχαιοελληνικό συμπόσιο καί φυσικά δέχθηκα (γέλια). Ἦταν ἀνοικτή, ἀλλά ἄδεια —λίγο πρίν ξημερώση. Μ᾽ ἐντυπωσίασε βαθειά ἡ σιγή πού βασίλευε ἐκεῖ, οἱ εἰκόνες στούς τοίχους καί τ᾽ ἀναμμένα καντήλια. Καί δεξιά μου ἕνα τραπεζάκι γεμάτο ἀρτίδια —τά πρόσφορα τά ὁποῖα συνηθίζουν νά κάνουν οἱ Ρῶσοι μοῦ φάνηκαν τόσο κομψά, καί νομίζω γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἔκλεψα κάτι. Λίγο μετά τό ἄφησα πάνω στό πήλινο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ πού εἶχε φτιάξει ὁ Φερνάντο στό στούντιό του, καί λίγο ἀργότερα μ᾽ “ἔκλεψε” μέ τόν ἴδιο τρόπο ἡ ὀρθοδοξία, ὅπως συνηθίζει».

Ἀπό τό βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη - Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011

https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com


<>







Ο Μοναχός Αλέξιος από την Αλβανία διηγείται την μεταστροφή του από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία


Συναντήσαμε στους πρόποδες του Ταΰγετου τον μοναχό Αλέξιο με καταγωγή από το Βορρά της Αλβανίας. Μας υποδέχτηκε στο ησυχαστήριο στο οποίο μονάζει με τρεις ακόμη αδελφούς. Ο κήπος με τα φροντισμένα άνθη και φυτά, η αρμονία ανάμεσα στα έργα των ανθρώπων και τη φύση του Θεού, μας καθησύχασε πως εδώ οι άνθρωποι σέβονταν την κτίση και τον Κτίστη. Ο γέροντας του ησυχαστηρίου με πνεύμα ελευθερίας και μοιράσματος επέτρεψε τη συνέντευξη που με αρχοντική σεμνότητα μας παραχώρησε ο πατήρ Αλέξιος:

«Αδελφή μου, τ’ όνομά μου ήταν Αλέξανδρος κι έμενα στη Βόρεια Αλβανία μέχρι τα δεκαοχτώ. Η οικογένειά μου ήταν Ρωμαιοκαθολική, ενώ πολλοί συντοπίτες ήταν άθεοι. Βιώναμε τα πέτρινα χρόνια του καθεστώτος του Χότζα. Τότε επικρατούσε η προπαγάνδα ότι η Ελλάδα ήταν εχθρική, αλλά όλα αυτά άλλαξαν μέσα μου με τα γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν: Πήρα μετάθεση στα τέλη της στρατιωτικής μου θητείας στους Αγ. Σαράντα. Μια μέρα πήγα μ’ έναν φίλο μου σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι του Αγ. Νικολάου, όπου τελούνταν η πρώτη θεία λειτουργία μετά από χρόνια. Αντικρύσαμε τις τοιχογραφίες με τα πρόσωπα των αγίων μουντζουρωμένα, ή ασβεστωμένα, με καρφιά στα πρόσωπά τους, ενώ στρατιώτες φεύγοντας λέρωναν τον τοίχο σκαλίζοντας τα ονόματά τους…! Με κατέκλυσε η μνήμη του σχολείου όταν μαθητής γυμνασίου διαβάζαμε στ’ αρχαία για τον Όμηρο και έλαμψε στο νου μου η φράση “H μακαρία Μεσσηνία”… Ήξερα για τους θαρραλέους Σπαρτιάτες, την εύφορη γη. Έτσι πήρα το πρώτο ερέθισμα να γνωρίσω την Ελλάδα.

Πήρα την ευχή των δικών μου και ξεκίνησα το ταξίδι καταλήγοντας από το Βορρά της Αλβανίας στο Νότο της Ελλάδος. Πρώτη μου εργασία, να καίω κλάρες ελιών σε κτήμα στα ριζά του Ταΰγετου. Ήταν Γενάρης του 1992, γύρω χιονισμένα και μπροστά ο Μεσσηνιακός κόλπος. Συνάντησα μετά μια συντροφιά ανθρώπων καλλιεργημένων που με προσέλαβαν για λίγες μέρες. Όταν τελείωσε η δουλειά πληρώθηκα, μα ο υπεύθυνος δήλωσε ότι δεν είχε επιπλέον χρήματα, αν όμως ήθελα, θα μου μάθαινε ελληνικά και πώς να γίνω άνθρωπος: “Να θρώσκετε προς τα άνω”. Αυτό με σημάδεψε. Τηλεφώνησα στους γονείς μου και μου έδωσαν την ευχή τους.

Εργαζόμουν και συγχρόνως κοντά τους μάθαινα ελληνικά και γερμανικά. Μυήθηκα στην Ορθοδοξία με ελευθερία που τη διοχέτευα στην καρδιά μου. Η συντροφιά αυτή αποτελούνταν από Θεολόγους και αρχαιολόγους. Πέρασαν χρόνια, ζυμώθηκαν τα πράγματα με συζητήσεις. Μάθαινα. Διδάχτηκα βυζαντινή μουσική.

Κάποτε αποφάσισαν να προσκυνήσουν στο Άγ. Όρος. Παρακάλεσα να πάω μαζί τους. Ήταν μεγάλη εβδομάδα. Η ομορφιά μού αποκαλύφθηκε όταν πήρα το καράβι για τη Δάφνη: οι λευκοί γλάροι, ο γαλάζιος ουρανός, το μπλε της θάλασσας μου θύμισε το στίχο του Ελύτη για το μπλε που ξόδεψε ο Θεός ώστε να μην τον βλέπουμε. Αισθάνθηκα την ομορφιά των κυπαρισσιών, τα χρώματα, τις ευωδιές. Όπως ανεβαίναμε φανταζόμουν πως τις νύχτες έβγαινε από την εικόνα το Άξιον εστί η Παναγία και πήγαινε να φροντίσει τους αδύναμους και μετά ξανάμπαινε στην εικόνα.

Μείναμε σ’ ένα Σιμωνοπετρίτικο κελί. Ήταν Μεγ. Πέμπτη. Εγώ θαύμαζα από το παράθυρο μια κερασιά, κι έβλεπα τους μοναχούς να πηγαινοέρχονται. Τότε ο γέροντας με πλησίασε και μου είπε ότι έφτασε η κατάλληλη ώρα να βαπτισθώ αν η ψυχή μου το ήθελε. Σαν τώρα θυμάμαι έφυγα από το κελί και κρυφά έκλαψα. Ήθελα να είχα κοντά τους γονείς μου, αλλά οι γονείς μου ήταν τα γεροντάκια του κελιού και οι φίλοι που με είχαν φέρει. Σε μια ώρα όλα ήταν έτοιμα. Έφεραν μια μεγάλη κολυμβήθρα από διπλανή μονή γιατί ήμουν 1.90.

Ωστόσο ενώ η κολυμβήθρα ήταν μικρή, ένιωθα σα να έμπαινα στον Ιορδάνη. Όλοι είχαμε αγωνία πως θα λουζόμουν από το δάχτυλο του ποδιού μέχρι την κεφαλή στο αγιασμένο νερό. Ο γέροντας με βύθισε με δύναμη καιέγινα σαν έμβρυο. Συγκίνηση ευλογημένη όταν αναδύθηκα την τρίτη φορά και είδα τα πρόσωπα των μοναχών φωτισμένα σαν αστέρια στον ουρανό.

Στην επιστροφή ο πρεσβύτερος της συντροφιάς μού λέει: “παιδί μου καλό ήταν θέλημα Θεού που ήρθε η βάπτισή σου τώρα. Εμείς θέλουμε να μονάσουμε σ’ ένα ησυχαστήριο”.

Η ευλογία του Αγ. Όρους και το βάπτισμα, μου δημιούργησαν την επιθυμία να ανιχνεύσω το κίνητρο και τα ερεθίσματα και να πω: “Ναι θα έρθω κι εγώ μαζί σας στον μοναχισμό”.

Θέλω, αδελφή μου, να πάω πίσω όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα και δούλευα καίγοντας τις κλάρες από τις ελιές, στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Μ’ ένα τρόπο μοναδικό και θαυματουργικό, ενώ ψάχναμε σε όλα τα μέρη για έναν τόπο ησυχαστικό, όχι με την έννοια μακριά από τον κόσμο, αλλά κάπως απόμερα, έτσι ώστε κάπως να ησυχάζει η ψυχή και να μπορούμε να εργαζόμαστε τη φύση, μας είπε ένα ζευγάρι, “αν θέλετε ένα κτήμα που είναι έξω από το χωριό και βλέπει τον Ταΰγετο, το πουλάνε”. Ήταν το κτήμα του ανθρώπου, που είχε κοιμηθεί πια, στον οποίο είχα πάει για πρώτη φορά να δουλέψω και μάλιστα σε αυτό το κτήμα που αναφέρθηκα πριν. Βέβαια ο τόπος ήταν όλος πέτρες, βράχια κλπ. Λέω, εδώ σε αυτό τον τόπο, ας είναι όπως είναι, μετά από αυτό το θαύμα, θα καλλιεργήσω αυτή τη γη και ταυτόχρονα την ψυχή μου. Μετέφερα λοιπόν στους υπόλοιπους αδελφούς αυτή την εμπειρία. Την επόμενη μέρα ανεβαίνουμε στο κτήμα και η ομορφιά της φύσης και της θέας του Ταϋγέτου έκανε και τον γέροντα να δακρύσει. Είπε λοιπόν ότι αν συμφωνούμε όλοι -πάντα μας καλλιεργούσε μέσα μας την ελευθερία, ακόμα και στην υπακοή που γινόταν από σεβασμό και όχι από φόβο- θα πάρουμε αυτό το κτήμα.

Με τα λουλούδια του βουνού, διακόνησα στην ανθοδετική τέχνη, έμαθα να δημιουργώ συνθέσεις με ελάχιστα πράγματα, και απ’ αυτό καλλιεργήθηκε στο νου μου να μην είναι τίποτα βιομηχανοποιημένο, αλλά όλα χειροποίητα. Αν έρθει μια γιαγιά στο μοναστήρι κι έχω φτιάξει ένα σταυρουδάκι από τα αποξηραμένα και της το προσφέρω, η γιαγιά θα αισθανθεί τόσο ευλογημένη, τόση χαρά, που μου το ανταποδίδει με το χαμόγελό της.

Η προετοιμασία της κουράς μου ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός. Όταν ο γέροντας μου είπε ότι είναι η κατάλληλη ώρα να το ανακοινώσω στους γονείς μου που ήταν εκεί, της μητέρας μου μπορώ να πω ράγισε λίγο η καρδιά της. Γιατί ήμουν το μικρότερο παιδί και φανταζόταν και για μένα τις χαρές ενός γάμου. Ωστόσο, δεν δείλιασα και δεν άρχισα να εξηγώ και να προσπαθώ να την πείσω. Της είπα “μητέρα μου, δεν χαλαλίζεις ένα παιδί; Έχεις επτά παιδιά, έχεις τόσα εγγόνια… Δε χαλαλίζεις λοιπόν ένα παιδί να υπηρετήσει τον Χριστό και να υπηρετήσει κι εσάς, με τις προσευχές και την ευλογημένη καλογερική ζωή;”. Με αγκάλιασε δακρυσμένη και μου είπε “παιδί μου ξέρω ότι βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Ό,τι η ψυχή σου επιθυμεί”. Παραπέρα ήταν ο πατέρας. Η μητέρα μου μου είπε να μην πω πολλά κι ότι θα μεσιτέψει η ίδια στον πατέρα. Όπως η Παναγία μεσίτευσε, έτσι κι εκείνη. Με αγκάλιασαν κι από κει ξεκίνησε ένας πνευματικός αγώνας σε προσωπικό επίπεδο, με πολλή ευτυχία. Γιατί δεν είναι λίγο να σου δώσουν την ευχή οι γονείς»

Ο μοναχός Αλέξιος μας άνοιξε την καρδιά του και αναφέρθηκε στην ημέρα της κουράς του, οπόταν του δώθηκε το όνομα του αγίου Αλεξίου, σ’ ένα ησυχαστήριο στη Βοιωτία. Αλβανός στη καταγωγή, ξένος όπως ο Χριστός, αλλά όχι μόνος, κλήθηκε μετά την τελετή της κουράς από τον τότε τοπικό μητροπολίτη να τραγουδήσει στα αλβανικά ένα τραγούδι του τόπου του, που πολλοί αρβανίτες της περιοχής άκουσαν κι ευφράνθηκαν.

Αναρωτιέται κανείς αν αυτό ήταν το “Ευτυχισμένο τέλος” μιας απόφασης να αφήσει κάποιος τα εγκόσμια;

Στο ερώτημά μας πώς περνά η ζωή, όταν καλείται ο μοναχός να ζήσει πρακτικά το βάρος της καθημερινότητας, τα βάσανα, τις ακυρώσεις, ο πατήρ Αλέξιος θα απαντήσει από την εμπειρία του:

«Με έμαθε ο γέροντας, να ζω στο νυν. Το νυν της θείας λειτουργίας, σε κάθε στιγμή της ζωής. Στο νυν της προσφοράς σ’ ένα συνάνθρωπο, με ένα λουλούδι, με την προσφορά ενός καφέ που τον κάνεις με αγάπη και όχι βαριεστημένα… Αυτό το νυν είναι πολύ σημαντικό και όλοι οι χριστιανοί πρέπει να το ζούμε και να το σκορπίζουμε στην οικουμένη.»

Κατά τη διάρκεια της γνωριμίας μας με τη συνοδεία του ησυχαστηρίου ήρθε στη μνήμη ο στάρετς Ζωσιμάς που συμβουλεύει τους μοναχούς του, στο έργο “αδελφοί Καραμαζώφ”, πριν πεθάνει

«…Ν’ αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού. Δεν είμαστε αγιότεροι εμείς απ’ αυτούς που ζουν μέσα στον κοσμάκη επειδή ήρθαμε εδώ πέρα και κλειστήκαμε σε τούτους τους τοίχους…»

Καταστάλαξε μέσα μας η ίδια αίσθηση ότι ο μοναχός Αλέξιος και οι αδελφοί του που προσεύχονται στους πρόποδες του Ταΰγετου, σαν ήρωες ενός βιβλίου της ζωής δεν νιώθουν αγιότεροι από άλλους στον κόσμο, αλλά κάνουν τον κόσμο δικό τους και τον αγαπούν με τον τρόπο που προτείνει ο Στάρετς Ζωσιμάς, ο Άγ. Πορφύριος κι ο Θεός.

Σοφία Χατζή

δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Πηγή:

http://orthodoxi-martiria.blogspot.com/2018/12/blog-post_9.html

<>









Burundi, Αφρικής: Η μεταστροφή του Αφρικανού Θωμά Manirampa από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία

Ἕνα ἀπόγευμα ἦλθε στήν ἐκκλησία μας ἕνα σεμνό καί ντροπαλό παιδί. Μετά τόν Ἑσπερινό μιλήσαμε μαζί. Αὐτός ὁ νέος τελικά βαπτίσθηκε μαζί μέ τόν ἀνωτέρω Ἰωάννη.

Τίς ἐμπειρίες του τίς ἔγραψε ὁ ἴδιος στό χαρτί καί ἤδη τώρα σᾶς τίς παρουσιάζω μεταφρασμένες:

«Ἀγαπητοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,

Μέ μεγάλη χαρά σᾶς γράφω σήμερα γιά νά σᾶς γνωστοποιήσω τήν χαρά πού ἔζησα τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μου. Εἶμαι Μπουρουντέζος. Πρίν ἤμουν καθολικός στό θρήσκευμα. Οἱ γονεῖς μου καί τ᾿ ἀδέλφια μου παραμένουν ἀκόμη Καθολικοί.

Μία ἡμέρα περπατοῦσα στήν πόλι, ἔξω ἀπό τήν ὁδό πού εἶναι ἡ ἐκκλησία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Κοινότητος τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν.

Ἄκουσα νά κτυπᾶ ἡ καμπάνα καί νόμισα ὅτι καλοῦσε καί μένα νά μπῶ μέσα σ’αὐτή τήν ἐκκλησία. Πράγματι, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ ὡδήγησε στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ ὅπου προσευχήθηκα μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς. Μετά ζήτησα ἀπό τόν μοναχό-ἱεραπόστολο π. Δ. νά μοῦ ἐξηγήσει τίς διαφορές μέ τήν καθολική «ἐκκλησία». Μιλήσαμε μαζί.

Μοῦ ἔδωσε καί βιβλία καί κατάλαβα ὅτι ἐδῶ βρῆκα τήν ἀληθινή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι καί ἡ αἰτία πού μέ ὤθησε νά βαπτισθῶ.

Μετά τήν βάπτισι, ἐκείνη ἡ ἡμέρα καθώς καί οἱ ἄλλες, λιγώτερο βέβαια, ἦταν ἡ εὐτυχέστερη ἡμέρα τῆς ζωῆς μου. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε ἐπάνω μου. Εἶχα πολλές δυνάμεις νά μιλάω μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς. Μπῆκε ἡ ἀκράδαντη πίστις στήν καρδιά μου ὅτι εὑρίσκομαι μέσα στήν ἀληθινή ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

Πρίν, παρότι κατοικοῦσα σέ ἀπόστασι 500 μέτρων ἀπό τήν πρώην ἐκκλησία μου, κι ὅμως δέν πήγαινα στήν λειτουργία τους. Καί τώρα περπατάω 6 χιλιόμετρα κάθε πρωΐ γιά νά φθάσω στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία.

Τώρα ἔχω μέσα μου πολλές δυνάμεις γιά νά τιμήσω τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μου καί νά ἐκτελέσω τά ἔργα Του.

Ἀληθινά σᾶς λέγω, Ἀδελφοί, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι πλέον μαζί μου. Σᾶς προσκαλῶ, χωρίς δισταγμό, ἐλᾶτε κι ἐσεῖς σ᾿ αὐτό τόν δρόμο. Θά ζήσετε τίς ἴδιες ἐμπειρίες καί θά λάβετε τό Ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα στήν ζωή σας. Ὅ,τι ἔργο κάνω, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός διότι τό βοηθεῖ καί τό κατευθύνει τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἡ ζωή πού κάνω τώρα, δέν εἶναι ἀπ᾿ αὐτή τήν γῆ. Ἤδη τώρα εἶμαι μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί στήν Βασιλεία Του ἐξ αἰτίας τῆς βαπτίσεώς μου.

Τελειώνω λέγοντας ὅτι τώρα ἔχω τήν δύναμι νά βαδίζω πάντοτε στήν ἁγιότητα κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μου.

Ὁ ἀδελφός σας Θωμᾶς Manirampa.

***

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, ἀπό τήν ἱεραποστολή τοῦ Κογκό, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.



<>









"Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν…" - Η μεταστροφή του Γάλλου Γεωργίου Λεσιέρ από τον Ρωμαιοκαθολικισμό Στην Ορθοδοξία


Με τον τίτλο αυτό δημοσιεύουμε επιστολή της κας Αικατερίνης Λεσιέρ, με την οποία εκφράζει τις ευχαριστίες της για την συμβολή της Ιεράς Μονής μας στην επιστροφή του μακαριστού συζύγου της Γεωργίου Λεσιέρ στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την Ορθόδοξο Εκκλησία μας.

Χρησιμοποιήσαμε τον τίτλο αυτό, γιατί αποτελεί λόγο του ιδίου του Γεωργίου Λεσιέρ που εκφράζει τον πόνο του για τους ομοεθνείς του, καθότι ο ίδιος Γάλλος, και γιατί πιστεύουμε ότι με το δημοσίευμα αυτό βοηθούμε και αυτούς που δεν έχουν ακόμη γνωρίσει και γευθεί την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Η επιστροφή του Γεωργίου, βεβαίως, είναι κατ’ εξοχήν έργο της Θείας Χάριτος. Είναι η ανταπόκριση του Θεού στην αγαθή προαίρεση του, στον προσωπικό του πνευματικό αγώνα, που δεν ήταν παρά έκφραση της προσδοκίας για την συσσωμάτωσή του στην Αγία Εκκλησία. Είναι αναμφισβήτητα καρπός της αγάπης και της εμπόνου προσευχής της ευλαβούς συζύγου του και των πνευματικών πατέρων και αδελφών, που επωνύμως και ανωνύμως αναφέρονται στην επιστολή της κας Λεσιέρ.

Η προσφορά της Ιεράς Μονής μας έγκειται στην κατά θεία πρόνοια λειτουργία του εν Νέω Μαρμαρά Χαλκιδικής Μετοχικού αυτής και τα τελευταία έτη.

Πιστεύουμε ότι ο Γεώργιος, όπως το εζήτησε, διαφύλαξε καθαρόν τον χιτώνα του Αγίου Βαπτίσματος και τώρα αναπαύεται εν τη δόξη του Kυρίου. Πρεσβεύει για την οικογένεια του, τους πνευματικούς του αδελφούς, αλλά και για το κατά σάρκα γένος του. «Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν», έλεγε, όταν αναφερόταν σ’ αυτούς. Ήθελε να γνωρίζουν, εί δυνατόν όλοι, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος που αυτός έντονα ζούσε μετά το Άγιο Βάπτισμα. Εκ πείρας πλέον ωμιλούσε ο Γεώργιος. Γι’ αυτό ήταν τόσο πειστικός, αλλά και έγινε τόσο αποδεκτός από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον και από όσους εκ του γένους του τον εγνώρισαν.

Έυχόμεθα ο Θεός να αναπαύει μετά Δικαίων το πνεύμα του, και τον παρακαλούμε να προσεύχεται προς τον Θεό και για μας που τον αγαπήσαμε.

Ν. Μαρμαράς 15.3.1993

* * *

Σεβαστέ μου γέροντα Γεώργιε, ευλόγησον

Γνωρίζω ότι ο χρόνος σας είναι πολύτιμος, γι’ αυτό ζητώ να με συγχωρέσετε που θα αναγκασθήτε να αφιερώσετε λίγη ώρα διαβάζοντας το γράμμα μου.

Προσωπικά σας ευχαριστώ για την προσφορά του πνευματικού σας έργου στο Μετόχι του Ν. Μαρμαρά. Ιδιαίτερα ευχαριστώ εσάς και όλους του πατέρες του Μοναστηριού, που βοηθήσατε τον σύζηγό μου Γεώργιο να γνωρίσει την Ορθοδοξία και να βαπτισθεί στα εξήντα πέντε του χρόνια. Πραγματικά πιστεύω πως έζησα ένα θαύμα, γιατί είχα να κάνω, στα είκοσι χρόνια της συζυγικής μου ζωής, με έναν άνθρωπο πολύ δύσκολο, ειδικά στα θρησκευτικά θέματα.

Όταν μετά τον γάμο μας- ευτυχώς ετελέσαμε Ορθόδοξο γάμο- έμαθα από κάποιον πνευματικό ότι είναι βαρύ παράπτωμα που παντρεύτηκα έναν ετερόδοξο, και μάλιστα όπως τον απεκάλεσε αιρετικό, συγκλονίσθηκα και άρχισα να αισθάνομαι το βάρος της ευθύνης και της ενοχής. Μου σύνεστησε ο Πνευματικός εκείνος να τον βοηθήσω να γνωρίσει την Ορθοδοξία και ίσως αν γινόταν Ορθόδοξος να τακτοποιούνταν το θέμα.

Προσπάθησα όσο μπορούσα, αλλά στάθηκε αδύνατον. Η επίσκεψη μας στην εκκλησία του χωριού ήταν αποτυχημένη και δεν ήθελε ούτε να του ξαναμιλήσω ποτέ γι’ αυτά τα θέματα.

Σταμάτησα την προσπάθεια και άρχισα να προσεύχομαι να τον φωτίσει ο Θεός, γιατί έβλεπα ότι ήταν πιστός, προσευχότανε, διάβαζε τη Βίβλο έκανε κομποσκοίνι, είχε Πνευματικό στην Θεσσαλονίκη, που τον επισκεπτόταν τακτικά και συχνά κοινωνούσε.

Όταν ήρθαν τα παιδιά μας στον κόσμο, γεννήθηκε μέσα μου και η ελπίδα πως αν βαπτίζαμε τα παιδιά μας Ορθόδοξα θα γινότανε κάτι και για κείνον. Δυστυχώς όμως, όχι μόνο δεν σκέφτηκε κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα δεν ήθελε να βαπτισθούν ούτε τα παιδιά. Επέμενε να ακολουθήσουν τον Ρωμαιοκαθολικισμό και απειλούσε πως θα έπαιρνε το ένα παιδί και πως θα χωρίζαμε. Κόντεψα να τρελαθώ από την στεναχώρια μου και στην συμφορά που απειλούσε να διαλύσει την οικογένειά μου. Κανείς δεν ήξερε και ούτε υποψιαζόταν τίποτα. Μόνη μου καταφυγή η Κυρία Θεοτόκος. Προσευχόμουν θερμά και την παρακαλούσα να μας βοηθήσει και να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Προσευχόμουν, παρακαλούσα και περίμενα γεμάτη αγωνία και πόνο να φανερώσει η Γλυκιά Μητέρα του Κυρίου μας το θαύμα της.
Και η απάντηση δεν άργησε. Φώτισε τον σύζυγό μου να επισκεφθεί τον Πνευματικό του για να τον συμβουλευθεί. Ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα που θα μείνει αξέχαστη. Η επιστροφή του συζύγου μου με γέμισε χαρά. Είχε αποφασίσει να βαπτισθούν τα παιδιά Ορθόδοξα. Όλα έσβησαν σαν κακό όνειρο και η καρδιά μου ξεχείλισε από την δοξολογία και την ευχαριστία προς την Παναγιά μας για την βοήθειά της.
Σιγά σιγά αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε το Μετόχι της Μονής σας. Η καρδιά του συζύγου μου μαλάκωσε. Αναπαυόταν και ήθελε να πηγαίνουμε συχνότερα. Επισκεπτόταν τα γύρω Μοναστήρια και πήγαινε τακτικά στο Άγιο Όρος. Γύριζε πάντα πολύ χαρούμενος και μας διηγούταν το κάθε τι που άκουγε από τους πατέρες. Μεγάλη εντύπωση του έκαναν οι θαυματουργές εικόνες και δάκρυζε όταν διηγιόταν κάτι γι’ αυτές.

Κατάλαβα πως η Θεία Χάρις άρχισε να τον επισκέπτεται. Είχε μεγάλο πόθο να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα. Έκανε φοβερό αγώνα. Κοιμόταν σχεδόν ελάχιστα, προσευχόταν πολύ, νήστευε και σχεδόν δεν έτρωγε τίποτα, και τα βράδια έκανε κομποσκοίνι.

Παρακαλούσα την Παναγία μας να τους δίνει υπομονή, να δυναμώνει την πίστη του και να τον βοηθήσει μέχρι το τέλος στην βάπτισή του.

Όταν πήρε την μεγάλη απόφαση να βαπτισθεί, η χαρά μας δεν περιγραφόταν. Αλλά και οι πειρασμοί και τα εμπόδια ασταμάτητα μας πολεμούσαν μέρα-νύχτα. Εδώ πρέπει να ευχαριστήσω θερμά τους πατέρες που εκείνον τον καιρό ήταν στο Μετόχι, και να τους ζητήσω συγχώρεση γιατί τους είχαμε κουράσει πάρα πολύ. Ένιωθε βαθύ σεβασμό για τους αγιορείτες πατέρες και τον ορθόδοξο μοναχισμό.
Ανακάλυπτε καινούργια πράγματα που σαν Ρωμαιοκαθολικός δεν είχε νιώσει. Γι’ αυτό όταν δύο νέα παιδιά, που ήρθαν από την Γαλλία, τον επισκέφθηκαν λίγο μετά την βάπτισή του, τους είπε: ‘’Μη ρωτάτε πολλά για την Ορθοδοξία. Μόνο βιαστείτε να βαπτισθείτε, γιατί εγώ έκανα λάθος που περίμενα τόσο καιρό ». Οι νέοι αυτοί σήμερα ντυμένοι με το μοναχικό σχήμα υπηρετούν τον Κύριο κάπου στο Άγιο Όρος.

Μετά από πολλά εμπόδια και συνεχείς αναβολές ας σημειωθεί ότι την ημέρα που ορίστηκε η βάπτιση έκανε σφοδρή κακοκαιρία, χιόνισε πολύ, και γι’ αυτό αναβλήθηκε- ήρθε η πολυπόθητη μέρα για τον Γεώργιο, ο οποίος επιτέλους θα γινόταν Χριστιανός Ορθόδοξος. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη, που όταν του πρότεινε η Γερόντισσα της Ι. Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμυλίας να βαπτισθεί το Πάσχα που ο καιρός είναι πιο ζεστός, ο Γεώργιος απάντησε: ‘’Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Αν αρνηθείτε να με βαπτίσετε, θα μείνω εδώ στο βαπτιστήριο ώσπου να με βαπτίσετε ».

Έτσι με την βοήθεια του Θεού, τις προσευχές των πατέρων και την αγάπη των δικών του, ο Γεώργιος προσήλθε στο Ιερό Μυστήριο, ξημερώνοντας η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Το πρωί η θερμοκρασία ήταν αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Το βαπτιστήριο ήταν υπαίθριο και το νερό παγωμένο. Τον ρωτήσαμε πως αισθάνθηκε και μας είπε ότι ένιωθε πάρα πολύ ωραία και πως το νερό ήταν ζεστό. Το πρόσωπο του έλαμπε εκείνη την στιγμή. Γελούσε ευχαριστημένος και χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Πολλοί από τους παρισταμένους δακρύσαμε εκείνην την ώρα πλημμυρισμένοι από μια αλλιώτικη, ουράνια, χαρά. Τα χείλη μου έστελναν εγκάρδια δοξολογία και θερμή ευχαριστία προς τον Θεό και την καλή μας Παναγία για την ευλογία που μας έδωσαν, και δεν έπαυσα να τους δοξάζω μέχρι σήμερα.

Ο Γεώργιος άλλαξε τις επόμενες ημέρες. Ήταν χαρούμενος ήρεμος, ευδιάθετος, ένας άνθρωπος εντελώς αντίθετος από εκείνον που είχα ζήσει, εντελώς καινούργιος. Αυτό μου έκανε πολύ εντύπωση και τον ρωτούσα να μου πει τι αισθανόταν μετά τη βάπτιση του, τι άλλαξε, ποια η διαφορά. Και κείνος κουνούσε το κεφάλι του και απαντούσε: ‘’Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου εξηγήσω να καταλάβεις αυτό που αισθάνομαι, δεν μπορώ να το πω με λόγια, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Μόνο ένα θέλω να πω τώρα: να με πάρει ο Χριστός μαζί του. Θέλω να πεθάνω, γιατί αν μείνω θα χάσω αυτό που έχω μέσα μου, θα μου φύγει η Θεία Χάρις ».

Ο καλός Θεός τον άκουσε. Μετά από λίγους μήνες αρρώστησε βαριά με καρκίνο στον πνεύμονα καλπάζουσας μορφής, και οι γιατροί προέβλεψαν δύο περίπου μήνες ζωής. Φύγαμε για την Γαλλία πολύ βιαστικά και δεν κατορθώσαμε αν και προσπαθήσαμε, να πάρουμε την ευχή σας, πάτερ Γεώργιε, καθώς και την ευχή του πατρός Γρηγορίου, ο οποίος ήταν ο πνευματικός μας πατέρας. Ο μακαριστός σύζυγος μου έτρεφε πολλή αγάπη και σεβασμό για σας, καθώς και προς όλους τους σεβαστούς πατέρες της Ι. Μονής σας. Τελευταίο και πολύτιμο εφόδιο του από την Ελλάδα ήταν η Θεία Κοινωνία που έλαβε στο Μετόχι.

Οι μέρες μας στην Γαλλία ήταν πικρές και δύσκολες. Οι γιατροί μας προετοίμασαν πως μέχρι το τέλος μας περίμεναν και δυσκολότερες. Αμέσως έγινε μετάσταση στο κεφάλι και ο Γεώργιος παρέλυσε κατά το ήμισι. Παρ’ όλη την δύσκολη θέση του, δεν έπαυε να κηρύττει στους γιατρούς και τους συγγενείς, καθώς και στο νοσηλευτικό προσωπικό, για το Χριστό και την Ορθοδοξία. Όταν τον συμβούλευα να μην μιλάει εκείνος μου απαντούσε: ‘’Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν ». Μαζευόταν γύρω από το κρεβάτι του και άκουγαν με απορία πως οι άγιες εικόνες θαυματουργούν και πως μία αγρυπνία στο Άγιο Όρος κρατάει δέκα με δώδεκα ώρες. Και ρωτούσαν και μένα για να επιβεβαιώσω τα λεγόμενα του. Παράδοξα και πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αυτούς. Ακόμα τους προξενούσε κατάπληξη το γεγονός ότι προσευχόσασταν εσείς στο Μοναστήρι για μας. Καθησύχαζε την αδελφή του λέγοντας πως προσεύχονται πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα γι’ αυτόν, και πως ο Θεός είναι μαζί του.

Σ’ έναν από τους γιατρούς του που είχε μεγάλη μόρφωση και ήταν πολύ μεγάλος επιστήμων, του είπε πως αφού δεν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και δεν γνώρισε την Ορθοδοξία, δεν έχει κάνει τίποτα στη ζωή του.

Επίσης τους έκανε μεγάλη εντύπωση η συμπαράσταση του πατρός Ηλία, ο οποίος ερχόταν τακτικά, αν και μας χώριζε απόσταση διακοσίων περίπου χιλιομέτρων, για να μας βοηθήσει, να τον εξομολογήσει, να τον κοινωνήσει και να μας κρατήσει συντροφιά. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο πατήρ Ηλίας καθώς και οι αδελφές του Μοναστηριού εκεί.

Με την βοήθεια του πατρός Ηλία είπαμε στην αδελφή του Γεωργίου πως βαπτίσθηκε Ορθόδοξος και, ενώ περιμέναμε άσχημη αντίδραση, εκείνη τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε ότι πολύ καλά έκανε. Εκείνος έκλαιγε από χαρά. Την ίδια ημέρα εξομολογήθηκε, κοινώνησε και, αφού έφυγε ο πατήρ Ηλίας, κάθισα μόνη μου στο δωμάτιο κοντά του. Ο Γεώργιος κοιμόταν ήρεμος. Ξαφνικά ένιωσα μια υπέροχη ευωδία να απλώνεται στον χώρο σαν θυμίαμα και, ενώ αναρωτιόμουν από που άραγε να προέρχεται, γυρίζω και βλέπω το πρόσωπο του Γεωργίου να λάμπει φωτεινό με ένα γλυκό χαμόγελο. Σε λίγο χάθηκε η ωραία ευωδία.
Κάποια άλλη μέρα κουρασμένη, λυπημένη και ίσως θα τολμούσα να πω απελπισμένη κάθισα στην πολυθρόνα δίπλα στον άρρωστο για να ξεκουραστώ. Μόλις που θα είχα κλείσει τα βλέφαρα μου και βλέπω μια κοπελίτσα να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα, να έρχεται κοντά μου, να με πιάνει από τον ώμο και να μου λέει ότι δεν πρέπει να στεναχωριέμαι, γιατί θα έμενε εκείνη μαζί μας μέχρι το τέλος. Ήταν μια κοπέλα μετρίου αναστήματος με καστανά μαλλιά, ανοιχτό μπλε φόρεμα και ζώνη καλογερική. Ήταν πολύ όμορφη και γλυκιά μεταξύ δεκαοχτώ και είκοσι ετών. Ξύπνησα και την αναζήτησα και ένιωθα πως δεν πρέπει να με κυριεύει η απελπισία. Αυτό συνέβη στις 10 ή 11 Νοεμβρίου (σημ. εκδ.: ημέρα της Πανηγύρεως της αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ι. Μονή Οσίου Γρηγορίου δηλ. 29 Οκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο).
Πλησίαζε το τέλος ο Γεώργιος πονούσε πολύ. Οι μέρες κυλούσαν μαρτυρικές όμως δεν βαρυγκωμούσε. Μόνο σαν προσευχή έλεγε: ‘’Χριστέ μου είμαι κουρασμένος μόνο εσύ ξέρεις πόσο ». Το βάρος του έφτασε τα 35 κιλά. Στις 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα Χριστουγέννων, ο Κύριος κάλεσε κοντά του τον Γεώργιο, ημέρα που πριν 66 χρόνια αντίκριζε για πρώτη φορά το φως. Ελπίζω και εύχομαι ο Πανάγαθος Κύριος να αναπαύει την ψυχή του μακαριστού συζύγου μου και σας παρακαλώ σεβαστέ μου πατέρα Γεώργιο να εύχεστε και σεις για κείνον, για τα παιδιά του και τέλος για μένα την αδύναμη, που έχανα την υπομονή μου. Εύχεσθε να με ελεήσει ο Θεός και να με συγχωρέσει.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την τέλεση του 40/μερου μνημοσύνου του συζύγου μου, το οποίο έγινε στο Μοναστήρι της Ορμυλίας, όπου εβαπτίσθη ο Γεώργιος, πολλές μοναχές τον είδαν ανάμεσα μας λαμπροφορεμένο και χαμογελαστό.

…. Ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά και σας και τους πατέρες, που μας ανέχεστε και μοιράζεστε μαζί μας τα προβλήματά μας.

Ευχόμεθα ο Πανάγαθος Θεός να σας δυναμώνει, να σας προστατεύει και να σας φωτίζει πάντα.

Με σεβασμό και εκτίμηση
Αικατερίνη Λεσιέρ

Πηγή: Περιοδικο « Ο Όσιος Γρηγόριος » Ετήσια έκδοσις της Ιεράς κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Αριθμός τεύχους 18.




<>








Η θαυμαστή μεταστροφή μίας Ρωμαιοκαθολικής Γερμανίδας από τον Άγιο Πατάπιο στο Λουτράκι

Ο Γέροντας Μαρτινιανός από την Καλύβη «Άγιοι Πάντες», στην Καψάλα, της Ι. Μονής Παντοκράτορος, είχε συγγενή μετανάστη στη Δ. Γερμανία, από την οποία πριν λίγα χρόνια επέστρεψε ως συνταξιούχος. Ο συγγενής του ονομάζεται Γεώργιος Ζ. και στη Γερμανία ενυμφεύτηκε Γερμανίδα σύζυγο Ρωμαιοκαθολική, χωρίς εκείνη να βαπτισθεί πριν με το Ορθόδοξο Βάπτισμα. Ετέλεσαν, βέβαια, γάμο σε Ορθόδοξο Ι. Ναό και τα δύο παιδιά τους τα βάπτισαν με το Ορθόδοξο Βάπτισμα, αλλά η σύζυγος παρέμεινε Ρωμαιοκαθολική, αν και εκκλησιαζόταν και σε Ορθόδοξους Ναούς.

Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1985 πήγαν για παραθερισμό στο Λουτράκι Λορινθίας και από εκεί ανέβηκαν μια μέρα και στη Μονή του Οσίου Παταπίου να προσκυνήσουν τον Όσιο. Πρώτος εισήλθε στο Ι. Σπήλαιο ο σύζυγος, ο οποίος και προσκύνησε. Αλλά ενώ εισήλθε και η Ρωμαιοκαθολική σύζυγος και επλησίασε να προσκυνήσει, ευρέθηκε κάτω λιπόθυμη! Την έπιασε αμέσως στα χέρια του ο σύζυγος και με τη βοήθεια και άλλων παρευρισκομένων προσκυνητών την έβγαλαν έξω και τη βοηθούσαν να συνέλθει. Αφού συνήλθε, την ερώτησαν τι της συνέβη, κι εκείνη με έκπληξη απάντησε:

«Καλά δεν είδατε, δεν ακούσατε; Ο Άγιος με έσπρωξε και μου είπε: “Πώς εσύ, αιρετική, με πλησιάζεις;”»

Και από τη στιγμή αυτή μόνη της ζήτησε να βαπτισθεί Ορθόδοξη, όπως και έγινε ύστερα από σχετική κατήχησή της στην Ενορία της.

Τώρα πια ως Ορθόδοξη επισκέπτεται με ευλάβεια το Ι. Σπήλαιο του Οσίου και προσκυνεί το Ι. Λείψανο με πόθο και ευγνωμοσύνη. Γιατί αφότου έλαβε το Ορθόδοξο Βάπτισμα, αισθάνεται άλλος άνθρωπος!

«Όταν προσεύχομαι», μας είπε, «αισθάνομαι το Θεό δικό μου, Πατέρα μου, ενώ πριν δεν αισθανόμουν τίποτε. Τώρα ανάβω το καντήλι στο Εικονοστάσι, ετοιμάζω πρόσφορο, μεταλαμβάνω, διαβάζω βίους Αγίων και η ψυχή μου αισθάνεται το Θεό κοντά της. Να, πώς να σας το πω; Κάτι πολύ διαφορετικό από πριν, μια βεβαιότητα ότι είμαι κοντά στο Θεό. Και αυτό το οφείλω στον Άγιο Πατάπιο, που τον ευχαριστώ».

Από το βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ», έκδοση της Ιεράς Μονής Λουτρακίου


<>







Νοέμβριος 2008: Πώς η Γερμανίδα Ρωμαιοκαθολική Μοναχή Matthaia Osswald ανακάλυψε την πληρότητα της Αλήθειας στην Ορθόδοξη Εκκλησία

H μεγάλη περιπέτεια κατά την αναζήτηση της αληθείας - Νοέμβριος 2008 - Από την Αδελφή Matthaia Osswald:

Παιδική ηλικία και εφηβεία

Γεννήθηκα το 1961 από προτεστάντες γονείς σε μία πόλη της νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σε ένα προάστιο, το οποίο ήταν παλαιότερα ένα αυτόνομο χωριό και αργότερα ενσωματώθηκε σε δήμο. Εκεί υπήρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολική οικογένεια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν προτεστάντες. Στο δημοτικό η κόρη αυτής της οικογένειας, την οποία εγώ συμπαθούσα πάρα πολύ, ήταν συμμαθήτριά μου. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μου ήταν αυστηρά απαγορευμένο να την επισκέπτομαι, διότι μου έλεγαν πως αν το μάθαινε κανείς θα ήταν ντροπή για την οικογένειά μας. Τα επόμενα χρόνια υπήρξε μεγαλύτερη ανοχή ως προς το θέμα αυτό. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν προτεστάντες, αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου ο “καθολικός” πληθυσμός και δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικές εκκλησιαστικές κοινότητες στην πόλη.

Οι γονείς μου πίστευαν στο Θεό, αλλά δεν έκαναν πράξη αυτή τους την πίστη, δηλαδή δεν πηγαίναμε ποτέ τις Κυριακές στην εκκλησία, δεν προσευχόμασταν-τουλάχιστον όχι όλοι μαζί ούτε καν πριν από τα γεύματα-και το θέμα «Θεός» ήταν ανύπαρκτο στο σπίτι μας.

Όμως στο σπίτι των παππούδων μας έμενε μία μεγάλη, ευαγγελική αδελφή διακόνισσα, η οποία ήταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ήταν σαν ένα φως για μένα. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τους παππούδες μου, εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία να «εξαφανιστώ» και να επισκεφτώ αυτή την αδελφή. Μου διηγούταν συνεχώς για τον Ιησού, για τα θαύματα που έκανε, πώς την είχε βοηθήσει επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως, για τον παράδεισο, τον ουρανό, τους αγγέλους και προσευχόταν μαζί μου. Ο χρόνος μαζί της κυλούσε πολύ γρήγορα! Ήμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορά που άκουγα μια φωνή να μου λέει: «Μα πού είσαι πάλι; Έλα γρήγορα»! Οι παππούδες δεν έβλεπαν με καλό μάτι το γεγονός ότι περνούσα τόσο πολύ χρόνο με αυτή την «ευλαβή θεία».

Ένα βράδυ, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν πόσο φρικτά κουραστικό θα πρέπει να είναι για τον πατέρα Θεό το γεγονός ότι δεν μπορεί να ξεκουραστεί ποτέ. Πάντα θα έπρεπε να αγρυπνά πάνω από τους ανθρώπους και να προσέχει να μην τους συμβεί κανένα κακό. Εγώ Του πρότεινα όλες τις πιθανές λύσεις, όπως π.χ. το να εναλλάσσεται με τον Υιό Του ή με τους αγγέλους. Στο τέλος Του είπα ότι ήθελα τόσο πολύ να Τον βοηθήσω και ότι δε θα με πείραζε καθόλου πού και πού να μένω τις νύχτες ξάγρυπνη, αλλά αυτό πάλι δε θα βοηθούσε τους ανθρώπους. Από τη μια ήταν πολύ παιδικό όλο αυτό το σκεπτικό μου, από την άλλη όμως το εννοούσα πραγματικά και ποτέ δεν το ξέχασα, αν και τα επόμενα χρόνια το λησμόνησα. Μετά άρχισαν τα σχολικά μου χρόνια. Ήμουν απασχολημένη με άλλα πράγματα.

Ναι μεν δεν αμφέβαλλα ποτέ για την ύπαρξη του Θεού, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για μένα και τη ζωή μου. Ήταν σαν δύο ξεχωριστά πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Όλη η εφηβεία μου ήταν επηρεασμένη από το γεγονός ότι πάντα ήθελα να είμαι όπως οι άλλοι(κάτι που ποτέ μου δεν κατάφερα, αφού ήμουν πάντα στο περιθώριο, πράγμα που πρέπει να οφείλεται εν μέρει και στην άχαρη εξωτερική μου εμφάνιση). Δοκίμασα όλα όσα έκαναν και οι άλλοι, τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ροκ μουσική κλπ. Τότε ήμουν σε μία ομάδα, αλλά τον περισσότερο χρόνο καθόμουν μόνη σε μία γωνιά. Έτσι ποτέ δεν ενσωματώθηκα, παρόλο που προσπάθησα πολύ.
 

Συνεπαρμένη από θείο έρωτα

Όταν ήμουν δεκαεπτά ετών έγινε μία σημαντική αλλαγή στη ζωή μου. Πάντα είχα μεγάλη αγάπη για τη μουσική, έπαιζα κάποια όργανα και ήθελα αργότερα να σπουδάσω μουσική.

Κάποιος έδωσε στη μαμά μου δύο εισιτήρια για μία συναυλία. Επρόκειτο για το “Κατά Ματθαίον Πάθη” του Joh. Seb. Bach, που είναι τα πάθη του Χριστού κατά το ευαγγέλιο του Ματθαίου. Η συναυλία θα λάμβανε χώρα τη Μεγάλη Παρασκευή.

Οι προτεστάντες δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη θεία λειτουργία τη Μεγάλη εβδομάδα, γι` αυτό συχνά πραγματοποιούνται οι λεγόμενες «θρησκευτικές συναυλίες» τις οποίες παρακολουθεί κανείς για περισυλλογή και εσωτερική ηρεμία. Η συναυλία διήρκησε τρεισήμισι ώρες. Βασικά δεν μπορώ να περιγράψω τι συνέβη μέσα μου. Το άγιο ευαγγέλιο σε συνδυασμό με αυτή τη συναρπαστική μουσική με άγγιξε βαθύτατα και συγκλόνισε την καρδιά μου (Κάτι παρόμοιο διάβασα-παρεμπιπτόντως-στη βιογραφία του πατέρα Σεραφείμ Ρόουζ). Ήμουν συνεπαρμένη και εντυπωσιασμένη από την αγάπη του Ιησού Χριστού, ο οποίος υπέκυψε για εμάς και για τις αμαρτίες μας στο Σταυρό. Αυτή η αγάπη έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή πραγματικότητα για εμένα και με γέμιζε ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω για πόση ώρα καθόμουν μόνη στην εκκλησία και έκλαιγα. Ήξερα μόνο ένα πράγμα, ότι ήθελα να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη. Αυτό ήταν ξεκάθαρο στην καρδιά μου. Αργότερα αναρωτιόμουν συχνά για ποιο λόγο είπα «Θέλω να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη» και όχι «Θέλω να δώσω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη». Δεν το καταλάβαινα, αλλά φαινόταν να έχει κάποια σημασία. Από εκείνη τη μέρα άλλαξε η ζωή μου. Την επόμενη μέρα αγόρασα μία Βίβλο. Κρέμασα ένα σταυρό στο δωμάτιό μου και, αντί να πηγαίνω τα βράδια στα καπηλειά, διάβαζα την Αγία Γραφή και προσευχόμουν. Μετά πήρα την απόφαση να σπουδάσω εκκλησιαστική μουσική. Σκεφτόμουν πως, αφού ο Θεός με άγγιξε τόσο με αυτό τον τρόπο και μου χάρισε ένα ταλέντο, τότε θέλω να βοηθήσω να μπορέσουν και άλλοι άνθρωποι να αποκτήσουν παρόμοια εμπειρία. Έγινα μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας της πόλης μας και άρχισα να παρακολουθώ ένα τμήμα της εκκλησιαστικής μουσικής και μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου. Έτσι άλλαξε και το φιλικό μου περιβάλλον. Τα επόμενα τρία χρόνια τα αφιέρωσα τελείως στην εκκλησιαστική μουσική, στις νέες γνωριμίες, στην Αγία Γραφή και παράλληλα και στο σχολείο.

Προτεσταντισμός ή ρωμαιοκαθολική “εκκλησία”

Μία φίλη έπαιζε προσωρινά εκκλησιαστικό όργανο σε μία “καθολική” εκκλησιαστική κοινότητα της πόλης μας. Κάποιο Σάββατο βράδυ συνεννοηθήκαμε να την περιμένω έξω από την εκκλησία για να βγούμε μαζί. Κατά λάθος πήγα μία ώρα νωρίτερα και έτσι αποφάσισα να πάω μαζί της στον εξώστη και να παρακολουθήσω τη θεία λειτουργία «αφ’ υψηλού», αντί να περιμένω έξω από την εκκλησία. Κατά κάποιον τρόπο ήταν διαφορετική από τη θεία λειτουργία που γνώρισα στην ευαγγελική εκκλησία. Ήταν κάπως πιο υπερβατικά και μου έκανε καλή εντύπωση. Από τότε δεν μπορούσα να ησυχάσω και ήθελα να ανακαλύψω τι ήταν αυτό το διαφορετικό που με συγκίνησε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα επισκεπτόμουν τα βράδια του Σαββάτου τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και παρακολουθούσα την απογευματινή ακολουθία των καθολικών, ενώ τα πρωινά της Κυριακής παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία της ευαγγελικής εκκλησίας. Το πρώτο με έλκυε όλο και περισσότερο. Στην ευαγγελική “εκκλησία” μου έλειπε η υπερβατικότητα, φαινόταν σαν να πρόκειται για ένα ανθρώπινο σχήμα, όπου τους ανθρώπους τους συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον, δηλαδή ο Θεός. Στη ρωμαιοκαθολική “εκκλησία” ένιωθα κάτι σαν μία υπέρβαση. Τους ανθρώπους τους ένωνε κάτι το οποίο τους υπερβαίνει και είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει σε ένα σύλλογο ή σε μία κοινότητα με κοινά ενδιαφέροντα. Ιδιαιτέρως μου άρεσε η θεία Ευχαριστία σε αντίθεση με την μετάληψη της ευαγγελικής εκκλησίας, η οποία ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα. Μιλούσα συχνά με τον ιερέα της κοινότητας ο οποίος διακατεχόταν από σύγχρονες απόψεις. Ως προτεστάντισσα είχα φυσικά σοβαρά προβλήματα με τον παπισμό! Αλλά για τον ιερέα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ή καλύτερα να πω ότι ήταν πρόβλημα, αλλά το είχε λύσει με τον τρόπο του, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που το είχε ακούσει και στις διαλέξεις από τον καθηγητή του πανεπιστημίου. (Τα επόμενα χρόνια αφαιρέθηκε από τον καθηγητή του η άδεια διδασκαλίας στη Ρώμη).Ο καθηγητής έλεγε: «Ο πάπας είναι στη Ρώμη και εμείς είμαστε εδώ. Τι γνωρίζει για εμάς; Ας ασχοληθεί εκείνος με την εκκλησία της Ρώμης κι εμείς εδώ με τη δική μας». (Αυτή η άποψη φυσικά κάθε άλλο παρά ρωμαιοκαθολική ήταν και άρχισε να διαδίδεται όλο και περισσότερο τη δεκαετία του `80.)

Αυτό που τελικά με ώθησε στο να γίνω ρωμαιοκαθολική ήταν η εμπειρία αυτής της υπέρβασης και προπάντων η ευχαριστία, δηλ. η πίστη ότι κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας μεταβάλλονται ο άρτος και ο οίνος πράγματι σε σώμα και αίμα Χριστού, ότι δηλαδή όλο αυτό ήταν μία πραγματικότητα και όχι κάτι το συμβολικό. Ένας άλλος λόγος ήταν η λειτουργία , διότι στην ευαγγελική “εκκλησία” δεν υπήρχε λειτουργία υπό αυτή την έννοια. Η θεία λειτουργία αποτελείται μόνο από το ανάγνωσμα της Αγίας Γραφής, ένα μεγάλο κήρυγμα και πολλά τραγούδια και περίπου μία φορά το μήνα από τη λεγόμενη «θεία κοινωνία» αμέσως μετά τη λειτουργία. Τον Οκτώβριο του 1982 έγινα λοιπόν ρωμαιοκαθολική. Αναλογιζόμενη σήμερα τον τρόπο με τον οποίο έγινε όλο αυτό κουνάω το κεφάλι μου, γιατί ήμουν τυφλή. Είχαμε αποφασίσει να γιορτάσουμε με μία “λειτουργία” στο σπίτι (Hausmesse), μέσα σε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η γιορτή δεν έλαβε χώρα στην εκκλησία, αλλά στο σαλόνι του σπιτιού του ιερέα. Μπορούσα να επιλέξω η ίδια το ανάγνωσμα του ευαγγελίου και, αντί για ένα κήρυγμα, ανταλλάξαμε όλοι μαζί κηρύγματα-σύμφωνα με τα εδάφια του ευαγγελίου που είχαμε επιλέξει-ενώ καθόμασταν στον καναπέ. Αυτό ονομαζόταν λειτουργία του λόγου. Για τη γιορτή της ευχαριστίας καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από την τραπεζαρία η οποία χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Ναι μεν έπρεπε να πω μαζί με τους υπόλοιπους το σύμβολο της πίστεως, αλλά κανείς δε μου ζήτησε να ομολογήσω το εξής: «Πιστεύω και ομολογώ όλα όσα πιστεύει, διδάσκει και διακηρύττει η αγία καθολική εκκλησία ». (Αυτό το αντιλήφθηκα μετά από 24 χρόνια, όταν κάποιος μου είπε «Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις την εκκλησία μας έτσι απλά, αφού έκανες αυτήν την ομολογία»).

Έτσι λοιπόν έγινα  ρωμαιοκαθολική. Και τώρα; Η εκκλησιαστική μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ευαγγελική εκκλησία, στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία όμως είναι δευτερεύουσα. Επιπλέον η εκκλησιαστική μουσική εδώ δε μου φαινόταν και πολύ ελκυστική. Δημιουργήθηκε με ταχείς διαδικασίες μετά τη Β` σύνοδο του Βατικανού, όταν επιτράπηκε η τέλεση της λειτουργίας στην εκάστοτε γλώσσα της χώρας, και δεν είχε καμία παράδοση. Εκτός από αυτό σκεφτόμουν πως έπρεπε κάπως να δραστηριοποιηθώ σε μία κοινότητα και, επειδή ως γυναίκα δεν μπορούσα να γίνω ιερέας, αποφάσισα να σπουδάσω θεολογία, για να γίνω ιεροκήρυκας. Συνέχιζα να μελετώ πολύ την Αγία Γραφή και πιο πολύ από όλα με άγγιζαν βαθύτατα οι ονομαζόμενες παραβολές. Με άγγιζε κάθε φορά που έλεγε ο Ιησούς στον πλούσιο νεανία: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι.»(Ματθ.ιθ.21).Σε κάποιον άλλον είπε: «Ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς »(Ματθ.η.22) ή «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ` άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού»(Λουκ.θ.62). Με άγγιζε και με πονούσε. Ήθελα να κάνω την πίστη μου επάγγελμα και το βασικότερο πράγμα στη ζωή μου. Αλλά με ποιον τρόπο; Μήπως έπρεπε να φύγω από το σπίτι μου χωρίς μία δραχμή, χωρίς δεύτερο πανωφόρι, χωρίς τίποτα και απλά να αναχωρήσω, έτσι όπως λέει το ευαγγέλιο; Αλλά προς τα πού;

Στην αναζήτηση για το δικό μου μοναστήρι

Πριν από την έναρξη των βασικών σπουδών μου έπρεπε πρώτα να παρακολουθήσω για ένα χρόνο κάποια μαθήματα για την εκμάθηση της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής γλώσσας της Βίβλου. Αυτό το διάστημα συνέβη πάλι ένα γεγονός, που μου έδειξε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω. Καθώς ξεφύλλιζα μία μέρα ένα περιοδικό στην αίθουσα αναμονής ενός γιατρού, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο για ένα μοναστήρι των Βενεδικτίνων. Αυτό με ενδιέφερε! Ίσως να ήταν αυτή η απάντηση για την υπαρξιακή μου απορία. Ήμουν πεπεισμένη ότι υπήρχαν μοναστήρια μόνο στο μεσαίωνα. Όπως είπα, έμενα σε μία ευαγγελική περιοχή, στην οποία δεν υπήρχαν μοναστήρια. Την επόμενη μέρα πήρα αμέσως τηλέφωνο, για να ρωτήσω, μήπως μπορούσα κάποια στιγμή να τους επισκεφτώ. Η απάντηση ήταν θετική και επί  εβδομάδες χαιρόμουν για τις ερχόμενες διακοπές που θα περνούσα εκεί. Ήμουν βαθύτατα εντυπωσιασμένη με την ησυχία, τις ακολουθίες ωρών-κατά τις οποίες οι αδελφές συγκεντρώνονταν κάθε τρεις ώρες στην εκκλησία-, με τη χειρωνακτική εργασία, τους ίδιους καθημερινούς ρυθμούς, κατά τους οποίους μπορούσε να αναπαυθεί η ψυχή. Παρ’ όλο που όλα αυτά μου άρεσαν, κάτι μου έλειπε και εκεί.

Έμαθα ότι υπήρχαν διάφορα τάγματα, με διαφορετικούς κανονισμούς και διαφορετικό πνεύμα. Γνώρισα τις Φραγκισκανές μοναχές, το κάρμελ και μερικά άλλα. Παντού μου άρεσε κάτι, αλλά πάντα κάτι μου έλειπε, όμως τι; (Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα την έπαιρνα πολλά χρόνια αργότερα). Πάντως είχα ξεκαθαρίσει πλέον μέσα μου ότι σε κάθε περίπτωση ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου στο Θεό και να γίνω μοναχή. Στην προσευχή μου ρωτούσα το Θεό συνεχώς πού με ήθελε, σε ποιο από όλα αυτά τα τάγματα και τις κοινότητες. Κατά την αναζήτησή μου ήλθα σε επαφή και με τη λεγόμενη χαρισματική κοινότητα.

Όμως ένιωθα λίγο άβολα με όλα αυτά. Όλοι έψελναν σε «γλώσσες», κάποιοι μιλούσαν προφητικά, όλα ήταν τελείως συναισθηματικά και για άλλη μια φορά ένιωθα ξένη. Αυτό δεν μπορούσα βέβαια να το εκδηλώσω, διότι αυτό θα σήμαινε ότι δεν ήμουν φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα και ότι κρατούσα την καρδιά μου κλειστή.

Εκείνο το διάστημα έκανα μία επίσκεψη σε μία από τις καινούργιες πνευματικές κοινότητες. Ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του `80 και αποτελούνταν από άγαμους άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι μετά από μία μεγάλη περίοδο δοκιμής (Noviziat) έπαιρναν όρκο και υπόσχονταν ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή. Στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν όμως και οικογένειες με παιδιά. Τα ζευγάρια υπόσχονταν ακτημοσύνη και συζυγική αγνότητα. Αν το δει κανείς επιφανειακά τίποτα δε με συγκίνησε εκεί κατά την πρώτη μου επίσκεψη, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Κάποιος επισκέπτης ρώτησε στα πλαίσια μιας συνομιλίας ποιοι ήταν οι όροι για την είσοδο στην κοινότητα, οπότε απάντησε ο ιδρυτής και υπεύθυνος της κοινότητας το εξής: «Όροι; Ένας και μοναδικός υπάρχει. Όποιος θέλει να μπει εδώ μέσα, πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο»! Αυτό ήταν! Όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι μου δε γνώριζα περισσότερα από πριν. Μόνο εκείνη η μία πρόταση δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό μου.

Εκείνο το καλοκαίρι με προσκάλεσε ένας καλός φίλος στη Γαλλία, σε μία μεγάλη συνάντηση με διάφορες νέες καθολικές πνευματικές κοινότητες. Η ποικιλία, οι ψαλμοί, οι ισραηλινοί παραδοσιακοί χοροί, η ακολουθία των ωρών, η ευχαριστιακή λατρεία στην ησυχία. Αυτά με άγγιζαν και πίστεψα ότι επιτέλους είχα φτάσει στον προορισμό μου. Ήθελα να μπω σε αυτή την κοινότητα και να γίνω μοναχή. Επέστρεψα στη Γερμανία, έδωσα το φθινόπωρο τελικές εξετάσεις για τα θεολογικά μαθήματα που παρακολούθησα και αγόρασα ένα εισιτήριο για τη Γαλλία με τα τελευταία 300 μάρκα που μου είχε δώσει ένας φίλος μου, με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ. Ο άνθρωπος κάνει σχέδια και ο Θεός ορίζει. Μετά από δύο εβδομάδες έμαθα ότι όλα τα σπίτια της κοινότητας θα παρέμειναν κλειστά για τους επισκέπτες. Τι φρίκη! Και τώρα; Καθόλου χρήματα, καμία προοπτική, τι κάνω; Δόξα τω Θεώ έγινε τελευταία στιγμή μια αλλαγή. Ένα από τα σπίτια της κοινότητας πρόσφερε για το διάστημα των Χριστουγέννων ένα πρόγραμμα πνευματικών ασκήσεων και παρέμεινε ανοιχτό. Μόλις που έφταναν τα χρήματά μου για αυτό το πράγμα. Μετά από μία εβδομάδα βρισκόμουν πάλι στην ίδια κατάσταση. Όμως μία γυναίκα, η οποία επίσης συμμετείχε στο πρόγραμμα των πνευματικών ασκήσεων, με προσκάλεσε να κάνουμε μαζί μία προσκυνηματική εκδρομή. Αμέσως μετά μου έδωσε λίγα χρήματα και μου πλήρωσε το εισιτήριο του τρένου για το λεγόμενο Mutterhaus (το κυρίως μοναστήρι) σε ένα άλλο μέρος της Γαλλίας. Εκεί πέρασα άλλη μία εβδομάδα και ήμουν όλο προσμονή να μπορέσω επιτέλους να μιλήσω με τον ιδρυτή της κοινότητας και να μου επιτρέψει να εισέλθω σε αυτήν. Έμεινα εκεί για μία εβδομάδα, αλλά στο τέλος αυτής δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο σε εκείνον ότι ο Θεός με προόριζε για εκείνη την κοινότητα. Στη διάρκεια ενός εσπερινού προσευχήθηκε για εμένα και αφού με ακούμπησε με τα χέρια του μου φανέρωσε την εντολή που δέχτηκε: «Οι δικοί μου δρόμοι δεν είναι και δικοί σου. Θα σου δείξω έναν άλλο δρόμο τον οποίο τώρα δεν μπορείς ακόμη να καταλάβεις. Αλλά απαιτώ από εσένα απόλυτη διαθεσιμότητα».

Με αυτά τα λόγια λοιπόν εκδιώχτηκα για άλλη μια φορά. Και τώρα προς τα πού; Ήμουν πραγματικά απογοητευμένη. Κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει μία εξήγηση για αυτά τα λόγια ή μία προοπτική. Μα ήθελα μόνο ένα πράγμα: Να ακολουθήσω τον Ιησού Χριστό, να του αφιερώσω τη ζωή μου. Ήταν φρικτό. Εκτός από την απογοήτευσή μου, μου δημιουργήθηκε και μία εσωτερική αμφισβήτηση, ότι δηλ. ο Θεός είτε δε με ήθελε είτε εγώ ήμουν τόσο χαζή, ώστε να μην μπορώ να βρω τη θέση μου, ή καλύτερα τη θέση στην οποία Εκείνος με προόριζε. Πάλι με λυπήθηκε κάποιος και μου έδωσε τα χρήματα για την επιστροφή μου στο σπίτι. Είχα φύγει από το σπίτι με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ και τώρα, λίγες εβδομάδες αργότερα, βρισκόμουν πάλι εντελώς απροειδοποίητα μπροστά από το σπίτι των γονιών μου (πριν από αυτό είχα κάνει για μία εβδομάδα μία ενδιάμεση στάση σε ένα μοναστήρι στη Γαλλία, για να σιωπήσω και να ηρεμήσει η ψυχή μου. Το πρώτο το κατάφερα, το δεύτερο όχι). Οι γονείς μου φυσικά χάρηκαν που ξαναγύρισα, όμως εγώ ήμουν τελείως αποπροσανατολισμένη. Τις επόμενες δύο εβδομάδες τις πέρασα ζώντας σχεδόν αποκλειστικά στην αφάνεια και προσευχόμενη στο δωμάτιό μου. Ταυτόχρονα αντηχούσε μέσα μου συνεχώς εκείνη η πρόταση: Όποιος θέλει να μπει εδώ πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Γινόταν μία μάχη μέσα μου. Από τη μια δε με προσέλκυε τίποτα εκεί, η ακτημοσύνη, οι περίεργες γενειοφόρες μορφές με τα παλιά ράσα, καθόλου ρεύμα, καθόλου τρεχούμενο νερό, πρωτόγονη τουαλέτα, κανένα ιδιωτικό χώρο και πολλά άλλα. Όμως εκείνη η πρόταση δε με άφηνε πια σε ησυχία. Όλο αυτό ήταν βασικά αυτό που ήθελα, αυτό που έψαχνα μέσα μου από τότε που προσηλυτίστηκα, αυτή η πλήρης αφιέρωση στο Χριστό, χωρίς να ψάχνει κανείς τίποτα πια για τον εαυτό του, να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Λοιπόν, ήθελα να το διακινδυνεύσω. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, αποφάσισα αμέσως να τηλεφωνήσω και να ρωτήσω αν μπορούσα να πάω για το Σαββατοκύριακο. Αν η απάντηση ήταν αρνητική, τότε θα έκλεινα αυτό το κεφάλαιο και δε θα το ξανάνοιγα ποτέ(κρυφά μέσα μου το ήλπιζα αυτό κατά κάποιο τρόπο). Η απάντηση ήταν θετική. Εντάξει λοιπόν. Την επόμενη μέρα πήγα εκεί και αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Τα εξωτερικά πράγματα δε με απωθούσαν πια τόσο πολύ και είχα μία μεγάλη συζήτηση με τον ιδρυτή που αφορούσε την εσωτερική μου αναζήτηση και τους περασμένους μήνες. Μου πρότεινε να παραμείνω στην κοινότητα για τέσσερις μήνες, μέχρι τις 15 Αυγούστου, για να μπορέσω με ηρεμία και προσευχή να ρωτήσω το Θεό για τον προορισμό μου.

Μετά από τρεις εβδομάδες είχα την εντύπωση ότι εκεί βρήκα τη θέση μου. Πιο πολύ από όλα αγαπούσα την ησυχία και τη νοερά προσευχή, αλλά μάθαινα να αγαπώ όλο και περισσότερο και την απλότητα και την αμεσότητα της ζωής και δεν ήθελα να την ανταλλάξω με μία άνετη ζωή. Εδώ έμαθα τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και από μία εντελώς διαφορετική πλευρά. Αν και είχα γίνει καθολική σε ένα δήμο, ο οποίος διακατεχόταν από ακραίο μοντερνισμό, τώρα βρισκόμουν σε μία κοινότητα, όπου την αγάπη για τον πάπα και την υπακοή σε αυτόν την έγραφαν με κεφαλαία γράμματα. Ακολουθούσε κανείς με ζήλο και κατευθυνόταν σύμφωνα με ό,τι έλεγε και έπραττε εκείνος. Αυτό μου φαινόταν αρκετά δύσκολο και ένιωθα πάντα σαν μία ανυπότακτη, που συμμετείχε σε όλα αυτά με το ζόρι. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να αλλάξει αυτή η τοποθέτησή μου στο θέμα αυτό.

Ένα χρόνο αργότερα άρχισε για μένα η περίοδος δοκιμασίας (Noviziat). Ένα χρόνο μετά από αυτό, έδωσα τις πρώτες υποσχέσεις για τρία χρόνια. Μετά ακολούθησαν και οι ονομαζόμενες προσωρινές υποσχέσεις (για ορισμένο χρονικό διάστημα) και οι υποσχέσεις αφιερώσεως για όλη μου τη ζωή. Ωστόσο βρισκόμουν σε μεγάλη ψυχική κρίση και ήμουν αμφιταλαντευόμενη, γεμάτη αβεβαιότητα. Σκέφτηκα ότι όλα αυτά είναι εσωτερικές αμφιβολίες, κακές σκέψεις και συναισθήματα που δεν πρέπει να επιτρέψει κανείς και έτσι έκρυψα εσωτερικά όλο αυτό το «ψυχικό χάος» και έδωσα τις υποσχέσεις. Η ανεμοθύελλα κόπασε κάπως, αλλά δεν μπορούσα να ηρεμήσω πραγματικά. Αυτό μπορεί να ήταν και συμπτωματικό για την πορεία μου. Όπως ήδη ανέφερα, με έλκυαν στα διάφορα τάγματα και στις κοινότητες πολλά πράγματα, όμως πάντα κάτι, το οποίο εκείνη τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα να ονομάσω, μου έλειπε. Σε αυτήν την κοινότητα ήταν όλα πιο εκλεπτυσμένα, ναι μεν δε μου έλειπε τίποτε πια, αλλά την πραγματική εσωτερική ηρεμία δεν τη βρήκα ούτε εδώ και δεν ένιωθα ότι έφτασα στον προορισμό μου. Εκείνους τους λογισμούς και την ακαθόριστη νοσταλγία που έβγαιναν συνεχώς από μέσα μου, εγώ πίστευα ότι έπρεπε να πολεμήσω με πνευματικό αγώνα και ότι είναι εκ του πονηρού και για αυτό το λόγο δε θα έπρεπε να επιτρέψω σε καμία περίπτωση τέτοιους λογισμούς και συναισθήματα. Σκεφτόμουν ότι την πραγματική ειρήνη και το συναίσθημα μπορεί κανείς να τα πετύχει μόνο στον τελικό προορισμό του, δηλαδή να τα βιώσει μόνο στον ουρανό. Επίσης σκεφτόμουν ότι  ο καθένας σε αυτήν τη ζωή είναι καθοδόν και ότι στην επίγεια ζωή μένει πάντα μία εσωτερική ανησυχία και μια σιωπηρή θλίψη.

Δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα εγκατέλειπα ποτέ αυτήν την κοινότητα. Με εξαίρεση κάποιες κρίσεις, τις οποίες όμως ο καθένας που ακολουθεί αυτό το δρόμο σίγουρα θα βιώνει, ήμουν χαρούμενη και ευτυχισμένη εκεί. Αγαπούσα τον πνευματικό μου, τον ιδρυτή της κοινότητας και τις αδελφές. Επίσης τις διάφορες διακονίες που μου ανέθεταν τις έκανα ευχαρίστως. Για να μην παρεξηγηθώ: Ακόμη και σήμερα δεν τους απεχθάνομαι. Εκτιμώ την καλή θέλησή τους, το ζήλο, την προθυμία για την πλήρη αφιέρωσή τους. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα, για τα οποία ακόμη και σήμερα τους είμαι ευγνώμων. Παρ` όλα αυτά εγκατέλειψα την κοινότητα μετά από 21 χρόνια. Γιατί;

Ενώ στην αρχή διακατεχόμουν από μοντερνισμό, οι εξελίξεις στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία με έβαλαν με την πάροδο του χρόνου σε όλο και περισσότερες σκέψεις: όλες οι πιθανές θεωρίες, τα νέα θεολογικά ρεύματα, τα οποία υποστήριζαν ότι το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί όλο και βαθύτερα στην αλήθεια, οι πολλές αποχωρήσεις από την εκκλησία, η έλλειψη ιερέων και η έλλειψη νέων μοναχών. Επειδή οι έφηβοι δεν πήγαιναν πια στην εκκλησία, προσπαθούσαν να το αποτρέψουν με το να πειραματίζονται με διάφορους τρόπους για να τους ξανακερδίσουν: Ροκ μουσική στη λειτουργία, ντίσκο, μεσολάβηση μέσω SMS, λειτουργίες όπου οι έφηβοι πήγαιναν με Skateboard και πατίνια στην εκκλησία και άλλα παρόμοια. Είχα την εντύπωση πως καθετί ιερό πουλιόταν και προσαρμοζόταν, μόνο και μόνο για να το παρουσιάσουν στους ανθρώπους με τον πιο ελκυστικό τρόπο. Έπεφτα σε όλο και μεγαλύτερο δίλημμα. Από τη μια γινόμουν όλο και πιο συντηρητική, διότι ήμουν πεπεισμένη πως οτιδήποτε ιερό οφείλει κανείς να το διατηρήσει ιερό. Από την άλλη η κοινότητά μας ήταν οικουμενική.

Εμπνευσμένοι από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β`, ο οποίος άρχισε να προσεύχεται μαζί με τους εκπροσώπους των διφορων θρησκειών, γράφτηκε και στη δική μας κοινότητα ο διάλογος με τις θρησκείες με κεφαλαία γράμματα. Ήμασταν ανοιχτοί σε άλλα θρησκεύματα, σε άλλες θρησκείες και πνευματικά ρεύματα -φυσικά με την ελπίδα να τους προσηλυτίσουμε στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ένας τρόπος έκφρασης αυτών ήταν η μουσική. Για παράδειγμα διαλογιζόμασταν με ειδικούς ψαλμούς που έμοιαζαν με το ινδουιστικό μάντρα (ινδουιστική προσευχή), μόνο που λέγαμε π.χ. το όνομα «Jeschuah» για να έρθουμε σε εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία. Κατά την ώρα των προσευχών μας ενσωματώσαμε όμως και ορθόδοξα στοιχεία, έτσι ψέλναμε π.χ. το Σάββατο βράδυ αποσπάσματα του ορθόδοξου εσπερινού σε γερμανική γλώσσα με ρωσικές μελωδίες και άλλους ορθόδοξους ψαλμούς.

Ένα από τα κύρια καθήκοντά μου στην κοινότητα ήταν η λειτουργία.

Η συνάντηση με την ορθοδοξία – ο δρόμος για το σπίτι

Το 2005 η κοινότητα γιόρτασε τα 25 χρόνια της ύπαρξής της. Με αυτή την αφορμή επιτρεπόταν σε όλα τα μέλη της κοινότητας, που δεν είχαν πάει ακόμη στα Ιεροσόλυμα, να κάνουν μία προσκυνηματική εκδρομή. Φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα τρεις εβδομάδες πριν από το ορθόδοξο Πάσχα. Μια που ο διάλογος αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο στην κοινότητά μας, συμμετείχαμε και σε λειτουργίες διάφορων θρησκευμάτων. Πήγαμε στην αρμένικη εκκλησία, στους κόπτες, στους Φραγκισκανούς, στις ρωσο-ορθόδοξες αδελφές στο μοναστήρι της Μαγδαληνής στο Όρος των Ελαιών και στην ελληνορθόδοξη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως. Η ποικιλία των θρησκευμάτων στα Ιεροσόλυμα ήταν εντυπωσιακή και παντού μπορούσε κανείς να ανακαλύψει κάτι.

Την πρώτη ελληνορθόδοξη λειτουργία τη βίωσα το Πάσχα στο Ναό της Αναστάσεως. Αυτό ήταν το καθοριστικό βίωμα. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω τι ακριβώς βίωσα εκεί. Νόμιζα ότι ήμουν στον ουρανό ή ότι ο ουρανός είχε κατέβει κάτω στη γη. Τότε δε γνώριζα ακόμη τι είναι το Χερουβικόν, όμως όταν το άκουσα για πρώτη φορά, ένιωσα μία τόσο βαθιά αυτοσυγκέντρωση και σκέφτηκα πως αυτή τη στιγμή οι άγγελοι ψέλνουν μαζί με τους ανθρώπους (αργότερα έμαθα ότι το ίδιο ένιωσαν και οι δύο πρεσβευτές του Ρώσου τσάρου, όταν βίωσαν για πρώτη φορά τη λειτουργία στην Κωνσταντινούπολη). Το βαθύτερο βίωμα ήταν μία εσωτερική γνώση, μία βεβαιότητα: ΤΩΡΑ ΕΦΤΑΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ! Αυτή σαν να ήταν η απάντηση στην εσωτερική μου ανησυχία. Αυτό ήταν που μου έλειπε ακόμη. Όπως είπα προηγουμένως, ήταν ένα εσωτερικό βίωμα. Τότε δε γνώριζα ακόμη πολλά για την ιστορία της εκκλησίας, το Filioque, το σχίσμα κλπ.

Αυτή τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα και δεν ήθελα ακόμη να έρθω σε ρήξη με τον ιδρυτή της κοινότητάς μας. Πρώτα ήθελα να γνωρίσω την ορθόδοξη εκκλησία πιο βαθιά. Αυτό αρχικά θα μπορούσε να συμβεί μόνο στη λειτουργία. Ποια θα ήταν όμως η συνέχεια; Μετά τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος θα έπρεπε όλοι να αναχωρήσουμε. Και μετά…

Δόξα τω Θεώ όρισε το δρόμο μου η θεία πρόνοια!

Όπως ανέφερα προηγουμένως, το δικό μου καθήκον ήταν η λειτουργία. Έτσι στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος πήρα από τον ιδρυτή της κοινότητας την εντολή να παραμείνω, μαζί με μία άλλη αδελφή, για ένα χρόνο στα Ιεροσόλυμα και να μελετήσουμε τις διάφορες λειτουργίες. Έπρεπε να κινηθώ όπως οι μέλισσες και να μαζέψω το μέλι, δηλ. έπρεπε κάθε Κυριακή να επισκέπτομαι μία διαφορετική λειτουργία, να μαθαίνω ψαλμούς, να γράφω νότες και να βλέπω τι από αυτά θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε στη δική μας λειτουργία. Ήταν ένα καθήκον για την ένωση των εκκλησιών. Έτσι επισκεπτόμουν εναλλάξ τους Αρμένιους, τις ρωσο-ορθόδοξες αδελφές στο Όρος των Ελαιών και την ελληνορθόδοξη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως. Εκτός από αυτά έπρεπε μία φορά την εβδομάδα να τελούμε τη θεία λειτουργία σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό και με τη συνοδεία ενός καθολικού ιερέα, με σκοπό να προσευχηθούμε για την ενότητα.

Κατά τη διάρκεια αυτού του κύκλου των λειτουργιών περίμενα πάντα την επόμενη ελληνική λειτουργία. Δόξα το Θεό ήταν εκείνο το χρονικό διάστημα ένας νεαρός ορθόδοξος διάκονος φρουρός στο Γολγοθά, ο οποίος μιλούσε πολύ καλά αγγλικά και ήταν πολύ ανοιχτός. Μπορούσα να του κάνω ερωτήσεις σχετικά με τη λειτουργία, να μάθω μερικούς ψαλμούς και να ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά με τις διαφορές της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Πραγματικά του χρωστάω πάρα πάρα πολλά! Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις μου με ατέλειωτη υπομονή και προπάντων δεν με επηρέασε ποτέ, πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Διότι αργότερα, στην αντιπαράθεση με τη «δική» μου κοινότητα, μου έλεγαν συνεχώς ότι με επηρέασαν οι ορθόδοξοι. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο! Από τη ρωμαιοκαθολική πλευρά πιέστηκα, προσπαθούσαν διαρκώς να με πείσουν ότι εδώ ήταν η πληρότητα της αλήθειας, ότι δεν μπορούσε κανείς να παραμελήσει την υπεροχή του πάπα κλπ. Από την ορθόδοξη πλευρά έπαιρνα μόνο απαντήσεις στις ερωτήσεις μου και πληροφορίες. Φυσικά όλοι ομολογούσαν ότι ήταν πεπεισμένοι πως η ορθόδοξη εκκλησία είναι η πραγματική εκκλησία του Χριστού, αλλά ποτέ κανείς δε με πίεσε να γίνω ορθόδοξη! *

Έτσι πέρασαν οι τρεις πρώτοι μήνες με τις λειτουργίες, τη μελέτη και τις ανταλλαγές απόψεων. Ήταν μία όμορφη, εντατική αλλά και πολύ δύσκολη περίοδος για μένα, διότι δεν έπρεπε να φανερώσω ότι μέσα μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο η έλξη προς την ορθοδοξία, διαφορετικά σίγουρα θα απαιτούσαν να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία! Μετά από αυτούς τους τρεις μήνες παρουσιάστηκε και ένα άλλο πρόβλημα. Οι βίζες μας είχαν λήξει και έπρεπε είτε να τις ανανεώσουμε είτε να επιστρέψουμε στη Γερμανία και να ξαναέρθουμε. Το τελευταίο το φοβόμουν πολύ, διότι ήμουν σίγουρη ότι ο πνευματικός μου θα αντιλαμβανόταν αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Ένας γνωστός ορθόδοξος ιερέας με συμβούλεψε να απευθυνθώ σε έναν ορθόδοξο επίσκοπο, μήπως μπορούσε εκείνος να με βοηθήσει στην υπόθεση με τη βίζα. Πήγα και τον βρήκα, του εξήγησα τα πάντα, του διηγήθηκα επίσης και για το βίωμά μου σε εκείνη τη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως το Πάσχα και ότι αναρωτιόμουν όλο και περισσότερο μήπως έπρεπε να γίνω ορθόδοξη. Εάν όμως έπρεπε να επιστρέψω στη Γερμανία, τότε αυτό θα σήμαινε «το τέλος» για μένα.

Ο επίσκοπος μου έδωσε τη σοφή συμβουλή να ομολογήσω την αλήθεια στον πνευματικό μου και ιδρυτή της κοινότητας και να παρακαλέσω να απαλλαγώ για ένα έτος από την κοινότητα με σκοπό να διαβάζω, να μελετώ, να επισκέπτομαι τη λειτουργία, να γνωρίσω την ομορφιά και το βάθος της ορθοδοξίας, αλλά όμως και τις ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη, ώστε να μπορέσω μετά από αυτό το έτος να πάρω μία ώριμη απόφαση. Μου άρεσε αυτή η συμβουλή και έτσι έγραψα ένα γράμμα στον πνευματικό μου για να τον παρακαλέσω για αυτή την απαλλαγή. Του έγραψα ξεκάθαρα ότι δεν ήθελα να πάρω την απόφαση από μία πρώτη εντύπωση αγάπης και ενθουσιασμού, αλλά ότι χρειαζόμουν το χρόνο για τη μελέτη και την εξέταση. Αυτό το αίτημά μου απορρίφθηκε με άκρα αποφασιστικότητα.

«…Το να τίθεται το θέμα της μεταστροφής μου μετά από μία τετράμηνη παραμονή, υποδεικνύει περισσότερο την ελλιπή σταθερότητα καθολικών πεποιθήσεων παρά την καθοδήγηση του Θεού. Από καθολικής απόψεως δε γίνεται αποδεκτή η απόδειξη ότι η ορθόδοξη εκκλησία αντιπροσωπεύει περισσότερο την αλήθεια του Θεού από την καθολική εκκλησία. Εκτός από αυτό μου τόνισαν ότι στάλθηκα με μία αποστολή στα Ιεροσόλυμα και για αυτό και μόνο το λόγο δε θα μπορούσα να απαλλαγώ, για να εξετάσω ένα δικό μου θέμα.

Παρακάτω ένα ακόμη απόσπασμα από την απαντητική μου επιστολή:
«…Δεν μπορώ πια να επιστρέψω! Πρόκειται για ένα θέμα συνείδησης το οποίο πρέπει και θέλω να θέσω ενώπιον όλων. Τις μέρες που πέρασαν διάβασα το γράμμα σου πραγματικά πολλές φορές και το μελέτησα προσευχόμενη και αυτό που μου έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο είναι ότι «βρίσκομαι ήδη στην άλλη πλευρά». Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει πια επιστροφή για μένα. Αυτό δε σημαίνει ότι έχω ήδη αποφασίσει να αλλαξοπιστήσω».

«…Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να με απαλλάξεις από την κοινότητα έτσι ώστε να εξετάσω το θέμα της μεταστροφής μου ως λαϊκή. Ό,τι αφορά την ορθοδοξία μου είχες γράψει ότι «πρέπει κανείς να βιώνει μία αγάπη και όχι να την εκμαιεύει». Δεν θα ήθελα να την εκμαιεύσω, θα ήθελα να της παραδοθώ ολοκληρωτικά. Η ορθοδοξία είναι για μένα ένας ολόκληρος κόσμος, μέσα στον οποίο θα ήθελα να εισχωρήσω ολοκληρωτικά, εάν αυτό είναι αληθές. Εν τω μεταξύ δεν αρμόζει σε μένα πια να αποσπώ μεμονωμένα λιθαράκια και να τα εμφυτεύω στο καθολικό πνεύμα και στην καθολική λειτουργία».

Σε μία άλλη απαντητική επιστολή μου δόθηκε η εντολή να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση επιτόπου. Αυτό βασικά δεν το ήθελα, γιατί φοβόμουν τη δική μου αδυναμία, μήπως και επηρεαζόμουν πάλι και έκανα πίσω. Δυστυχώς δεν υπήρχε δυνατότητα να ανανεωθεί η βίζα και παράλληλα με αυτό έμαθα ότι ο πνευματικός μου είχε κλείσει ήδη μία θέση, για να έρθει στα Ιεροσόλυμα και να μιλήσει μαζί μου, σε περίπτωση που δε θα πήγαινα στη Γερμανία.

Έτσι επέστρεψα, λοιπόν, στη Γερμανία στη «δική μου» κοινότητα και έκανα περισσότερες συζητήσεις με τον πνευματικό μου. Σε μία από αυτές τις συζητήσεις μου υπέδειξε ότι έπρεπε ,ως καθολική, να εξετάσω την απορία μου για το αν η ορθόδοξη εκκλησία είναι η αληθινή εκκλησία του Χριστού και ότι «δε θα μπορούσα να βρίσκομαι ήδη στην άλλη πλευρά, δηλαδή να είμαι ήδη ορθόδοξη» και να εξετάσω από εκεί εάν η καθολική εκκλησία είναι η αληθινή. Αυτό θα ήταν παράνομο. Ως καθολική θα έπρεπε να το εξετάσω από την καθολική πλευρά. Αυτό με έπεισε κατά κάποιον τρόπο, όπως επίσης και η διαβεβαίωση του πνευματικού μου ότι με τη λήξη του έτους και της αποστολής μου θα μπορούσα να εξετάσω το θέμα της ορθοδοξίας. Έτσι επέστρεψα στην υπακοή και στην πνευματική καθοδήγησή του. Ωστόσο ομολογώ ότι ήδη μία ώρα αργότερα στεκόμουν με κλάματα και επαναλάμβανα συνεχώς το εξής: «Τώρα έχασα τα πάντα»! Ο πνευματικός μου, μου επιβεβαίωνε συνεχώς ότι δεν είχα χάσει τίποτε, ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με το θέμα που με απασχολούσε, αλλά όχι τώρα. Μια που είχα επιστρέψει στην υπακοή και την πνευματική καθοδήγηση, με έστειλαν μετά από τρεις εβδομάδες ξανά πίσω στα Ιεροσόλυμα, για να συνεχίσω την αποστολή μου μέχρι την Πεντηκοστή. Τις πρώτες τρεις εβδομάδες πήγαν όλα καλά, ήμουν αποφασισμένη να εκπληρώσω την αποστολή μου και προπάντων να εξετάσω το θέμα της ορθόδοξης εκκλησίας ως καθολική -αργότερα. Όμως η καρδιά μου δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω! Μεταφορικά ένιωθα σαν έγκυος, το παιδί ήθελε να γεννηθεί -και εγώ έπρεπε αυτό να το παραμερίσω εντελώς. Αυτό για μένα έμοιαζε από θρησκευτικής απόψεως με έκτρωση! Αν είχα τουλάχιστον την άδεια να μπορώ να διαβάζω ή να ανταλλάσσω απόψεις. Όμως όλα αυτά μου τα αρνήθηκαν, το μόνο που μου επιτρεπόταν ήταν μία φορά το μήνα να παρακολουθώ τη λειτουργία. Μετά από μερικές εβδομάδες είχα γίνει μέσα μου εντελώς ράκος. Καθόμουν κλαμένη στον Άγιο Γολγοθά και δεν ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω. Ένας ορθόδοξος μοναχός μου είπε κάποτε: «Just follow the voice of your heart» ( = «απλά ακολούθησε τη φωνή της καρδιά σου»). Βασικά η καρδιά μου ήταν ήδη ορθόδοξη.

Τα Χριστούγεννα έπρεπε πάλι να επιστρέψω εξαιτίας της βίζας στη Γερμανία. Βρισκόμουν πάλι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Η καρδιά μου ήταν ήδη «στην άλλη πλευρά», αλλά αυτή τη φορά δεν ήθελα να φανερώσω τα συναισθήματά μου, διότι διαφορετικά δε θα υπήρχε επιστροφή στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο σε μία συζήτηση που είχα με τον πνευματικό μου, του είπα ότι ανυπομονώ να εξετάσω επιτέλους το θέμα της μεταστροφής μου. Έμεινε έκπληκτος και ομολόγησε ότι πίστευε βασικά, πως αυτό το θέμα δε θα ήταν πια επίκαιρο για μένα και ότι με την πάροδο του χρόνου θα ήταν περιττό. Μετά ανακοίνωσε επίσημα σε όλη την κοινότητα ότι σκόπευα ακόμη να εξετάσω αυτό το θέμα.

Επέστρεψα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα. Ήταν μία φρικτή περίοδος για μένα!

Μέσα μου ένιωθα ένα ράκος και ήμουν σε δίλημμα. Από τη μια μου έλεγε η καρδιά και η συνείδησή μου ότι η πληρότητα της αλήθειας βρίσκεται στην Ορθόδοξη εκκλησία και ότι εκείνη είναι η πραγματική Εκκλησία. Δεν ήταν μόνο εκείνο το πρώτο βίωμα. Εδώ ό,τι ήταν ιερό, το διατηρούσαν ακόμη ιερό, η λειτουργία ήταν κατευθυνόμενη προς το Θεό και δεν πουλιόταν στους ανθρώπους ούτε τους την παρουσίαζαν με ελκυστικό τρόπο, ήταν πάντοτε η ίδια, έτσι όπως μας τη δίδαξαν οι πατέρες μας. Η πίστη διατηρούταν, έτσι όπως μας την παρέδωσαν οι πατέρες και όπως κατατέθηκε στις επτά πρώτες συνόδους. Όχι συνεχώς νέες θεολογικές θεωρίες και λειτουργικά πειράματα. Εδώ βρισκόταν η πληρότητα της αλήθειας και η μία και γνήσια εκκλησία του Χριστού. Αυτή η βεβαιότητα μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα μου, μετά από τις πολλές συζητήσεις με το διάκονο και με μερικούς άλλους μοναχούς και μέσα από την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας. Από την άλλη ένιωθα δεσμευμένη με την υπακοή, δηλαδή να μην εξετάσω τώρα αυτό το θέμα (το οποίο δεν υφίστατο πλέον ως θέμα) και να μην ανταλλάξω απόψεις με κανέναν από τα μέλη της ορθόδοξης εκκλησίας. Προς τα πού να στρέψω λοιπόν αυτήν την εσωτερική ανάγκη;!

Ο Θεός μου έστειλε και πάλι έναν βοηθό. Ήταν ένας φίλος, ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και διάκονος, του οποίου την αγάπη για την ορθοδοξία εγώ γνώριζα. Όταν του φανέρωσα την εσωτερική μου διαμάχη ανάμεσα στη συνείδηση και την πνευματική υπακοή, μου απάντησε: «Είναι ρωμαιοκαθολικό δόγμα το να βρίσκεται η προσωπική συνείδηση πάνω από την υπακοή στα θέματα της πίστης και της εκκλησίας». Αυτό ήταν σαν μία λύτρωση για μένα! Η απόφασή μου είχε ληφθεί. Την επόμενη μέρα πήγα και βρήκα τον Πατριάρχη, του διηγήθηκα την ιστορία μου και του φανέρωσα την επιθυμία μου να γίνω ορθόδοξη. Πήρε το σκοπό μου στα σοβαρά και με παρέπεμψε σε έναν μοναχό, ο οποίος θα μου έκανε κατήχηση. Αυτό συνέβη μία εβδομάδα πριν από την αρχή της νηστείας, δηλ. περίπου ένα χρόνο μετά την άφιξή μου στα Ιεροσόλυμα.

Σε ένα επόμενο γράμμα μου ανακοίνωσα την απόφασή μου στον πνευματικό μου και στην κοινότητα. Φυσικά δεν την αποδέχτηκαν. Ο πνευματικός μου απαίτησε να επιστρέψω άμεσα στην τέλεια υπακοή-μια που δε θα επρόκειτο για ένα θέμα συνείδησης-, να μην επιχειρήσω περαιτέρω βήματα και από αυτή τη στιγμή να διακόψω αμέσως κάθε επαφή και κατήχηση που προέρχεται από την ορθόδοξη πλευρά, μέχρι να έρθει ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο αυτή τη φορά είχα πάρει την απόφασή μου, που ήταν οριστική και δεν ήθελα να την επανεξετάσω. Έγραψα ένα τελευταίο γράμμα στον πνευματικό μου και εγκατέλειψα την κοινότητα λίγες μέρες πριν από την άφιξή του. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα διάθεση να έρθω σε έναν ακόμη διαξιφισμό με τον πνευματικό μου ούτε έβλεπα και κάποια προοπτική σε αυτό: Η κοινότητα ήθελε να υπηρετεί την οικουμένη -εγώ δεν έβλεπα καμία προοπτική για την ένωση των λεγομένων «αδελφών εκκλησιών». Ή ΝΑ ΠΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΗ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Όλα τα άλλα αποτελούν ένα τεχνητό, ανθρώπινο σχήμα. Πόσο λυτρωτικό είναι να συμμετέχει κανείς σε μία ορθόδοξη λειτουργία και να γνωρίζει ότι είναι αμετάβλητη και όχι όπως στην καθολική λειτουργία, να πρέπει να φοβάται με ποιο πράγμα θα βρίσκεται πάλι αντιμέτωπος αυτή τη φορά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι πολλοί ορθόδοξοι άνθρωποι δε γνωρίζουν καν πόσος πνευματικός πλούτος και τι θησαυρός τους έχει δοθεί, πόσο ευγνώμονες θα πρέπει να είμαστε για αυτό στο Θεό και πόσο υπεύθυνοι πρέπει να νιώθουμε στο να τον διαφυλάξουμε!

Εγκατέλειψα λοιπόν την κοινότητα. Και τώρα; Ούτε χρήματα ούτε σπίτι. Πού να πάω; Ήταν καταπληκτικό το πόση βοήθεια έλαβα, τόσο από πνευματικής όσο και από οικονομικής απόψεως. Μια που η βίζα μου είχε λήξει για άλλη μια φορά, μου πρότειναν να πάω για τρεις εβδομάδες σε ένα μεγάλο μοναστήρι στην Ελλάδα, για να γνωρίσω από κοντά τη μοναστική ζωή και μετά να επιστρέψω πάλι. Όταν επέστρεψα μία εβδομάδα μετά το Πάσχα δεν είχε βρεθεί δυστυχώς ακόμη ένα σπίτι για μένα στα Ιεροσόλυμα. Μου δόθηκε μία ευκαιρία στο μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου στην έρημο του Ιορδάνη. Εκεί όμως δεν ήθελα να πάω σε καμία περίπτωση! Ήθελα να παραμείνω στα Ιεροσόλυμα, τώρα που επιτέλους ήμουν ελεύθερη και μπορούσα να ανταλλάξω απόψεις με όποιον ήθελα! Ευτυχώς τελικά συμφώνησα, αλλά όμως μόνο για μία εβδομάδα, μέχρι να μου έβρισκαν σπίτι στα Ιεροσόλυμα. Μετά από μία εβδομάδα μου άρεσε εκεί στην έρημο τόσο πολύ, που παρακάλεσα να μείνω άλλη μία εβδομάδα. Μου το ενέκριναν. Μετά την αποχώρησή μου από την κοινότητα υπέφερα τις νύχτες από φρικτούς εφιάλτες. Στα όνειρά μου βρισκόμουν πάντα αντιμέτωπη με την κοινότητα. Με προειδοποίησαν για το τι θα πάθαινα, εάν εγκατέλειπα την κοινότητα και “αλλαξοπιστούσα”. Αυτά τα λόγια με παρακολουθούσαν σαν σκοτεινές προφητείες συνήθως τις νύχτες, έτσι ώστε να ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα και με κλάματα. Μετά από αυτήν την πνευματική σφαγή το μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου υπήρξε για μένα ο πρώτος τόπος, στον οποίο η ψυχή μου βρήκε ηρεμία και ειρήνη. Μετά από άλλη μία εβδομάδα, με βαριά καρδιά έκανα τη σκέψη να εγκαταλείψω πάλι αυτόν τον τόπο και έτσι παρακάλεσα να μου επιτραπεί να μείνω άλλη μία εβδομάδα. Πάνω σε αυτό ο Γέροντας Χρυσόστομος, ο ηγούμενος, μου είπε ότι μπορούσα να μείνω όσο ήθελα. Εγκάρδια επιθυμία μου και παράκλησή μου ήταν να βαπτιστώ και ο Γέροντας Χρυσόστομος δέχτηκε αυτή την επιθυμία μου με ευχαρίστηση. Την παραμονή της γιορτής του Αγίου Αποστόλου Ιούδα του Θαδδαίου με βάφτισε και μου έδωσε το όνομα Ματθαία, κατά τον απόστολο και ευαγγελιστή Ματθαίο (βασικά ήθελε να με βαφτίσει στο όνομα Μαριάμ, αλλά λίγο πριν τη βάπτιση, άκουσε μέσα του ξεκάθαρα μία φωνή να του λέει: «όχι Μαριάμ, Ματθαία». Μετά τη βάφτιση με ρώτησε ο Γέροντας, εάν είχε κάποια σημασία για μένα ο Άγιος Ματθαίος και εγώ του διηγήθηκα για το βίωμά μου εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν άκουσα το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και είπα ότι θέλω να γίνω μία απάντηση στην αγάπη του Χριστού.

Τη νύχτα την πέρασα προσευχόμενη στην εκκλησία και την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έλαβα τη Μοναχική Κουρά από τον Γέροντα. Αυτές οι δύο μέρες ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. «Επιτέλους έφτασες στο σπίτι σου».

Αυτό το μοναστήρι έγινε η πατρίδα μου. Και στο εξής, ναι μεν διατελώ το διακόνημά μου στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, αλλά επιστρέφω εδώ κάθε Σαββατοκύριακο.

Εν τω μεταξύ πέρασαν τρία χρόνια και όπως τότε έτσι και τώρα, ευχαριστώ το Θεό κάθε μέρα, που με οδήγησε στην Εκκλησία Του και μου χάρισε την ευλογία της Βαπτίσεως.

Μοναχή Matthaia Osswald, Γερμανία



<>






Συνέντευξη με τον π. Symeon de la Jara τον Αγιορείτη Ιερομόναχο ποιητή από το Περού - Κάθε άνθρωπος έχει ένα μονοπάτι

«Παιδί μου, όταν μεγαλώσεις δεν θα μείνεις κοντά μου. Θα φύγεις πολύ μακριά, σε μια χώρα όπου υπάρχει κάτι σαν ένα νησί, το οποίο κατοικούν άνθρωποι της μοναξιάς, που συνέχεια προσεύχονται και σπάνια βγαίνουν στον κόσμο». Tο παιδί έγειρε το κεφάλι στα γόνατα της μητέρας του ακούγοντάς την, καθώς ο ήλιος έδυε στη Λίμα του Περού.

Mεγαλώνοντας, η φιλομάθεια, η αναζήτηση και μια εσωτερική δύναμη σαν τον άνεμο ώθησαν τον ιερομόναχο Συμεών να ταξιδέψει σ᾿ όλο τον κόσμο. Στο Παρίσι ένας ορθόδοξος μοναχός του είπε: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν και μετοχήν· όπως το σίδερο που πυρώνεται γίνεται φωτιά». Eτσι, ο επόμενος σταθμός ήταν το Άγιον Όρος, που τον «κέρδισε», ρίζωσε και το αγάπησε· όπως και την ποίηση, την ελληνική γλώσσα και την Eλλάδα.

Mέσα στη ζέστη του Iουλίου, ελαφριά αύρα με δρόσιζε καθώς περπατούσα προς το Kελί του Tιμίου Σταυρού, όπου στην ησυχία του κατοικεί. Διέσχισα την αυλή περπατώντας από πέτρα σε πέτρα, όπως αργότερα ο παπα-Συμεών, ευγενικός και βαθυστόχαστος, μοίρασε, με θαυμαστά ελληνικά, τη σκέψη του από απάντηση σε απάντηση, έπειτα από δώδεκα έτη σιωπής.

«Kάθε άνθρωπος έχει ένα μονοπάτι…»

-Tο Άγιον Ορος διασχίζεται από δρόμους, αλλά και μονοπάτια· τι προτιμάτε;

-Aναμφισβήτητα, τα μονοπάτια, αλλά χρησιμοποιώ αφειδώς και τους δρόμους. Tα μονοπάτια κρύβουν ένα μυστήριο. Προσφέρουν σκιά, έχουν ξέφωτα και σου προκαλούν τη λαχτάρα για αναπάντεχες συναντήσεις· όπως με μια πέτρα καλυμμένη με βρύα, μ᾿ ένα σπάνιο είδος κάμπιας και με τόσο άλλα, που άδηλα ίσως, μπορεί ν᾿ αναμένει η επιθυμία σου. Eπιπλέον, δεν σκονίζεσαι. Aλλωστε, κάθε άνθρωπος έχει το δικό του δρόμο ή μονοπάτι στον κόσμο τούτο.

-Ο μοναχισμός είναι δρόμος ή μονοπάτι;

-Στενή οδός. Aυτός είναι ο χαρακτήρας όλων των οδών που άγουν στη Bασιλεία του Θεού. Kαι ο μοναχισμός αποτελεί μία οδό έτη περισσότερο στενή, γιατί προορίζεται για έναν. Γι᾿ αυτόν που βαδίζει μόνος προς μόνον. Mονο-πάτι.

-Eνώ η ποίηση;

-Kαι αυτή μονοπάτι. Δρόμος μοναχικότατος. Aνεξήγητη κλίσις. Δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί έχεις αυτήν την ανάγκη να φιλοτεχνείς· αλλά είναι ζωτική ανάγκη.

-Σχετίζονται τα δύο αυτά μονοπάτια;

-Ο μοναχισμός δεν οδηγεί στη Bασιλεία του Θεού από μόνος του, παρ᾿ εκτός αν βιώνεται ως μετάνοια μέχρι τελευταίας αναπνοής· δηλαδή, γυρνώντας το νου προς το Θεό, το λόγο του Θεού. Tο ίδιο και η ποίηση. Aλλωστε, και τα δύο έχουν να κάνουν με το λόγο, τη βίωσή του και την έκφρασή του. Kάθε χριστιανός προτρέπεται να διακρίνει «παν ρήμα αργό» από το έγκαιρο. Οποιος ασχολείται με το λόγο ασχολείται και με τη σιωπή.

-Tηρείται η σιωπή από τους σημερινούς πνευματικούς ανθρώπους;

-Δεν έχουμε μάθει να σιωπούμε όταν γράφουμε. Φωνάζουμε πολύ. Η ποίηση, όπως και ο μοναχισμός, έχει να κάνει με την πειθαρχία. Aπό τους περιορισμούς γεννιέται η τέχνη. Aπό τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Aς έχουμε, όμως, υπ᾿ όψιν ότι ο μοναχισμός είναι η τέχνη των τεχνών.

-Πώς συναντιέται ο ποιητής με το μοναχό μέσα σας;

-Iσως μπορώ να σου απαντήσω μ᾿ ένα ποίημα, της επόμενης συλλογής μου: «Aναζητώντας τον μοναχό ορθόδοξο Συμεών του Aγίου Ορους».

Mοναχός μένει
ευωδιαστό χόρτο
ήσυχη πόρτα
ανάλαφρος αέρας
μόνοι συναντιόμαστε

-Η ποίηση είναι «ψαύση θανάτου»;

-Nαι, γιατί είναι ψαύση ζωής. Οταν πεθαίνεις ζεις. Aυτό έχει να κάνει με το μυστήριο του Σταυρού.

-Kαι στον πρόλογο της ποιητικής σας συλλογής «Συμεών Mνήμα», αναφέρεστε στη ζωοποιό νέκρωση.

-Eίναι η διαδικασία του αγιασμού. Οσο πεθαίνει το σαρκικό φρόνημα – δηλαδή το φρόνημα το κτητικό, που παραμένει μόνο στο κατ᾿ αίσθηση και όχι δι᾿ αυτής, πέρα απ᾿ αυτή – τόσο σου χαρίζεται η ζωή, ο ίδιος ο Λόγος που είναι πανδαισία, απόλαυση, χαρά, τρυφή. Eνώ το φρόνημα της σαρκός είναι να λατρεύεις το κτίσμα αντί του κτίσαντος.

-Στο άλλο σας βιβλίο «Nηφάλιος Mέθη», τονίζετε πως με τη νέκρωση της σάρκας ενδυναμώνεται ο έρωτας.

-Οσο πεθαίνει το σαρκικό φρόνημα τόσο ενδυναμώνεται ο έρωτας για το Θεό μέσα σου· και αντίστροφα. Διά της μεταβολής ολόκληρου του ανθρώπου, του σώματος και της ψυχής του, η οποία αποτελείται από το λογικό, την επιθυμία και το θυμό. Eτσι ο σαρκικός έρωτας γίνεται θείος. Ομως αυτό δεν το κατορθώνεις εσύ. Aλλος ενεργεί, άλλος σε μεταμορφώνει, άλλος σε σώζει. Aλλά ας μη μιλήσω εγώ -που, μάλλον, βρίσκομαι στο σκοτάδι- για πράγματα τόσο λεπτά, για τα οποία έχουν μιλήσει οι άγιοι πατέρες της Eκκλησίας μας πολύ σαφέστερα.

-Στα ποιήματά σας σπανίως χρησιμοποιείτε ρήματα.

-Nαι, ιδίως παλαιότερα. Aλλά δεν είναι εκεί το θέμα· είναι, μάλλον, στη σωστή αρχιτεκτονική του κειμένου, η οποία δηλώνει ρυθμό, ευρυθμία. Aυτό έχει να κάνει με την έμπνευση και την τεχνική του λόγου.

-Eπίσης, λείπει η έντονη παρουσία του εγώ. Mια ήρεμη δύναμη ωθεί τον ποιητικό σας λόγο.

-Δεν επιδιώκω την προβολή του εγώ μου και μακάρι να το καταφέρνω. Tα πράγματα, όμως, περνάνε από την ψυχή μου και δημιουργώ – ας μου επιτραπεί η λέξη. Ο λόγος μου δεν είναι «εξπρεσιονιστικός», τουλάχιστον αυτό επιδιώκω. Aπό τον «εξπρεσιονισμό» πάσχει γενικά όλη η σημερινή τέχνη και μάλιστα εδώ στον τόπο μας. Eίναι τόσο ξένος προς τη δική μας παράδοση κι επίσης προς κάθε παράδοση οποιουδήποτε όντως πολιτισμένου λαού.

-Aυτή η δύναμη καθορίζει και τη ζωή σας;

-Mάλλον· είναι ήρεμη και αποφασιστική· με στόχο, εύτοξη και φτερωτή· ευλογημένη ως βροχή και αύρα λεπτή. M᾿ αυτή τη δύναμη έφυγα μικρός από την πατρίδα μου και πορεύομαι και ρέει όσο σβήνεται το εγώ. Aς μου δώσει ο Kύριος αίσιον τέλος. Nτρέπομαι κι ελπίζω.

«Eνα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ»

-Tο σπίτι σας, όπως και τα ποιήματά σας, έχει θέα στη θάλασσα. Πώς καθρεφτίζεται η θάλασσα στον ψυχισμό σας;

-Ως υγρό στοιχείο, γαλανό, οινωπό, φωσφορίζον, ιριδίζον, πολύχρωμο, κυματώδες, ήσυχο, ανήσυχο, αλμυρό, ζωογόνο, δροσερό, θερμό, διάφανο, αφρώδες και κρημνώδες ως βουνό. Ομως δεν ξέρω αν «καθρεφτίζεται», αισθάνομαι πως υπάρχει μέσα μου. Aλλά δεν έχει θέα μόνο προς αυτήν, απολαμβάνω επίσης τον ουρανό με τα σύννεφα, τον ήλιο, τη σελήνη και τ᾿ άστρα· τη γη, το δάσος και τα όρη, με τα ζώα, τα φυτά και τα βράχια. Eίναι όλα αυτά ένα εκθαμβωτικό, ελπιδοφόρο, μυστικό ραβασάκι.

-Γιατί το χαρακτηρίζετε ραβασάκι;

-Eίναι μια ερωτική επιστολή που σου αφήνει ο Θεός, ο Aγαπημένος, για να ῾ρθεις κοντά του, πολύ κοντά του.

-Παρατήρησα ότι σε κανένα ποίημα δεν βάζετε τελεία.

Θα βάραινε το ποίημα, άλλωστε ποτέ δεν τελειώνει. Eχει συνήθως πολλές αναγνώσεις και οπτικές γωνίες, όπως τα διαμάντια.

-Οι γονείς σας -αναπαυμένοι από χρόνια- σας «επισκέπτονται»;

-Eίναι πάντα στην καρδιά μου. Tους αγαπούσα και τους αγαπώ πολύ. Ο Θεός να τους αναπαύσει. M᾿ επηρέασαν χωρίς να μου επιβληθούν. Tρυφερά σεβόμενοι το παιδί τους κι εμπιστεύοντάς το στο Θεό, μου μετέδιδαν την αίσθηση ότι δεν ήμουνα δικό τους παιδί, αλλά παιδί του Θεού. Hτανε ωραίοι άνθρωποι με ευγενικά αισθήματα. Η μητέρα μου έγινε Ορθόδοξη. Σ᾿ ένα ρυάκι στις παρυφές των Aνδεων βαπτίστηκε, με το όνομα Eλευθερία, από μένα τον ανάξιο αλλά και νέο ιερέα.

-Σε μια ομιλία σας, το 1984, λέγατε ότι ο άνθρωπος δίχως σταυρό κατακρημνίζεται στη γοητεία της αβύσσου.

-Aυτή είναι η τραγωδία του σημερινού κόσμου, ιδίως της σύγχρονης Eλλάδος. Aυτό που έδινε ευγένεια και διαμόρφωσε έναν πολιτισμό σ᾿ αυτόν το λαό ήτανε ο Σταυρός του Xριστού. Tον αποβάλαμε κι έχουμε το σημερινό μπάχαλο -ας μου επιτραπεί η λέξη- τη σημερινή βαρβαρότητα, τον εκφυλισμό, όπως και τη χρεοκοπία του ουμανιστικού πολιτισμού που αφρόνως τον προτιμήσαμε. Eυτυχώς, παρ᾿ όλα αυτά, ακόμα έχουμε εδώ πραγματικό λαό, λαόν Kυρίου· που δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται.

-Tι σημαίνει ο σταυρός για την Eλλάδα;

-Ο σταυρός είναι η ταυτότητα του ελληνικού λαού. Tο δηλώνει και η σημαία του. Mόνο ο σταυρός -ως βίωμα, υπαρξιακή αναφορά, νέκρωση του εγώ και προϋπόθεση της ανάστασης του νέου ανθρώπου και όχι ως σύμβαση και διακοσμητικό στοιχείο- ανοίγει και μαλακώνει την καρδιά μας με την αγάπη, που είναι ο Xριστός, η αστραπή της θεότητος. Eτσι μας επιτρέπει να συγχωρούμε τους πάντες και μεταβάλλει την αγριότητά μας σ᾿ ευγένεια. Aυτά τα λέω πέρα από κάθε εθνικισμό και φανατισμό, που άλλωστε δεν μου ταιριάζουν. Tα λέω, όμως, με πολύ πόνο γι᾿ αυτή τη χώρα και αυτόν το λαό που υπεραγαπώ.

-Aυτές τις μέρες μάλιστα έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί την έκθεση με τα Kειμήλια του Aγίου Ορους.

Aυτά τα έργα συνεχίζουν σιωπηλά τον ευαγγελισμό του κόσμου. Eυαγγελισμός που φέρνει για τους «χρείαν έχουν» την ελπίδα και την παρηγοριά.

-Ο Pεμπό -που βλέπω σε σχέδιο στον τοίχο σας- έγραψε: «Θέλω να κλείσω την αλήθεια σε μια ψυχή και σ᾿ ένα σώμα».

-Tο ζωγράφισα πριν από δέκα χρόνια σε μια στιγμή οδύνης. Eίδες, έχει αρχαγγελική όψη, ενώ συνήθως ως χαμίνι δείχνει. M᾿ επηρέασε στην εφηβική μου ηλικία. Θεωρείται ο πρίγκιπας των νέων ποιητών. Aκολούθησε και αυτός το δρόμο του και λέει ότι θέλει να κλείσει την αλήθεια σε μια ψυχή και σ᾿ ένα σώμα. Aυτό δεν ζητάμε κι εμείς οι χριστιανοί; Οσο μπορούμε να χωράμε τον αχώρητο.



<>







Η Ορθόδοξη Βάπτιση ενός πρώην Ρωμαιοκαθολικού από τον Άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη της Εύβοιας (+1991)

Περίπου το 1990 ένας Ρωμαιοκαθολικός φαρμακοποιός από τον Βόλο, είχε κατηχηθεί και ήθελε να βαπτισθεί Ορθόδοξος, στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ της Εύβοιας, από τον Άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη (+1991), την Πεντηκοστή.

Ολα ήταν έτοιμα και από το Σάββατο είχαν έλθει ο ανάδοχος και ο υποψήφιος προς Bάπτιση. Την Κυριακή και κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, μπαίνει ο ανάδοχος στο Ιερό την ώρα που λειτουργούσε ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης και του λέει ότι ο υποψήφιος για τη Βάπτιση , ο οποίος παρακαλούσε πολύ καιρό για να βαπτισθεί, πήρε την απόφαση να μη βαπτισθεί και έφυγε, φεύγει για τον Βόλο.

“Μη στενοχωρείσαι, παιδί μου”, του λέει ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, “σε 20 λεπτά, θα είναι εδώ”.

Ο άνθρωπος , είχε φτάσει στον Αγιόκαμπο και είχε βγάλει εισιτήριο για να περάσει απέναντι και την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο καράβι κάτω από την δύναμη της προσευχής του Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη και από την Χάρη του Θεού, πράγματι, γύρισε πίσω σε 20 λεπτά με σφοδρή την επιθυμία να βαπτισθεί.

Η απόσταση από τον Αγιόκαμπο στο Μοναστήρι είναι τουλάχιστον πενήντα λεπτά αλλά αυτός χωρίς να τρέχει (και με 200 να πηγαίνεις είναι αδύνατο να φτάσεις σε 20 λεπτά) έφτασε σε 20 λεπτά στο Μοναστήρι.

Εγινε η βάπτιση και έλαμπε ολόκληρος και το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη —γιατί εκεί έγινε η βάπτιση—, ευωδίαζε επί μία εβδομάδα.





<>




Ο Αριστοτέλης και ο π. Symeon de la Jara ο Αγιορείτης ποιητής από το Περού - Ο MARIO VARGAS LLOSA ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

Υπάρχουν ακόμη εξαιρετικοί άνθρωποι και με τις δύο έννοιες του όρου; Ναι. Ενας από αυτούς μάλιστα φορά ράσα και οραματίζεται την επόμενη περιπέτεια που θα ζήσει. Ο λόγος, για τον ιερομόναχο πατέρα Συμεών ντε λα Χάρα (Fr. Symeon de la Jara), έναν αναχωρητή ποιητή, συγγραφέα και ζωγράφο, τον κατά κόσμο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα, ο οποίος ζει, όταν δεν ταξιδεύει στην Κίνα, την Αιθιοπία και αλλού, στο Αγιον Ορος. Τον συνάντησε πρόσφατα ο συμπατριώτης του, ο γνωστός Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Γιόσα, στην Ελλάδα, σε ένα συνέδριο που έγινε στην Ουρανούπολη με θέμα: «Η τραγωδία τότε και τώρα: από τον Αριστοτέλη στην τρίτη χιλιετία».

«Είναι ένας άνδρας 52 ετών -περιγράφει ο Βάργκας Γιόσα με μεγάλη ευαισθησία το συμπατριώτη του- με μακριά γενειάδα και γκρίζα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια και μακριά χέρια που κινούνται, καθώς μιλάει, με την ίδια κομψότητα με την οποία φορά το εντυπωσιακό του ράσο, ενώ στο πέρασμά του συγκεντρώνει τα βλέμματα όλων. Πράγματι, οι Ελληνες που βρίσκονται εδώ, τον περιτριγυρίζουν, τον ακολουθούν, τον πλησιάζουν με μια διάχυτη περιέργεια την οποία φαίνεται να αντιμετωπίζει με κάποια δυσκολία. Είναι προσηνής, ευγενικός και μιλά αργά, σαν να αγωνίζεται ενάντια στο θόρυβο που προκαλούν τόσες φωνές, τόσος κόσμος, τόση κυκλοφορία, σε αντίθεση με τη σιωπή και την ηρεμία της σκήτης του που βρίσκεται σε μια πλαγιά κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Εκεί προσεύχεται, γράφει και ζωγραφίζει από το 1987, όταν έφυγε από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια για να ζήσει ως αναχωρητής στο Αγιον Ορος».

Οπως αναλύει λεπτομερώς στο άρθρο του ο Βάργκας Γιόσα, ο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα προέρχεται από μια «καλή» οικογένεια της Λίμας του Περού, πολλά μέλη της οποίας είναι γνωστοί νομικοί και πολιτικοί. Οι γονείς του, εξαιρετικά προοδευτικοί, όταν στη δεκαετία του ’60 ο γιος τους -εξαιρετικός μαθητής- τους ανακοίνωσε πως δεν θα δώσει εξετάσεις απολυτηρίου «για να μη συμβιβαστεί με το «establishment», αντί να προκαλέσουν μια ελληνική τραγωδία στο σπίτι, αποδέχθηκαν την απόφασή του.

«Από τότε ο Μιγκέλ Ανχελ, ο μετέπειτα ιερομόναχος Συμεών, ένας νεαρός επαναστάτης και ονειροπόλος, έγινε ο πρώτος Περουβιανός χίπι. Διάβαζε σουρεαλιστές και Ρεμπό, μελετούσε το βουδισμό και τον ταοϊσμό και άφηνε τα μαλλιά του μακριά μέχρι τους ώμους. Έπειτα από επίθεση που δέχθηκε λόγω της εμφάνισής του από κάποιον νεαρό, πράξη που του κόστισε την εισαγωγή του σε νοσοκομείο και αμνησία για κάποιο διάστημα, οι συνετοί γονείς του τον έστειλαν στο εξωτερικό. Πήγε στο Λονδίνο και μετά στο Παρίσι και φυσικά αργότερα στην Ινδία και το Νεπάλ, έκανε γιόγκα, μελέτησε το βουδισμό και τον ινδουισμό, αλλά δεν έμεινε εκεί γιατί, όπως λέει ο ίδιος, το θέαμα της διαρκούς αθλιότητας στους δρόμους τού προκάλεσε πρόβλημα στο νευρικό του σύστημα.

Ξαναγυρίζει έτσι στο Παρίσι, εγκαθίσταται στο Καρτιέ Λατέν και αρχίζει να μαθαίνει κινέζικα, όταν μια μέρα σε ένα μικρό εστιατόριο εντυπωσιάζεται από έναν κληρικό με φαρδιά ράσα που έτρωγε μόνος του. Ηταν ένας ελληνορθόδοξος μοναχός, ελβετικής καταγωγής, και που η φιλία τους θα άλλαζε ριζικά τη ζωή του. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει Θεός». Αυτή η φράση που του είπε στην πρώτη τους συζήτηση παραμένει ακόμη ζωντανή στη μνήμη του, μετά από τριάντα χρόνια. Η πρώτη συνέπεια αυτής της νέας φιλίας ήταν ότι ο Μιγκέλ Ανχελ αντικατέστησε την εκμάθηση των κινέζικων με την αγιογραφία και άρχισε να ζωγραφίζει εικόνες στο ατελιέ του Λεονίντ Ουσπένσκι και να μελετά συγχρόνως θεολόγους και μυστικιστές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1972, ύστερα από ένα ταξίδι του στη Σερβία και την Ελλάδα, ασπάστηκε την ορθοδοξία και τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Εκκλησία. Εγινε δεκτός στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια σε ηλικία 22 ετών χωρίς να μιλά λέξη ελληνικά.

«Ηταν μια πολύ όμορφη εμπειρία», μου εκμυστηρεύτηκε. «Από την πρώτη μέρα στο μοναστήρι κατάλαβα πως επιτέλους είχα βρει αυτό που αναζητούσα». Οχι μόνο στη θρησκεία, αλλά και στην κουλτούρα και την ελληνική γλώσσα, που διαμόρφωσαν το πνεύμα και την προσωπικότητά του. Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όλη η κοινότητα των μοναχών του Αγίου Γεωργίου μεταφέρθηκε στο Άγιον Όρος, ο πατέρας Συμεών ήξερε να διαβάζει και να γράφει ελληνικά και είχε ήδη αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σ’ αυτή τη γλώσσα. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε στο μοναστήρι του Οσίου Γρηγορίου στο Αγιον Ορος χειροτονήθηκε ιερέας και το πνευματικό και θεολογικό του έργο άφησε τα ίχνη του στην κοινότητα, ενώ από το 1983 βγαίνει από την Ελλάδα για να δώσει διαλέξεις για την Ορθοδοξία και το Άγιον Όρος. Μία από αυτές μάλιστα στην έδρα του ΝΑΤΟ!

Σ’ αυτήν τη δεκαετία δημοσιεύονται τα πρώτα του θρησκευτικά δοκίμια και τα ποιήματά του. Το τελευταίο «Με ιμάτιον μέλαν» (εκδόσεις Αγρα) περιέχει και χαρακτικά του, μια τέχνη με την οποία ασχολούνταν όταν ήταν νέος στη Λίμα και ξανάπιασε όταν αποσύρθηκε από το μοναστήρι, το 1987, στη σκήτη όπου ζει μέχρι τώρα. Στη διάλεξή του, στα ελληνικά, ο πατέρας Συμεών εξηγεί πως γι’ αυτόν το να γράφει είναι ένας τρόπος να ζει πιο βαθιά τη φύση που τον περιβάλλει στα βουνά και ένας τρόπος να προσεύχεται και να βρίσκει στιγμιαία λύτρωση και παρηγοριά, ενώ συνέκρινε την ασκητική με την αριστοτελική περιγραφή της κάθαρσης (…). Ο πατέρας Συμεών φαίνεται να είναι μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις του ανθρώπινου είδους, ικανού να αλλάξει τη ζωή του όσες φορές χρειάζεται, ακόμη και τώρα. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Για να μη φθαρεί από τη ρουτίνα και να μη μετατραπεί σε άγαλμα. Για να συνεχίσει να εξερευνά τις απεριόριστες δυνατότητες του κόσμου και της ζωής μέχρι την τελευταία του πνοή, με αυτήν τη χαρωπή περιέργεια με την οποία με ρωτά για τα πάντα που ξέρω και δεν ξέρω (…).

Γιατί με εντυπωσίασε τόσο η γνωριμία μου με τον πατέρα Συμεών ώστε όταν αποχαιρετιστήκαμε να έχω την εντύπωση πως αποχωρίζομαι έναν παλιό και αγαπημένο φίλο; Πρώτα πρώτα για την ανθρωπιά του και επιπλέον γιατί η περίπτωσή του είναι μια απόδειξη πως η τέλεια βιωμένη ελευθερία μπορεί να απελευθερώσει ένα ανθρώπινο ον από όλους τους περιορισμούς -θρησκεία, πατρίδα, κουλτούρα, γλώσσα, έθιμα- που για τους κοινούς πολίτες λειτουργούν στην πράξη σαν τόσους άλλους τόπους συγκέντρωσης, και να τους αντικαταστήσει με άλλους, ελεύθερα επιλεγμένους, σύμφωνα με τις επιθυμίες του και τα όνειρά του. Παραμένω αγνωστικιστής, οι θρησκευτικές αντιλήψεις με αφήνουν αδιάφορο. Αλλά το να περιορίσω την ιστορία του πατέρα Συμεών σε μια απλή αλλαγή πίστης θα ήταν αφύσικο. Η ιστορία του είναι αυτή ενός αποπροσανατολισμένου νέου χίπι που με θάρρος, ευαισθησία και επιμονή στάθηκε ικανός να αρνηθεί όλες τις εκδοχές της εποχής του, της οικογένειάς του, και της χώρας του και να κατασκευάσει έναν κόσμο στα δικά του μέτρα, με δικό του προορισμό, να φτιάξει μια ζωή που την εμπλούτισε ο ίδιος στη γη του Αριστοτέλη!».

Ἀπό: Βίκη Τσιόρου, Εφημ. Ελευθεροτυπία, 19 Οκτωβρίου 2002


<>








2005: π. Jeremy Krieg, Αυστραλία - Απο τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

Ένας Αυστραλός επιστήμονας γίνεται Ορθόδοξος Ιερέας

Ο Jeremy Krieg γεννήθηκε στην Νότια Αυστραλία και είναι ένα από τα τρία παιδιά μιας Χριστιανικής οικογένειας με γερμανικές ρίζες. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πρόγονοί του μετανάστευσαν στην Αυστραλία γύρω στο 1840 οπότε και ασπάστηκαν τον Λουθηρανισμό.

Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της εφημερίδας της Αυστραλίας “Νέος Κόσμος”, «Οι γονείς μου ήταν εκείνοι που πρώτοι δίδαξαν και εμπότισαν σε μένα τον ίδιο, αλλά και στα δύο μου αδέλφια, την αγάπη για το θεό και τη σημασία της χριστιανικής πίστης» εξηγεί σε συνέντευξή του στο «Νέο Κόσμο» ο 40χρονος σήμερα Ελληνορθόδοξος Ιερέας, ο οποίος είναι και πτυχιούχος Ηλεκτρονικής Μηχανολογίας, Φυσικών Επιστημών και Μαθηματικών.

«Όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου εργάστηκα ως μηχανικός λογισμικού στον τομέα της άμυνας σε μια εταιρία που έφερε την ονομασία Defence Science Technology Organisation και μετέπειτα σε μια εταιρία ηλεκτρονικού διαδικτύου. Στην ηλικία των 28 χρόνων, συνειδητοποίησα ότι, παρά τις όποιες σπουδές μου και τη δυνατότητα που αυτές μου έδιναν να απαντήσω σε πολύπλοκα ζητήματα φυσικής, μαθηματικών και μηχανολογίας, αδυνατούσα να βρω απαντήσεις σε βαθύτερα ζητήματα που με απασχολούσαν και αφορούσαν την πίστη μου, η οποία ήδη αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της ζωής μου» εξηγεί ο π. Ιερεμίας, ο οποίος με αφετηρία την διαπίστωση αυτή αποφάσισε να μελετήσει και να εντρυφήσει σε θρησκευτικά ζητήματα με απώτερο σκοπό να ανακαλύψει την αλήθεια για την πίστη του και -ει δυνατόν- να αλλάξει τη ζωή του, προσαρμόζοντάς την σε όποια αλήθεια ανακάλυπτε για την Χριστιανοσύνη.

«Καθώς μεγάλωνα, είχα έρθει σε επαφή μόνο με τις θεωρίες του Λουθηρανισμού, ενώ η αλήθεια είναι ότι αν και ανέκαθεν έτρεφα ιδιαίτερη εκτίμηση σε ό,τι αφορά την αξία των Χριστιανικών Μυστηρίων, απέρριπτα την ιδέα της ύπαρξης ενός Πάπα και γι’ αυτό έως τότε ένιωθα να με εκφράζει μερικώς μόνο ο Λουθηρανισμός.

«Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσα να πιστεύω ότι ορισμένα διδάγματα της Λουθηρανικής πίστης δεν ταυτίζονταν με όσα εγώ αντιλαμβανόμουν ως αλήθεια, γι’ αυτό και ξεκίνησα να μελετώ τα διδάγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αρχικά μέσα από το διαδίκτυο και μετέπειτα ακολουθώντας σπουδές Θεολογίας».

Ο πατέρας Ιερεμίας υποστηρίζει ότι αυτό που τον «τράβηξε» στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ότι -σε αντίθεση με τις υπόλοιπες- αυτή παραμένει πιστή σε όσα διακηρύττει και δεν αλλοιώνει ούτε επιτρέπει συμβιβασμούς «στο όνομα» της συλλογικής ένταξης και της καθολικής ενότητας.

Πεπεισμένος για την ορθότητα της απόφασής του, ο Αυστραλός μηχανολόγος επισκέφθηκε αρχικά την λιβανέζικη Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία υπάγεται στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αντιόχειας και το 2005 πήρε την μεγάλη απόφαση να βαφτιστεί ορθόδοξος.

«Λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι πρώτες μου επαφές με την Ενορία Ιεράς Μονής
Αγίου Νεκταρίου Croydon και, συγκεκριμένα, με την ομάδα πιστών εκεί, η οποία λειτουργούσε υπό την αιγίδα του αρχιμανδρίτη Σιλουάν» λέει ο πατήρ Ιερεμίας, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα γνώρισε εκεί τη σημερινή σύζυγό του Ιωάννα, παιδί Ελλήνων μεταναστών με καταγωγή από την Ήπειρο και τον Πόντο, με την οποία ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου την Κυριακή του Θωμά 2009.

«Συνεχίσαμε και εγώ και η πρεσβυτέρα να έχουμε ενεργή συμμετοχή στην Ενορία, να διδάσκουμε στο κατηχητικό και να ψέλνω στη λειτουργία».

Η αφοσίωση και το έργο του ζευγαριού τράβηξε την προσοχή του θεοφιλεστάτου Επισκόπου Δορυλαίου κ.κ. Νικάνδρου, ο οποίος προσέγγισε τον νεαρό τότε μηχανολόγο και του πρότεινε να χειροτονηθεί και να γίνει επίσημα μέλος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας.
«Με την ευλογία του αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού, χειροτονήθηκα διάκονος στις 12 Μαΐου 2012 από τον θεοφιλέστατο Επίσκοπο Δορυλαίου κ.κ. Νίκανδρο, και ιερέας στα τέλη του ίδιου χρόνου, οπότε και ξεκίνησα να λειτουργώ τα Σαββατοκύριακα ως εθελοντής ενώ συνέχισα να εργάζομαι ως μηχανικός».

Τα τελευταία δύο χρόνια ο πατέρας Ιερεμίας εργάζεται ως διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Πρόνοιας «Αγία Φιλοθέη» ενώ τα ελληνικά του βελτιώνονται μέρα με τη μέρα.

«Μαθαίνω την γλώσσα μαζί με την κορούλα μου, η οποία ήρθε στο κόσμο σχεδόν ένα μήνα μετά την χειροτονία μου και ήταν, μάλιστα, το πρώτο παιδάκι που βάφτισα. Την ονομάσαμε Στυλιανή για να τιμήσουμε τον άγιο αφού γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου και θεωρούμε μεγάλη ευλογία το γεγονός πως η κόρη μου ήταν το πρώτο παιδί στο οποίο διάβασα τις προσευχές της 8ης μέρας και της Σαρακοστής.

Πόσο δύσκολο, όμως, είναι για τον ίδιο τον πατέρα να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου όλοι οι «αδελφοί» του είναι Έλληνες και πώς του συμπεριφέρονται οι ελληνορθόδοξοι πιστοί;

«Με υποδέχτηκαν όλοι πολύ θερμά, με όλη τους την καρδιά και μάλιστα πιστεύω πως όσοι με γνωρίζουν είναι μαζί μου πολύ πιο επιεικείς από ό,τι θα ήταν αν δεν ήμουν ξένος» παραδέχεται ο πάτερ Ιερεμίας, ο οποίος είναι ο τρίτος κατά σειρά ιερέας που χειροτονήθηκε σε Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αυστραλίας χωρίς να είναι Έλληνας ενώ όπως μας αποκαλύπτει δεν είναι πλέον μόνος στην Πολιτεία της Νότιας Αυστραλίας αφού πρόσφατα η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία υποδέχθηκε ακόμα έναν «ξένο» στους κόλπους της, τον πάτερ Δανιήλ.

«Με τον πατέρα Δανιήλ είμαστε και κουμπάροι, αλλά και ζωντανή απόδειξη ότι η Ορθοδοξία δεν έχει γλώσσα και πατρίδα. Γι’ αυτό συμβουλεύω όλους όσοι επιθυμούν να ακολουθήσουν το ταξίδι αυτό να οπλιστούν με υπομονή και επιμονή για να μπορέσουν να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια και τις τυχόν δυσκολίες έχοντας το βλέμμα τους διαρκώς στραμμένο σε έναν και μοναδικό στόχο: να φτάσουν στην πραγματική αλήθεια, που δεν είναι άλλη από την πίστη στην ορθοδοξία.

«Ελπίζω ότι βλέποντας ανθρώπους σαν εμάς να ασπάζονται την Ορθόδοξη Πίστη και άλλοι συνάνθρωποι μας θα αρχίσουν να αναρωτιούνται και να ερευνούν την πίστη μας, κατανοώντας πως η Ορθοδοξία που υπηρετούμε δεν ξεχωρίζει Έλληνες, Σέρβους, Ρώσους, Ρουμάνους, αλλά ανήκει σε όλους και είναι η ύψιστη έκφραση αγάπης του Θεού στον κόσμο αυτό» καταλήγει ο πατήρ.



<>








Τα ίχνη του Θεού στο Κονγκό της Αφρικής - Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

Βρισκόμασθε στήν Ἀφρική.

Ὁ Ἁγιορείτης ιεραπόστολος π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης ἀναφέρει:

«῞Ενα πρωϊνό τοῦ ᾽Ιανουαρίου 1991 εἰσῆλθε στήν αὐλή τῆς ἱεραποστολικῆς βάσεως Κολουέζι ὁ ἰθαγενής ἱερεύς π. ᾽Ιάκωβος συνοδευόμενος ἆπό τόν ὁμοεθνῆ του Τάμπουε. Μέ χαιρέτησαν ἐγκάρδια. Ὁ π. ᾽Ιάκωβος μοῦ συνέστησε τό νεαρό: “Ὁ κύριος αὐτός ζητεῖ νά γίνη ὀρθόδοξος. Σοῦ τόν παραδίδω. Συζήτησε μαζί του ὅ,τι νομίζεις”. Ἦταν ἕνας λεπτός, σοβαρός καί σεμνός νέος ὄχι παραπάνω ἀπό τριάντα χρονῶν. Πρίν τοῦ ὑποβάλλω βροχή τίς ἐρωτήσεις, τοῦ ζήτησα νά μοῦ διηγηθῆ τήν ἱστορία του καί πῶς ἔφθασε ὥς ἐδῶ. Μοῦ διηγήθηκε λοιπόν τά ἑξῆς:

“Γεννήθηκα στό Λουμπουμπάσι τό 1963. Εἶμαι μοναχογιός εὐσεβῶν γονέων καθολικῶν. Ἀπό μικρός ἀκολουθοῦσα τήν Ἐκκλησία καί τίς ὑποδείξεις τῶν γονέων μου γιά τή σωτηρία μου. Στά εἴκοσί μου χρόνια ἐπηρεάσθηκα ἀπό τά ῾ἁγιοπνευματικά᾽ καί ῾ἁγιοφωτιστικά᾽ κηρύγματα τῶν Πεντηκοστιανῶν καί προσεχώρησα στήν αἵρεσί τους.

Ἀγαποῦσα τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἐπιδόθηκα μέ ζῆλο σ᾽ αὐτήν. Πίστευα ὅτι εἶχα βρεῖ τήν ἀληθινή Ἐκκλησία καί σ᾽ αὐτήν τώρα θά ἔπρεπε νά κοπιάσω, γιά νά βοηθήσω καί τούς συνανθρώπους μου στό δύσκολο ἔργο τῆς σωτηρίας. Οἱ προϊστάμενοί μου ἐξεδήλωσαν τήν εὐαρέσκειά τους γιά τό ζῆλο μου πρός μάθησι καί θρησκευτική δρᾶσι καί γρήγορα μέ προήγαγαν σέ πάστορα μιᾶς ἐνορίας.

Σέ λίγο διάστημα ἄλλο σκαλί ἀνώτερο μέ περίμενε. Μοῦ ἔδωσαν τό ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου καί ἱεροκήρυκα μιᾶς μεγάλης περιοχῆς πού περιλάμβανε ὅλο τό Λουμπουμπάσι καί πολλές ἐνορίες γύρω ἀπό αὐτό. Σ᾽ αὐτό τό ἔργο ἐπιδόθηκα πλέον ὄχι μέ ζῆλο, ἀλλά καί μέ φανατισμό. Θεωροῦσα τόν ἑαυτό μου εὐτυχῆ, διότι ἤμουνα πάνω ἀπό ὅλους, διότι τούς ὁδηγοῦσα ὅπως ἤθελα καί μέ τίς ἑρμηνεῖες τῆς ἁγίας Γραφῆς πού ἐγώ θεωροῦσα σωστές. Ἐπί δύο χρόνια ἐπισκεπτόμουν τίς ἐνορίες μου καθοδηγώντας τούς πάστορες μέ πύρινα κηρύγματα. Δέν δείλιαζα νά συνομιλήσω μέ ὁποιονδήποτε ἐπίσημο ὑπάλληλο τῆς χώρας μου. Τόν κυβερνήτη (νομάρχη) τοῦ Λουμπουμπάσι ἐγώ τόν μετέστρεψα ἀπό τόν Παπισμό στήν Πεντηκοστιανή αἵρεσι, καθώς καί ἄλλους παράγοντες.

Κάποια ἡμέρα πού διάβαζα τήν Καινή Διαθήκη προσεκτικά, διεπίστωσα ὅτι μερικά ἔργα καί μηνύματα πού ὁ Χριστός ἔδωσε στούς Μαθητές του ἐμεῖς δέν τά εἴχαμε σέ ἐφαρμογή. ῎Εδωσε στούς Ἀποστόλους τήν ἐξουσία νά λύνουν καί νά δένουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, τούς ἔδωσε τό σῶμα καί τό αἷμα του πρός ζωή αἰώνια, τούς ἔδωσε ἐντολή νά βαπτίζουν τά μέλη τῆς θρησκείας κ.ἄ.. ῞Ολα αὐτά δημιούργησαν μέσα μου πολλά ἐρωτηματικά, διότι τό κήρυγμά μου στίς ἐνορίες δέν περιεῖχε τίς ἀνωτέρω ἐντολές καί ὑποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. Ἄρχισα νά ἀνησυχῶ μήπως ἡ θρησκεία πού ἀκολουθῶ δέν εἶναι ἡ σωστή καί βαδίζω στό δρόμο τῆς πλάνης. ῞Εως ὅτου ὅμως μπορέσω νά δώσω ἀπάντησι στά ἐρωτήματά μου πού δέν μοῦ ἔδιναν οὔτε ὕπνο στά βλέφαρά μου, ἀποφάσισα νά ἀποδημήσω χωρίς νά πῶ σέ κανένα τίποτε.

Ἦλθα στό Κολουέζι. Νοίκιασα ἕνα χορταρένιο καλυβάκι στή συνοικία τῶν ἰθαγενῶν καί ἄρχισα νά ἀσχολοῦμαι ἐλάχιστα μέ τό ἐμπόριο γιά τή καθημερινή μου τροφή. Σταμάτησα νά πηγαινοέρχωμαι σέ ἐκκλησίες, δεδομένου ὅτι σ᾽ αὐτή τήν περιοχή εἶναι πάνω ἀπό τριάντα, διαφορετικές ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Εἶπα μέσα μου: Θεέ μου, γνωρίζω ὅτι μία Ἐκκλησία ἄφησες στόν κόσμο. Οἱ Πεντηκοστιανοί καί ἄλλοι μοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον ἡ ἀρχέγονη Ἐκκλησία. Ἀλλά πῶς ἐξηγεῖται ὁ λόγος Σου: ῾καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (: οὔτε ὁ Ἅδης δέν θά μπορέση νά τή νικήση)᾽(Μθ 16, 18); Ὑπάρχει, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία Σου καί εἶναι μόνο μία. Φώτισέ με, λοιπόν, νά τή γνωρίσω καί νά τήν ἀκολουθήσω.

Ἡμέρα καί νύκτα πλέον δέν ἔπαυσα νά ἐπιτελῶ αὐτό τό ἔργο μόνο: Προσευχή νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία του. Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς κάποια ἀπάντησι, κάποια πληροφορία. Λογισμοί δυσπιστίας μέ κύκλωσαν. Σύννεφα ἀπελπισίας ἦλθαν νά μέ σκεπάσουν. Ἀλλά ὁ πανάγαθος Θεός δέν ἄργησε νά μοῦ δώση τό ποθούμενο, βλέποντας τήν ἀγωνία μου.

Μιά νύκτα βλέπω στόν ὕπνο μου ἕναν ἄγνωστο μαυροφορεμένο. Ἦταν εὐρωπαῖος κληρικός. Μαῦρα ράσα, ἄσπρα γένεια, λευκό καί γαλήνιο πρόσωπο, εἰρηνική καί στοργική ματιά. Μέ πλησίασε καί μοῦ μίλησε στά Σουαχίλι. Ἐγώ ἀπόρησα πῶς αὐτός ὁ γέροντας, μολονότι Εὐρωπαῖος, ξέρει Σουαχίλι. Μοῦ εἶπε ἐπί λέξει τά ἑξῆς: ῾Εἶμαι ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἄν θέλης νά σωθῆς, νά ἀκολουθήσης τή δική μου Ἐκκλησία᾽. Μέ εὐλόγησε καί ἐξαφανίσθηκε. Σηκώθηκα σαστισμένος. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ εὐρωπαῖος παπᾶς καί ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία του; Ποιός θά μέ καθοδηγήση σ᾽ αὐτήν;

Ἀφοῦ σηκώθηκα, βγῆκα στούς δρόμους καί ρωτοῦσα τούς συμπατριῶτες μου νά μάθω σέ ποιά Ἐκκλησία ἀνήκει ὁ ἅγιος Νικόλαος. Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες ἄκαρπης ἀναζητήσεως, ἔστειλε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπό του. Μιά Χριστιανή ὀρθόδοξη τῆς ἐνορίας τοῦ ἁγίου Γεωργίου Κολουέζι, κάτοικος τῆς ἴδιας συνοικίας, μέ πολλή χαρά μοῦ ἀνακοίνωσε γι᾽ αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσα. Μέ πῆρε καί μέ πῆγε στόν ὀρθόδοξο ἱερέα π. ᾽Ιάκωβο, ὁ ὁποῖος μένει ἐκεῖ. Καί αὐτός μέ ἔφερε σήμερα στήν Ἱεραποστολή”.

Αὐτή ἦταν ἡ δαιδαλώδης πορεία τοῦ νέου αὐτοῦ, γιά νά φθάση στό τόπο τῆς ἀναψυχῆς, στή κοινή ὅλων μας Μητέρα Ἐκκλησία. “Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου (: ἔτσι ἀλλοιώνει πρός τό καλύτερο τό δεξί χέρι τοῦ Θεοῦ)… Τίς Θεός μέγας ὡς ὁ Θεός ἠμῶν;”.

Σήμερα ὁ νέος αὐτός παρακολουθεῖ ἀκόμη τά κατηχητικά μαθήματα μέ ταπείνωσι καί ἀνυπομονησία γιά τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς του. Διαβάζει μέ ἱερό ζῆλο τά ὀρθόδοξα βιβλία, καταρτίζεται γιά νά ὑπηρετήση μελλοντικά τήν Ἐκκλησία ὡς κληρικός, ἐάν εἶναι θέλημα Θεοῦ. ῎Ετσι μοῦ εἶπε.

Στούς πρώην πάστορες καί διδασκάλους τῶν Πεντηκοστιανῶν κρατάει ἀδελφική μέν, ἀλλά μαχητική στάσι. Τούς δημιουργεῖ ἰσχυρούς προβληματισμούς καί ἀμφιβολίες γιά τήν ἀλήθεια τῆς κοινότητός τους. Τούς ἐκμυστηρεύεται τό θαυμαστό γεγονός τῆς ξαφνικῆς ἀλλαγῆς και στροφῆς του στήν ᾽Ορθοδοξία.

Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ἴδιος νέος μέ πλησίασε γιά νά μοῦ πῆ πῶς βαδίζει στήν καινούργια του πορεία. Μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἐπίσης και τό ἑξῆς:

“῞Ενα ἀπόγευμα διάβαζα τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου ᾽Ιακώβου. Ξαφνικά αἰσθάνομαι μιά δροσερή αὔρα νά μέ περιβάλλη, ἡ ὁποία κατόπιν μπῆκε μέσα μου καί γέμισε τήν ὕπαρξί μου μέ χαρά καί γαλήνη πνευματική. Πρώτη φορά αἰσθάνθηκα τέτοια ἱερή ἐμπειρία. Ταυτόχρονα ἄκουσα μία φωνή πού μοῦ ἔλεγε: ῾Ἄφησε ὅλες τίς αἱρέσεις καί ἀκολούθησε ἀταλάντευτα τήν ᾽Ορθόδοξη Ἐκκλησία᾽.

Δέν ἔχω, λοιπόν, πάτερ, καμμία ἀμφιβολία ὅτι βρίσκομαι στήν ἀληθινή ἀρχαία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστῶ τό Θεό, διότι ὑπάρχει αὐτή ἡ Ἐκκλησία του στήν πόλι μας, τόσο κοντά μας. Δέν χρειάσθηκε νά τρέξω μακρυνές ἀποστάσεις γιά νά τή βρῶ. Εὐχαριστῶ ὅλους ἐσᾶς τούς ἀποστόλους του γιά τό ἔργο πού ἐπιτελεῖτε στή πατρίδα μας. Προσεύχεσθε γιά μένα νά σᾶς ἀκολουθήσω γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ μας”».

Από το Βιβλίο:

Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Τα Ίχνη του Θεού (Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία), εκδ. Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αθήνα 2011



<>








Η επιστροφή στην Ορθοδοξία του π. Andrew Harmon, ΗΠΑ - Τα όνειρα του Asbury και οι Ορθόδοξες πραγματικότητες

Όταν σαν ένας θεολογικά συντηρητικός λαϊκός στην «Ενωμένη Μεθοδιστική Εκκλησία» άρχισα για πρώτη φορά να νοιώθω την κλήση τού Θεού για την ιερωσύνη, το Σεμινάριο Asbury στο Wilmore του Kentucky των ΗΠΑ ήταν το μόνο σχολείο που υπολόγισα σοβαρά. Το Asbury είναι ένα μη ομολογιακό και συντηρητικό σχολείο των οπαδών τού Wesley, το οποίο τραβά μεγάλους αριθμούς πιο παραδοσιακών και Ευαγγελικών Ενωμένων Μεθοδιστών υποψηφίων για την Ιερωσύνη. Τα περισσότερα Σεμινάρια των Ενωμένων Μεθοδιστών, από την άλλη, είναι γνωστά σαν εστίες της ετεροδοξίας.

Επομένως ξεκίνησα για το Asbury και το Kentucky γι’ αυτό που τώρα αναπολώ σαν τρία καλά χρόνια σχολείου με πολλά πολύτιμα μαθήματα Το Asbury έδινε μεγάλη έμφαση στην εμμονή στα παραδοσιακά πιστεύω τού Χριστιανισμού. Αυτή η έμφαση ήταν διπλά σημαντική, αφού οι περισσότεροι από μας προορίζονταν για την ιερωσύνη σε μια ομολογία όπου το να είσαι παραδοσιακός σήμαινε σχεδόν αποκοπή.

Το Asbury προσπαθούσε να διατηρήσει τη διδασκαλία του John Wesley, του Ιδρυτή των Μεθοδιστών στην Αγγλία τον δέκατο όγδοο αιώνα. Στην έρευνά μου άρχισα να ανακαλύπτω ότι ο Wesley πίστευε πολλά πράγματα, που οι σύγχρονοι οπαδοί του, είτε δυσπιστούν ή προσπαθούν να αγνοούν  όπως την αληθινή παρουσία του Χριστού στη θεία Ευχαριστία, την αναγέννηση του βαπτίσματος, και ακόμα το αειπάρθενο της Παναγίας. Επίσης ανακάλυψα ότι ο Wesley μελέτησε σοβαρά τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας.

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ

Αυτή η ανακάλυψη με οδήγησε στο να εμβαθύνω ο ίδιος στους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η φοιτητική μου εργασία στη ρωσική ιστορία με είχε ήδη κάμει ενήμερο για την Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη. Όμως για διάφορους λόγους, ποτέ δεν το είχα υπολογίσει σοβαρά για τον εαυτό μου. Τώρα, προσέγγισα το θέμα πολύ πιο σοβαρά.

Αναμφίβολα η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου -σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια, για την ακρίβεια. Ο Προτεσταντισμός από την άλλη, είχε κομματιαστεί σε θεολογική αναρχία και εκκλησιαστικό χάος μετά από μόνο λίγους αιώνες. Ακόμη και το Ευαγγελικό κίνημα συμβιβάστηκε σε πολλά που είχε πρωτοστατήσει, κάτω από την πίεση της αυξανόμενης κοσμικής κουλτούρας. Και οι σύγχρονοι οπαδοί του Wesley φαινόντουσαν να θέλουν να αγνοήσουν μεγάλους παράγοντες στον παραδοσιακό Χριστιανισμό (όπως τα μυστήρια) που υπήρξαν υψίστης σημασίας στον ίδιο τον Wesley.

Έτσι πήρα μερικά μαθήματα στην εκκλησιαστική ιστορία και τους πρώτους Πατέρες και έκαμα επίσης λίγη ανεξάρτητη μελέτη. Πείσθηκα όλο και περισσότερο ότι οι αρχαίες παραδόσεις της Εκκλησίας περιείχαν πολλά, που ο σύγχρονος Προτεσταντισμός παραθεώρησε. Κι όμως δεν ήμουν εντελώς πεπεισμένος. Η μετάβαση θα ήταν αργή και σταδιακή διαδικασία. Με την αποφοίτησή μου από το Asbury δεν ήμουν ακόμη στο σημείο να μεταπηδήσω στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Ειλικρινά, ο στόχος μου τότε ήταν να εργαστώ μέσα στον Προτεσταντικό κόσμο, για να τον φέρω στην γραμμή των διδασκαλιών και συνηθειών τού αρχαίου Χριστιανισμού. Όπως πολλοί άλλοι στο Asbury, σκεπτόμουν και έλπιζα ότι ο Μεθοδισμός θα ξαναζωντάνευε από τις δυνάμεις τού εκμοντερνισμού. Έτσι η γυναίκα μου, το πρώτο μου παιδί και εγώ προχωρήσαμε στην ενοριακή ιερωσύνη γεμάτοι ζήλο, έτοιμοι να κάμουμε μάχη με τους ετερόδοξους και να σώσουμε ψυχές για το Χριστό. Και εγώ, λόγω της νεώτερής μου αγάπης για τους Πατέρες και την Ορθοδοξία, έλπιζα να οδηγήσω τα πράγματα σε μια πιο παραδοσιακή, πατερική κατεύθυνση.

Το Σεμινάριο ξεκίνησε θετικά στο δρόμο της Ορθοδοξίας. Από την άλλη, η ομολογία μου θα έδινε την τελική ώθηση.

Η ΜΕΘΟΔΙΣΤΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ

Τα τρία μου χρόνια σαν Μεθοδιστής πάστορας ήσαν συναρπαστικά, πληρέστατα και ξεκάθαρα διασκεδαστικά. Ήταν σπουδαία εργασία. Όμως υπηρετώντας μια ενορία σε μια κυρίως Προτεσταντική ομολογία μπορεί επίσης να είναι μια τρομακτικά απογοητευτική εμπειρία. Η δομή της εξουσίας ασκούσε συνεχή πίεση σε μας για να συμμορφωθούμε με τις οποιεσδήποτε επαναστατικές τάσεις που υπήρχαν στην ομολογία. Η εκπαίδευση στο Asbury εθεωρείτο καλή εν όσω συνεισέφερε στην εκκλησιαστική ανάπτυξη και επιτυχία  όχι όμως αν έθετε σε προβληματισμό ή αντιστεκόταν σε πλανεμένες διδασκαλίες μέσα στην ομολογία. 

Δυο παράγοντες ιδιαιτέρως με έπεισαν σύντομα ότι τα όνειρα που έκανα στο Asbury για αλλαγή και αναζωογόνηση του Μεθοδισμού ήσαν μόνο ψευδαισθήσεις. Πρώτον, έγινα ενήμερος για το πόσοι απόφοιτοι τού Asbury είχαν υποκύψει σε πιέσεις και συμβιβάστηκαν στα πιστεύω τους. Πολλοί απ’ αυτούς ήσαν σε διάφορα στάδια μεταπηδήσεως σε δογματική αποστασία. Αυτό με φόβισε. Πώς μπορούσα να ξέρω ότι τελικά δεν θα έκανα το ίδιο; 

Θυμούμαι μια επίσκεψη στο σπίτι μου από ένα φίλο και απόφοιτο επίσης του Σεμιναρίου, ο οποίος, όπως κι εγώ, είχε περίπου δυο χρόνια σαν πάστορας. Δεν είχαμε ειδωθεί από τον καιρό του Σεμιναρίου κι έτσι μοιραζόμασταν τις εμπειρίες μας σαν πάστορες. Ο φίλος μου υπήρξε πολύ πειθαρχημένος και θεολογικά έξυπνος φοιτητής στο Σεμινάριο  κάποιος που ήξερε τι πίστευε και δεν είχε καθόλου προθέσεις να υποταχθεί σε πιέσεις, να αλλάξει τις πεποιθήσεις του.

Δυο χρόνια σαν πάστορας, τον είχαν αλλάξει αποφασιστικά. Τώρα νόμιζε ότι εκείνοι που είχαν έγκαταλείψει την πίστη τη βασισμένη στη Βίβλο ήσαν εντάξει. Δεν συμφωνούσε σ’ όλα, αλλά μπορούσε εύκολα να συνεργασθεί μαζί τους και τους θεωρούσε καλούς Χριστιανούς. Αυτό για μένα ήταν ένας πραγματικός κλονισμός. Θυμούμαι ότι σκέφτηκα: «αυτός ίσως να είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μιλώ κι εγώ!» Τέλος πάντων, ποιος ήμουν εγώ που θα ήμουν αρκετά δυνατός για να μείνω σταθερός στα πιστεύω μου, αν άλλοι αμφιταλαντεύονταν; Αυτό με βοήθησε ώστε να πεισθώ ότι χρειαζόταν να κάμω μια αποφασιστική αλλαγή. 

Ένας δεύτερος παράγοντας βοήθησε να πεισθώ ότι τα όνειρα που έκανα στο Asbury ήσαν πράγματι ψευδαισθήσεις. Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα για τους Ευαγγελικούς που μένουν και υπηρετούν σε φιλελεύθερες ομολογίες είναι η ελπίδα ότι τέτοιο πρόσωπο μπορεί πάντοτε να δώσει μια μαρτυρία για το Χριστό, και να οδηγήσει άτομα στη σωστή κατεύθυνση σε μια τοπική ενορία κι αν ακόμη η ομολογία είναι γεμάτη από αιρετικά στοιχεία.

Παρόλο που αυτό το επιχείρημα περιέχει δόση αληθείας, μια μεγάλη τρύπα έγινε σύντομα φανερή στον ιδιαίτερό μου τόπο. Ήμουν πάστορας σε μια ενορία σε μια ακμάζουσα πόλη ανθρακωρύχων στο δυτικό τμήμα της Βόρειας Ντακότας. Η φύση της περισσότερης δουλειάς εκεί (κατασκευή εργοστασίου ηλεκτρικού ρεύματος) γινόταν για ένα πολύ παροδικό πληθυσμό, αφού οι άνθρωποι μετακινούνταν προς και από την πόλη για νέες εργασίες.

Ο Θεός ευλόγησε το έργο μας, αφού μπορέσαμε να οδηγήσουμε μερικά άτομα στο Χριστό για πρώτη φορά και βοηθήσαμε άλλους να ενδυναμώσουν τις χριστιανικές τους υποχρεώσεις. Με αγάπη και ορθόδοξη αγιογραφική διδασκαλία αυτοί οι άνθρωποι άρχισαν να αυξάνουν στην πνευματική τους ζωή. Δυστυχώς, λόγω της παροδικής φύσης της πόλης, πολλοί απ’ αυτούς θα έφευγαν σύντομα για κάπου αλλού. Εκείνοι που ερχόντουσαν προς το Χριστό στη Μεθοδιστική εκκλησία φυσικά θα παρευρίσκονταν στην Μεθοδιστική εκκλησία στην νέα τους περιοχή. Ποιο είδος Θεολογίας θα τους δίδασκε αυτή η νέα εκκλησία; Μεγάλη ποσότητα καλής εργασίας μπορούσε να χαλάσει πολύ γρήγορα και αυτά τα νέα πρόβατα να χαθούν για πάντα.

Έτσι, παρατήρησα τον εαυτό μου να προειδοποιεί άτομα που θα μετακινούνταν να είναι πολύ επιφυλακτικά για την Μεθοδιστική εκκλησία στη νέα τους πόλη. Μερικές φορές, έφθασα να τούς πιέσω να ψάξουν για άλλες ομολογιακές Εκκλησίες. 

Αυτό σύντομα μου φάνηκε σαν μια παράλογη κατάσταση. Πόση αναζωογόνηση της ομολογίας θα πετύχαινα με το να οδηγώ νέους προσήλυτους μακριά από τις δικές μας εκκλησίες; Όμως, τι άλλο μπορούσα να κάνω για να προστατέψω αυτά τα πνευματικά νεογέννητα παιδιά; Έγινε φανερό ότι αν δεν μπορούσα ούτε να συστήσω σε κάποιον να παρευρίσκεται σε μια άλλη ενορία στην ομολογία μου, το πρόβλημα ήταν και για μένα. Είχε έρθει η ώρα να αναθεωρήσω την όλη πορεία της ιερωσύνης μου.

Η επαναφορά του κυρίου σώματος του Προτεσταντισμού από τη σύγχρονη απιστία φαινόταν χωρίς ελπίδα. Η προώθηση Προτεσταντων προς πιο ορθόδοξα πιστεύω φαινόταν ακόμη περισσότερο απελπιστική. Τέλος πάντων, πόση επιτυχία θα μπορούσα να προσδοκώ, προσπαθώντας να πείσω κάποιον για την κοινωνία των αγίων, όταν οι μισοί πάστορες δεν πίστευαν καν στην Ανάσταση του Χριστού; 

Κατά τα χρόνια της ιερατείας μου σαν Μεθοδιστής η γυναίκα μου και εγώ μελετούσαμε περισσότερο για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό και πεισθήκαμε όλο και περισσότερο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αυτό που μας χρειαζόταν. Αφού τα όνειρα που έκανα στο Asbury έμειναν ολοένα και πιο ανεκπλήρωτα, η πραγματικότητα της Ορθοδοξίας γινόταν όλο και πιο ελκυστική.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ

Το 1982, αφήσαμε την «Ενωμένη Μεθοδιστική Εκκλησία» για να γίνουμε μέλη της «Ευαγγελικής Ορθόδοξης Εκκλησίας», μιας ομάδας ανθρώπων με παρελθόν όμοιο με το δικό μας, οι οποίοι είχαν επίσης ελκυσθεί από την Ορθόδοξη πίστη. Το 1987, η «Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία» έγινε δεκτή στην Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αντιόχειας (Βορείου Αμερικής) και χειροτονήθηκα ιερέας.

Τα χρόνια μετά από το 1982 και μετά είχαν οπωσδήποτε το μερίδιο των δυσκολιών  επανατοποθέτηση, ψάξιμο για εργασία  αλλά το άξιζαν με το παραπάνω. Η βοήθεια και η αγάπη που δεχτήκαμε όταν εισήλθαμε στην Εκκλησία ήταν εξαιρετική. Ιδιαίτερα υποβοηθητικοί ήταν ο πάτερ Ιωσήφ Olas και ο υπέροχος λαός της εκκλησίας τού Αγίου Γεωργίου στην Ινδιανάπολη. Ο πάτερ Ιωσήφ με πήρε κάτω από την προστασία του και με δίδαξε με καταδεκτικότητα πώς να είμαι Ορθόδοξος Ιερέας  διότι τέλος πάντων πόση εκπαίδευση στη Λειτουργική παίρνεις από ένα Μεθοδιστικό Σεμινάριο;

Μετά από μια προσωρινή αποστολή ενός χρόνου, όπου βοηθούσα στην οργάνωση της Ιεραποστολής των Αγίων Πάντων στο Bloomington, στην Ινδιάνα, διορίστηκα εφημέριος της Ιεραποστολής του Αγίου Ματθαίου στα προάστεια του Cleveland. Ο Θεός ευλόγησε πλούσια την εργασία στον Άγιο Ματθαίο. Είχαμε καλή ανάπτυξη, τώρα έχουμε δικό μας κτίριο, και πριν περάσει πολύς καιρός ελπίζουμε να αυξηθούμε από την κατάσταση «Ιεραποστολής» σε μια πλήρη ενορία. Είναι θαυμάσιο να είμαι ξανά με πλήρες ωράριο Ιερατικής διακονίας μετά από αρκετά χρόνια κοσμικής εργασίας. Και τι υπέροχη ομάδα πιστών ατόμων είναι το εκκλησίασμα του Αγίου Ματθαίου!

Κι αν ακόμη τα πράγματα δεν εξελίσσονταν τόσο καλά, όσον αφορά την ιερωσύνη  κι αν ακόμη δεν θα μπορούσα να χειροτονηθώ ιερέας  ακόμη και τότε θα γινόμουν ξανά Ορθόδοξος. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία είναι ο «πολύτιμος μαργαρίτης» και είναι πολύ πιο καλά να είσαι σ’ αυτήν ανεξαρτήτως περιστάσεων παρά να είσαι υπό θαυμάσιες συνθήκες οπουδήποτε άλλου. Όπως λέει ο Ψαλμός πγ' 11, «εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του θεού μου μάλλον η οικείν με εν σκηνώμασι αμαρτωλών». Η πραγματικότητα της Ορθοδοξίας είναι πολύ καλύτερη από τις αυταπάτες της ζωής εκτός Ορθοδοξίας.

Ευχαριστούμε το Θεό που μας έφερε από τα απλά όνειρα στην πραγματικότητα!

Μετάφραση: π. Θ. ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ Ιεροδιάκονος

Από το περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», Έκδοση του Παγκύπριου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως "Οι Φίλοι του Αγίου Όρους"  (Τεύχος 49 – 1996)

Πηγή:



<>










Αθήνα, 2001: Άβελ-Τάσος Γκιουζέλης - Από τον αθεϊσμό και τον Προτεσταντισμό ("No Name Church", "2x2's", "Workers & Friends", "Εργάτες & Φίλοι") στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό


Ὁ Ἀναστάσιος Γκιουζέλης γεννήθηκε τό 1981 στήν Ἀθήνα, στή μικρή Προτεσταντική αἵρεσι τῶν “Ἐργατῶν”, ἡ ὁποία ἔχει πολλά ὀνόματα ὅπως “Ἐκκλησία χωρίς Ὄνομα”, “Χριστιανοί”, “Ἡ Ἀλήθεια”, “Χριστιανοί ἄνευ Δόγματος”, “Ὁ Δρόμος τοῦ Θεοῦ”, “Ἀνώνυμοι Χριστιανοί”, “Φίλοι καί Ἐργάτες”, “Ἐκκλησία τῶν Δύο-Δύο (2χ2)”, “Ἐκκλησία τοῦ Jack Carroll”, “Ἀνώνυμη κατ’ Οἶκον Ἐκκλησία”, “Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης” καί τουλάχιστον 20 ἀκόμη. Ἱδρύθηκε στήν Ἰρλανδία τό 1897 ἀπ’ τούς William Irvine, Edward Cooney καί Jack Carroll. Γι’ αὐτό, ἐπίσης, εἶναι γνωστοί οἱ ὀπαδοί της καί ὡς “Κουνίτες”(Cooneyites), “Ἰρβινίτες”(Irvinites) καί “Καρρολλίτες”(Carrollites), ἀπ’ τά ὀνόματα τῶν ἱδρυτῶν τους Cooney, Irvine καί Carroll.

 Ὥς τό 1997, 16 ἐτῶν, πήγαινε σταθερά στίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” πιστεύοντας ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Στό σπίτι του ἀλλά καί σ᾽ ὁλόκληρη τήν πολυκατοικία στήν ὁποία ἔμενε, πολύ συχνά φιλοξενοῦνταν ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο κήρυκες οἱ ὁποῖοι αὐτοονομάζονταν “Ἐργάτες”(Workers) καί “Ἐργάτριες” καί δίδασκαν ὅτι εἶναι συνεχιστές τῶν πρώτων Ἀποστόλων. Δυστυχῶς, δέν μποροῦσε νά φαντασθῆ ὅτι ὑπῆρχαν καί “ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς Ἀποστόλους Χριστοῦ”(Β´ Κορ 11, 13), οἱ ὁποῖοι μάλιστα χειροτονοῦσαν καί γυναῖκες σέ “Ἀποστόλους”, κάτι τό ὁποῖο δέν μαρτυρεῖται στήν Καινή Διαθήκη.

 Τό 1997, στή Β´ Λυκείου, ἄρχισε νά βρίσκη βαρετές τίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” καί ἔτσι σταμάτησε νά πηγαίνη σ’ αὐτές. Οἱ μῆνες περνοῦσαν καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται ἀπέχθεια γιά τό “Χριστιανισμό” αὐτό τόν ὁποῖο εἶχε γνωρίσει ἐκ γενετῆς. Ἡ ἀπέχθεια γιά τό Χριστιανισμό ἔδωσε τή σκυτάλη στήν πλήρη ἀδιαφορία γιά τό Θεό καί ἡ ἀδιαφορία γιά τό Θεό τόν ὀδήγησε στήν ἀθεΐα. Ἡ ψυχή καί ἡ ζωή του, ὅμως, στήν οὐσία ἦταν ἄδειες. Αἰσθανόταν ἕνα κενό μέσα του τό ὁποῖο ἤθελε μέ κάτι νά τό γεμίση. Καί ἔτσι προσπάθησε νά τό γεμίση μέ τή rock μουσική, προσπαθώντας νά μιμηθῆ κατά κάποιο τρόπο τή ζωή τῶν χίππηδων τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ἔχοντάς τους ὡς πρότυπο στό ντύσιμο, στή μουσική καί στίς ἰδέες πιστεύοντας ὅτι δέν ὑπάρχουν ἁμαρτίες καί ὅτι ὅλα ἐπιτρέπονται. Ὅποτε ἔρχονταν διάφοροι “Ἐργάτες” ἐπίσκεψι στό σπίτι του, ἔβαζε ἐπίτηδες στή διαπασῶν rock μουσική θέλοντας μ’ αὐτό τόν τρόπο νά τούς δείξη ὅτι ἔχει ξεκόψει ἀπ’ τήν ὁμάδα τους· ἀπ’ τό “Χριστιανισμό” τους.

 Βαθειά ἡ ψυχή του, ὅμως, ἐπιθυμοῦσε τήν πίστι στό Θεό. Πλέον, ὅμως, μισοῦσε, ἔνιωθε μιά ἀπέχθεια, γιά τό Χριστιανισμό. Ἔτσι ἄρχισε νά ἀσχολῆται μέ τήν ἀρχαία Αἰγυπτιακή θρησκεία τῶν Φαραώ, τοποθετώντας στό δωμάτιό του διάφορα Αἰγυπτιακά εἴδωλα.

Ὁ παλαιός “νέος τῶν συναθροίσεων” εἶχε ἀλλάξει. Προσπάθησε νά κάνη νέους φίλους πού δέν θά γνώριζαν ἐκεῖνο τόν παλαιό “νέο τῶν συναθροίσεων”. Ὕστερα ἀπό ἕνα χρόνο, τό 1998, 18 ἐτῶν γνώρισε κάποια Ὀρθόδοξα ἄτομα, ἡλικίας 20-21 ἐτῶν, 2-3 χρόνια μεγαλύτερά του, ἀπ’ τό ΤΕΙ Ἀθηνῶν, τό ὁποῖο βρίσκεται στή γειτονιά του, νιώθοντας πολύ εὐχαριστημένος πού βρῆκε αὐτή τήν καλή παρέα ὅπου ὁ ἕνας βοηθοῦσε καί στήριζε τόν ἄλλο σέ κάθε δύσκολη στιγμή. Ὁ Ἀναστάσιος ἀπόφευγε νά συζητήση μαζί τους περί Θεοῦ. Εἶχε βαρεθῆ τίς συζητήσεις περί Θεοῦ. Οἱ “Ἐργάτες” κατά διαστήματα τόν ρωτοῦσαν τί σκεπτόταν γιά τό μέλλον του καί μεταξύ σοβαροῦ καί ἀστείου, τούς ἀπαντοῦσε ὅτι θέλει νά γίνη Χίππης. Καί ἐκεῖνοι προσπαθοῦσαν νά τοῦ ἐξηγήσουν τί ἀκριβῶς ἦταν οἱ Χίππης καί ὅτι αὐτό δέν εἶναι καλή ἐπιλογή γιά τή ζωή κάποιου.

 Το Σεπτέμβρη τοῦ 1999 στήν Ἀθήνα, ὅπου καί ἔμενε, ἔγινε ἕνας μεγάλος σεισμός, κάτι τό πρωτόγνωρο γι’ αὐτόν. Γιά ἀρκετές ἡμέρες γίνονταν μετασεισμοί καί ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί συσσωρευόταν μέσα του ὁ φόβος γιά κάτι χειρότερο μέ ἀποτέλεσμα τά βράδια νά μή μπορῆ, ὄχι νά κοιμηθῆ, ἀλλά οὔτε κἄν νά ξαπλώση στό κρεββάτι. Κάποιο βράδυ, ἐνῶ ἦταν ξύπνιος καί οἱ ὑπόλοιποι στήν οἱκογένειά του κοιμόνταν, σκέφθηκε νά τακτοποιήση τή βιβλιοθήκη του καί ἔτσι ὅπως ἔβγαλε ἀπ’ αὐτήν ὅλα τά βιβλία καί τά λοιπά πράγματα, στό βάθος ἐνός ραφιοῦ καί μέσα σέ σκόνες βρῆκε μιά μικρή Κ. Διαθήκη τήν ὁποία τοῦ τήν εἶχαν δώσει ἀρκετά χρόνια πρίν.

 Τακτοποίησε τή βιβλιοθήκη καί, μιᾶς καί εἶχε ὅλο τό βράδυ μπροστά του, σκέφθηκε νά διαβάση λίγο Κ. Διαθήκη, ἀφοῦ καί δέν κοιμόταν οὔτε ἔκανε κάτι ἄλλο. Μέ τό πού τήν ἄνοιξε σέ τυχαία σελίδα καί ἄρχισε νά διαβάζη ἔμεινε ἔκπληκτος. Ἡ καρδιά του γέμισε ἠρεμία, θάρρος καί χαρά. Ὅλη ἡ τρομάρα τήν ὁποία εἶχε συσσωρευμένη μέσα του ἀπ’ τόν πρῶτο σεισμό καί τούς ἐπανειλημμένους μετασεισμούς ἐξαφανίσθηκε ἀμέσως. Πλέον δέν αἰσθανόταν φόβο γιά τούς μετασεισμούς. Ἀμέσως σκέφθηκε ὅτι ὑπάρχει Θεός καί ὅτι μόλις τοῦ τό ἔδειξε!

 Τό ἑπόμενο πρωΐ πῆρε χαρούμενος τηλέφωνο τήν παρέα του καί τούς εἶπε: “Ξέρετε τί νά κάνετε γιά νά μή φοβᾶσθε τούς σεισμούς; Νά διαβάζετε Κ. Διαθήκη!”. Ἔμειναν ἔκπληκτοι μ’ αὐτό τό ὁποῖο ἄκουσαν. Δέν περίμεναν νά ἀκούσουν κάτι τέτοιο, διότι ποτέ ὁ Ἀναστάσιος δέν εἶχε ἀφήσει νά φανῆ ἡ Χριστιανική του πλευρά. Ἔτσι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά ξαναπιστεύη ὅτι ὑπάρχει Θεός καί τήν Κυριακή γιά πρώτη φορά ὕστερα ἀπό 2 χρόνια ξαναπῆγε στίς Προτεσταντικές συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν”. Ὅλοι ἐκεῖ χάρηκαν πού τόν ξαναεῖδαν καί τόν καλωσόρισαν μ’ ἕνα θερμό “καλωσῆλθες”. Ἔτσι ἀπό τότε πήγαινε κανονικά πάλι στίς Προτεσταντικές συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” καί μάλιστα πρῶτος ἀπ’ ὅλους.

 Κάποια ἡμέρα προσπάθησε νά μιλήση σέ κάποιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα του περί τῶν Προτεσταντικῶν συναθροίσεων τῶν “Ἐργατῶν” ὅπου πήγαινε, λέγοντάς του ὅτι κάθε Κυριακή γίνονται στήν πολυκατοικία ὅπου ἔμενε, στό διαμέρισμα τῆς γιαγιᾶς του, κάποιες “συναντήσεις” ὅπου διαβάζεται τό Εὐαγγέλιο καί ψέλνονται διάφοροι Χριστιανικοί ὕμνοι, προτείνοντάς του νά ἔλθη ἄν θέλη. Τό ἄτομο αὐτό μέ τή σκέψι ὅτι ὁ Ἀναστάσιος βρίσκεται σέ κάποια Χριστιανική αἵρεσι καί ὅτι προσπαθεῖ τώρα νά τοῦ κάνη προσηλυτισμό στήν αἵρεσι, ἔφυγε συγκλονισμένο, γεμάτο ταραχή, βιαστικά, μή ξέροντας τί νά τοῦ πῆ καί πώς νά ἀντιμετωπίση τήν πρόσκλησί του στίς αἱρετικές συναθροίσεις. Ὁ Ἀναστάσιος δέν μποροῦσε νά καταλάβη τό γιατί ἔφυγε ἔτσι. Τό ρώτησε τήν ἑπομένη ἡμέρα καί δέν ἔλαβε καμμιά ἀπάντησι.

 Κάποια ἡμέρα τό ἴδιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα τόν ρώτησε ἄν εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ὁ Ἀναστάσιος ἔπεσε σέ ἀμηχανία. Φοβόταν νά πῆ τήν ἀλήθεια γιατί δέν ἤξερε πῶς θά τό πάρη ὁ ἄλλος. Καί ἔτσι εἶπε πώς δέν γνωρίζει. Τό ἄτομο αὐτό τοῦ ἀπάντησε πώς δέν γίνεται νά μή γνωρίζη ἄν εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος ἤ ὄχι. Γεμάτος καί πάλι ἀμηχανία ὁ Ἀναστάσιος εἶπε ὅτι θά τηλεφωνήση στό σπίτι του νά ρωτήση… Ρώτησε τή μητέρα του ἄν εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος καί αὐτή τοῦ ἀπάντησε: “Δεν ξέρεις; Τί εἶναι αὐτό πού ρωτᾶς; Φυσικά καί δέν εἶσαι”. Τό εἶπε στό ἄτομο αὐτό καί ἐκεῖνο ἔδειξε ὅτι συγκλονίσθηκε καί στενοχωρήθηκε γι’ ἄλλη μιά φορά μαθαίνοντας καί ἐπίσημα ὅτι δέν εἶναι Ὀρθόδοξος.

 Τήν ἑπομένη ἡμέρα ἡ παρέα του μέ ἤρεμο τρόπο προσπάθησε νά τοῦ μιλήση λέγοντάς του ὅτι βρίσκεται στήν πλάνη τῆς αἱρέσεως καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια τήν ὁποία ἄφησε ὁ Χριστός. Ὁ ἤρεμος “νέος τῶν συναθροίσεων“ γέμισε ὀργή. Ξεχνώντας ὅτι συζητάει μέ ἄτομα πού τόν ἀγαποῦν πραγματικά, ἀπ’ τήν παρέα του, γεμάτος ὀργή ἄρχισε νά μιλᾶ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατηγορώντας την ὅτι δέν ἔχει σωστούς κληρικούς, μή γνωρίζοντας ὅτι ὑπάρχουν καί εὐλαβεῖς καί σωστοί κληρικοί. Ἡ παρέα του στενοχωρημένη γιά τή συμπεριφορά τοῦ φίλου τους σταμάτησαν τή συζήτησι καί προσπάθησαν νά ἠρεμήσουν.

 Τήν ἑπομένη ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Ἀναστάσιος εἶχε ἠρεμήσει, ἡ παρέα του μέ ἤρεμο πάλι καί διακριτικό τρόπο ξαναπροσπάθησε νά τοῦ ἐξηγήση ὅτι βρίσκεται στή πλάνη τῆς αἱρέσεως. Ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε πάλι γεμάτος ὀργή, μιλώντας μέ μίσος καί μέ πολύ ἄσχημο τρόπο κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ ἀποτέλεσμα ἡ παρέα του νά στενοχωρηθῆ πολύ γιά τήν ἄσχημη συμπεριφορά τοῦ φίλου τους. Ὁ Ἀναστάσιος καταλάβαινε ὅτι μίλησε ἄσχημα ἀλλά ὀ ἐγωϊσμός του δέν τόν ἄφηνε νά τό παραδεχθῆ.

 Στή συνέχεια ἡ παρέα του μέ ἤρεμο πάλι τρόπο καί ἀγάπη Χριστοῦ ξαναπροσπάθησε νά τοῦ ἐξηγήση ὅτι βρισκόταν σέ πλάνη. Ἦταν, ὅμως, δύσκολο διότι δέν γνώριζαν ἁγιογραφικά χωρία. Ἐνῶ ἄρχισαν μέ ἠρεμία νά τοῦ μιλοῦν ὅπως μποροῦν γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἐνῶ πάλι γεμάτος ὀργή ὁ Ἀναστάσιος ἑτοιμαζόταν νά τούς ἀπαντήση, συλλογίσθηκε ἀπό μέσα του λέγοντας στόν ἑαυτό του: “Βρέ Τάσο, γνωρίζεις ὅτι τά ἄτομα αὐτά σέ ἀγαπᾶνε πραγματικά καί στό ἔχουν ἀποδείξει πάρα πολλές φορές σέ διάφορα προβλήματα καί δυσκολίες, στή σχολή κλπ.. Ἐπίσης, ποτέ δέν σοῦ ἔχουν πεῖ ψέμματα. Ποτέ δέν σέ ἔχουν κοροϊδέψει. Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τήν ὁποία προσπαθοῦν νά σοῦ μιλήσουν δέν γνωρίζεις τίποτε. Πῶς εἶσαι σίγουρος πώς ὅλα αὐτά πού σοῦ λένε εἶναι λάθος; Πρῶτα πήγαινε νά δῆς τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τήν ὁποία σοῦ μιλᾶνε καί ὕστερα βγάλε κάποιο συμπέρασμα…”. Καί ἔτσι ἀντί νά τούς ἀπαντήση ὀργισμένος, μέ ἠρεμία διαβεβαίωσε τήν παρέα του ὅτι θά τό ψάξη τό θέμα γιά τό ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια, πηγαίνοντας νά δῆ τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

 Τόν ρώτησαν ἄν ἤξερε νά κάνη τό σταυρό του καί τούς ἀπάντησε “νομίζω”, ἀλλά ἐπειδή δέν ἤξερε νά τόν κάνη σωστά τοῦ ἔδειξαν τό πῶς ἀκριβῶς πρέπει νά τόν κάνη. Ἀπό δεξιά πρός τ᾽ ἀριστερά καί ὄχι ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά ὄπως τόν ἔκανε ἐκεῖνος.

 Ὕστερα ἀπό μερικές μέρες ἀποφάσισε νά πάη μόνος του στόν Ὀρθόδοξο ναό τῆς γειτονιᾶς του καί στεκόμενος μπροστά σέ κάποια Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας ἔκανε τό Σταυρό του καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια ἀπό μέσα του πρός τό Χριστό:

 “Χριστέ μου δέν γνωρίζω ἄν ὁ τόπος στόν ὁποῖο βρίσκομαι αὐτή τή στιγμή, δηλαδή ὁ Ὀρθόδοξος Ναός, εἶναι σωστός. Οὔτε ξέρω ἄν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο αὐτή τή στιγμή προσεύχομαι, δηλαδή ὅτι προσεύχομαι μπροστά σέ μία Εἰκόνα Σου καί ὅτι κάνω τόν Σταυρό μου, εἶναι σωστός. Γνωρίζω, ὅμως, ὅτι λές μέσα στό Εὐαγγέλιο, ‘Ὅποιος Μοῦ κτυπήση, θά τοῦ ἀνοίξω’. Ἀπ’ τή στιγμή πού ὑπάρχεις Χριστέ μου καί λές, ‘Ὅποιος Μοῦ κτυπήση, θά τοῦ ἀνοίξω’, δεῖξε μου ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια· αὐτό τό ὁποῖο πιστεύουν οἱ γονεῖς μου ἤ αὐτό τό ὁποῖο πρεσβεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Δεῖξε μου ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν θά Σέ ἀρνηθῶ. Καί πρίν μοῦ δείξης ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια δέν θά συζητήσω οὔτε μέ κάποιο Ὀρθόδοξο κληρικό γιά νά μοῦ ἐξηγήση τί διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οὔτε μέ κάποιον ‘Ἐργάτη’ γιά νά μοῦ πῆ τί πιστεύουν ἐκεῖνοι. Θά περιμένω νά μοῦ δείξης Ἐσύ ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Δείξε μου, Χριστέ μου, ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν θά Σέ ἀρνηθῶ! Ἀμήν”.

 Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ἡ παρέα του δέν τοῦ ξαναεῖπε τίποτε περί Ὀρθοδοξίας. Κάποια ἡμέρα μόνο τοῦ εἶπαν ὅτι πρέπει νά κάνη τό σταυρό του ὅποτε περνάει μπροστά ἀπό κάποια ἐκκλησία. Καί ἐκεῖνος τό δέχθηκε. Καί ἄρχισε νά πηγαίνη μόνος του μία Κυριακή στήν Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία προσευχόμενος θερμά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός τήν Ἀλήθεια καί μία Κυριακή ἐναλλάξ στίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” προσευχόμενος πάλι θερμά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἐπίσης, κάθε βράδυ γονάτιζε στό κρεββάτι του πρίν ξαπλώση, προσευχόμενος καί πάλι στό Θεό νά τοῦ δείξη τήν Ἀλήθεια. Οἱ φίλοι του δέν τοῦ ἔλεγαν τίποτε γιά τό θέμα αὐτό, ἀλλά γνώριζαν ἀπ’ τόν ἴδιο ὅτι πήγαινε καί στίς Ὀρθόδοξες Θ. Λειτουργίες.

 Κάποια ἡμέρα, ἀρχές τοῦ 2000, τοῦ πρότεινε ἡ παρέα του ἄν ἤθελε νά πᾶνε μονοήμερη ἐκδρομή στήν Αἴγινα γιά νά ἐπισκεφθοῦν τή Μονή τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Καί ἀπάντησε “πᾶμε”, σκεπτόμενος ὅτι δέν ἔχει νά χάση τίποτε.

 Πάνω στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου τούς ζήτησε νά μείνη λίγο μόνος. Ἔκανε μιά βόλτα καί πῆγε στό μέρος στό ὁποῖο ἦταν ὁ τάφος τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Ἔβλεπε κάποιους πιστούς νά γονατίζουν μπροστά στόν τάφο τοῦ Ἁγίου καί νά προσεύχωνται. Τοῦ φάνηκε παράξενο αὐτό, ἀλλά τοῦ ἔκανε καί ἐντύπωσι. Ὅταν ἄδειασε ὁ χῶρος καί ἔμεινε μόνος του γονάτισε καί εἶπε στόν Ἅγιο: “Ἅγ. Νεκτάριε, ἄν ὑπάρχης καί μ’ ἀκοῦς καί ἄν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἀλήθεια, βοήθησέ με καί δεῖξτο μου…”. Ὕστερα ἀπό λίγα λεπτά σηκώθηκε καί πῆγε νά βρῆ τά παιδιά τά ὁποῖα τόν περίμεναν στήν ἔξοδο τοῦ Μοναστηριοῦ γιά νά φύγουν. Μόλις τόν εἶδαν ξαφνιάσθηκαν, νομίζοντας ὅτι κάτι ἄσχημο τοῦ συμβαίνει. Καί μέ ἐνδιαφέρον τόν ρωτοῦσαν, “Εἶσαι καλά; Φαίνεσαι κάπως… Σοῦ συμβαίνει κάτι καλό ἤ κάτι ἄσχημο;”. Γεμάτος ἀπορία τούς διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι καλά διαπιστώνοντας, ὅμως, ὅτι αἰσθανόταν μία παράξενη ἠρεμία τήν ὁποία μᾶλλον τήν εἶχαν διακρίνει τά παιδιά πού ἀνήσυχα ἐπέμεναν νά τόν ρωτᾶνε ἄν εἶναι καλά ἤ ὄχι. Τά διαβεβαίωσε γι’ ἄλλη μιά φορά ὅτι εἶναι μιά χαρά καί ὅτι τό μόνο τό ὁποῖο ἔκανε ἦταν προσευχή ὅπως ἔκαναν ὅλοι ἐκεῖ στό Μοναστήρι. Τήν παράξενη ἠρεμία τήν ὁποία αἰσθανόταν δέν τήν ἑρμήνευσε, οὔτε τήν ἀνέφερε στά παιδιά, ἁπλά γνώριζε ὅτι τήν εἶχε αἰσθανθῆ.

 Τήν ἑπομένη ἡμέρα εὑρισκόμενος πίσω στήν Ἀθήνα πῆρε τηλέφωνο τήν παρέα του γιά νά τούς πῆ ἐντυπώσεις ἀπ’ τήν Μονή τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Πρίν πάρη τηλέφωνο γνώριζε πολύ καλά ὅτι τήν προηγούμενη ἡμέρα εἶχαν πάει στόν Ἅγ. Νεκτάριο τῆς Αἴγινας. Μέ τό ποῦ πῆρε, ὅμως, τηλέφωνο ἄρχισε νά λέη χωρίς νά τό καταλάβη ὅτι εἶχαν πάει στόν… Ἅγ. Ἀνδρέα τῆς Αἴγινας!

 Ἡ παρέα του νόμιζε ὅτι τούς ἔκανε πλάκα καί ἀποροῦσε πῶς γίνεται νά μή θυμᾶται ποῦ εἶχαν, μόλις τήν προηγούμενη ἡμέρα, πάει. Εἶχε ξεχάσει ἐντελῶς τό ὄνομα τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί ἐπέμενε ὅτι εἶχαν πάει στόν Ἅγ. Ἀνδρέα τῆς Αἴγινας. Ὅταν τό ἄλλο ἄτομο τοῦ θύμισε ὅτι εἶχαν πάει στόν Ἅγ. Νεκτάριο τῆς Αἴγινας καί ὄχι σέ Ἅγ. Ἀνδρέα, θυμήθηκε ἀμέσως τό ποῦ εἶχαν πάει καί μέ τήν ἀπορία πῶς γίνεται νά τό ξεχάση, ζήτησε συγγνώμη.

 Οἱ μῆνες στή συνέχεια περνοῦσαν μέ τό νά πηγαίνη μία Κυριακή στήν Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία καί μία Κυριακή ἐναλλάξ στίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν”, προσευχόμενος πάντα θερμά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια.

 Ὄλους αὐτούς τούς μῆνες μέ τήν παρέα του δέν εἶχε καμμία συζήτησι περί τοῦ ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἡ παρέα του δέν ἤθελε νά τόν πιέση. Ἁπλά προσευχόταν δίχως νά τό ξέρη ὁ ἴδιος, γνωρίζοντας ὅτι καμμία προσευχή δέν πάει χαμένη. Ἀκόμη καί ἡ πιό μικρή.

 Τό καλοκαίρι τοῦ 2000 ἡ παρέα του, τοῦ πρότεινε νά πᾶνε στήν Παναγία τῆς Τήνου, ἄν ἤθελε. Δέχθηκε σκεπτόμενος πάλι ὅτι δέν ἔχει νά χάση τίποτε. Στή Τῆνο ἔμειναν δύο ἡμέρες ἐπειδή ἦταν μακριά. Τήν πρώτη ἡμέρα ἐπισκέφθηκαν τήν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Τήνου ὅπου πῆγε μπροστά στήν θαυματουργική Εἰκόνα τῆς Παναγίας πού βάσταζε τό Χριστό στήν ἀγκαλιά της καί μ’ ἐγκάρδια προσευχή ξαναεῖπε: “Χριστέ μου, δεῖξε μου ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν θά Σέ ἀρνηθῶ!”.

 Ὕστερα, καθώς ἔφευγαν ἀπ’ τήν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Τήνου, ἡ παρέα του σταμάτησε σ’ ἕνα πάγκο ἔξω ἀπ’ τήν Ἐκκλησία ὅπου πουλοῦσαν Εἰκονίτσες, κεράκια κλπ.. Ὁ Ἀναστάσιος τούς περίμενε νά ψωνίσουν γιά νά συνεχίσουν τόν δρόμο τους καί κάποιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα τοῦ εἶπε: “Μήν ντρέπεσαι, ἄν θέλης πάρε καί ἐσύ μία Εἰκονίτσα”. Ἔτσι ἀγόρασε μία μικρή Εἰκονίτσα τῆς Παναγίας τῆς Τήνου.

 Τό βράδυ ὅπου πῆγε στό δωμάτιό του στό ξενοδοχεῖο ἄφησε τήν Εἰκονίτσα μέσα σ’ ἕνα σακουλάκι πάνω στό κομοδίνο καί ἄναψε στό κηροπήγιο ἕνα κερί. Ξάπλωσε στό κρεββάτι καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος δίχως νά τό καταλάβη. Στή μέση τῆς νύκτας ξύπνησε ξαφνικά τρομαγμένος κι ἀμέσως εἶδε ὅτι τό κερί ἀπέναντι στό κομοδίνο εἶχε λιώσει μ’ ἀποτέλεσμα νά ἔχη ἀρχίσει νά πιάνη φωτιά τό ξύλινο κομοδίνο. Σηκώθηκε γρήγορα καί ἔντρομος μ’ ἕνα ροῦχο ἔσβησε τή φωτιά. Καθώς ὕστερα κοίταξε τό σακουλάκι μέ τήν Εἰκονίτσα πάνω στό κομοδίνο, αὐθόρμητα σκέφθηκε ὅτι πιθανόν ἡ Παναγία νά τόν βοήθησε νά ξυπνήση ἔτσι ξαφνικά καί ἐγκαίρως προλαβαίνοντας τή φωτιά πρίν ἐξαπλωθῆ περισσότερο.

 Τήν ἑπομένη ἡμέρα καθώς ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα, κρέμασε τήν Εἰκονίτσα τῆς Παναγίας στόν τοῖχο πάνω ἀπ’ τό γραφεῖο του, στό δωμάτιό του. Δέν εἶχε ἀκόμη πιστεύσει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἀληθινή Ἐκκλησία τήν ὁποία ἄφησε ὁ Χριστός, ἀλλά κάτι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἡ Παναγία τόν εἶχε βοηθήσει νά ξυπνήση ἐγκαίρως πρίν ἐξαπλωθῆ ἡ φωτιά. Καί γι’ αὐτό τό λόγο ἀποφάσισε νά κρεμάση τήν Εἰκονίτσα στό δωμάτιό του. Καί περίμενε μέ ἀγωνία πῶς θά ἀντιδροῦσαν οἱ γονεῖς του βλέποντάς την. Ὅταν τήν εἶδαν οἱ γονεῖς του, γιά πρώτη φορά κατάλαβαν ὅτι ὁ γιός τους σχετίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐξαγριωμένοι καί ξαφνιασμένοι τοῦ εἶπαν νά τήν πετάξη κι ἐκεῖνος προσπάθησε νά τούς ἐξηγήση ὅτι δέν ἔκανε κάτι κακό καί ὅτι, ἐπίσης, ἔχει κάθε δικαίωμα νά ἔχη στό δωμάτιό του ὅ,τι θέλει, ὅπως καί τά ὑπόλοιπα ἀδέλφια του ἐξάλλου. Οἱ φασαρίες συνεχίζονταν σέ καθημερινή βάσι. Γιά τό φόβο μήπως τοῦ τήν πετάξουν ὅταν ἔλειπε ἀπ’ τό σπίτι τήν ἔπαιρνε μαζί του καί καθώς ἐπέστρεφε τήν ξανακρεμοῦσε.

 Ἕνα βράδυ ἡ μητέρα του ἐπέμενε νά πετάξη τήν Εἰκονίτσα καί ἐκεῖνος ἀρνιόταν. Νευριασμένη ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι ἄν ἡ ἴδια ξυπνήση τό πρωΐ καί εἶναι ἀκόμη κρεμασμένη ἡ Εἰκονίτσα θά τήν πετάξη. Καί ἐκεῖνος, αὐτή τή φορά, τῆς εἶπε μέ ἠρεμία “Κάνε ὅ,τι σέ φωτίση ὁ Θεός…”, σκεπτόμενος ἀπό μέσα του ὅτι ἄν ὁ Θεός δέχεται τήν Ὀρθοδοξία ὡς Ἀλήθεια θά τή φωτίση νά μή τήν πετάξη. Καί ἄν ὁ Θεός δέχεται τήν ὁμάδα τῶν “Ἐργατῶν“ ὡς Ἀλήθεια θά τή φωτίση νά τήν πετάξη. Καί ἔτσι θά καταλάβαινε ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια.

 Τό πρωΐ πού ξύπνησε γιά νά πάη στή σχολή του, οἱ γονεῖς του εἶχαν φύγει γιά τή δουλειά τους χωρίς νά πετάξουν τήν Εἰκονίτσα. Χάρηκε πού δέν τοῦ τήν πέταξαν χωρίς, ὅμως, νά εἶναι πεπεισμένος πώς τό ὅτι δέν τοῦ τήν πέταξαν εἶναι ἀπόδειξι ὅτι ἡ Ἀλήθεια βρίσκεται στήν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι ἔφυγε γιά τή σχολή του ἀφήνοντας τήν Εἰκονίτσα κρεμασμένη στόν τοῖχο. Τό μεσημέρι πού γύρισε στό σπίτι, ἔκπληκτος διαπίστωσε ὅτι ἡ Εἰκονίτσα ἔλειπε. Εἶχαν γυρίσει τ᾽ ἀδέλφια του καί τήν εἶχαν ξεκρεμάσει κρύβοντάς την κάτω ἀπό ἕνα βιβλίο πάνω στό γραφεῖο του. Δέν τούς εἶπε τίποτε. Ἡ ὥρα ἦταν 14:00 καί στενοχωρημένος ἐπειδή δέν μποροῦσε νά καταλάβη ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά νά συναντήση στίς 15:00 κάποιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα του, τήν Π., στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, στήν Πλάκα, γιά μία μεσημεριανή βόλτα. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῶ ὁ ἴδιος θά ἔλειπε, ἡ μητέρα του στίς 15:30 θά ἐπέστρεφε ἀπ’ τή δουλειά στό σπίτι. Καί σκεπτόταν ἄν θά ἔπρεπε νά ἀφήση τήν Εἰκονίτσα κρεμασμένη στό δωμάτιό του ἤ θά ἔπρεπε νά τήν πάρη μαζί του ἀπό φόβο μήπως τοῦ τήν πετάξη, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ τό προηγούμενο βράδυ. Ἔτσι ἀποφάσισε νά τήν αφήση στό σπίτι καί τό ἄν θά τήν πέταγε ἤ ὄχι θά ἦταν μία ἀπόδειξι γιά τό ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός θά τοῦ δείξη ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἔκαμε τόν Σταυρό του, ἀσπάσθηκε τήν Εἰκονίτσα καί τήν ἄφησε κρεμασμένη στόν τοῖχο.

 Ἔτσι συναντήθηκαν στήν Πλάκα τῆς Ἀθήνας καί καθώς περπατοῦσαν κάποια στιγμή ἡ Π. τοῦ εἶπε ὅτι δέν αἰσθάνεται καλά καί ὅτι ζαλίζεται. Ὄντως εἶχε χλωμιάσει καί ὁ Ἀναστάσιος τῆς εἶπε νά κάτση κάτω σ’ ἕνα πεζούλι πού ἦταν ἐκεῖ κοντά καί πῆγε νά τῆς ἀγοράση μιά πορτοκαλάδα. Καθώς ἔβαλε τό χέρι του στήν τσέπη τοῦ παντελονιού του γιά νά βγάλη χρήματα νά πληρώση, γνωρίζοντας ὅτι στήν τσέπη του εἶχε μόνο λεφτά καί τά κλειδιά του, τοῦ φάνηκε ὅτι ἔπιασε κάποιο ἀντικείμενο σέ σχῆμα “Ω”. Πάνω στήν ἀγωνία του, ὅμως, δέν ἔδωσε σημασία, ἔβγαλε γρήγορα τά ψιλά, πλήρωσε τήν πορτοκαλάδα καί τήν ἔδωσε στήν Π. ἡ ὁποία τήν ἤπιε καί συνῆλθε.

 Συνέχισαν τόν περίπατο στήν Πλάκα καί ὕστερα ἀπό ἕνα μισάωρο, ἐνῶ ἁπλά περπατοῦσαν χωρίς νά συζητοῦν κάτι συγκεκριμένο, ἀναρωτήθηκε ἀπό μέσα του ἄν ἦταν ἰδέα του αὐτό πού τοῦ φάνηκε ὅτι ἔπιασε στήν τσέπη του πρίν μισή ὥρα σέ σχῆμα “Ω” καί αὐθόρμητα ἔβαλε τό χέρι του στή τσέπη γιά νά δῆ ἄν ὄντως ἔπιασε κάτι ἤ ἦταν ἁπλά ἡ ἰδέα του. Μέ ἔκπληξι διαπίστωσε ὅτι στήν τσέπη του βρισκόταν ἡ Εἰκονίτσα, καί τό “Ω“ τό ὁποῖο ὡς σχῆμα ἔπιασε ἦταν τό κρικάκι πού ἔχει γιά νά κρεμιέται! Ἀμέσως εἶπε στήν Π. τί συνέβη ἀλλά ἐκείνη δέν τόν πίστευε. Τοῦ ἔλεγε μήπως τήν πῆρε μαζί του ὅπως τίς ἄλλες φορές, λόγῳ τῶν φασαριῶν καί δέν τό θυμόταν. Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι δέν τήν πῆρε αὐτή τή φορά μαζί του καί ὅτι μάλιστα τήν ἄφησε στό σπίτι ὡς κριτήριο γιά τό ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἡ Π. δέν τόν πίστευε καί ἐπειδή ὁ Ἀναστάσιος ἐπέμενε ὅτι 100% δέν τήν εἶχε πάρει μαζί του, ἡ Π. τοῦ εἶπε: “Ἐντάξει, τό ἀπόγευμα πού θά γυρίσης στό σπίτι ξανακρέμασέ την νά δοῦμε τί θά σοῦ ποῦν”. Ἔτσι, τό ἀπόγευμα καθώς γύρισε στό σπίτι τήν ξανακρέμασε καί ὅταν τήν εἶδαν οἱ γονεῖς του δημιουργήθηκε φασαρία μ’ ἀποτέλεσμα τό βράδυ, πρίν ξαπλώση γιά ὕπνο, νά τήν ξεκρεμάση ἀπό φόβο μήπως τοῦ τήν πετάξουν.

 Τό ἑπόμενο πρωΐ ἔφυγε γιά τή σχολή του παίρνοντας μαζί τήν Εἰκονίτσα καί γύρισε στό σπίτι τό βράδυ ὅπου καί τήν ξανακρέμασε. Βλέποντάς την ἡ μητέρα του, τοῦ ἔκανε μεγάλη φασαρία καί νευριασμένη τοῦ εἶπε: “Δέν φθάνουν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μᾶς ἔχεις κάνει, ἔχεις τόσο πολύ θράσος, πού ἐνῶ σοῦ εἶχα πεῖ ὅτι ἄν τήν κρεμάσης θά στήν πετάξω, ἐσύ τήν κρέμασες καί στήν πῆρα καί πῆγες ὕστερα καί μοῦ τήν πῆρες μέσα ἀπ’ τό μπουρνούζι μου”. Ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια, ὁ Ἀναστάσιος, ἔμεινε ἔκπληκτος. Γνώριζε ὅτι κάτι τό ὑπερφυσικό εἶχε συμβεῖ, ἀλλά σέ καμμιά περίπτωσι δεν περίμενε ὅτι θά τοῦ τό ἐπιβεβαίωνε καί ἡ μητέρα του. Καί τῆς εἶπε τί ἀκριβῶς εἶχε συμβῆ, τονίζοντάς της ὅτι δέν τήν εἶχε πάρει, ἀλλά ὅτι ἡ Εἰκονίτσα βρέθηκε θαυματουργικά στήν τσέπη του. Ἡ μητέρα του πῆγε γρήγορα στό δωμάτιό του καί ξεκρέμασε τήν Εἰκονίτσα ἀνοίγοντας τό παράθυρο μέ σκοπό νά τήν πετάξη καί φωνάζοντας ὅτι εἶναι κάτι τό σατανικό αὐτή ἡ Εἰκονίτσα. Ὁ Ἀναστάσιος ἔτρεξε προλαβαίνοντάς την πρίν τήν πετάξη καί τῆς τήν πῆρε.

 Μέ ὅλα αὐτά ὁ Ἀναστάσιος πίστεψε πώς μόλις ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί ἔτσι ἀποφάσισε νά πάη νά μιλήση μέ τόν Ἱερέα της ἐνορίας του. Μίλησε στόν ἐφημέριο πατέρα Ἀνδρέα διηγούμενος σ᾽ αὐτόν ὅλη τήν ἱστορία του γιά τό πῶς πίστεψε. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας τόν ἄκουσε προσεκτικά, λέγοντάς του στό τέλος πώς ἔχει κάθε δικαίωμα νά πιστεύη ὅ,τι ὁ ἴδιος θέλει, ὅμως, ἐπειδή μένει μέ τούς γονεῖς του, καλύτερα νά ἔχη τήν Εἰκονίτσα μαζί του, νά μήν τήν κρεμάη γιά νά μήν ἔχουν φασαρίες στό σπίτι καί στό μέλλον, πρῶτα ὁ Θεός, στό δικό του σπίτι θά κάνη ὅ,τι θέλει. Ἔκτοτε, εἶχε συνεχῶς τήν Εἰκονίτσα μαζί του καί κάθε Κυριακή πήγαινε πλέον μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

 Ὁ πατέρας του πρίν παντρευθῆ καί κάνει οἰκογένεια εἶχε γίνει “Ἐργάτης”, κήρυκας, μ’ ἀποτέλεσμα νά μπορῆ νά ἑρμηνεύη τήν Ἁγ. Γραφή κατά τόν Προτεσταντικό τρόπο, δηλαδή παρερμηνεύοντάς την καί παραβλέποντας διάφορα ἁγιογραφικά χωρία. Ἔτσι κάλεσε τόν Ἀναστάσιο μέ σκοπό νά τοῦ ἀποδείξη πῶς μέσῳ τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι στήν πλάνη. Ὁ Ἀναστάσιος ἤλπιζε ὅτι θά μποροῦσε νά τοῦ ἀπόδείξη τό ἀντίθετο. Ὅμως, δέν ἤξερε τίποτε ἀπό ἀντιαιρετικά ἁγιογραφικά ἐπιχειρήματα.

 Ὁ πατέρας του ξεκίνησε μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι οἱ Ἱερές Εἰκόνες εἶναι εἰδωλολατρία καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν εἶναι, διότι δέν λατρεύουμε οὔτε τό ξύλο, οὔτε τούς εἰκονιζομένους Ἁγίους καί ὅτι ἡ προσκύνησι εἶναι τιμητική καί ὄχι λατρευτική, κάτι μέ τό ὁποῖο ὁ πατέρας του δέν συμφωνοῦσε. Ὕστερα ὁ πατέρας του ἄρχισε νά τοῦ δείχνη διάφορα ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα ὅπως ἰσχυριζόταν ἦταν ἐναντίον τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τῆς Ἱερωσύνης, τῆς νηστείας καί, καθώς ἐπίσης, ἐναντίον τῶν Ἁγίων καί τῆς Θεοτόκου. Δυστυχῶς ὁ Ἀναστάσιος, ἄν καί γνώριζε πώς δέν εἶναι ἔτσι, δέν ἤξερε πῶς νά τοῦ τό ἀποδείξη ἁγιογραφικά· καί προτίμησε νά μήν ἀπαντήση καθόλου.

 Ὁι ἡμέρες περνοῦσαν καί καθημερινά ὁ πατέρας του τόν καλοῦσε γιά νά τοῦ δείξη καί ἄλλα ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα, ὅπως λανθασμένα ἰσχυριζόταν, ἀποδείκνυαν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι στήν πλάνη. Ὁ Ἀναστάσιος ἄλλες φορές πήγαινε γιά νά μιλήση μαζί του, ἐπειδή ἐπέμενε, καί ἄλλες ὄχι, ἐπειδή γνώριζε ὅτι ὁ πατέρας του παρερμηνεύει τήν Ἁγ. Γραφή καί ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἦταν σέ θέσι νά τοῦ τό ἀποδείξη ἐπειδή δέν γνώριζε καλά τήν Ἁγ. Γραφή. Ἕνα πρωϊνό καθώς ὁ Ἀναστάσιος ἔφευγε γιά τό ΤΕΙ, τόν σταμάτησε ὁ πατέρας του γιά νά τοῦ δείξη κάτι στήν Ἁγ. Γραφή. Ἄρχισε νά τοῦ φέρνη ξανά ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μέ τά πολλά αὐτή τή φορά κατάφερε νά τόν πείση ὀτι ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται σέ πλάνη.

 Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος πεπεισμένος ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λάθος ξεκίνησε γιά τή σχολή του σκεπτόμενος ἄν πρέπη νά πῆ στήν παρέα του ὅτι τελικά πείσθηκε ἀπ’ τόν πατέρα του ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι λάθος. Ἔτσι, δυναμικά κάνοντας γροθιά τό χέρι του καί σκεπτόμενος ὅτι ἔχει δίκιο ὁ πατέρας του στό ὅτι ἡ Ὁρθοδοξία εἶναι λάθος πῆρε τήν ἀπόφασι νά τούς τό πῆ.

 Στή σχολή συνάντησε τήν Π. ἀπ’ τή παρέα του καί τῆς εἶπε ὅτι πείσθηκε ἀπ’ τόν πατέρα του ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λάθος. Ἐκείνη χωρίς θυμό ἀλλά μέ ἔμφασι καί δάκρυα στά μάτια τοῦ εἶπε: “Καλά, τά ξέχασες ὅλα ὅσα σοῦ ἔκανε ἡ Παναγία;; Τά ξέχασες ὅλα;;”. Μέ τό πού ἄκουσε ὁ Ἀναστάσιος αὐτά τά λόγια ταρακουνήθηκε ὁλόκληρος ψυχικά καί ἀμέσως εἶπε ἀπό μέσα του στόν ἑαυτό του: “Τάσο ἔχει δίκιο. Ἀπ’ τή στιγμή πού ζήτησες ἀπ’ τό Χριστό νά σοῦ δείξη ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί στό ἔδειξε, γνωρίζοντας ὅτι θά ἔχης πόλεμο πρέπει νά μείνης σταθερός καί θά ἔλθη καί ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία θά μάθης καί τό πῶς μέσα ἀπ’ τή Ἁγ. Γραφή ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ μόνη Ἀλήθεια εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία”. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος τό μεσημέρι πού ἐπέστρεψε σπίτι, τά ἴδια αὐτά λόγια πού εἶπε στόν ἑαυτό του, τά εἶπε καί στόν πατέρα του ὁμολογώντας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια ἄσχετα ἄν ὁ ἴδιος αὐτή τή στιγμή δέν γνωρίζει πῶς νά τοῦ τό ἀποδείξη μέ ἁγιογραφικά χωρία.

 Οἱ ἡμέρες περνοῦσαν καί ὁ Ἀναστάσιος συνέχιζε νά πηγαίνη σταθερά κάθε Κυριακή στήν Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία. Σέ μιά Θ. Λειτουργία πρόσεξε ὅτι πρός τό τέλος της ἔβγαλαν κάποιο δίσκο-καλάθι καί οἱ πιστοί ἔρριχναν λίγα χρήματα μέσα, ὁ καθένας ὅσα ἤθελε. Ὁ Ἀναστάσιος ἀπ’ αὐτό σκανδαλίσθηκε καί σκέφθηκε: “Τί κάνουν ἐδῶ πέρα· λεφτά μαζεύουν; Μήπως ἔχουν δίκιο οἱ ῾Ἐργάτες᾽ πού κατηγοροῦν τούς Ὀρθοδόξους ὅτι ἀσχολοῦνται ὅλο μέ τά λεφτά;”. Ἀποφάσισε, ὅμως, νά μή βγάλη βιαστικά συμπεράσματα ἀλλά νά τό κάνη θέμα προσευχῆς νά τοῦ δείξη ὁ Θεός τί εἶναι αὐτός ὁ δίσκος γιατί ἴσως νά εἶναι κάτι τό ὁποῖο ἁπλά ὁ ἴδιος δέν γνωρίζει ποῦ ἀποσκοπεῖ.

 Ἡ ἀπάντησι δέν ἄργησε νά ἔλθη. Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες πρόσεξε κάτι τό ὁποῖο εἴτε δέν τό εἶχε δεῖ, εἴτε δέν τοῦ εἶχε δώσει σημασία παλαιότερα. Στή μέση του εἶχε μιά μαυρίλα πού τόν ἀνησύχησε διότι προσπάθησε νά τήν καθαρίση καί δέν ἔβγαινε. Ἀρχικά συμβουλεύθηκε τούς φίλους του καί τοῦ εἶπαν νά πάη στό γιατρό γιά νά εἶναι σίγουρος. Ὅταν τό εἶπε καί στή μητέρα του, ἐκείνη τοῦ εἶπε νά μήν ἀνησυχῆ, δέν εἶναι τίποτε. Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀνησυχοῦσε καί ἔτσι πῆγε στό γιατρό. Τελικά δέν ἦταν κάτι σημαντικό, ἁπλά ἕνα εἶδος ἐλιᾶς. Ὅταν ζήτησε ὕστερα ἀπ’ τούς γονεῖς του χρήματα γιά νά πληρώση τίς ἐξετάσεις δεν τοῦ ἔδωσαν ἐπειδή, ἀντί ν’ άκούση τούς γονεῖς του πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν εἶναι τίποτε, ἄκουσε τούς φίλους του. Τήν ἑπομένη ἡμέρα ἐνῶ ὁ Ἀναστάσιος εἶχε πάει στήν Ἐκκλησία τόν ρώτησε ὁ πατήρ Ἀνδρέας γιά τό πῶς τά πάει μέ τούς γονεῖς του. Καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ εἶπε τό περιστατικό μέ τίς εξετάσεις στό γιατρό, χωρίς φυσικά νά περιμένη νά τοῦ δώση ὁ πατήρ Ἀνδρέας τά χρήματα. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας, ὅμως, τόν ρώτησε πόσο κόστιζαν καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ ἀπάντησε. Ἔτσι ὁ πατήρ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε “Θά σοῦ δώσουμε ἐμεῖς τά λεφτά, ἀλλά θά μᾶς φέρης τήν ἀπόδειξι γιά νά τή βάλουμε στό βιβλίο τοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου”. Μέ τό ποῦ τό ἄκουσε αὐτό ὁ Ἀναστάσιος ἡ σκέψι του πῆγε κατευθείαν στό δίσκο-καλάθι μέ τά χρήματα ἀπ’ τό τέλος της Θ. Λειτουργίας. Καί ὄντως ὕστερα ἔμαθε ὅτι τά χρήματα αὐτά μαζεύονται γιά τέτοιες περιπτώσεις. Καί ἔτσι μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔφυγαν καί αὐτοί οἱ ἄσχημοι λογισμοί.

 Καθώς περνοῦσε ὁ καιρός, αἰσθανόταν νά μεγαλώνη μέσα του ὅλο καί κάποιο φυλλαράκι ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἔτσι κάποια ἡμέρα εἶπε στόν πατέρα Ἀνδρέα ὅτι θά ἤθελε νά βαπτισθῆ Ὀρθόδοξος. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας τοῦ ἀπάντησε ὅτι “γιά νά βαπτισθῆς Ὀρθόδοξος θά πρέπη νά πιστεύης πραγματικά καί ὄχι νά τό κάνης π.χ. εἴτε γιά νά παντρευθῆς κάποια Ὀρθόδοξη κοπέλλα εἴτε γιά ἄλλο λόγο”. Καί ὁ Ἀναστάσιος τόν διαβεβαίωσε ὅτι πιστεύει πραγματικά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καί ὅτι θέλει μέ τήν καρδιά του νά μπῆ στήν Ἐκκλησία Του καί ὅτι δέν τό κάνει γιά ἄλλο λόγο.

 Ἔτσι ὁ πατήρ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε ὅτι θά πρέπη νά βροῦμε κάποιο νονό. Δυστυχῶς, ὅμως, περνοῦσαν οἱ μῆνες καί δέν βρισκόταν νονός. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας ἤθελε νά τόν βαπτίση ἀλλά ὅπως τοῦ εἶπε ἤθελε νά βρῆ κάποιο ἔμπιστο ἄτομο γιά νονό καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ ἀπάντησε ὅτι “ἔχει ὁ Θεός”.

 Κάποιο πρωϊνό στά τέλη Μαρτίου τοῦ 2001, ὁ Ἀναστάσιος περνοῦσε ἔξω ἀπό ἕνα Ἐκκλησάκι κοντά στή γειτονιά του καί σκεπτόμενος ὅτι δέν ἔχει μπεῖ ποτέ σ’ αὐτό τό Ἐκκλησάκι ἀποφάσισε νά μπῆ ν᾽ ἀνάψη ἕνα κερί. Τό Ἐκκλησάκι ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἅγ. Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Καθώς προσκυνοῦσε καί τόν εἶδε ὁ ἐφημέριος τῆς Ἐκκλησίας, πατήρ Ἐμμανουήλ, τόν κάλεσε καί τόν ρώτησε: “Ποιός εἶσαι; Ἀπό ᾽δῶ εἶσαι; Δέν σ’ ἔχουμε ξαναδεῖ ἐδῶ”. Ὁ Ἀναστάσιος ἔκπληκτος πῆρε τή εὐχή του καί τοῦ εἶπε τήν ἱστορία του, ὅτι εἶναι γείτονας, γιά τό πῶς πίστεψε καί ὅτι θέλει νά βαπτισθῆ Ὀρθόδοξος. Ὁ πατήρ Ἐμμανουήλ ἔκπληκτος κοίταξε τή νεωκόρο πού ἦταν καί αὐτή ἐκεῖ καί τῆς εἶπε ὅτι ἄν τό θέλη πραγματικά μποροῦμε νά τόν βαπτίσουμε ἐμεῖς ἐδῶ. Καί ὕστερα ἐξήγησε στόν Ἀναστάσιο ὅτι γιά νά βαπτισθῆ πρέπει νά πιστεύη πραγματικά καί νά μήν τό κάνη γιά κανένα ἄλλο λόγο. Καί ὁ Ἀναστάσιος τόν διαβεβαίωσε ὅτι κάθε ἡμέρα ὅλο καί ἕνα φυλλαράκι μεγαλώνει μέσα του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας.

 Ἔτσι μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπό δύο ἑβδομάδες κατηχήσεως, στίς 7 Ἀπριλίου 2001, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, βαπτίσθηκε Ὀρθόδοξος Χριστιανός μέ νονό τόν γιό τοῦ πατρός Ἐμμανουήλ, σ’ αὐτό τόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα.

 Μέ ἀφορμή τό ὅτι βαπτίσθηκε σέ Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα καί τό “Ἅγ. Ἀνδρέας της Αἴγινας” τό ὁποῖο εἶχε πεῖ ἀντί γιά “Ἅγ. Νεκτάριος”, σκεπτόταν ὅτι προφανῶς ὁ Ἅγ. Νεκτάριος τόν εἶχε βοηθήσει νά πιστέψη, ὅπως τοῦ εἶχε ζητήσει, καί νά βαπτισθῆ. Ἔτσι ἀγόρασε ἕνα βιβλίο μέ τό βίο του γιά νά μάθη περισσότερα γιά τή ζωή του. Καθώς τό διάβαζε ἔκπληκτος διαπίστωσε ὅτι τό λαϊκό ὄνομα του Ἁγίου, πρίν γίνη μοναχός, ἦταν Ἀναστάσιος. Ὅπως καί τό δικό του. Καί ὅτι στή συνέχεια ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχός ὀνομάσθηκε Λάζαρος. Καί ὁ ἴδιος βαπτίστηκε Σάββατο τοῦ Λαζάρου. Καί ὅτι ἔπειτα πού ἔγινε Ἰερέας πῆρε τό ὄνομα Νεκτάριος. Σχεδόν ἀμέσως θυμήθηκε καί ἕνα περιστατικό ἀπ’ τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία πήγαινε στό Γυμνάσιο, 1993 περίπου, 12 ἐτῶν. Τήν ὥρα τῆς Γυμναστικῆς καθόταν μέ τούς συμμαθητές του οἱ ὁποῖοι κάτι συζητοῦσαν καί τούς ἄκουγε χωρίς ὁ ἴδιος νά παίρνη μέρος στή συζήτησι. Ξαφνικά, χωρίς ὁ ἴδιος νά τό θέλη, ἀπερίσκεπτα, τούς διακόπτει ἀπ’ τή συζήτησι ρωτώντας τους ἔτσι αὐθόρμητα: “Παιδιά, πῶς λέτε νά εἴμαστε ὅταν γίνουμε 20 ἐτῶν;;”. Οἱ συμμαθητές του ἄρχισαν νά γελᾶνε γιά τήν ξεκάρφωτη αὐτή ἐρώτησί του καί ὁ ἴδιος καταλαβαίνοντας ὅτι εἶπε κάτι τό ξεκάρφωτο μέ τή συζήτησι, τραυλίζοντας προσπάθησε νά τό διορθώση λέγοντας “ἐἐ… ἐ… ἐγώ πώς λέτε νά εἶμαι ὅταν γίνω 20 ἐτῶν;”. Καταλαβαίνοντας, ὅμως, ὅτι εἶπε κάτι τό ἄσχετο μέ τή συζήτησι δέν ξαναρώτησε. Μόλις τώρα, ὅμως, ὕστερα ἀπό 8 χρόνια διαπίστωσε ὅτι αὐτό πού εἶχε πεῖ τότε στό Γυμνάσιο δέν ἦταν μιά ἁπλή ἀπερισκεψία. Διότι στίς 31 Μαρτίου 2001 ἔκλεισε τά 20 καί σέ μιά ἑβδομάδα, 7 Απριλίου 2001, βαπτίσθηκε Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἐπίσης, ἔμαθε ὅτι 7 Απριλίου πού βαπτίσθηκε γιορτάζει καί ὁ Ἅγ. Σάββας τῆς Καλύμνου πού ἦταν πνευματικοπαίδι τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί ὁ πρῶτος ἁγιογράφος του.

 Σκέφθηκε ὅτι ὅλα αὐτά δέν μπορεῖ νά εἶναι ἁπλές συμπτώσεις καί ὅτι πραγματικά ὁ Ἅγ. Νεκτάριος τόν εἶχε βοηθήσει νά πιστέψη στήν πραγματική Ἀλήθεια. Στήν μέ τήν ἀδιάσπαστη ἀποστολική διαδοχή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Καί γιά τήν ὁποία εἶπε “Οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι ᾅδου οὖ κατισχύσουσιν αὐτῆς“(Μθ 16, 18). Θυμήθηκε ἐπίσης ὅτι μία ἀπ’ τίς ὀνομασίες της αἱρέσεως τῶν “Ἐργατῶν” ἦταν “Ἡ Ἀλήθεια”. Ἀλλά ἐκείνη ἡ “Ἀλήθεια” ἦταν ψευδής.

 Μέ τή Χάρι του Θεοῦ ὁ Ἀναστάσιος συνέχιζε νά ζῆ τήν πνευματική ζωή μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν πραγματική Ἀλήθεια, συμμετέχοντας στά Ἱερά Μυστήριά της. Ὁ πονηρός, ὅμως, δέν ἔμεινε ἄπρακτος καί προτοῦ περάσουν δύο μῆνες ἀπ’ τή βάπτισί του, ἄρχισε νά τοῦ σπέρνη αἱρετικούς λογισμούς ἐναντίον τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων. Ἔτσι ἄρχισε νά σκέπτεται γιά ποιό λόγο νά προσεύχεται στούς Ἁγίους καί νά μήν προσεύχεται κατευθεῖαν μόνο στό Χριστό. Παρόλο πού γνώριζε ὅτι οἱ σκέψεις αὐτές ἦταν αἱρετικές καί λανθασμένες, δέν μποροῦσε μέ τίποτε νά τίς βγάλη ἀπ’ τό μυαλό του. Τίς ἔδιωχνε καί ξαναέρχονταν. Ἔνιωθε καθαρά ὅτι ὁ διάβολος τοῦ κάνει πόλεμο βάζοντάς του ὅλες αὐτές τίς σκέψεις, ἀλλά δέν μποροῦσε νά κάνη τίποτε. Ζήτησε βοήθεια ἀπ’ τό Θεό.

 Τό ἀπόγευμα τῆς 8ης Μαΐου τοῦ 2001 ἐνῶ βρισκόταν στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Χριστοφόρου καί συνεχίζονταν ὅλοι αὐτοί οἱ αἱρετικοί λογισμοί, βλέποντας τήν Εἰκόνα του Ἁγ. Χριστοφόρου ἄρχισαν νά τοῦ μπαίνουν λογισμοί καί ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου Ἁγίου. Ἡ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἔδειχνε τόν Ἅγ. Χριστοφόρο νά περνάη ἕνα ποτάμι ἔχοντας στήν πλάτη του τό Χριστό ὡς παιδί. Ὁ Ἀναστάσιος μέ τίποτε δέν μποροῦσε νά καταλάβη πῶς γίνεται αὐτό, ἀπ’ τή στιγμή πού ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος ἔζησε τόν 3ο αἰ. μ.Χ..

 Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ μιά κυρία ἔδωσε στόν Ἀναστάσιο μιά ἴδια μικρή πλαστικοποιημένη Εἰκονίτσα τοῦ Ἁγίου λέγοντάς του ὅτι ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος εἶναι προστάτης τῶν ὁδηγῶν. Ὁ Ἀναστάσιος ἀπόρησε καί τή ρώτησε νά μάθη ποιός εἶναι ὁ βίος του. Τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ειδωλολάτρης καί ὅτι καταγόταν ἀπό φυλή ἀνθρωποφάγων, ἀλλά ὁ ἴδιος ἦταν πολύ καλός καί ἀγαθός ἄνθρωπος. Ἐπίσης, ἦταν μεγαλόσωμος μέ μεγάλη σωματική δύναμι καί ἔτσι πολύ συχνά βοηθοῦσε ἀναπήρους, γέρους καί παιδιά νά διασχίσουν ἕνα πολύ ὁρμητικό ποτάμι τῆς περιοχῆς ὅπου ζοῦσε. Κάποια φορά καθώς προσπάθησε νά σηκώση ἕνα παιδί γιά νά τό περάση στήν ἀπέναντι ὄχθη διαπίστωσε ἔκπληκτος ὅτι παρόλη τή δύναμί του, δέν μποροῦσε νά τό σηκώση. Ὕστερα τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὅτι αὐτό τό παιδί ἦταν ὁ Χριστός καί ἐμφανίσθηκε γιά νά τόν συγχαρῆ γιά τό καλό ἔργο βοηθείας καί ἀγάπης τό ὁποῖο πρόσφερε στούς συνανθρώπους του. Καί στή συνέχεια ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος πίστεψε στό Χριστό, βαπτίστηκε καί ἀξιώθηκε νά μαρτυρήση.

Ο Ἀναστάσιος χάρηκε γιά τό βίο τοῦ Ἁγ. Χριστοφόρου καί καθώς συνεχίζονταν οἱ αἱρετικοί λογισμοί παρακάλεσε τόν Ἅγ. Χριστοφόρο νά τόν βοηθήση νά σταματήσουν. Ὁ ἴδιος δέν ἐπιθυμοῦσε νά κάνη λογισμούς ἐναντίον τῶν Ἁγίων. Αἰσθανόταν ὅτι κάποιος ἄλλος τοῦ ψιθύριζε διαρκῶς στή σκέψι του τούς λογισμούς αὐτούς. Καί κατάλαβε ὅτι αὐτός ὁ ἄλλος ἦταν ὁ διάβολος. Κι ἐνῶ οἱ λογισμοί ὅπως “Γιατί νά προσεύχεσαι στούς Ἁγίους καί ὄχι στό Χριστό μόνο;” συνεχίζονταν, καί μέ τίποτε δέν μποροῦσε νά τούς σταματήση, παρακαλοῦσε τό Θεό νά τόν βοηθήση.

 Ὕστερα ἀπό μερικές μέρες, καθώς σχόλασε μεσημέρι ἀπ’ τά Mc Donald᾽s στά ὁποῖα δούλευε στό κέντρο της Ἀθήνας καί ὁδηγοῦσε γιά τό σπίτι του μέ τό αὐτοκίνητό του, κατάλαβε ὅτι ἀπ’ τήν κούρασι νύσταζε καί τά μάτια του ἔκλειναν. Καθώς προσπαθοῦσε νά τά κρατήση ἀνοικτά ἀπερίσκεπτα σκέφθηκε ὅτι ἡ Λεωφόρος Ἀθηνῶν-Κορίνθου ἀπ’ τήν ὁποία καί θά πήγαινε εἶναι μιά εὐθεία καί ὅτι θά κατάφερνε νά κρατήση τά μάτια ἀνοικτά καί παράλληλα, τρέχοντας μέ μεγαλύτερη ταχύτητα γιά νά φθάση πιό γρήγορα, θά ἔφθανε σ’ ἕνα τέταρτο στό σπίτι του καλά. Καθώς ἄρχισε νά διασχίζη τή Λεωφόρο καί αὐξάνοντας ταχύτητα γιά νά φθάση στό σπίτι του πιό σύντομα τά μάτια του ἔκλειναν καί βιαστικά τά ἄνοιγε. Σκέφθηκε ὅτι ἦταν ὑπόθεσι ἑνός τετάρτου πού θά ἔπρεπε νά κάνη ὑπομονή καί θά ἔφθανε. Καθώς ἄρχισε νά ἀνεβαίνη τή γέφυρα τοῦ Κηφισοῦ ἄκουσε ἕνα δυνατό κρότο συγκρούσεως, παράλληλα σκέφθηκε ὅτι κάποιος τράκαρε καί ταυτόχρονα ἄνοιξε τά μάτια του, τά ὁποῖα δέν εἶχε καταλάβει ὅτι ἦταν κλειστά καί εἶδε νά πετάγωνται σπασμένα τζάμια. Καί τότε διαπίστωσε ὅτι εἶχε τρακάρει ὁ ἴδιος. Ἀμέσως βγῆκε ἔξω καί ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν εἶδε ποῦ βρισκόταν· καθώς ἀνέβαινε τή γέφυρα τοῦ Κηφισοῦ, χωρίς νά τό καταλάβη τόν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος καί διέσχισε ὁλόκληρη τή γέφυρα κοιμισμένος καθώς καί τό μέρος τῆς Λεωφόρου μετά τή γέφυρα τρακάροντας στά αὐτοκίνητα τά ὁποῖα ἦταν σταματημένα στό πρῶτο φανάρι μετά τή γέφυρα προκαλώντας καί καραμπόλα. Τό καπώ τοῦ αὐτοκινήτου του στραπατσαρίσθηκε ἀλλά ὁ ἴδιος δέν εἶχε πάθει τίποτε. Καί κατευθεῖαν τό μυαλό του πῆγε στόν Ἅγ. Χριστοφόρο καί γενικά στίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων. Ἀμέσως κατάλαβε ὅτι τόν εἶχε βοηθήσει ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος καί ὅτι ὁ Χριστός δέχεται νά προσευχώμασθε στούς Ἁγίους Του, οἱ ὁποῖοι μετά θάνατον δέν εἶναι σέ λήθαργο ὅπως λένε οἱ αἱρετικοί, ἀλλά καί μετά θάνατον ζοῦν, ἀκοῦν, βλέπουν, καταλαβαίνουν καί βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους. Ὅπως ὁ Προφήτης Μωϋσῆς παρότι εἶχε πεθάνει (“Καί ἐτελεύτησε Μωϋσῆς”(Δευτερονόμιο 34, 5)) ἐμφανίσθηκε στή Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου (Μθ 17, 3-4) καί ὅπως ὁ Ἀβραάμ πού παρόλο πού κι αὐτός πέθανε περίπου τό 1800 π.Χ., ἀπ’ τόν Οὐρανό “εἶδε καί ἐχάρη”(Ἰω 8, 56) τήν Ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔτσι μέ τή Χάρι καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ διαλύθηκαν τελείως ἀπ’ τό νοῦ του οἱ αἱρετικοί λογισμοί κατά τῶν Ἁγίων.

 Ὁ Ἀναστάσιος ἄρχισε νά νοιώθη τήν ἐπιθυμία νά γνωρίση καί ἄλλους νέους οἱ ὁποῖοι νά εἶναι συνειδητοί Χριστιανοί μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἄρχισε νά προσεύχεται στό Θεό νά τοῦ στείλη τέτοια ἄτομα. Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε ἀμέσως, μέ μιά ἀπάντησι τήν ὁποία τοῦ τήν εἶχε “ἑτοιμάσει” χρόνια πρίν. Ἡ οἰκογενειακή του ὀδοντίατρος πού εἶχε ἔλθει καί αὐτή στή βάπτισί του καί ἔχει πολυμελῆ οἰκογένεια, τοῦ εἶπε ὅτι τά παιδιά της πηγαίνουν σέ κάποιον Ἱερέα στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, πού ἀσχολεῖται μέ τό ἀντιαιρετικό καί ἀπολογητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι κάθε Κυριακή κάνει ὁμιλία γιά νέους σέ style ἐρωταπαντήσεων, ὅπου τοῦ κάνουν ἑρωτήσεις περί πίστεως καί ἀπιστίας καί ἐκεῖνος ἀπαντάει. Καί τοῦ πρότεινε ἄν θέλη νά πάη καί ὁ ἴδιος στίς ὁμιλίες αὐτές ὅπου θά ἔχη τήν εὐκαιρία νά γνωρίση πολλούς νέους μέσα ἀπ’ τήν Ἐκκλησία καί ἀκόμη θά μπορῆ νά ρωτήση τόν Ἱερέα διάφορες ἀπορίες τίς ὁποῖες ἔχει περί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

 Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος τόν Ἰούνιο τού 2001 πῆγε νά γνωρίση καί νά συζητήση μέ τόν Ἱερέα ἐκεῖνο. Ὁ Ἱερέας τοῦ ζήτησε νά τοῦ διηγηθῆ τήν ἱστορία του γιά τό πῶς πίστεψε καί βαπτίσθηκε καί εὐχαρίστως τοῦ τή διηγήθηκε. Ὅταν τελείωσε τή διήγησι ὁ Ἱερέας τοῦ εἶπε: “Ἐσύ πίστεψες μέσα ἀπό θαύματα. Ἀλλά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια δέν ἀποδεικνύεται μόνο μέσα ἀπ’ τά θαύματα ἀλλά καί μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή. Γιατί θαύματα κάνει καί ὁ διάβολος. Καί οἱ Βουδιστές κάνουν θαύματα καί πολλοί ἄλλοι μέ τή δύναμι τοῦ διαβόλου”.

 Ὁ Ἀναστάσιος μ’ αὐτό τό ὁποῖο ἄκουσε ἔμεινε ἔκπληκτος καί ρώτησε τόν Ἱερέα νά τοῦ πῆ πῶς ἀποδεικνύονται αὐτά μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή. Ἐπίσης, ἀποροῦσε πῶς γίνεται οἱ γονεῖς του νά διαβάζουν μόνο τήν Ἁγ. Γραφή καί νά εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀπάντησε ο Ἱερέας ὅτι τήν παρερμηνεύουν.

 Ἀκολούθως τοῦ ἀνέφερε τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος εἶπε γιά τήν Ἐκκλησία Του ὅτι θά Τήν ἱδρύση καί δέν θά διακοπῆ ποτέ τό Ἔργο Της στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων· “Οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”(Μθ 16,18). Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀποσπάσθηκαν ἀπ’ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τό 1054 μ.Χ καί οἱ Προτεστάντες ἀποσπάσθηκαν ἀπ’ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τό 1517 μ.Χ. καί ἀπό τότε ὥς σήμερα ἔχουν ἱδρυθῆ τουλάχιστον 33.000 διαφορετικές Προτεσταντικές αἱρέσεις ὅπου ἡ μία δέν παραδέχεται τήν ἄλλη καί ὅλες ὑποστηρίζουν ὅτι η Ἐκκλησία εἶχε διακόψει τό Ἔργο Της καί τό ξαναξεκίνησαν οἱ ἴδιοι ἱδρύοντας τίς Προεσταντικές αἱρέσεις τους. Ἄρα τά λόγια τοῦ Κυρίου μας “Οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”(Μθ 16,18) ταιριάζουν μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

 Στή συνέχεια ὁ Ἀναστάσιος ἄρχισε νά πηγαίνη στίς ὁμιλίες γιά νέους τίς ὁποῖες ἔκανε ὁ Ἱερέας σέ style ἐρωταπαντήσεων καί εἶχε σημειώσει ἀρκετές καλοπροαίρετες ἀπορίες τίς ὁποῖες εἶχε γιά τό πῶς ὅλα αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τά ὁποῖα ἔχουν καταργήσει οἱ Προτεστάντες, ὅπως τίς Ἱ. Εἰκόνες, τήν τιμή πρός τούς Ἁγίους καί τή Θεοτόκο, τήν Ἱερωσύνη, τή Θ. Ἐξομολόγησι κλπ., ἀποδεικνύονται μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή. Ὁ Ἱερέας τοῦ ἀπάντησε σέ μερικές ἐρωτήσεις ἀλλά ἐπειδή διαπίστωσε ὅτι εἶχε πολλές ἀπορίες τοῦ εἶπε νά ἔλθη μετά τήν ὁμιλία στό γραφεῖο του νά τοῦ δώση ἕνα ἀντιαιρετικό βιβλίο. Καί τοῦ ἔδωσε τό Ἀντιχιλιαστικό Ἐγχειρίδιο τοῦ Ν. Σωτηροπούλου στό ὁποῖο αὐτός ἀναιρεῖ τίς αἱρετικές διδασκαλίες τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Χιλιαστῶν μόνο μέ ἁγιογραφικά χωρία. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος διάβασε τό ἀντιαιρετικό αὐτό βιβλίο καί ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά πιστέψη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή.

 Ὕστερα ἀπό μερικούς μῆνες ὁ Ἀναστάσιος ἔμαθε ὅτι ὁ Ἱερέας αὐτός σκοπεύει νά ἱδρύση μέσα στήν Ἀττική ἕνα Μοναστήρι, τό ὁποῖο θ’ ἀσχολῆται μέ τή Θεία Ἐξομολόγησι καί τήν Ἀπολογητική κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν ἀθέων μέ ἀντιαιρετικά βιβλία. Καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ εἶπε ὅτι ἐπιθυμεῖ καί ὁ ἴδιος νά τόν ἀκολουθήση στό Μοναστήρι του. Ἔτσι ὕστερα ἀπό δυόμισυ χρόνια, στίς 29 Νοεμβρίου 2002, παραμονή τοῦ Ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου, προσῆλθε ἐπίσημα στή συνοδεία τοῦ Ἱερέως ἐκείνου περιμένοντας καί κάνοντας καθημερινά προσευχή νά τούς χαρίση ὁ Θεός κάποιο μέρος γιά Μοναστήρι.

 Τά καλοκαίρια τοῦ 2002 καί τοῦ 2003, ὁ Ἀναστάσιος δούλευε μέ τόν πατέρα του ἐλαιοχρωματιστής. Τά δύο αὐτά καλοκαίρια εἶχαν πάει μέ τόν πατέρα του στή Μύκονο γιά νά βάψουν. Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος ρώτησε γιά τό ἄν ὑπάρχη κάποιος τοπικός ἅγιος γιά νά τόν ἐπικαλῆται καί ἔμαθε γιά τόν Ἅγ. Νεομάρτυρα Μανουήλ τῆς Μυκόνου, τόν ἐκ Σφακίων Κρήτης, ὁ ὁποῖος ἦταν παντρεμένος στή Μύκονο ὅπου καί μαρτύρησε καί ἡ μνήμη του εἶναι στίς 15 Μαρτίου (†1792). Ἔτσι, ὁ Ἀναστάσιος ζήτησε ἀπ’ τόν π. Ἰωάννη νά κάνη κάθε μέρα ἕνα κομποσχοινάκι στόν Ἅγ. Μανουήλ τῆς Μυκόνου. Ὁ π. Ἰωάννης τοῦ εἶπε, “Κάνε καί παρακάλεσέ τον νά μᾶς βρῆ μέρος γιά Μοναστήρι”. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος ἄρχισε νά ἐπικαλῆται τόν Ἅγ. Μανουήλ τῆς Μυκόνου.

 Ὕστερα ἀπό 5 χρόνια, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, βρέθηκε προσωρινό μέρος γιά Μοναστήρι καί στίς 25 Νοεμβρίου 2007 ὁ Ἀναστάσιος πῆγε γιά δόκιμος μοναχός. Καί γιά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός ὅτι οἱ Ἅγιοί Του βοηθᾶνε καί ὅτι πρέπει νά τούς ἐπικαλούμαστε χωρίς κανένα δισταγμό, στίς 15 Μαρτίου 2008, στή γιορτή τοῦ Ἁγ. Μανουήλ τῆς Μυκόνου, ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ἄβελ τό ὁποῖο τοῦ ἔδωσε ὁ Ἐπίσκοπος Πειραιῶς Σεραφείμ, πρός τιμήν τοῦ Ἁγ. Προπάτορος Ἄβελ, διαπιστώνοντας ἔκπληκτος ὅτι στίς 29 Νοεμβρίου πού πρωτομπῆκε στή συνοδεία τοῦ Ἱερέως ἐκείνου, τό 2002, εἶναι καί ἡ μνήμη τοῦ Ἁγ. Ἄβελ τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ τοῦ Βαλαάμ (†1831).

Από το βιβλίο:

Αρχιμ. Ιωάννης Κωστώφ,

Τα Ίχνη του Θεού – Από τον Προτεσταντισμό στήν Ορθοδοξία

ἐκδ. Ἅγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός (τηλ. 22950 32259)

Ἀθήνα 2011


<>







Η μεταστροφή ενός αθέου στην Ορθόδοξία και η αναβολή του θανάτου του

Γράφει ὁ Χρίστος Ἀργυρόπουλος: «Συνήθιζε ὁ παπα-Ἀναστάσης Δραπανιώτης, ὡς ἐφημέριος τοῦ Λαϊκοῦ Νοσοκομείου, νά περνᾶ τακτικά ἀπό τούς θαλάμους τῶν ἀσθενῶν. Τούς χαιρετοῦσε, ἔπιανε κουβέντα μαζί τους, τούς ἐξυπηρετοῦσε ἐάν εἶχαν κάποια ἀνάγκη καί ὅταν ἡ γνωριμία τους προχωροῦσε, τούς μιλοῦσε γιά τά Μυστήρια τῆς Ἐξομολογήσεως καί Θ. Κοινωνίας. Στό ἔργο αὐτό εἶχε πολύτιμους συνεργάτες τίς ἀδελφές. 
Σέ κάποιο θάλαμο πρό ἀρκετῶν ἐτῶν ὑπῆρχε ἀσθενής, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον δέν μιλοῦσε στόν παπα-Ἀναστάση ὅταν τόν ἔβλεπε νά μπαίνη στο θάλαμο, ἀλλά ἐπιδεικτικά τοῦ γύριζε τίς πλάτες. Μιά νύκτα τόν ξύπνησε μιά ἀδελφή καί τοῦ εἶπε:
—Πάτερ, στό τάδε δωμάτιο ὁ τάδε ἀσθενής θέλει νά κοινωνήση. 
—Ἀδύνατον τῆς εἶπε· κάποιο λάθος κάνεις. Αὐτός συνεχῶς μέ περιφρονεῖ.
—Ὄχι πάτερ, πεθαίνει καί σέ παρακαλεῖ νά τόν κοινωνήσης. 
—Δέν μπορῶ νά τόν κοινωνήσω, ἄν δέν ἐξοξολογηθῆ. Τέλος πάντων, πήγαινε στή δουλειά σου καί θ᾽ ἀνέβω νά τόν δῶ.
Ὁ ἄρρωστος τόν περίμενε.
—Πάτερ, πεθαίνω καί θέλω νά κοινωνήσω.
—Δέν θά σέ κοινωνήσω ἄν δέν ἐξομολογηθῆς. Καί μόνο πού περιφρονοῦσες τόν ἱερέα, δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά σέ κοινωνήσω.
Ὁ ἄρρωστος ἐξομολογήθηκε. Τόν βάραινε κάτι πολύ σοβαρό. Εἶχε πληρώσει κάποιον καί σκότωσε τό γείτονά του γιά νά τοῦ πάρη ἕνα μικρό χωράφι, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν πάμπλουτος. Στό δικαστήριο ἔφερε δύο ψευδομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι κατέθεσαν ὅτι τό φόνο τόν ἔκανε ἕνας ἄλλος γείτονας, παντρεμένος μέ δύο παιδιά, ὁ ὁποῖος καταδικάσθηκε, ἐνῶ ἦταν τελείως ἀθῶος καί τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν φυλακισμένος στίς φυλακές Ἀβέρωφ, ἐνῶ ἡ γυναῖκα του ἀπό τή στενοχώρια της νοσηλευόταν στό “Σωτηρία” μέ φυματίωσι. Ὁ παπα-Ἀναστάσης ἦλθε σέ δύσκολη θέσι. Στάθηκε ὄρθιος καί τόν κοίταζε ἀφηρημένος, ἐνῶ στήν πραγματικότητα προσηύχετο. Ὁ ἄρρωστος ἀντιλαμβανόμενος τή δυσκολία τοῦ παπα-Ἀναστάση νά τόν συγχωρέση, τόν ἱκέτευσε.
—Συγχώρεσέ με παπά μου, γιατί πεθαίνω. 
—Δέν μπορῶ νά σέ συγχωρέσω, ἄν δέν ἐπανορθώσης. 
—Λυπήσου με, ξαναφώναξε ὁ ἄρρωστος κλαίγοντας.
᾽Ο παπα-Ἀναστάσης ἅπλωσε τό χέρι του, τόν κοίταξε στά μάτια καί τοῦ ἀνακοίνωσε τήν ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ.
—Λοιπόν, θά σέ κοινωνήσω, ἀλλά δέν θά πεθάνης ἀπόψε. Αὔριο θά βγῆς ἀπό τό νοσοκομεῖο, καί θά πᾶς κατευθείαν στό συμβολαιογραφεῖο. Θά γράψης τή μισή περιουσία σου στή γυναῖκα ἐκείνου τόν ὁποῖο σκότωσες καί τήν ἄλλη μισή σ᾽ ἐκεῖνον πού βρίσκεται στή φυλακή καί εἶναι ἀθῶος. Ὕστερα θά πᾶς στόν Εἰσαγγελέα, θά τοῦ δηλώσης τί ἔχεις κάνει γιά νά ἐλευθερωθῆ ὁ ἀθῶος καί νά πᾶς ἐσύ στή θέσι του. Τό πότε θά πεθάνης θά τό κρίνη ὁ Θεός. 
Τοῦ διάβασε τή συγχωρητική εὐχή καί ἀμέσως ἔφερε τά Τίμια Δῶρα καί τόν κοινώνησε. Ὁ ἄρρωστος κοιμήθηκε μέχρι τό ἄλλο ἀπόγευμα πού σηκώθηκε εὐδιάθετος, ὑγιής καί ζήτησε ἐξιτήριο.
Ἔγιναν τά πάντα ὄπως εἶχε δώσει ἐντολή ὁ παπα-Ἀναστάσης. Ἔγινε ξανά ἡ δίκη, ἀποκαλύφθηκε ἡ πλεκτάνη καί ὁ πρώην ἐτοιμοθάνατος μπῆκε στίς φυλακές. Ἔμεινε φυλακισμένος πέντε περίπου χρόνια καί κατόπιν πέθανε. Στά χρόνια αὐτά διατηροῦσε ἀλληλογραφία μέ τόν παπα-Ἀναστάση. Ἔτσι δόθηκε ὀ χρόνος ὄχι μόνο νά ἀποκαταστήση τίς ἀδικίες, ἀλλά νά ζήση τή ζωή τῆς μετανοίας καί νά φύγη ἔτοιμος κατά πάντα μέ τή συνεχῆ πνευματική καθοδήγησι τοῦ παπα-Ἀναστάση»(Αν, ᾽Ιλ-Αὔ ᾽85, 16).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011



<>








Μεταστροφές αθέων στη Ρωσία με απευθείας προσέλκυση από τον Θεό

Ἰδού καί ἄλλοι τρόποι προσελκύσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ: «Σχεδόν σέ κάθε ἐσπερινή ἀκολουθία [στό μοναστήρι Πιούχτιτσι] παρευρίσκονται καί περιηγητές. Στέκονται συνωστισμένοι στήν εἴσοδο καί κοιτάζουν μέ γουρλωμένα καί κατάπληκτα μάτια. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς μπαίνουν γιά πρώτη φορά σέ ναό τοῦ Θεοῦ. Ἡ γερόντισα Μαρία τούς πλησιάζει μέ πολλή ἀγάπη καί λέγει ὅτι συχνά καί μόνη ἡ ἐπίσκεψι στό ναό, μπορεῖ νά ὁδηγήση τούς ἀνθρώπους στήν πίστι. Ζωντανή ἀπόδειξι τῶν λόγων της εἶναι ὁ βαθειᾶς πίστεως Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος πρό τριετίας μπῆκε γιά πρώτη φορά ὡς περιηγητής σέ κάποια ἐκκλησία καί ἀμέσως ἔγινε Χριστιανός»(ΜΜ, 41). 
«Τελευταῖα ἔνας μαθηματικός διηγεῖτο πῶς βαπτίσθηκε. Ἁπλούστατα τοῦ ἦλθε ἡ ἐπιθυμία νά βαπτισθῆ, ἄν καί δέν εἶχε γι᾽ αὐτό οὔτε ἰδιαίτερη ἀφορμή, οὔτε κάτι σχετικό εἶχε διαβάσει. Οἱ συγγενεῖς του εἶναι ὅλοι ἄθρησκοι. Τώρα εἶναι ἄνθρωπος μέ πνευματική μόρφωσι, βαθειά πιστός»(ΜΜ, 269).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011




<>










Η αγάπη και τη φιλοξενία των Μοναχών οδήγησε δύο άθεους Γάλλους στην Ορθοδοξία

Πρίν λίγο καιρό ἕνα ζευγάρι ἀπ᾽ τήν Γαλλία ἐπισκέφθηκε ἕνα ἱστορικό Μοναστήρι τῆς πατρίδας μας. Ὅταν ὁ μοναχός πῆγε νά τούς ἀνοίξη τό καθολικό γιά νά προσκυνήσουν, αὐτοί εἶπαν εὐγενικά πώς εἶναι ἄθεοι καί θεωρούν ἰεροσυλία τό νά πᾶνε στό ναό.
Τότε ὁ μοναχός τούς προσκάλεσε στό ἀρχονταρίκι γιά κέρασμα, αὐτοί δέχθηκαν μέ χαρά καί τούς φάνηκε πρωτόγνωρη κίνησι μετά τήν ἀπάντησι πού τοῦ ἔδωσαν.
Ἀφοῦ ἀπόλαυσαν τήν φιλοξενία, μιλοῦσαν γιά ὧρες καί ἔφυγαν ἐνθουσιασμένοι, ἐνῶ στήν πόρτα του ἀνέφεραν πώς θά ἤθελαν νά γνωρίσουν τήν Ὀρθόδοξη Πίστι, νά κατηχηθοῦν καί εἶπαν πώς: “ἄν εἶναι ἔτσι ὀἱ Ὀρθόδοξοι, θέλουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε ἔτσι...”.
Τά μοναστήρια μας πρέπει νά εἶναι τόποι φιλοξενίας καί ἀγάπης γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως, δέν γίνεται νά ὑπηρετοῦμε τό Θεό τῆς ἀγάπης καί νά μην ἔχουμε ἀγάπη.
Γιατί ἡ ἀγάπη ἔχει τή δύναμι νά τά ἀλλάζη ὅλα!


<>








Η θαυμαστή μεταστροφή του πρώην άθεου ιατρού κ. Ματζώρου από την Λίμνη της Εύβοιας μέσω του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου


Σεβασμιώτατε, έλεγε ο κ. Ματζώρος γιατρός, από την Λίμνη της Εύβοιας, στον Μητροπολίτη Χαλκίδος κ. Χρυσόστομο (Βέργη), δεν είμαι θρησκόληπτος και αγράμματος άνθρωπος, είμαι γιατρός και πρώην άθεος.

Αρρώστησα. Εξετάσεις, έρευνες. Βγαίνει το πόρισμα: Καρκίνος στο παχύ έντερο. Οι συνάδελφοί μου λένε όλη την επιστημονική αλήθεια. Καρκίνος βαρυτάτης μορφής και σε μέρος που σχεδόν βέβαια οδηγούσε στον θάνατο.

Βρίσκομαι στο Αντικαρκινικό Νοσηλευτικό Ίδρυμα «Παντοκράτωρ» στην Αθήνα. Μετά την γνωστοποίηση αυτή και ενώ μένω μόνος στο κρεββάτι, έρχομαι στον εαυτό μου και στρέφω το νου, την ψυχή και την καρδιά μου στον Θεό που δεν πίστευα. 

Κάθομαι στο κρεββάτι, τα πόδια μου πατούν στο έδαφος. Μονολογώ, προσεύχομαι στον Θεό, ζητώ να με προσέξει: Θεέ μου, του λέγω, δεν σε πίστευα, έλεγα πως είσαι παραμύθι. Ο άνθρωπος και η επιστήμη έλεγα είναι το παν. Βλέπω όλα να μηδενίζονται. Δέξου τη μετάνοιά μου και αν με κρίνεις άξιο θεράπευσε την αρρώστια μου με έναν Άγιο που έχουμε ολόσωμο στην περιφέρειά μας (Άγιο Ιωάννη Ρώσσο).

Αυτό ήταν το πηγαίο και ειλικρινές «ήμαρτον» του γιατρού. Κάποιος χτυπάει την πόρτα του.

—Εμπρός. Ανοίγει η πόρτα. Ένας νέος γιατρός, ωραίος, καλωσυνάτος.

—Τί κάνεις γιατρέ, ερωτά τον ασθενή κ. Ματζώρο. Πώς πας;

—Τί να κάνω, συνάδελφε, ας το πούμε, πεθαίνω.

—Όχι, γιατρέ, δεν πεθαίνεις. Ό,τι έχεις μέσα σου το παίρνω!

—Ποιός είσαι συ, νέε μου; άσπρισαν τα μαλλιά μου στην επιστήμη και γνωρίζω τι έχω.

—Είμαι αυτός που ζήτησες προηγουμένως! Χαίρετε, γιατρέ!

Στους διαδρόμους αμέσως ρωτάει να μάθει ποιός ήταν. Οι γιατροί του λένε: Από τη στενοχώρια σου, συνάδελφε, σε δευτερόλεπτο είδες αυτό το όνειρο. Όχι όμως, ο γιατρός είχε μιλήσει με τον Θεό πρώτα και με τον Άγιο μετά, δεν γελιέται παρά επιμένει και γίνεται πάλι έρευνα.

Πόσοι και πόσοι δεν είδαν τους δύο φακέλλους των εξετάσεων με τον καρκίνο και χωρίς αυτόν! «Σεβασμιώτατε δεν είμαι θρησκόληπτος… Είδα τον Άγιο, θεραπεύτηκα!…»

10.4.1964

Από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Βερνέζου, Έκδοσις Ιερού Προσκυνήματος Οσίου Ιωάννου του Ρώσσου, Προκόπιον Ευβοίας, σελ. 51-52.



<>






«Μιά παρέα γλεντζέδων, βαθειά ξημερώματα, γύριζε ἀπό τό τρικούβερτο ὁλονύκτιο γλέντι. Στό δρόμο συναντοῦν ἕναν ἱερέα πού ἐκείνη τήν ὥρα ἔμπαινε στόν περίβολο τοῦ ναοῦ. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ἴσως ὁ πιό νηφάλιος ἀπ᾽ ὅλους, θέλησε νά πειράξη τόν ἱερέα:
—Αἴ!, παππούλη, πολύ πρωΐ ξύπνησες. Τί πᾶς νά κάνης στό ναό; Ἄδικα παιδεύεσαι. Θεός δέν ὑπάρχει, μά οὔτε καί παράδεισος.
Ὁ ἱερέας ἐνοχλημένος προφανῶς ἀπό τά πειρακτικά λόγια τοῦ νεαροῦ, ἀπάντησε μέ πολλή πικρία.
—Κι ἄν ὑπάρχη, φίλε μου, τότε ἐσύ τί θά κάνης;
Ἡ παρέα ἀπομακρύνθηκε. Ὁ αὐθάδης νεαρός ὅλη τήν ἡμέρα κοιμᾶται. Μέσα στό βαθύ του ὕπνο ἀκούει τήν πικραμένη φωνή τοῦ ἱερέα: “Κι ἄν ὑπάρχη, τότε ἐσύ τί θά κάνης;”.
Ξυπνᾶ ταραγμένος. Καί ἡ φωνή συνεχίζει νά δονῆ τήν ἀκοή του. Αὐτό στάθηκε τό ξυπνητήρι.
“Κι ἄν ὑπάρχη;...”. Ἡ σκέψι ὅτι ὑπάρχει τόν συγκλόνισε. Ἕνας καινούργιος κόσμος ξύπνησε μέσα ἀπ᾽ τά σάβανά του.
Τήν ἴδια μέρα, ἀργά τό βράδυ, ὁ νεαρός ἀληθινά μετανοιωμένος, ἔσερνε τά βήματά του στόν ἴδιο ναό, μπροστά στόν ἴδιο ἱερέα ἄφηνε τή λίθινη καρδιά νά ἀποβάλη ὅλο τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν της»(ΟΘ, 68).


<>





Γέροντας Ἐφραίμ Σκήτης Ἁγ. Ἀνδρέα, Ἅγ. Ὄρος: «Κάποιος ἄπιστος συναντήθηκε κάποτε μέ ἔναν πάμφτωχο ἐρημίτη καλόγερο.
Καί τοῦ λέει ὁ ἄπιστος:
—Θαυμάζω Γέροντα τή μεγάλη ἄσκησι καί θυσία πού κάνεις! Θυσιάζεις ὅλη σου τή ζωή στό Θεό, πού εἶναι ἀμφίβολο ἄν ὑπάρχη ἤ δέν ὑπάρχει...
Ὁ ἀσκητής μειδίασε καί τοῦ εἶπε:
—Καί ἐγώ παιδάκι μου θαυμάζω τή δική σου ἄσκησι καί θυσία, πού εἶναι πολύ μεγαλύτερη ἀπό τή δική μου!...
—Εἶναι δυνατόν;, εἶπε μέ ἀπορία ἄπιστος. Ποιά θυσία κάνω ἐγώ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπ᾽ τήν δική σου;
—Ἐγώ παιδάκι μου θυσιάζω τήν πρόσκαιρη ζωή, γιά νά κερδίσω τήν ἀιώνια. Ἐνῶ ἐσύ θυσιάζεις τήν ἀιώνια ζωή, γιά νά χαρῆς τήν πρόσκαιρη. Ποιος λοιπόν ἀπό τούς δυό μας, κάνει μεγαλύτερη θυσία;
Ὁ ἄπιστος προβληματίστηκε. Σκέφτηκε: Καί ἄν πράγματι μία τοῖς χιλίοις, ὑπάρχει ἄλλη ζωή, τί θά ἀπογίνω; Αὐτό ἔγινε αἰτία νά ἔρθη “εἰς ἑαυτόν” καί σιγά-σιγά μέ τή διακριτική καθοδήγησι τοῦ ἀσκητῆ, ἄλλαξε τρόπο ζωῆς καί μετανόησε»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>




«Υπάρχω, ψάξε να Με βρεις!» - Η μεταστροφή του Ολλανδού μοναχού και ερημίτη Jozef van den Berg (+2023) πρώην ηθοποιού από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία
 

Ο Jozef (Joseph) Van den Berg ήταν Ολλανδός πρώην μίμος και σπουδαίος διάσημος ηθοποιός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1949 στο Beers της Ολλανδίας και δεν είχε καθόλου σχέση με τον Θεό, ήταν άθεος. Ήταν παντρεμένος και έχει 4 παιδιά. Όλα άλλαξαν μια μέρα, σε μια παράσταση που έπαιζε το ρόλο του άθεου και έλεγε: «Δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει Θεός». Ακούει τότε μια φωνή μέσα του να του λέει: «Υπάρχω, ψάξε να Με βρεις!». Από αυτή την στιγμή κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Πραγματικά έψαξε και Τον βρήκε!
Συγκεκριμένα, είχε μια πολύ καλή φίλη και τον ενημέρωσε ότι γνώριζε τον Άγιο Πορφύριο και ότι θα πήγαινε στην Ελλάδα και αν ήθελε να του έγραφε ένα γράμμα για να του το έδινε.
 
Όταν η φίλη του έφτασε στην Ελλάδα και πήγε στον Άγιο Πορφύριο και μόλις του μίλησε για τον Ιωσήφ, έλαμψε από την χαρά του και της είπε ότι πρέπει να τον δει. Πράγματι έτσι και έγινε, ο Ιωσήφ πήγε και τον βρήκε στην Ελλάδα. Ο Άγιος Πορφύριος μίλησε στον Ιωσήφ για την Ορθοδοξία. Επίσης στην Ελλάδα γνώρισε και τον Άγιο Παΐσιο στο Αγ. Όρος. Συναντήθηκε επίσης με τον Άγιο Σωφρόνιο Σαχάρωφ στο Έσσεξ της Αγγλίας. Με θαυμαστό τρόπο κάτι άλλαξε μέσα του και αποφάσισε να παρατήσει τα πάντα, χρήμα, δόξα, οικογένεια, φίλους, δημοσιότητα για να γίνει Ορθόδοξος Χριστιανός και να ασκητέψει ως ερημίτης σε μια καλύβα στο δάσος Neerjinen της Ολλανδίας.
 
Τα μοναδικά πράγματα που πήρε μαζί του όταν ξεκίνησε για να βρει τον Θεό, ήταν ένα ποδήλατο και ένα μπαούλο με λίγα ρούχα. Βαπτίστηκε και έγινε Ορθόδοξος Χριστιανός. Το καλυβάκι του επισκέπτονταν καθημερινά πολύς κόσμος, επίσης τον επισκέπτονταν Ιερείς και Αρχιερείς από παντού. Ήρθε πρόσφατα για λόγους υγείας στην Ελλάδα όπου και νοσηλευόταν και εκοιμήθη σε ηλικία 74 ετών τον Οκτώβριο του 2023 σε ένα μοναστήρι στο Σοχό, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Είχε καρκίνο και δεν μπορούσε να περπατήσει, ήταν δηλαδή καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι.
 
«Χωρίς Αυτόν (τον Χριστό) είμαστε απελπιστικά χαμένοι»
Αιώνια η μνήμη του! Να έχουμε την ευχή του.


ANT.

<>








Το περιστατικό που περιγράφω και συμφωνεί και ο σύζυγος μου, ήταν η απαρχή για να ανοίξουμε τις καρδιές μας και να πιστέψουμε πραγματικά στον Θεό, γιατί μέχρι τότε, μόνο αρνητική κριτικήασκούσαμε στους λειτουργούς του Θεού.

Ο δε σύζυγος μου υπεράσπιζε ακόμα και την άποψη ότι Θεός δεν υπάρχει.

Ήταν ένα γεγονός που μας επιβεβαίωσε πόσο άδικο είχαμε, πόσο λάθος κάναμε και μας άνοιξε τα μάτια ώστε να μπορέσουμε να δούμε τον αληθινό δρόμο, τον δρόμο του Θεού.
«Ο γιός μας ο Σωτήρης γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Είχα αποφασίσει όταν το παιδί μου συμπληρώσει σαράντα μέρες ζωής να το πάω σε εκκλησία για να πάρει την ευχή, όπως συνηθίζεται, μετά και από τις παραινέσεις των άμεσα συγγενών μας.

Δεν το πήγα την ημέρα που σαράντισε, αλλά την επομένη ημέρα που ήταν Κυριακή στις 30 Οκτωβρίου 1994. Όμως, σαν αμελείς και αφελείς άνθρωποι που είμαστε, την ημέρα εκείνη ναι μεν ξύπνησα στις 7:00 η ώρα το πρωί για να το ταΐσω, αλλά μετά ξάπλωσα ξανά και μας πήρε ο ύπνος.

Έτσι, σηκωθήκαμε αργότερα με τον σύζυγο μου και ετοιμαστήκαμε με την άνεση μας να πάμε στην εκκλησία.

Όταν πήγαμε στην πρώτη εκκλησία, η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει και δεν υπήρχε κανένας Ιερέας να δώσει την ευχή στο παιδί. Φύγαμε και πήγαμε σε άλλη εκκλησία. Επισκεφτήκαμε τις εκκλησίες που γνωρίζαμε στους Δήμους, Περιστερίου, Χαϊδαρίου και Αιγάλεω, Άλλες εκκλησίες ήταν κλειστές και άλλες που «ήταν ανοικτές, είχαν φύγει οι Ιερείς. Εγώ όμως επέμενα και έλεγα στον άντρα μου ότι «Σήμερα, Κυριακή θα πρέπει να πάρει την ευχή».
Καταλήξαμε περίπου στις δυο (2:00) η ώρα το μεσημέρι έξω από τον Ιερό ναό του Άγιου Σπυρίδωνα στο Αιγάλεω. Ο σύζυγος μου έλεγε να παρατήσουμε την προσπάθεια και να πάμε την άλλη ημέρα να πάρουμε ευχή, όμως εγώ επέμενα. Είδα την πόρτα της εκκλησίας μισάνοικτη και του είπα ότι «αυτή θα ήταν η τελευταία μας προσπάθεια».

Έτσι μπήκαμε μέσα στον Ιερό Ναό, εγώ με το παιδί μου στην αγκαλιά και ο άντρας μου.

Ο πολυέλαιος μπροστά από την ωραία πύλη του Ιερού ήταν ηλεκτροφωτισμένος. Ένας Ιερέας καθόταν στα πίσω στασίδια των γυναικών (σήμερα τα στασίδια έχουν αντικατασταθεί με καρέκλες). Ήταν μεγάλος σε ηλικία και επειδή δεν ήθελα να τον ενοχλήσω και να τον κουράσω, πήγα στο γραφείο των Ιερέων που ευρίσκετε εντός της εκκλησίας, σε διαμορφωμένο χώρο, για να βρω κάποιον άλλο Ιερέα να δώσει την ευχή. Στα γραφεία δεν υπήρχε κανένας. Κοίταξα σε όλη την εκκλησία και δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος, ούτε η νεοκόρος.

Τότε, ο μοναδικός ηλικιωμένος Ιερέας όπως καθόταν γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μας και μας ρώτησε: «Τι θέλετε;». «Πατέρα», του είπα, «θέλω να σαραντίσω το παιδί μου, αλλά αργήσαμε σήμερα». «Εγώ θα το κάνω», είπε και σηκώθηκε όρθιος.

Τότε είδαμε έναν άνθρωπο ψηλό, ηλικιωμένο, με κάτασπρα γένια και μαλλιά, φορώντας άσπρα ράσα. Ερχόταν αργά προς εμάς, όχι επειδή ήταν ηλικιωμένος, αλλά επειδή ήταν πολύ γαλήνιος, Πήρε το παιδί στα χέρια του και αυτό χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του. Είπε τις ευχές απ” έξω, χωρίς να διαβάσει τίποτα και το πήγε να το περάσει από το Ιερό του ναού. Μπήκε από την κεντρική Ιερά πύλη του Ιερού και βγήκε από την πλαϊνή αριστερή πόρτα. Ήρθε προς το μέρος μας, μου έδωσε το παιδί και είπε τρεις ευχές, όχι όμως «να σας ζήσει», αλλά πολύ συγκεκριμένες ευχές που αφορούσαν το μέλλον του παιδιού, τις οποίες όμως επειδή δεν είχαμε δείξει την απαραίτητη προσοχή, δεν θυμόμαστε μέχρι σήμερα, ούτε εγώ, ούτε ο άντρας μου. Πήραμε το παιδί πανευτυχείς που μπορέσαμε να το σαραντίσουμε και αδαείς καθώς ήμασταν φύγαμε.

Μετά από αρκετό καιρό, ήρθε στο μαγαζί που έχουμε στο Αιγάλεω και εργαζόμαστε σ” αυτό, ένας επίτροπος του συγκεκριμένου Ιερού ναού. Πιάσαμε την συζήτηση και του είπαμε ότι «έχετε έναν πολύ καλό Ιερέα στον ναό σας» και αρχίσαμε να περιγράφουμε τον Ιερέα που νομίσαμε ότι είχαμε δει.

«Δεν έχουμε κάποιον Ιερέα που να είναι έτσι», μας απάντησε. Μετά μας ρώτησε «Μήπως εννοείτε τον πατέρα …;» (δεν θυμόμαστε το όνομα του).

«Όχι», απαντήσαμε. «Τον πατέρα … τον γνωρίζουμε. Δεν ήταν αυτός». Όταν δε του είπαμε ότι φορούσε λευκά ράσα, δάκρυσε λέγοντας μας ότι ένας παπάς απλός δεν φοράει λευκά ράσα παρά μόνο σε κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις. Επίσης μας είπε ότι η εκκλησία αυτή την ώρα της ημέρας είναι κλειστή, γιατί όλοι ξεκουράζονται από την πρωινή Θεία Λειτουργία και πηγαίνουν στην εκκλησία αργότερα το απόγευμα.

«Μόνο ο Χριστός και οι Άγιοι έχουν δικαίωμα να φορούν λευκά ράσα, γι” αυτό να προσεύχεστε και να ευχαριστείτε τον Θεό», ήταν τα λόγια του και έφυγε. Τότε σκεφτήκαμε ότι άμεσα μία από τις επόμενες ημέρες θα πρέπει να επισκεφτούμε τους Ιερείς της εκκλησίας και να δούμε ποιος πραγματικά Ιερέας ήταν. Πριν προλάβουμε να πάμε, ήρθε στο μαγαζί μας, μια γυναίκα, η οποία δεν είχε έρθει ποτέ, ούτε και ξαναήρθε από τότε. Μίλαγε συνέχεια, δεν μπορούσε κανείς να την σταματήσει. (Σημειωτέον εντός του μαγαζιού υπήρχαν και άλλοι πελάτες).

Παρατήρησε μια μικρή εικονίτσα του αγίου Εφραίμ, που μας είχαν δώσει και την είχαμε αναρτήσει σε εμφανές σημείο και μας είπε «Α!, ξέρετε και τον άγιο Εφραίμ; Πάρτε μια εικονίτσα» μας είπε». Και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, έπιασε το χέρι μου και έβαλε στην παλάμη μου μια μικρή εικόνα. Την κοίταξα. Ήταν η εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα.

Περίμενα να φύγει η άγνωστη γυναίκα και οι υπόλοιποι πελάτες και ρώτησα τον άντρα μου:

«Θυμάσαι τον Πατέρα που μας σαράντισε τον Σωτήρη μας;».

«Ναι», μου απάντησε.

«Θυμάσαι πώς ήταν ακριβώς;».

«Ναι», μου απάντησε ξανά. «Για κοίτα αυτή την εικόνα», του είπα δείχνοντας του την εικόνα του Αγίου.

«Ναι», μου είπε ενθουσιασμένος, «αυτός είναι».

Πήγαμε λοιπόν στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, είδαμε πάλι τον Άγιο Σπυρίδωνα σε μεγάλη εικόνα. Ήταν ο ίδιος ο άγιος που είχαμε συναντήσει. Το αναφέραμε στους Ιερείς το θαυμαστό αυτό γεγονός. Το έμαθαν και οι υπεύθυνοι της Ιεράς Μητρόπολης Νικαίας, όπου ανήκει η εκκλησία.

Κάποια Κυριακή, στον συγκεκριμένο ναό, κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, ένας Ιερέας στο κήρυγμα του περιέγραψε το θαυμαστό περιστατικό της εμφάνισης του Αγίου Σπυρίδωνα, μη αναφέροντας βέβαια ονόματα, λέγοντας στους πιστούς ότι και στις μέρες μας γίνονται θαύματα, αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια μας και την ψυχή μας. Και πραγματικά, έχει απόλυτο δίκιο.

Αν ανοίξουμε την καρδιά μας και ζητήσουμε πραγματικά από τον Θεό να έρθει στην ζωή μας, τότε αυτός θα μας βοηθήσει σε κάθε βήμα μας, σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Μέχρι σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές ο γιός μας έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη, έχει μεγαλώσει πάρα πολύ όμορφα, ήρεμα προσφέροντας μας πάντα ευτυχία και χαρά που τον έχουμε κοντά μας. Ο Θεός να του δίνει πάντα φώτιση!»

Εγώ και ο σύζυγος μου θέλαμε να καταθέσουμε την δική μας μαρτυρία που αφορά ένα από τα θαύματα που γίνονται ακόμα και στις μέρες μας! Η συγκεκριμένη Εκκλησία, εορτάζει την μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνα στις 12 Δεκεμβρίου

Αιγάλεω 10 Απριλίου 2009
Η μητέρα: Αρχοντούλα Φ.
Ο πατέρας: Γρηγόριος Φ.





<>










Ὅταν ἤμουν 20 χρόνων ἀγαπητέ μου καθηγητή, ἤμουν ἀναρχικός...
Εἶχα μακριά μαλλιά, εἶχα σκουλαρίκια, εἶχα τυραννήσει
πνευματικούς ἀνθρώπους, τους δασκάλους μου...
Μέ ἔστειλαν σ’ ἕνα χριστιανικό οἰκοτροφεῖο και τό ἔκανα ἄνω-κάτω..!!!
Μία μέρα, μέ τήν προτροπή ἑνός θείου μου, ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τόν πατέρα Πορφύριο...
Νόμιζα ὅτι θά συναντοῦσα ἕνα ἀφελές γεροντάκι, ἀλλά γρήγορα διαψεύστηκα...!!!
Μόλις μέ εἶδε ὁ Γέροντάς μου εἶπε:
«Μωρέ ἐσύ θέλεις νά πιστέψεις, ἀλλά δέν σέ ἀφήνει τό πολύ σου, τό δυνατό σου μυαλό...!!!
Ἀλλά ποῦ θά πᾶς; Σέ ἀγαπάει, σέ περιμένει ὁ Χριστός καί θά σέ κερδίσει μία μέρα...!!!
Μωρέ, ἔλα αὔριο νά τά ποῦμε!»
Πῆγα ἐγώ τήν ἄλλη μέρα νά τά ποῦμε…!
Ὁ Γέροντας, μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε:
«Μωρέ, σού ἀρέσουν τά ποιήματα; Γιατί, κι ἐγώ εἶμαι…ποιητής!
Πᾶμε στό δάσος νά σού ἀπαγγείλω;»
Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι κι ἄρχισε νά μοῦ λέει ποιήματα…!
Ἐγώ, καθώς ἄκουγα ἀναλύθηκα σέ δάκρυα καί ἔκλαιγα. Γιατί…;
Διότι, αὐτά τά ποιήματα, πού ἀπάγγελνε ὁ Γέροντας, ἤσαν τά δικά μου ποιήματα...!!!
Αὐτά, πού εἶχα γράψει καί τά εἶχα κρυμμένα σ’ ἕνα τετράδιο, πιστεύοντας ὅτι κάποια μέρα θά τά δημοσίευα...
Εἶχα συγκλονισθεῖ!»
Ὁ νέος ἐκεῖνος ἔγινε καθηγητής σέ δύο πανεπιστήμια καί ἱερέας....!!!
Ονομάζεται π. Νικόλαος Λουδοβίκος.

https://www.facebook.com/constantinost

<>






«Κατά τή διάρκεια τῶν ἄνω τῶν 35 ἐτῶν ἀπ᾽ τήν ἡμερομηνία τοῦ ἀτυχήματος τοῦ Chernobyl, τό ἐπίπεδο ἀκτινοβολίας στήν περιοχή τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγ. Προφήτη Ἠλία, τή μόνη ἐκκλησία πού λειτουργεῖ στή ζώνη ἀποκλεισμοῦ, ἦταν ἀρκετά κάτω ἀπ᾽ τό ἐπίπεδο ὀλόκληρης τῆς περιοχῆς, δηλώνουν ἐκκαθαριστές τοῦ δυστυχήματος τοῦ Chernobyl.
“Ἀκόμα καί στίς πιό δύσκολες ἡμέρες τοῦ 1986, ἡ γύρω περιοχή τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγ. Προφήτη Ἠλία ἦταν καθαρή (ἀπ᾽ τήν ἀκτινοβολία - IF), χωρίς νά χρειάζεται νά ἀναφέρω ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησία ἦταν ἐπίσης καθαρή”, εἶπε ὁ πρόεδρος τῆς οὐκρανικῆς ἑνώσεως Chernobyl, Yury Andreyev τό 2011 σέ μιά τηλε-συνδιάσκεψι Κιέβου-Μόσχας.
Τώρα ἡ περιοχή δίπλα στήν ἐκκλησία βρίσκεται στό βασικό ἐπίπεδο τῶν 6 microroentgen ἀνά ώρα (microroentgen/h) συγκριτικά μέ τά 18 στό Κίεβο.
Ὁ Andreyev εἶπε ἐπίσης ὅτι πολλοί ἐκκαθαριστές τῆς καταστροφῆς ἦταν ἄθεοι.
“Ἀρχίσαμε νά πιστεύουμε ἀργότερα, μετά πού παρατηρήθηκαν τέτοιου εἴδους ἐξελίξεις, οἱ ὀποῖες μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν μόνο σάν θέλημα Θεοῦ”, λέει.
Εἰδικότερα, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο, λίγα δευτερόλεπτα μετά τήν ἔκρηξι στήν 4η μονάδα τοῦ Chernobyl PP, τό σύννεφο πού περιεῖχε σωματίδια οὐρανίου ἄρχισε νά κινῆται πρός τήν κατεύθυνσι τῆς Pripyat, μιᾶς πόλεως πού βρίσκεται περίπου 1.800 μέτρα ἀπ᾽ τό ἐργοστάσιο.
Ὑπῆρχε ἕνα πεῦκο στό δρόμο τοῦ (ἐμφανίζεται σ᾽ ἕνα πολύ γνωστό εἰκόνισμα τοῦ Σωτήρα τοῦ Chernobyl).
“Το σύννεφο σταμάτησε κοντά σ᾽ αὐτό τό πεύκο, χωρίζεται σέ δύο μέρη ἀπό κάποιον ἄγνωστο λόγο καί συνέχισε νά κινῆται πρός τήν ἀριστερή καί δεξιά πλευρά τῆς πόλεως, ἀντί νά καλύπτη τίς κατοικημένες περιοχές της (που ἦταν ἴσια μπροστά).
Τό ἐπίπεδο ἀκτινοβολίας σέ περιοχές μολύνσεως ἦταν τέσσερα ἤ πέντε roentgen ἀνά ὥρα, καί ἡ πόλι παρουσίαζε μόνο μισό χιλιοστό τοῦ roentgen (0,5 milliroentgen)”, (χιλιάδες φορές λιγότερο) δήλωσε ὁ Andreyev.
Τό πεῦκο, ἀριστερά, στό ὁποῖο σταμάτησε τό ραδιενεργό σύννεφο καί χωρίστηκε, ἔχει τά χονδρά κλωνάρια τοῦ σέ σχῆμα σταυροῦ. Εἶναι γνωστό καί ἀπό τή Γερμανική κατοχή τῆς Οὐκρανίας, γιατί ἐκεῖ εἶχαν κρεμάσει οἱ Γερμανοί πολλούς πατριῶτες καί ἀποτελεῖ μνημεῖο.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος (+1994) εἶχε πεῖ σχετικά:
“Ἐκεῖ, στήν Ἀποκάλυψι, ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἀναφέρει, ὅτι εἶδε ἀστέρα μέγα καιόμενο νά πέφτη ἀπ᾽ τόν οὐρανό, μολύνοντας, πικραίνοντας, καί δηλητηριάζοντας θανάσιμα τά νερά καί τίς πηγές τῶν ὑδάτων:
Καί τό ὄνομά του ἀστέρος ἄψινθος!
(Οὐκρανικά Chernobyl)!”»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>







«Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἑξῆς γεγονός πού συνέβη πρό ἐτῶν στό Σανατόριο (τότε) “Σωτηρία” στήν Ἀθήνα. Μετά ἀπό μιά Θ. Λειτουργία, πού κοινώνησαν οἱ περισσότεροι ἀσθενεῖς τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὁ ἱερέας ἔπρεπε νά καταλύση τήν ὑπόλοιπη Θ. Κοινωνία, ὅπως γίνεται πάντοτε. Προτοῦ κάνη τήν κατάλυσι, εἶδε κάποιον πού στεκόταν στό βόρειο βημόθυρο τοῦ Ἱεροῦ. Τόν ρώτησε τί ἤθελε. Ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς δέν ἤθελε τίποτε. Ὁ ἱερέας κατέλυσε κανονικά καί ἀφοῦ ἔβγαλε τά ἱερά ἄμφια ἑτοιμάστηκε νά βγῆ ἀπ᾽ τό Ἱερό. Βγάινοντας ξανασυναντάει τό ἴδιο πρόσωπο. Τόν ρώτησε τί ἤθελε περιμένοντας. Καί τοῦ πρόσθεσε, ὅτι ἄν ἤθελε τόν ἴδιο, δέν μποροῦσε νά τόν δεχθῆ, γιατί εἶχε μιά ἀνειλημμένη ὑποχρέωσι καί μάλιστα θά πήγαινε ἀργοπορημένος. Ὁ ἄλλος ἀπάντησε πώς αὐτό πού ἤθελε ἔγινε. Ἤθελε, λέει, νά δῆ ἄν πράγματι ὁ ἱερέας θά κατέλυε τή Θ. Κοινωνία μετά τή μετάληψι τόσων φυματικῶν. Τότε μόνο “εἶδε καί ἐπίστευσε”! Μέχρι τότε δέν πίστευε πώς οἱ ἱερεῖς πιστεύουν στή Θ. Κοινωνία οὔτε βέβαια πώς ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι πηγή ζωῆς καί ὄχι θανάτου...»(ΠΠ, 37).


<>






Από την αυτοβιογραφία του Sergei Kourdakov διώκτη των Χριστιανών στη Σοβιετική Ένωση


Διηγεῖτε ὁ Sergei Kourdakov στήν αὐτοβιογραφία του: 

«Εἶδα μιά γριά κοντά στόν τοῖχο, μέ τό φόβο στό πρόσωπό της καί τά τρεμάμενα χείλη της νά προσεύχονται. Δέν μποροῦσα νά ἀκούσω τί ἔλεγε λόγῳ τοῦ θορύβου. Ἡ προσευχή της μέ ἐξόργισε κάι σήκωσα τό γκλόμπ μου γιά νά τή χτυπήσω. Ξάφνικά μέ εἶδε ἕτοιμο νά τή χτυπήσω καί ἄρχισε νά προσεύχεται πιό δυνατά. Ἄκουσα γιά μιά στιγμή τήν προσευχή της, περισσότερο ἀπό περιέργεια παρά ἀπό κάτι ἄλλο. Καθώς τό ὑψωμένο χέρι μου, ἑτοιμάστηκε νά κατεβάση τό ρόπαλό μου στό ἀνυπεράσπιστο κεφάλι της, ἄκουσα τά λόγια της: “Θεέ μου, συγχώρεσε αὐτόν τόν νεαρό. Δεῖξε του τόν ἀληθινό Δρόμο. Ἄνοιξε τά μάτια του καί βοηθῆστε τον... Συγχώρεσέ τον, ἀγαπητέ μου Θεέ”.
Ἔμεινα ἄναυδος. Γιατί δέν ζητᾶ βοήθεια γιά τόν ἑαυτό της ἀντί γιά μένα; Αὐτή εἶναι πού κινδυνεύει. Ἤμουν ὀργισμένος πού ἐκείνη, ἕνα τίποτε, προσευχόταν γιά μένα, τό Sergei Kourdakov, ἡγέτη τῆς Κομμουνιστικῆς Ἑνώσεως Νέων. Σέ μιά ἔξαρσι ὀργῆς, ἔπιασα τό γκλόμπ μου πιό σφιχτά καί ἑτοιμάστηκα νά τῆς ἀνοίξω τό κεφάλι.
Εἶχα σκοπό νά τή χτυπήσω μέ ὅλη μου τή δύναμι, ἀρκετά γιά νά τή σκοτώσω. Σήκωσα τό χέρι μου. Τότε μοῦ συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Δέν μπορῶ νά τό περιγράψω. Κάποιος ἅρπαξε τόν καρπό μου καί τόν τράβηξε πίσω. Τρόμαξα. Πονοῦσε, δέν ἦταν τῆς φαντασίας μου. Ἦταν ἕνα πραγματικό σφίξιμο στόν καρπό μου μέχρι πού πραγματικά πόναγε. Νόμιζα ὅτι ἦταν ἕνας Πιστός καί γύρισα γιά νά τόν χτυπήσω. Ἀλλά δέν ὑπῆρχε κανένας ἐκεῖ!
Κοίταξα πίσω. Κανείς δέν θά μποροῦσε νά πιάση τό χέρι μου. Καί ὅμως, κάποιος μέ εἶχε πιάσει! Ἔνιωθα ἀκόμα τόν πόνο. Στάθηκα ἐκεῖ σοκαρισμένος. Τό αἷμα ἀνέβηκε στό κεφάλι μου. Αἰσθάνθηκα ζεστός καθώς μέ κυρίευε ὁ τρόμος. Αὐτό με ξεπερνοῦσε. Ἦταν μπερδεμένο, ἐξωπραγματικό. Τότε ξέχασα τά πάντα. Πέταξα τό ρόπαλό μου, ἔτρεξα ἔξω, μέ τό αἷμα νά βράζη στό κεφάλι μου καί νά ἀναψοκοκκινίζη τό πρόσωπό μου. Τά δάκρυα ἄρχισαν νά ρέουν στά μάγουλά μου»(ΣΜ, 297).
«Εἶχα μεγαλώσει μέ τό Marx, τόν Engels καί τόν Lenin. Ἦταν οἱ θεοί μου. Τρεῖς φορές εἶχα γονατίσει ἐνώπιον τοῦ ἄψυχου σώματος τοῦ Lenin στή Μόσχα καί προσευχόμουν θερμά σέ αὐτόν. Ἦταν ὁ θεός μου καί ὁ δάσκαλός μου. Ἀλλά τώρα, στίς τελευταῖες μου στιγμές, τό μυαλό μου στράφηκε πρός τό Θεό πού δέν ἤξερα. Σχεδόν ἐνστικωδῶς, προσευχήθηκα. “Θεέ μου, ποτέ δέν ἤμουν εὐτυχισμένος σέ αὐτή τή γῆ. Τώρα πού πεθαίνω, σέ παρακαλῶ νά πάρης τήν ψυχή μου στόν Παράδεισο. Ἴσως μέ βρῆ λίγο λίγη εὐτυχία ἐκεῖ Θεέ μου. Δέν Σου ζητῶ νά σώσης τό σῶμα μου. Ἀλλά καθώς αὐτό βουλιάζει πρός τά κάτω, πάρε τήν ψυχή μου μαζί Σου στόν οὐρανό, Σέ παρακαλῶ, Θεέ μου!”»(ΣΜ, 18).



<>





«Μιά πιστή Χριστιανή γυναῖκα κάποτε ἔδωσε σ᾽ ἕνα ἄθεο γείτονά της μιά Ἁγ. Γραφή ἄν καί αὐτός τήν ἀπειλοῦσε ὅτι θά τήν ἔριχνε στή φωτιά μόλις αὐτή ἔφευγε ἀπ᾽ τό σπίτι του. Μόλις ἡ γυναῖκα ἔφυγε αὐτός ἄρχισε νά πραγματοποιῆ τήν ἀπειλή του. Ἡ σύζυγός του τόν ἱκέτευε νά μήν τό κάνη ἀλλά μάταια, καί στό τέλος ἔφυγε κι ἐκείνη. Ὅταν ἀργότερα ἐπέστρεψε στό σπίτι, ὁ σύζυγός της εἶχε σχίσει σέ κομμάτια τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν εἶχε κάψει. Μιά μόνο σελίδα εἶχε πέσει στό πάτωμα. Ἡ γυναῖκα τήν ἔπιασε ἀλλά ὁ ἄνδρας της τήν ἅρπαξε ἀπ᾽ τό χέρι της καί πῆγε νά τήν ρίξη στή φωτιά ὅταν ἔπεσε ἡ προσοχή τοῦ σ᾽ ἕνα χωρίο: “Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θέλουσι παρέλθει, οἱ δέ λόγοι μου δέν θέλουσι παρέλθει”(Μθ 24, 35). Τό ἴδιο βράδυ ὁ σύζυγός της ἦταν ἐξαιρετικά ἀνήσυχος. Μή μπορώντας νά κοιμηθῆ, ἔπεσε καί στριφογύριζε στό κρεββάτι του. Τελικά ρώτησε τή σύζυγό του ἄν γνώριζε τή διεύθυνσι τῆς γυναίκας πού τοῦ εἶχε δώσει τήν Ἁγ. Γραφή. Εὐτυχῶς ἐκείνη γνώριζε! Τήν ἀμέσως ἑπόμενη μέρα ἐπισκέφτηκε τή γυναῖκα πού τοῦ εἶχε δώσει τήν Ἁγ. Γραφή γιά νά τῆς πῆ πόση ἐντύπωσι τοῦ εἶχε κάνει μόνο ἕνα χωρίο. Αὐτή τοῦ ἔδωσε μιά ἄλλη Ἁγ. Γραφή ἀμέσως. Τήν πῆρε σπίτι του, φυσικά ὄχι γιά νά τήν κάψη ἀλλά γιά νά τή μελετήση. Μ᾽ αὐτό τόν τρόπο γνώρισε ὅτι ἦταν ἔνας ἄθεος ἀμαρτωλός, πού βρῆκε ὅμως τή σωτηρία του. Δέν πῆρε πολύ χρόνο γι᾽ αὐτόν τόν κακό ἄνθρωπο νά γίνη ἔνας μάρτυρας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ»(ΙΚ).


<>







«Τό καλοκαίρι τοῦ 1950 ὀ ἀνάπηρος πλέον Παπαβύζας ταξίδευσε στό Τσοτύλι γιά νά ἐπισκευθῆ τόν παπποῦ καί τή γιαγιά του πού διέμεναν στό Κρίμινι, τό χωριό τους. Στό Τσοτύλι πού ἦταν τέρμα συγκοινωνιῶν ὁ Παπαβύζας συνάντησε τόν παλαιό του φίλο Βασίλη Καρατάσιο ἀπ᾽ τό Ροδοχώρι, ὁ ὁποῖος τόν προσκάλεσε γιά γεῦμα σέ μιά ταβέρνα. Ὅταν κάθησαν προστέθηκαν στήν παρέα τους ἄλλοι τέσσερεις. Ὁ τέταρτος κοίταξε ἐπίμονα τόν Παπαβύζα καί τοῦ ὑπέβαλε τήν ἐρώτησι:
—Με θυμᾶσαι;
Ὁ Παπαβύζας ἀπάντησε ἀρνητικά.
Ὁ ἄγνωστος (γιά τόν Παπαβύζα) συνέχισε:
—Δέν εἶσαι ὁ Ἀξιωματικός πού μᾶς ἔκανες χαλάστρα στό Γκόλιο πρίν ἀπό δύο χρόνια, τήν 17η Αὐγούστου 1948;
—Ναί εἶμαι, ἀπάντησε ὁ Παπαβύζας.
—Ἔ, λοιπόν, πρέπει νά ὑπάρχη Θεός. Ἐγώ φίλε μου εἶμαι ἀπ᾽ τίς Κυδωνιές, πρώην ἐλασίτης-ἀντάρτης-κομμουνιστής. Ἔμπλεξα ἀπ᾽ τά 18 μου χρόνια καί νόμιζα ὅτι ἐσεῖς εἴσαστε φασίστες κι ἐγώ ὑπεράνθρωπος. Ἐσεῖς, ὅμως, καί προσωπικῶς ἐσύ, παρότι ἐγώ σέ πυροβολοῦσα ὡς τήν τελευταία στιγμή, γράψατε ὅτι παραδόθηκα αὐθορμήτως καί τώρα εἶμαι ἐλεύθερος. Ἄν σᾶς πιάναμε ἐμεῖς θά σᾶς σκοτώναμε.
—Φίλε μου σέ εὐχαριστῶ, εἶπε ὁ Παπαβύζας. Ἐκεῖ στήν ΙΧ Μεραρχία διδάχθηκα κι ἐγώ ἀρκετά περί ἀνθρωπισμοῦ. Ἄς δώσουμε τώρα τά χέρια σάν φίλοι»(ΓΤ, 431).

<>





«Α) Στόν ἱερό ναό κάποιας μικρῆς πόλεως μπαίνουν —σπάνιο φαινόμενο γιά κείνη τήν ἐποχή— νέοι μέ στρατιωτική στολή τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ, ἀνάβουν τά κεριά τους καί ἀπευθύνονται στόν ἱεροψάλτη, πού τή στιγμή ἐκείνη βρισκόταν στό ναό.
—Μήπως μπορεῖτε νά μᾶς δείξετε τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου; 
Τούς ὁδήγησα, θά πῆ ἀργότερα ὁ ἱεροψάλτης, στήν εἰκόνα καί τούς ρώτησα:
—Γιατί, παιδιά μου, θέλετε νά προσκυνήσετε αὐτή τήν εἰκόνα; 
Χαμογέλασαν, προσκύνησαν τήν εἰκόνα καί διηγήθηκαν τήν ἀκόλουθη ἱστορία:
“Ὑπηρετοῦμε στό πολεμικό ναυτικό, στά ὑποβρύχια. Πρό ἡμερῶν ἤμασταν σέ ἐκπαιδευτικό ταξίδι. Τό ὑποβρύχιο κατέβηκε σχεδόν στό βυθό τῆς θάλασσας. Ξαφνικά, ὅπως μᾶς ἀνακοίνωσαν, παρουσιάστηκε κάποια βλάβη στό μηχανοστάσιο καί οἱ μηχανές δέν λειτουργοῦσαν.
Αὐτό, ὅπως καταλαβαίνετε, σημαίνει ὅτι μέ καμμιά δύναμι τό ὑποβρύχιο δέν ἀνεβαίνει στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας.
Πέρασαν περίπου 2,5 ὧρες. Συγκεντρωθήκαμε ὅλοι σέ μιά μικρή αἴθουσα τοῦ πλοίου. Καθόμασταν ἀπελπισμένοι. Μερικοί ἄρχισαν νά λένε ἀστεῖα, ἄλλοι νά σιγοκλαῖνε καί κάποιοι ἄλλοι, ὅπως τώρα καταλαβαίνουμε, νά προσεύχονται κρυφά. Καί τότε ξαφνικά μπαίνει στήν αἴθουσα ἕνας γέροντας μέ ἄσπρα γένεια καί μᾶς λέει: 
—Μήν ἀπελπίζεσθε, τέκνα μου, θά σωθῆτε ὅλοι. Ὅταν, ὅμως, βγῆτε στή στεριά, νά πᾶτε στήν ἐκκλησία κάι νά ἀνάψετε ἕνα κεράκι στόν Ἅγ. Νικόλαο.
Αὐτά μᾶς εἶπε καί ἐξαφανίστηκε, κι ὤ τοῦ θαύματος! οἱ μηχανές ἄρχισαν νά δουλεύουν. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἤρθαμε στό ναό σας. Ἀναγνωρίσαμε τό γέροντα τοῦ ὑποβρυχίου στήν εἰκόνα πού προσκυνήσαμε. Εἶναι ὁ Ἅγ. Νικόλαος. Μᾶς ἔσωσε ὅλους”.
Β) Ὁ π. Ἰωάννης, ἐφημέριος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς μικρῆς πόλεως, θά γράψη κι ἐκεῖνος ἀργότερα:
“Μιά μέρα κι ἐνῶ βρισκόμουν στό ναό, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ μέ τή σύζυγό του, μέ πλησιάζουν καί παρακαλοῦν νά κάνω εὐχαριστήρια παράκλησι στόν Ἅγ. Νικόλαο. Τούς ρώτησα: 
—Συνέβη κάτι καί θέλετε τήν παράκλησι;
—Θά σᾶς ἀπαντήσω, πάτερ. Ἡ μητέρα μου εἶναι πολύ πίστή γυναῖκα. Ὅταν τελείωσα τή Σχολή Εὐελπίδων κάι ἔπρεπε νά ἀναχωρήσω γιά τήν ὑπηρεσία μου στό πολεμικό ναυτικό, μοῦ εἶπε: Γιά νά εἶμαι ἥσυχη, παιδί μου πάρε αὐτά τά τρία πράγματα, τά ὁποῖα θά ἔχης πάντοτε μαζί σου. Ἕνα σταυρουδάκι ἀπ᾽ τή βάπτισί σου, τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου καί ἕνα χαρτί μέ τό κείμενο τοῦ 90οῦ ψαλμοῦ.
Τά πῆρα καί τά ἔκρυψα στό προσωπικό μου βαλιτσάκι. Τά εἶχα πάντα μαζί μου, καλά κρυμμένα, διότι δέν ἐπιτρεπόταν νά τά ἔχουμε μαζί μας. Μᾶς ἔκαναν μάλιστα ἔλεγχο καί στά προσωπικά μς εἴδη καί ἀφαιροῦσαν ὅσα, κατά τή γνώμη τους, δέν ἔπρεπε νά ἔχουμε μαζί μας.
Πρό ἡμερῶν, πήγαμε μέ τούς σπουδαστές ἐκπαιδευτικό ταξίδι, κι ἐνῶ τό ὑποβρύχιο στό ὁποῖο ἤμαστε βρισκόταν σχεδόν στό βυθό, παρουσιάστηκε βλάβη στίς μηχανές του. Παρά τίς προσπάθειες τοῦ μηχανικοῦ δέν καταφέραμε τίποτε. Καί τότε θυμήθηκα τά δῶρα τῆς μητέρας μου. Πηγαίνω στό δωμάτιο, βγάζω ἀπ᾽ τό βαλιτσάκι τό κρυμμένο σταυρουδάκι καί τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου. Τοποθέτησα τό σταυρουδάκι ἐπάνω μου καί κοιτάζοντας τήν εἰκόνα προσευχήθηκα: ‘Ἅγ. Νικόλαε, θαυματουργέ, βοήθησέ μας. Ὄχι γιά νά σωθῶ ἐγώ, ἀλλά γι᾽ αὐτά τά 100 παιδιά σέ παρακαλῶ, πού εἶναι στό ὑποβρύχιο. Εἶμαι ἄπιστος, Ἅγιέ μου Νικόλαε. Σέ παρακαλῶ, ἄκουσε τίς προσευχές τῆς μητέρας μου καί βοήθησέ μας ̓. Μόλις τελείωσα τή φράσι ‘βοήθησέ μας ̓, ἀκούω ἕνα δυνατό θόρυβο. Οἱ μηχανές λειτούργησαν καί τό ὑποβρύχιο ἀνέβηκε ὁμαλά στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας.
Γι᾽ αὐτό ἤρθαμε, παππούλη, μέ τή σύζυγό μου στή μικρή σας πόλι, ὅπου δέν μᾶς γνωρίζει κανείς. Ἤλθαμε δῆθεν γιά ἐκδρομή.
Ἡ σύζυγός μου δέν πιστεύει, ἀλλά μετά τό θαῦμα πού ἔγινε, ἀποφασίσαμε καί οἱ δύο νά κάνουμε παράκλησι εὐχαριστήρια στόν Ἅγ. Νικόλαο, ὡς ἔκφρασι εὐγνωμοσύνης γιά τή σωτηρία μας καί ὡς ὑπόσχεσι νά γίνουμε Χριστιανοί”»(ΗΔ, 378).


<>







Ο άθεος μέσα μου έγινε Χριστιανός, και από τον διώκτη του Θεού είχα γίνει μεγάλος εραστής Του

 Όταν ένας νεαρός έγινε 18 ετών και πήρε το δίπλωμα οδήγησης και οι γονείς του του αγόρασαν ένα αυτοκίνητο υψηλών επιδόσεων και εξαιρετικά ακριβό, πήγε ένα ταξίδι.
      Σε ένα από τα ταξίδια του, ο νεαρός πήγε στη γιαγιά του, μια πολύ πιστή γυναίκα που έμενε μακριά και που μόλις είχε επιστρέψει από προσκύνημα.
    Σε ένα μοναστήρι η γιαγιά μου είχε αγοράσει στη θεία μου μια εικόνα της Παναγίας της Παντάνασσας.
    Ήταν μια όμορφη, καλοφτιαγμένη εικόνα, αρκετά μεγάλη.Μια λιθογραφία με αντίγραφο της εικόνας της Παντάνασσας, του Καρκινοθεραπευτή.
   
      Δεν μου είχε αγοράσει τίποτα γιατί ήξερε ότι δεν θα είχαμε λάβει το δώρο της έτσι κι αλλιώς.
    Γνωρίζοντας ότι επέστρεφα σπίτι, η γιαγιά μου ζήτησε να πάρω την εικόνα και να την πάω στη θεία της.
      
     Την  παρέλαβα με κόπο, δεν το κοίταξα καν, αλλά την  πέταξα με μεγάλη περιφρόνηση στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, είπε ο νεαρός.
    
     Στην επιστροφή, περίσσιος φόβος, αλλά και η απειρία του νεαρού στο τιμόνι έκαναν το αυτοκίνητο να μετατραπεί σε ένα σωρό συντρίμμια  σε επικίνδυνη καμπύλη.
    
     Πολλά ασθενοφόρα ήρθαν στο σημείο του ατυχήματος και όλοι έμειναν έκπληκτοι με το πώς ήταν το αυτοκίνητο.
      «Ωστόσο, τους μιλούσα.  Νόμιζαν ότι ήμουν σε αγωνία, νόμιζαν ότι ήμουν σοβαρά τραυματισμένος και παραλήρημα.  Οι διασώστες έκοψαν το αυτοκίνητο στα δύο για να με απεγκλωβίσουν».
   
      Αν και η πρόσκρουση ήταν πολύ δυνατή, το αγόρι είχε διαφύγει χωρίς το παραμικρό κόψιμο, μώλωπες ή γρατσουνιές.
      Είχε γλιτώσει σώος από αυτό το τρομερό ατύχημα και τη στιγμή που τον έβγαλαν έξω, κάποιοι από αυτούς που ήταν εκεί άρχισαν να προσκυνούν.
     «Νόμιζα ότι υποκλίθηκαν  γιατί είχα ξεφύγει ζωντανός, αλλά δεν ήταν έτσι.  Κρατούσα κάτι στο στήθος μου, αλλά δεν το είχα προσέξει καν.  Ήταν το εικονίδιο που μου είχε δώσει η γιαγιά μου για τη θεία μου και που είχα πετάξει απρόσεκτα στο αυτοκίνητο.  Μόνο τότε το κοίταξα και είδα ότι ήταν η εικόνα της Θεοτόκου...», αναφέρει ο νεαρός αυτός.
     
      Η Μητέρα του  Κυρίου που δεν σεβόταν είχε γίνει η προστατευτική του ασπίδα και στεκόταν σαν τοίχος ανάμεσα σε αυτόν και τα συντρίμμια ανάμεσα σε αυτόν και τον θάνατο.
 
     Η Μητέρα του Θεού δεν κοίταξε τις πράξεις του, γνωρίζοντας ότι ο νέος ήταν άπιστος και από άγνοια δεν πίστευε στον Θεό και γι' αυτό τον λυπήθηκε και δεν τον άφησε να χαθεί.
   
     «Αυτό ήταν το σημείο καμπής της ζωής μου και από τότε αποφάσισα πραγματικά να αλλάξω τη ζωή μου.  Ο άθεος μέσα μου έγινε Χριστιανός, και από τον διώκτη του Θεού είχα γίνει μεγάλος εραστής Του», είπε ο νεαρός.


<>






2015: Η μεταστροφή στην Ορθοδοξία του γνωστού Αμερικανο-Ιάπωνα ηθοποιού Cary-Hiroyuki Tagawa (ταινίες Mortal Kombat)

Ο ηθοποιός Cary-Hiroyuki Tagawa, πρωταγωνιστής της ταινίας “Priest-San: a Samurai’s Confession” («Ο κύρ-Ιερέας – η Εξομολόγηση ενός Σαμουράϊ») βαπτίστηκε Ορθόδοξος σύμφωνα με το δόγμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το Μυστήριο πραγματοποιήθηκε από τον Μητροπολίτη Ιλαρίωνα του Βολοκολάμσκ. Ο νεοβαπτισθείς πήρε το όνομα Παντελεήμων.

Ο ηθοποιός δήλωσε προηγουμένως ότι πρόκειται να πάρει την Ρωσική υπηκοότητα.
«Το να λάβει κάποιος την Ρωσική υπηκοότητα έχει γίνει η νέα μόδα, αλλά η δική μου απόφαση πήγαζε από την καρδιά. Είναι αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας ζωής και της κατανόησης πως η καρδιά και η ψυχή είναι τα πιο σημαντικά στη ζωή. Δεν υπάρχουν εύκολες αποφάσεις στον κόσμο, και ούτε στην Αμερική είναι όλα τόσο απλά. Αυτό είναι μια νέα δοκιμασία», είπε ο ηθοποιός κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου με την ευκαιρία της πρώτης προβολής της ταινίας “Priest-San: a Samurai’s Confession”.

«Ούτε είναι εύκολο να γίνει κανείς Ορθόδοξος, αν αναλογιστεί το πλήθος των θρησκευτικών συγκρούσεων παγκοσμίως. Όσο για μένα, η ευκαιρία να γίνω Χριστιανός Ορθόδοξος και να βρω τους δικούς μου ανθρώπους είναι ένα σημάδι από τον Θεό. Δεν έχει σημασία ποιες είναι οι δοκιμασίες. Τις αποδέχομαι, σαν γνήσιος Ιάπωνας πολεμιστής», επεσήμανε ο κ. Tagawa.

Ο Cary-Hiroyuki Tagawa είναι ένας Αμερικανός ηθοποιός, ιαπωνικής καταγωγής. Είναι κυρίως γνωστός για τους ρόλους κακοποιών σε ταινίες δράσης, οι οποίες γυρίστηκαν κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Επίσης εμφανίστηκε στις σειρές «Σταρ Τρεκ: Η Επόμενη Γενιά», «Κεραυνός στον Παράδεισο», «Baywatch», καθώς και στο επεισόδιο με τίτλο “Convictions” της σειράς «Babylon 5». Πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Mortal Kombat», «Pearl Harbor» και «Οι αναμνήσεις μιας Γκέισας».

Η ταινία “Priest-San: a Samurai’s Confession” είναι ρωσική. Η πρεμιέρα της έχει προγραμματιστεί για τις 26 Νοεμβρίου 2015. Ο πατήρ Ιβάν Οκλομπυστιν ήταν σεναριογράφος, και στην ταινία παίζει τον ρόλο του κακού. Ο Μπόρις Γκρεμπέντσικοβ ήταν ο παραγωγός. Η ταινία χαρακτηρίζεται ως «Ακατάλληλη για ανηλίκους κάτω των 16 ετών». Ο κεντρικός χαρακτήρας, Τakuro Nakamura (πατήρ Νικολάϊ μετά το βάπτισμα), που τον ενσαρκώνει ο Cary-Hiroyuki Tagawa, είναι ένας ιερέας της Ιαπωνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αδελφός του επικεφαλής της ισχυρής (μαφιόζικης) οικογένειας «Υakuza», και πρώην επαγγελματίας αθλητής. Ερχόμενος στη Ρωσία, ο πατήρ Νικολάϊ ενώνει τους κατοίκους ενός χωριού γύρω από μια σχεδόν κατεστραμμένη εκκλησία και λειτουργεί ως προστάτης τους σε μια σύγκρουσή τους με τοπικούς εγκληματίες. 

Βιογραφία

Ημερομηνία Γέννησης 27 Σεπτεμβρίου 1950
Τόκιο, Ιαπωνία
 
Στιγμιότυπα από την Βάπτιση: https://www.facebook.com/
ivan.ohlobystin.3/videos/963478673725831/
 
Η σχέση με την Ρωσία

Έχω ρωσική ιστορία μέσα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου μελέτησε τη Ρωσία όταν υπηρετούσε στον Αμερικανικό Στρατό. Ο θείος μου, που ήταν φημισμένος τραγουδιστής τη δεκαετία του ’60, ερχόταν στη Μόσχα κάθε χρόνο τα χρόνια εκείνα με συναυλίες. Επίσης μιλούσε τα ρωσικά και τραγουδούσε και τραγούδια στα ρώσικα, οπότε και εκείνος αποτελεί μέρος της ρώσικης ιστορίας μου. Έτσι, εγώ απλώς συνεχίζω την παράδοση των προγόνων μου στη Ρωσία.

Ένα πράγμα που με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή ήταν το βάθος και η ψυχή των Ρώσων. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που αναγνώρισα και το πιο ισχυρό, με την εμπειρία μου εδώ και με τον Ρωσικό λαό. Η ψυχή, η καρδιά και το μυαλό σας είναι πολύ διαφορετικά από την Δυτική Αμερικανική νοοτροπία που γνωρίζω, και εντελώς διαφορετικά από την Δυτική Ευρωπαϊκή καρδιά που γνωρίζω. Προέρχεστε από μία ενέργεια με την οποία ταυτίζομαι εντελώς, πράγμα που οφείλεται στην δική μου καρδιά και νου,  του Γιαπωνέζου πολεμιστή.

Όχι στρατιώτες, αλλά πολεμιστές

Μεγαλώνοντας στην Αμερική, χρησιμοποιούσα την καρδιά και το μυαλό του πολεμιστή για να επιβιώσω. Και παρ’ ότι όλα διέφεραν από την Ιαπωνική μου πλευρά, έμαθα να αναπτύσσω την Ιαπωνική μου πλευρά πάρα πολύ όσο ήμουν στην Αμερική. Όταν όμως ήρθα στη Ρωσία, αμέσως κατάλαβα πως ο σύνδεσμος καρδιάς και ψυχής να είναι πάρα πολύ όμοιος. Και αυτό που ιδιαιτέρως διαπίστωσα ότι μοιραζόμαστε από κοινού, είναι η καρδιά και το μυαλό του πολεμιστή: δεν είστε στρατιώτες, είστε πολεμιστές, όπως κι εμείς είμαστε πολεμιστές.

Εβίωσα τόσο πολλή αγάπη και σεβασμό από τον Ρωσικό λαό, κατά τρόπο πολύ πιο βαθύ και πνευματικό από το καλωσόρισμα της Αμερικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο νιώθω εν πολλοίς να είμαι ένα με εσάς.

Πλήρης ο κύκλος Χριστιανισμού

Αργότερα σήμερα θα αποδεχθώ την Ορθόδοξη Εκκλησία στην θρησκευτική μου εμπειρία και η εμπειρία μου θα αποτελεί το κλείσιμο του κύκλου του Χριστιανισμού στη ζωή μου. Διότι όταν πρωτοήρθαμε στην Αμερική ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν στρατιωτικός. Υπηρέτησε στον Αμερικανικό Στρατό και μετατέθηκε στην Χαβάη. Η οικογένεια από την πλευρά της μητέρας μου ήταν πολύ αυστηρά Ιάπωνες : ήσαν πολύ έντονα Σαμουράϊ σε ενέργεια, και πολύ… αυτοκρατορο-ιαπωνο-ναυτική ενέργεια. Έτσι στην οικογένειά μου είχαμε δύο πλευρές: τον Αμερικανικό Στρατό και το Ιαπωνικό Ναυτικό. Το χάσμα αυτό είναι τεράστιο. Όμως από παιδί αυτό ήταν το πεπρωμένο μου - να ενώσω αυτές τις δύο ενέργειες μέσα μου, και να έχω ό,τι καλύτερο από τις δύο..

Μεγάλωσα μέσα στην Κόλαση

Και όχι μόνον αυτό, αλλά μεγάλωσα στην Λουιζιάνα, στο Τέξας και την Βόρεια Καρολίνα -στο χειρότερο μέρος της Αμερικής. Για μένα, αυτό που συνέβαινε στον αμερικανικό Νότο όταν ήρθα στην Αμερική το 1955, ήταν απίστευτο. Και το λέω πολύ σοβαρά και χωρίς δισταγμό, μεγάλωσα στην Κόλαση. Όταν επρόκειτο για τις έννοιες «ψυχή», «Παράδεισος» και «Θεός», ήταν κάτι άμεσο στην δική μου περίπτωση, που το βίωσα στην Αμερική και όχι απλώς κάτι που συζητιόταν. Και αυτό που με έσωσε ήταν η καθοδήγηση της μητέρας μου, να είμαι πάντα περήφανος που είμαι Ιάπωνας. Επίσης, να μην παραδίνομαι ποτέ, πάντα να νικώ. Είναι πολλά για έναν εξάχρονο.

Κατά κάποιον τρόπο όμως τα κατάφερα στην Αμερική χωρίς να παλεύω και χωρίς να τα παρατάω. Και η επιλογή μου ήταν να ηγούμαι σε κάθε θέση… στην πρώτη δημοτικού… στη Δευτέρα… σε όλα τα χρόνια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν το έβαλα κάτω, δεν πάλεψα. Επέλεξα να γίνω ηγέτης όλης της τάξης. Δεν ήταν εύκολο αλλά ήταν επιτυχημένο. Αλλά έχοντας εκείνη την επιτυχία δεν σήμαινε πως προσαρμόστηκα – σήμαινε απλώς πως είχα πετύχει. Συνεπώς, αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι με καταλάβαιναν ή πως με σέβονταν, – σήμαινε απλώς πως είχα πετύχει. Έτσι, ο,τιδήποτε έλειπε από εκείνη την θετική ανταπόκριση, το αναπλήρωνα μέσα μου.

Και με όσα από την αμερικανική κουλτούρα δεν συνδέθηκα με βαθύ τρόπο, συνδέθηκα με εσάς. Νιώθω τον σεβασμό και την αγάπη του ρωσικού λαού… για τους Ιάπωνες, επί πλέον ισχύει για τις αρχές μας, και για την τιμή. Όταν βλέπω τους Ρώσους να επιδίδονται σε πολεμικές τέχνες και να αγωνίζονται, αμέσως τους καταλαβαίνω και με καταλαβαίνουν κι εκείνοι.

Η Μητέρα Ρωσία

Δεδομένης της σχέσης αυτής που έχω με την Μητέρα Ρωσία – όχι απλώς Ρωσία αλλά Μητέρα Ρωσία - θέλω να γίνω ένας από σας. Θέλω να σας προσφέρω την αγάπη, το σεβασμό και όποια ταλέντα έχω, συμπεριλαμβανομένης της υποκριτικής και άλλων ταλέντων. Και σαν δάσκαλος ακόμη. Επειδή είμαι ηλικιωμένος, μπορώ να διδάσκω. Σήμερα λοιπόν, με την αποδοχή μου της Ορθόδοξης Εκκλησίας αρχίζει μια νέα σχέση με τον Θεό, κλείνοντας έτσι ένα κύκλο που άρχισε από τον Χριστιανισμό στην Αμερική, και θέλω να ανακοινώσω πως θα ζητήσω την Ρωσική υπηκοότητα. Ξέρω πως φαντάζει σαν μία τάση Χολυγουντιανή… αθλητές από την Αμερική, καταλαβαίνετε…. Πιστεύω πως είναι όντως κάτι καινούργιο και μοντέρνο. Πάντως είναι μια νέα τάση.

Η απόφασή μου πηγάζει από μια μακρά πορεία ζωής με αγώνες και πόνο, και εις γνώση μου πως - ό,τι και αν συμβαίνει -  η ψυχή και η καρδιά μας είναι τα πιο σημαντικά. Καταλαβαίνω πως υπάρχουν δυσκολίες στον κόσμο. Υπάρχουν συγκρούσεις… δεν είναι κάτι απλό. Όμως ούτε ήταν απλό να μεγαλώνεις στην Αμερική, οπότε αυτό είναι μία ακόμα πρόκληση.
Το να γίνει κανείς Χριστιανός Ορθόδοξος επίσης δεν είναι εύκολο στην παρούσα χρονική στιγμή, αν αναλογιστούμε πως υπάρχουν τόσες θρησκευτικές συγκρούσεις σήμερα στον κόσμο.

Το σημάδι από τον Θεό

Όμως η ζωή μου πάντα ήταν γεμάτη συγκρούσεις και διευθετήσεις συγκρούσεων. Και είναι σημάδι από τον Θεό το ότι προέκυψε η ευκαιρία να γίνω Ορθόδοξος. Η ευκαιρία να ενωθώ με τον Θεό σε ανθρώπινο επίπεδο είναι το να ενωθώ με ένα μέρος των δικών μου ανθρώπων. Και όποια κι αν είναι η πρόκληση, όποιες κι αν είναι οι δυσκολίες, τις αποδέχομαι σαν Ιάπωνας πολεμιστής. Και σας ευχαριστώ και είμαι ευγνώμων για την υποστήριξή σας.

Η σημασία της λέξης «Σαμουράι» προέρχεται από την λέξη «υπηρετώ».

«Δεν φοβάμαι, είμαι απλώς λίγο αγχωμένος. Νιώθω πως κάνω την σωστή κίνηση. Αυτή η απόφαση είναι σημαντική για μένα», είπε ο Tagawa, πριν εισέλθει στον Ιερό Ναό της Παναγίας «των θλιβομένων η Χαρά» στην Μόσχα.

Ανταπόκριση RIA Novosti: [http://ria.ru/religion/20151112/1319343315.htm]

******

Πηγή: http://www.orthodoxindy.org/

Η ψυχή του Cary-Hiroyuki Tagawa, που έγινε γνωστός μέσα από τον ρόλο του κακού Shang Tsung στη σειρά ταινιών «Mortal Kombat», αιχμαλωτίσθηκε από τη Ρωσία και φαίνεται πως αποφάσισε να βαπτιστεί Χριστιανός Ορθόδοξος.

Όπως αναφέρει το Interfax, ο Tagawa, ένας Αμερικανός ηθοποιός Ιαπωνικής καταγωγής, ο οποίος πήρε μέρος στην καινούργια Ρωσική ταινία The Priest-San, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πίστη του και να γίνει ένας πραγματικός ακόλουθος του Ιησού Χριστού σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία.

Τα νέα διαδόθηκαν μέσω του facebook από έναν από τους συνεργάτες του, τον Ivan Oklobystin, ηθοποιό και εξέχουσα Ρωσική θρησκευτική προσωπικότητα. Μοίρασε μία φωτογραφία του Tagawa με ένα τεράστιο σταυρό - φωτογραφία που πιθανόν να τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όχι μακριά από τη Μόσχα.

«Με χαρά σας αναφέρω πως… κατόπιν βαθειάς και ενδελεχούς σκέψης, ο Cary Tagawa, που έπαιξε τον ρόλο του Ιάπωνα ορθόδοξου ιερέα στην νέα μας ταινία The Priest-San, θα λάβει το Μυστήριο του Βαπτίσματος», συνεχίζει η ανάρτηση στο facebook.

«Δεν μπορείς απλώς να ‟πιάσεις” την ουσία ων Ορθοδόξων Ρώσων… Όταν πρωτοήρθα στη Ρωσία είχα πολύ ελάχιστο χρόνο για να μπω στο πετσί του ρόλου μου. Έτσι επισκέφθηκα κάμποσους Ρώσικους καθεδρικούς ναούς στο Γιάροσλαβ και στο Ροστόφ. Και μόνο που βρέθηκα μέσα σε αυτούς είχε μεγάλη επίδραση επάνω μου», δήλωσε ο Tagawa στο Kinopoisk.ru, σε μία συνέντευξή του που έδωσε το 2013, μετά από το πέρας των γυρισμάτων στην Ρωσία.

«Με το βάπτισμα ο Cary-Hiroyuki Tagawa πήρε το όνομα Παντελεήμων», έγραψε στη σελίδα του στο Facebook ο Okhlobystin.

Ο Tagawa επίσης εξέφρασε σε μια συνέντευξη Τύπου την πρόθεσή του να γίνει Ρώσος πολίτης, σύμφωνα με το πρακτορείο Ορθόδοξων ειδήσεων pravmir.ru.

«Δεν ακολουθώ την νέα τάση», είπε, προφανώς υπονοώντας τον Αμερικανό πυγμάχο Roy Jones Jr  και τον Γάλλο ηθοποιό Gerard Depardieu. «Ακολουθώ την καρδιά μου. Δεν υπάρχουν εύκολες αποφάσεις, είτε στην Αμερική είτε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη. Αυτή θα είναι για μένα μια καινούργια πρόκληση».

Η ταινία, η οποία σύντομα θα προβληθεί στην Ρωσία, αφηγείται την ιστορία ενός Ιάπωνα ιερέα, που αφήνει την Ιαπωνία εξαιτίας των πολέμων της Γιάκουζα (διεθνές συνδικάτο οργανωμένου εγκλήματος στην Ιαπωνία) και κατευθύνεται σε μια μικρή ρωσική πόλη για να βοηθήσει τους κατοίκους της να καταπολεμήσουν την αχαλίνωτη διαφθορά. Η ταινία είναι η πιο πρόσφατη εργασία του στούντιο παραγωγής «Orthodox».

Επιμέλεια - μετάφραση κειμένου στην Ελληνική: Κ. Δ

Πηγή:


Ι. ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ








<>





Μεταστροφές Αφρικανών από την μαγεία και την ειδωλολατρεία στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό μέσω του Τιμίου Σταυρού

Ἀναφέρει ὁ Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης:

Εὐρισκόμεθα γιά τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας στό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο τοῦ κράτους Μπουρούντι τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς. Σέ μία ἀπό τίς ποιμαντικές του περιοδεῖες ὁ Μητροπολίτης μας Σεβ. Κεντρώᾳς Ἀφρικῆς κ. κ. Ἰγνάτιος, ἀνάμεσα στά ἄλλα ψυχωφελῆ διδακτικά του λόγια, μᾶς ἀνέφερε τό Πάσχα τοῦ 2005 καί τό παρακάτω σημαντικό περιστατικό μαγείας.

Στό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο τῆς Κεντρικῆς Ἀφρικῆς μέ ἕδρα τήν πόλι Κανάγκα, στό ὁποῖο προΐσταται ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης μας, ἕνας μαθητής γυμνασίου, πέρασε ἕνα πρωϊνό ἔξω ἀπό μία ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀπό περιέργεια μπῆκε μέσα. Ἄκουσε τίς ὡραῖες ψαλμωδίες, εἶδε τήν κατανυκτικότητα τοῦ ἱεροῦ χώρου, τήν εὐλάβεια τῶν ὁμογενῶν του καί παρεξενεύθηκε γιά τήν προέλευσι καί τήν ἀποστολή αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐρώτησε κι ἔμαθε περισσότερα γιά τήν Ἐκκλησία μας καί δέν ἄργησε νά γραφτῆ στούς καταλόγους τῶν Κατηχουμένων. Μετά ἀπό ἕξι περίπου μῆνες βαπτίσθηκε ἐν ἀγνοίᾳ τῶν γονέων του, οἱ ὁποῖοι σημειωτέον ἦσαν φανατικοί εἰδωλολάτρες.

Πράγματι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τόν στερέωσε στήν Ὀρθόδοξη Πίστι καί τόν ἔπεισε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά βρῆ τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Μέ χαρά λοιπόν ἀνήγγειλε τό γεγονός αὐτό στούς γονεῖς του καί προσπάθησε νά τούς πείση ὅτι πρέπει κι αὐτοί ν᾿ ἀκολουθήσουν αὐτή τήν Ἐκκλησία, ἄν πράγματι θέλουν νά ζήσουν καί στήν ἄλλη ζωή αἰωνίως.

Οἱ γονεῖς του καί ἰδιαίτερα ὁ πατέρας του τόσο πολύ ἐξωργίσθηκε, ὥστε ὄχι μόνο ἐκτύπησε τόν γυιό του, ἀλλά ἔτρεξε καί στόν μάγο (πρόεδρο) τοῦ χωριοῦ του νά ζητήση τήν βοήθειά του γιά τήν ἐπιστροφή τό ταχύτερον τοῦ παιδιοῦ του στήν πατροπαράδοτη πίστι τους. Ὁ μάγος τόν πληροφόρησε ὅτι δέν ἔχει τήν δύναμι νά τό κάνει αὐτό, διότι μία ἀνώτερη δύναμι σκεπάζει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν στιγμή πού βαπτίζονται καί κατόπιν. Ὅμως θά προσπαθήση. Τότε ὁ πατέρας βαθειά ταραγμένος καί ἀπελπισμένος δέν ἐδίστασε νά ζητήση ἀπό τόν μάγο τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ του…..διότι ἡ πρᾶξις του αὐτή εἶναι προσβολή στούς θεούς τῶν προγόνων τους. Ὑποσχέθηκε βέβαια στόν μάγο ὅτι, ἐάν ἐκτελέση τήν ἐπιθυμία του, θά τόν πληρώση ὅ, τι καί νά τοῦ ζητήσει. Ὁ μάγος τοῦ ἔδωσε έλπίδες καί ὑποσχέσεις καί ἄρχισε τό ἔργο του ἐπικαλούμενος τήν βοήθεια τοῦ σατανᾶ….

Τήν ἑπομένη τό πρωΐ ὁ νεοβάπτιστος νέος ἐπήγαινε στό σχολεῖο του. Καθ᾿ ὁδόν ξαφνιάσθηκε καί σταμάτησε ἀπότομα. Εἶδε νά ἔρχωνται μέ ταχύτητα κατεπάνω του δύο βόες. Μέσα στήν ταραχή καί στήν ἀμηχανία του, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἐπικαλούμενος τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶχε διδαχθῆ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία μας.

Τό ἀποτέλεσμα ἦταν θεαματικώτατο καί ἀποτελεσματικώτατο. Οἱ βόες ἐστράφησαν πρός τά ὀπίσω, ὡσάν νά τούς ἔδιωχνε μία ἀόρατη δύναμις. Ὁ νέος μέ τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ εἶχε νικήσει τούς δαίμονες, πού εἶχαν σταλῆ ἀπό τόν μάγο νά τόν κατασπαράξουν. Μετά τά μαθήματά του στό σχολεῖο ἐπέστρεψε στό σπίτι του. Μέ πολλή χαρά ἀνεκοίνωσε στούς γονεῖς του τό πῶς διασώθηκε ἀπό βέβαιο θάνατο ἐξ αἰτίας δύο μεγάλων φιδιῶν…Ὁ πατέρας του φάνηκε ὅτι χάρηκε ἀπ᾿ αὐτή τήν διάσωσι τοῦ γυιοῦ του, χωρίς νά φανερώση κάτι ἀπό τό μυστικό του σχέδιο πού εἶχε ἑτοιμάσει ἐναντίον τοῦ παιδιοῦ του. Μετά τό μεσημβρινό φαγητό ἔτρεξε στόν μάγο καί τόν ἐρώτησε μέ ἀπορία:

-Χθές κ. πρόεδρε, εἴχαμε καταστρώσει τό πρόγραμμα μαζί καί τήν ὑπόθεσι τῆς πληρωμῆς σου γιά τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ μου πού ἐπανεστάτησε καί ἐγκατέλειψε τήν πίστι τῶν προγόνων μας. Τί ἔκανες, λοιπόν;

-Σήμερα, φίλε μου, ἔστειλα στόν γυιό σου, τήν ὥρα πού ἐπήγαινε στό σχολεῖο δύο δαίμονες μέ τήν μορφή δύο βοῶν γιά νά τόν πνίξουν. Καί περιμένω νά μάθω τί ἀπόγινε.

-Εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Τά φίδια ἐμφανίσθηκαν, ἀλλά πρίν ὁρμήσουν καί κουλουριασθοῦν στό σῶμα τοῦ παιδιοῦ μου, αὐτό ἔκανε ἕνα σημεῖο, πού τό λένε οἱ Χριστιανοί Σταυρό, κι ἀμέσως τά φίδια ἐγύρισαν πίσω καί ἐξαφανίσθηκαν.

-Σοῦ τό ἔλεγα, φίλε μου, ὅτι στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ὑπάρχει μία ἀκατανίκητη δύναμις, ἡ ὁποία μᾶς καταστρέφει τά ἔργα μας. Ὅπου ἐμφανισθοῦν αὐτοί καί ἡ Ἐκκλησία τους, ἐμεῖς δέν ἔχουμε πλέον τήν δύναμι νά κάνουμε τίποτε, διότι μᾶς νικᾶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ τους….
Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔφυγε σοβαρά προβληματισμένος μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν συνάντησι μέ τόν μάγο. Γιά πρώτη φορά ἄρχισε νά ἀμφιβάλη γιά τήν δύναμι τῆς προγονικῆς θρησκείας του. Ἐπῆρε τόν γυιό του κι ἄρχισε νά τόν ἐρωτᾶ ποιό εἶναι αὐτό τό δυνατό σημεῖο καί πῶς ἔφυγαν οἱ βόες ἀπό κοντά του….

Ὁ Θεός ἐδῶ ἔκαμε ἕνα πολύ μεγαλύτερο θαῦμα. Σήμερα οἱ γονεῖς αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ εἶναι ὀρθόδοξοι καί πιστοί Χριστιανοί.

Εὐχαριστοῦν τόν Χριστό καί τόν γυιό τους πού μέ τό πάθημά του αὐτό διδάχθηκαν γιά τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, διδάχθηκαν καί βαπτίσθηκαν γιά τήν αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Δόξα στόν Φιλάνθρωπο Θεό μας χιλιάδες φορές.
 




<>






Από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία μέσω της προστασίας της Παναγίας


Ο γιός μου, δυστυχώς ήταν ψυχρός ως προς την πίστη. Εγώ τον έβλεπα, υπέφερα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο προσευχόμουν. 

Όταν παντρεύτηκε, του πήρα μια εικόνα της Παναγίας και του την χάρισα για να την βάλει σπίτι του. Αρνήθηκε να την πάρει!

- Ποιός θα σε προστατεύει παιδί μου; τον ρώτησα με πόνο.

- Δεν θέλω προστασίες! ήταν η απάντησή του.

Τότε που ήταν οι δρόμοι κλεισμένοι από το μπλόκο των αγροτών, χρειάστηκε να ταξιδέψει, για τις ανάγκες της δουλειάς του. Τον συμβούλεψα να είναι προσεκτικός, γιατί φοβόμουν, έτσι που ήταν νευρικός, να μην μπλεχτεί σε καμμιά φασαρία. Μου απάντησε:

- Εγώ μάνα, θα περάσω, ό,τι και να γίνει!

''Παναγία μου, φώτισέ το'', είπα μέσα μου και του έβαλα στο αυτοκίνητο μπροστά μια χάρτινη εικονίτσα της Παναγίας, που είχα πάρει από το Μοναστήρι της Παναγίας Βαρνάκοβας, στην τελευταία επίσκεψή μου. Αυτήν την φορά, ο γιός μου παραδόξως δεν αντέδρασε...

Όταν γύρισε από το ταξίδι, φαινόταν βαθιά συγκλονισμένος. Με φανερή συγκίνηση και με ταπεινή φωνή μου διηγήθηκε:

- Στο δρόμο Αθηνών-Λαμίας, μια βαρυφορτωμένη νταλίκα, που είχε καταφέρει να παρακάμψει τα εμπόδια, ξαφνικά παρέκλινε προς την λωρίδα την δικιά μου, ενώ συγχρόνως έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Εγώ σε εκείνο το σημείο, δεν είχα καθόλου περιθώριο να ξεφύγω. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν ελάχιστη. Και να φρενάριζε η νταλίκα, δεν προλάβαινε να σταματήσει έγκαιρα. Εγώ πάγωσα!!! Κατάλαβα πως η ζωή μου τελείωνε. Το μόνο που πρόλαβα ήταν να φωνάξω: ''Παναγία μου!!!''

Τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό: η χάρτινη εικόνα της Παναγίας, που μου είχες βάλει μάνα στο αυτοκίνητο, σηκώθηκε στον αέρα, στροβιλίστηκε και κόλλησε στο παρ-μπρίζ, με πρόσωπο κατά έξω! Συγχρόνως η νταλίκα σε μια απόσταση ενάμισυ μέτρο περίπου, σταμάτησε επί τόπου! Κυριολεκτικά καρφώθηκε με ένα φοβερό τράνταγμα! Κατέβηκε τρομαγμένος ο οδηγός της νταλίκας και μου λέει συγκλονισμένος: 

- Ποιός με σταμάτησε φίλε μου; Με το φορτίο που έχω, δεν σταματούσα με τίποτε! 

Εγώ τρέμοντας από την ταραχή μου, γύρισα και είδα την εικόνα της Παναγίας, που ήταν ανεξήγητα ακόμα κολλημένη στο παρ-μπρίζ. Σήκωσα το χέρι και Του την έδειξα, λέγοντάς τον: 

- Η Παναγία μας έσωσε!

Από τότε ο γιός μου έγινε πιστός Χριστιανός, χάρη της Παναγίας, την οποία υπερευχαριστώ!!!...

(Αληθινή μαρτυρία)

Πηγή:






<>




Ρωσία, 1965: Ο Άγιος Νικόλαος ο Θαυματουργός εμφανίζεται σε λεωφορείο και μιλάει με έναν άθεο


Ρωσία, 1965. «“Μιά μέρα τοῦ Φεβρουαρίου 1965, ἕνα λεωφορεῖο γεμᾶτο ἀπό ἐπιβάτες ταξίδευε ἀπό τήν πόλι μας σέ μιά ἄλλη κοντινή πόλι. Δίπλα στόν ὁδηγό καθόταν ἕνας γέροντας, μεγαλόσωμος καί εὔρωστος, περίπου 75 ἐτῶν, μέ γενειάδα ἄσπρη. Φοροῦσε ἕνα παλτό βαρύ μέ γιακά γούνινο καί σκοῦφο μέ πτερύγια πού κάλυπταν τά αὐτιά του.

Τό λεωφορεῖο πήγαινε σιγά-σιγά, γιατί χιόνιζε συνεχῶς. Ὅταν ἔφθασε σέ μιά στροφή, οἱ ἁλυσίδες τίς ὁποῖες εἶχε στίς πίσω ρόδες ἔσπασαν. Ἐπακολούθησε φρενάρισμα ἀπότομο καί τό λεωφορεῖο ἔπεσε πάνω σέ ἕνα ἄλλο λεωφορεῖο, πού βρέθηκε ἐκείνη τή στιγμή ἐκεῖ. Κί ὅλα αὐτά μέσα σέ λίγα λεπτά! Ὁ ὁδηγός ἔχασε τόν ἔλεγχο τοῦ ὀχήματος καί ὅλοι φοβήθηκαν τρομερά. Τότε ὁ γέροντας, πού καθόταν δίπλα στόν ὁδηγό, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί εἶπε μέ δυνατή φωνή: “Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι. Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά σου, Παναγία, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔσωσες τήν ὥρα αὐτή!”.

Λίγα λεπτά ἀργότερα, τό ἄλλο λεωφορεῖο ἔφυγε, ἐνῶ ὁ δικός μας ὁδηγός καί ὁ βοηθός του κατέβηκαν γιά νά τοποθετήσουν πάλι τίς ἁλυσίδες. Τότε ἕνας νεαρός ἐπιβάτης, χαμογελώντας, ἀπευθύνθηκε στό γέροντα καί τοῦ εἶπε:

—Συγγνώμη, γέροντά μου, ἀλλά δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω τά γέλια μου, ὅταν σᾶς ἄκουσα νά ἐπικαλῆσθε σέ βοήθειά μας ἀνύπαρκτες οὐράνιες δυνάμεις, κι ὅταν σᾶς εἶδα νά κάνετε τόν σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Συνήθεια, θά μοῦ πῆτε! Δεύτερη φύσι! Ὡστόσο, βλέπω ὅτι εἶσθε ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος. Ἀλλά τώρα, στό ἔτος 1965, αὐτό εἶναι παράλογο.

Ὁ γέροντας, χωρίς νά ταραχθῆ καθόλου ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἄκουσε, ἀπάντησε:

—Μέ εὐχαρίστησι θά σοῦ ἀπαντήσω, νεαρέ σύντροφε, καί εἶμαι ἕτοιμος, ἐάν τό ἐπιθυμῆς, νά κάνω καί αὐτοκριτική… Ἄκουσέ με. Εἴμασθε ὅλοι ὡς ἕνα βαθμό ὑποκριτές. Ἰσχυριζόμασθε ὅλοι ὅτι εἴμασθε ἄθεοι, ἀφωσιωμένα μέλη τοῦ Κόμματος, βαθεῖς γνῶστες τοῦ μαρξισμοῦ καί πολλά ἄλλα, ἀλλά ἔρχεται μιά στιγμή, κατά τήν ὁποία ὁ αὐθεντικός ἄνθρωπος, πού κρυβόταν τόσο καιρό μέσα μας, ἀποκαλύπτεται. Αὐτό ἀκριβῶς συνέβη καί τώρα. Ἀπό τή θέσι πού βρίσκεσαι μέσα στό λεωφορεῖο δέν μποροῦσες νά δῆς τί γινόταν πίσω σου, ἐγώ, ὅμως, πού κάθομαι σέ τέτοια θέσι πού νά τούς βλέπω ὅλους, μπόρεσα νά δῶ τουλάχιστον 8-10 ἄτομα πού ἔκαναν τό σταυρό τους τήν ὥρα κατά τήν ὁποία κινδυνεύαμε. Ὑπάρχουν μερικά πράγματα τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά τά κόψη κανείς ἀπό τή ρίζα, διότι θά ἦταν σάν νά τραβοῦσε βίαια τά σπλάγχνα του. Ἔτσι συμβαίνει νά πέφτουμε συνεχῶς στό ἑξῆς λάθος: Ἐνῶ ἐσωτερικῶς δεχόμασθε ὅτι ὑπάρχει θεία δύναμι, εὐεργετική καί παντοδύναμη, κάνουμε, ὡστόσο, πώς δέν τήν ἐννοοῦμε.

—Μέ μένα δέν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, εἶπε ὁ νεαρός.

Ὁ γέροντας μειδίασε καί συνέχισε:

—Ἐπίτρεψέ μου νά σοῦ ἀποδείξω, ἀγαπητέ μου, ὅτι πλανᾶσαι. Εἶπες πρό ὁλίγου ὅτι κάθε θρησκευτική ἐκδήλωσι εἶναι ἕνας παραλογισμός στό ἔτος 1965. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού σέ ἔκανε νά πῆς ὅτι πέρασαν 1965 χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου;

Ὁ νέος, μέ προφανῆ ἀμηχανία, ἀπήντησε ὅτι:

—Αὐτό ὀφείλεται στήν ἐνθύμησι ἑνός κακοῦ παρελθόντος, πού τώρα ἔχει ξεπερασθῆ καί πού πρέπει ὁριστικά νά τό σβήσουμε. Ἀλλά ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μιλᾶτε βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι θέλετε νά μᾶς πῆτε νά πιστέψουμε στά θαύματα.

Καί ὁ γέροντας, ἀφοῦ σιώπησε λιγάκι, τοῦ εἶπε:

—Ναί, φίλε μου, ὑπάρχουν τά θαύματα τοῦ Θεοῦ, στά ὁποῖα καί ἐσύ ὁ ἴδιος θά εἶσαι ὑποχρεωμένος νά πιστέψης, καθώς καί ὅλοι πού βρίσκονται ἐδῶ μέσα. Ἀλλά ὅταν θά δῆτε τό θαῦμα, θά εἶσθε ὑποχρεωμένοι νά σιωπήσετε, διότι ἄν μιλήσετε κινδυνεύετε νά κλεισθῆτε σέ ψυχιατρικό ἄσυλο.

Τό λεωφορεῖο ἔφθασε στόν κύριο δρόμο τῆς διαδρομῆς. Ἔπαψε νά χιονίζη καί ὁ ὁδηγός μπόρεσε νά ἀναπτύξη ταχύτητα. Τή στιγμή αὐτή οἱ ἐπιβάτες πού κύτταζαν τό γέροντα καί τόν ἄκουγαν δέν τόν ἔβλεπαν πιά. Ἡ θέσι του ἦταν κενή… Δυό-τρεῖς ἐπιβάτες, πού κάθονταν κοντά στό νεαρό κομμουνιστή, ἐκαναν τό σταυρό τους λέγοντας:

— Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ.

Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, γύρισε πρός τούς ἐπιβάτες τῶν πίσω καθισμάτων καί φώναξε:

—Καταλαβαίνετε τώρα ποιός μᾶς ἔσωσε ἀπό τή σύγκρουσι; Μᾶς ἔσωσε ὁ γέροντας μέ τήν ἄσπρη γενειάδα, ὁ προστάτης τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, ὁ ἅγιος Νικόλαος!

—Δέν ξέρω τί θά κάνουμε, πρόσθεσε ἕνας ἄλλος, ἀλλά ἐγώ ὅπου κι ἄν πάω, θά διηγοῦμαι τό θαῦμα αὐτό τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Μπορεῖ νά μέ κλείσουν σέ ψυχιατρικό ἄσυλο, θά ἔχω, ὅμως, μάρτυρες ὅλους ἐσᾶς καί προπαντός ἐσένα φίλε.

Ὁ νεαρός ἄθεος κομμουνιστής ἔκρυψε τό πρόσωπό του στίς δύο παλάμες μέ προφανῆ συντριβή”».

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ὁ Ἥχος τῶν Θεϊκῶν Βημάτων, Ἀπό τίς παρυφές τῆς πλάνης στό Χριστό, Μεταστροφές 4, ἐκδ. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>










Χρύσω Πέππα-Μακρυκώστα: Η μεταστροφή μου από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Χρύσω Πέππα-Μακρυκώστα:

«Ἦταν Σάββατο, 19 Ὀκτωβρίου 1934. Τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τόν προφήτη Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος προφήτευσε... ὅτι ὁ Θεός, ὅταν ἔλθη ὁ Μεσσίας, θά ἐκχέη τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο, ἐπί πᾶσαν σάρκαν, ἐπί τούς δούλους Του. Στήν Παλαιά Διαθήκη παρατηροῦμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδίδετο μόνο σέ τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων: στούς Ἱερεῖς, στούς Βασιλεῖς καί στούς Προφῆτες. Τό ἀντίθετο προκύπτει ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Μέ τό Βάπτισμα καί κατόπιν μέ τό Χρίσμα, λαμβάνουμε ὅλοι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, “πληροῦσθε διά Πνεύματος”, πού πρέπει νά ἀγωνιζόμασθε διαρκῶς ὥστε, μέ τή βοήθεια τοῦ Παντοδυνάμου, νά διατηρῆται μέσα μας καί νά αὐξάνεται.
Ὅμως, μέχρι τότε, γιά μένα ἦταν ἄγνωστο καί ἐντελῶς ἀδιάφορο ἄν συμβαίνη αὐτό, γιατί, ὅπως ἔχω πεῖ ἐπανειλημμένως, ἐγώ μεγάλωσα κάτω ἀπό τήν ἐπίδρασι ἄλλων ἄσχετων ἰδεῶν. Καθοδηγούμενη ἀπό μιά ἔμφυτη ἔντονη κλίσι στά μαθηματικά εἶχα προσανατολίσει τό μυαλό μου σέ στόχους καθαρά πρακτικούς γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, σπούδασα θετικές ἐπιστῆμες, στήν Ἀθήνα, στό Λονδίνο καί τή Βιέννη, μέ συνέπεια νά μή μπορῶ νά δεχθῶ καί νά πιστέψω, τίποτε ἄν δέν εἶχα ἀποδείξεις.
Ἤμουν ἄθεη, δέν πίστευα σέ τίποτε καί σέ κανένα. Θρησκεία μου ἦταν ἡ ἐπιστήμη ἀλλά καί αὐτῆς, ἀκόμη, τά πορίσματα δέν τά δεχόμουν θεωρητικά καί ἀτεκμηρίωτα. Τά δεχόμουν μόνο μέ ἀποδείξεις στό ἐργαστήριο, μετά ἀπό τό πείραμα καί τό δοκιμαστικό σωλῆνα. Ἀκόμη κι ὅταν κάποτε μοῦ τέθηκε τό ὑπαρξιακό ἐρώτημα: —Ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς, ποιός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό ποῦ ἐρχόμασθε, ποῦ πηγαίνουμε;
 Καί πάλι ἡ ἀπάντησί μου ἦταν: —Δέν μέ ἐνδιαφέρει, οὔτε ἔχω χρόνο νά τό ψάξω τό θέμα, ἐγώ δέν ἔχω χρόνο νά διαθέσω ἔξω ἀπό τίς σπουδές μου, οὔτε πιστεύω· καί γιατί ἄλλωστε νά πιστέψω; Εἶχε περάσει ἀρκετός καιρός ἀπό τότε πού ἐγκαταστάθηκα στό Λονδίνο καί ἐν τῷ μεταξύ εἶχα γνωρισθῆ… μέ τήν οἰκογένεια Πελεκάνου καί μέ ἄλλους ἐκλεκτούς χριστιανούς ἀλλά καί ἱερωμένους ὅπως ὁ πρωθιερέας τῆς Ἁγίας Σοφίας Μιχαήλ Κωνσταντινίδης καί ὁ Πατέρας Ἰάκωβος καί συμμετεῖχα κάθε Σάββατο στίς συγκεντρώσεις τους.
Σ᾽ αὐτές δέν πήγαινα, βέβαια, ἐπειδή πίστευα ἀλλά γιατί μέσα ἐκεῖ, σέ μιά ἤρεμη ἀτμόσφαιρα αἰσθανόμουν καί ἐγώ ἤρεμη. Ἄκουγα, πάντως, μέ προσοχή τά ἀναγνώσματα, καί τίς συζητήσεις τους, παρακολουθοῦσα τή συμπεριφορά τους καί κάθε φορά, ὅλο καί περισσότερο, μέ ἐντυπωσίαζε ἡ γαλήνη στά πρόσωπα καθώς καί ἡ πραότητα καί ταπεινοφροσύνη τους. Ἀρκετές φορές, ἐκεῖ, σ᾽ ἐκεῖνο τό περιβάλλον, ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἔκανα τή σκέψι: “ἄν ὑπάρχη κάπου ἡ Ἀλήθεια αὐτή μπορεῖ νά εἶναι στό Χριστιανισμό”. Καί κάποια ἄλλη ἀκόμη: “Ἄν τό καλοσκεφθῆ κανείς τό λεγόμενο ὑπαρξιακό πρόβλημα εἶναι τό πρῶτο τό ὁποῖο πρέπει νά λύση ὁ ἄνθρωπος”.
Αὐτό ἦταν γιά μένα καθοριστικό: Δηλαδή, τό ὅτι τό ὑπαρξιακό ἐμφανιζόταν ὡς “πρόβλημα”, ἦταν ἀρκετό νά ἀρχίση κάποτε, νά μέ κεντρίζη. Ἀπό τή φύσι του μαθηματικός ὁ νοῦς μου ἐρεθίσθηκε ἀμέσως ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἔρευνας, μέ ἀποτέλεσμα νά θέλω κατόπιν νά διαβάζω πλῆθος βιβλίων ἄλλων ὑπέρ καί ἄλλων κατά τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί τοῦτο γιατί μέ ἐνδιέφερε μέ τήν ἀντιπαράθεσι νά διαμορφώσω, ἀνεπηρέαστη, μιά ἀντικειμενική γνώμη τήν ὁποία θά ἀποδεχόταν ἡ λογική μου.
Ἀλλά, καί ἡ λογική, ἀπό τή φύσι της μέ ὁδηγοῦσε ὡς ἕνα σημεῖο παραδοχῆς: “ὅτι κάποια ἀλήθεια ὑπάρχει προφανῶς στό χριστιανισμό”, ὅμως, ἐκεῖ σταματοῦσε, ἀδύναμη νά προχωρήση πιό πέρα. Ἡ ἐσωτερική ἐπιθυμία μου καί, μάλιστα, γιά νά γνωρίσω τήν Ἀλήθεια, δέν ἦταν ἀρκετή, ἀφοῦ στήν πραγματικότητα ἡ ψυχή μου, διαποτισμένη μέ τήν ἀδιαφορία καί τήν ἄρνησι, περί ἄλλα ἐτυρβάζετο καίτοι ἑνός εἶχε χρείαν.
Ἔτσι, ἄρχιζε πάντα τά Σάββατα, ὁ ἐσωτερικός διχασμός, ἡ σύγκρουσι, ἡ ἀγωνία. Κάποτε, σέ μιά στιγμή ἔντονης ἀνάγκης νά λυτρωθῶ ἀπό τό ἐπώδυνο συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς καί τοῦ ἀπύθμενου κενοῦ, βλέποντας τούς ἄλλους νά προσεύχωνται, ὅλοι μαζί, δάκρυσα ἀπό τό παράπονο καί εἶπα μέσα μου: “Θεέ μου, ἄν ὑπάρχη σέ σένα ἡ Ἀλήθεια σέ παρακαλῶ, ἀποκάλυψέ την, γιατί ἀλλιῶς δέν μπορῶ νά πιστέψω”.
Ὅπως κάθε Σάββατο, βράδυ, ἔτσι κι ἐκεῖνο τῆς 19ης Ὀκτωβρίου 1934 βρέθηκα στό σπίτι τοῦ Πελεκάνου. Ὁ οἰκοδεσπότης μέ εἶχε στά δεξιά του. Εἶχε ἀρχίσει ἀπό ἀρκετή ὥρα νά διαβάζη ἀποσπάσματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί στή συνέχεια τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς.
Ἀπό τήν ἴδια στιγμή εἶχε ἀρχίσει καί τούτη τή φορά νά μέ βασανίζη αὐτή ἡ ἀνυπόφορη ἐσωτερική πάλη τῶν ἀντιφατικῶν συλλογισμῶν καί τῶν ἀλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, πού κατέληγε σέ ἀνελέητο ροκάνισμα τῆς ψυχῆς μου, ἀπό ἀμφισβητήσεις, ἀμφιβολίες, ἀπορίες. Ἦταν ἕνα ἄγριο κονταροκτύπημα δυνάμεων τίς ὁποῖες δέν μποροῦσα νά πειθαρχήσω. Καί ἀμέσως κατάλαβα ὁριστικά καί χωρίς ἐνδοιασμό ὅτι δέν ἄντεχα ἄλλο πιά, καί εἶπα στόν ἑαυτό μου. “Ἐσύ, τί κάθεσαι καί ἀκοῦς τόση ὥρα, ἀφοῦ δέν πιστεύεις; Τί βρίσκεις ἐδῶ μέσα; Γιατί δέν σηκώνεσαι νά φύγης;”.
Καί τότε, ξαφνικά...
Ἐδῶ σταμάτησε, ἡ Χρύσω τήν ἀφήγησι καί πῆρε μιά βαθιά ἀνάσα. Μέ κύτταξε στά μάτια καί μέ ρώτησε ἄν μέ κούρασε. Ὕστερα πῆρε κι ἄλλες πολλές ἀπό ἐκεῖνες τίς χαρακτηριστικές ἀναπνοές, πού συνοδεύονταν ἀπό τά γνωστά μικρά βηχάκια ὅταν ἤθελε, πρίν μιλήση, νά καθαρίση τή φωνή της. Ὅση ὥρα ἀφηγεῖτο εἶχα τή βεβαιότητα ὅτι εἶχε γυρίσει 60, περίπου, χρόνια πίσω στό Λονδίνο, στό σπίτι τοῦ Πελεκάνου καί ξαναζοῦσε τήν ἐμπειρία ἐκείνης τῆς βραδιᾶς. Μέ παρέσυρε καί μένα καί τήν ἀκολούθησα στήν ἀναδρομή της καθώς μοῦ μετέδιδε σέ μιά νοερή ὀθόνη ὅ,τι ἔνοιωθε, ὅ,τι ἔζησε τότε.
Δέν ξέρω τί παρατήρησε στό πρόσωπό μου καί μοῦ εἶπε:
—Ἠρεμῆσθε...
Δέν θυμᾶμαι νά εἶχα ξαναδεῖ αὐτή τήν ἔκφρασί της, αὐτό τό βλέμμα καί τό ὕφος πού μαρτυροῦσαν, τώρα, σέ ἀντίθεσι μέ τό τότε, μιά ἐσωτερική νηνεμία, γαλήνη, εὐδαιμονία. Πάνω ἀπό τό σοφό μέτωπο, πλαισίωναν τό κεφάλι της, σάν στέφανος, τά πάλλευκα, ὅπως τό καθαρό χιόνι, μεταξένια μαλλιά της κι ὅλα μαζί συνέθεταν τήν προτομή ἑνός ἐξαϋλωμένου πλάσματος πού πλημμύριζε ὅλο τό χῶρο μέ μιά ἱερή πνευματικότητα.
Καί, τότε, συνέχισε ἡ Χρύσω, μοῦ συνέβη κάτι τό ἐντελῶς ἀπροσδόκητο καί κάθε φορά πού τό θυμᾶμαι, αἰσθάνομαι ρίγος νά διαπερνᾶ τό σῶμα μου καί πιό βαθιά μιά δόνησι νά μέ συνταράζη.
Μέσα σέ ἐκεῖνο τό ὑποβλητικό περιβάλλον, τήν ἀδιατάρακτη σιγή, πού δέν ἀκουγόταν οὔτε ὁ παραμικρός θόρυβος ἐκτός ἀπό τήν ἁπαλή, σιγανή φωνή τοῦ Πελεκάνου, καθώς ὁ νοῦς μου ἀχαλίνωτος ἀκροβατοῦσε, ἐνῶ ἡ ψυχή μου ἀδρανοῦσε μέσα σέ μιά νεκρική παγωνιά, ἀποκαμωμένη γιατί εἶχε φθάσει στά ἀκραῖα ὅρια ἀντοχῆς, ἄκουσα μιά δυνατή βουή ἀνέμου καί εὐθύς ἀμέσως, σέ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα ἔνοιωσα νά γίνεται ἕνας ἰσχυρός σεισμός πού μέ συγκλόνισε. Φόβος μέ κυρίεψε.
Ἔκανα μιά ἀπότομη, ἐνστικτώδη κίνησι νά σηκωθῶ ἀλλά ξανακάθησα, ἀποσβολωμένη, στό κάθισμά μου ὅταν κύτταξα γύρω μου καί εἶδα ὅλους τούς ἄλλους ἀκίνητους στίς θέσεις τους ν᾽ ἀκοῦν ἤρεμα τό Εὐαγγέλιο. Καί ἡ ταραχή μου μεγάλωσε ἀκόμα πιό πολύ ὅταν κατάλαβα πώς ὁ σεισμός αὐτός δέν προερχόταν ἀπό κάτω, ἀπό τά ἔγκατα τῆς Γῆς ἀλλά ἀπό ψηλά, ἴσως, ἀπό τόν Οὐρανό. Μά πρίν καλά-καλά συνέλθω, συνέβη κάτι σπουδαιότερο. 
Αἰσθάνθηκα μιά φωτιά νά κατεβαίνη πάλι ἀπό ψηλά καί νά περνάη μέσα ἀπό τό μέτωπό μου κι ὕστερα μέσα ἀπό τό στῆθος μου, βαθιά στό ἐσωτερικό μου. Καί τρόμαξα γιά δεύτερη φορά καί ὁ φόβος μου ἔγινε πανικός ἀπό τούτη τή φωτιά καθώς ὁ νοῦς μου πού τά εἶχε χαμένα δέν μποροῦσε νά συλλάβη αὐτά πού ξαφνικά καί τόσο γρήγορα μοῦ συνέβαιναν καί, φυσικά, οὔτε νά δώση ὁ νοῦς μου ἐξήγησι, μποροῦσε.
Ὅμως, σέ λίγο, πολύ λίγο, δέν χρειαζόμουν, πιά, καμμιά ἐξήγησι τῆς λογικῆς μου σκέψεως γιατί μοῦ ἦλθε ἀπό ἄλλη θύρα ἐκείνη ἡ ἐξήγησι πού δέν χωράει ἀμφιβολία καί δέν χρειάζεται ἑρμηνεία. Ἦλθε ἀπό τή θύρα τῆς ψυχῆς μου, πού ἄνοιξε διάπλατη, κι ἦταν ὁλοκάθαρη σάν τό κρύσταλλο καί ὁλοφώτεινη σάν τόν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ, καθώς ἡ πύρινη ἐκείνη φλόγα πού ἔπεσε σάν ἀστραπή, ἀντί νά μέ κάψη καί νά μοῦ προκαλέση κακό, εἰσχώρησε ὅπως ἕνα δυνατό φῶς καί μιά γλυκιά θερμή πνοή, ἔλυωσε τόν πάγο καί εὐθύς ἀμέσως βεβαιώθηκα τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή πώς ἔδιωξε ἀπό μέσα μου τήν παγωνιά τοῦ θανάτου. Καί ἐνῶ, μερικά λεπτά πρίν, εἶχα σχεδόν ἀποδιοργανωθῆ ἐσωτερικά μή μπορώντας νά βάλω μιά τάξι μέσα μου κι ἤμουν ἕτοιμη νά τό βάλω στά πόδια, ἔνοιωσα νά καταλαγιάζη, αὐτόματα, ὅλη ἡ ἀντάρα, καί νά κυκλοφορῆ στίς φλέβες μαζί μέ τό αἷμα μου μιά ἀπέραντη γαλήνη, μιά ἀνείπωτη εὐτυχία τήν ὁποία δέν μποροῦν νά σοῦ δώσουν ὅλες μαζί οἱ χαρές τῆς ζωῆς.
Ἡ πρώτη σκέψι μου ἦταν νά κυττάξω καί πάλι γύρω μου νά δῶ τί εἶχαν ἀντιληφθῆ οἱ ἄλλοι. Ὅμως, καί τούτη τή φορά δέν παρατήρησα ἀπολύτως τίποτα. Κανένα σημάδι στά πρόσωπα ἤ στήν ἔκφρασί τους πού νά μαρτυρᾶ πώς καί ἐκεῖνοι εἶχαν αἰσθανθῆ ὅ,τι καί ἐγώ ἤ εἶχαν καταλάβει αὐτά τά ὁποῖα συνέβησαν σέ μένα. Ὅλοι ἦταν ἀδιάφοροι, κανένας δέν μέ πρόσεχε, ὅλοι, ἐκτός ἀπό ἕναν, τόν οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος ὅση ὥρα διάβαζε, δίπλα μου, ἔνοιωθα ὅτι μέ παρακολουθοῦσε μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του καί τή στιγμή κατά τήν ὁποία γύρισα πρός αὐτόν τό βλέμμα μου, ἔκλεισε τό Εὐαγγέλιο, ἔκανε τό σταυρό του καί ψιθύρισε:
Σ᾽ εὐχαριστῶ Παναγία μου.
Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἤμουν ἀπολύτως βέβαιη ὅτι ὁ Θεός ἦταν ἐντός μου καί ὅταν ἐπέστρεψα στό δωμάτιό μου, τό ἴδιο βράδυ, ἔνοιωθα τόσο εὐτυχισμένη καί μ᾽ ἕνα πρωτόγνωρο συναίσθημα, κυττάζοντας πρός τόν Οὐρανό, ἔκανα τήν προσευχή μου: “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς...”.
Ναί! Ὁ Θεός ἦταν μέσα μου, ἦταν αὐτή ἡ φωτιά. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ΦΩΤΙΑ, πού θερμαίνει χωρίς νά καίη. Κατακαίει μόνο ὅποιο βλαβερό ζιζάνιο ἔχει φυτρώσει στήν ψυχή γιά ν᾽ ἀκολουθήση ἡ καλλιέργεια καί ἡ σπορά τοῦ Θείου Λόγου κι ὕστερα νά φυτρώση ἡ γαλήνη καί ἡ εὐτυχία.
Ὅταν, τό ἄλλο πρωΐ, στήν Ἐκκλησία, καλημέρησα τόν κύριο Πελεκάνο καί πρίν τελειώσω τή φράσι μου: 
—Ξέρετε, χθές τό βράδυ, στό σπίτι σας... μέ διέκοψε καί μοῦ εἶπε: 
—Ξέρω, ξέρω τί ἔγινε, γιατί εἶχα προσευχηθῆ, πάρα πολύ, στήν Παναγία, ἀλλά μήν τό πεῖς αὐτό, ποτέ, σέ κανέναν»(ΠΧ, 60).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>











Όταν ο Θεός "παραμονεύει" ευεργετικά στη γωνία - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ:

Ἡ ἑπομένη ἦταν κοσμική κοπέλλα. Μιά μέρα ὁ πατέρας της τῆς πῆγε στό σπίτι γιά νά μαγειρέψη ἕνα «χωνί» ψάρια. Ὁ Θεός, ὅμως, «παραμόνευε» εὐεργετικά στή γωνία. Τό χωνί ἦταν τυλιγμένο μέ τό θρησκευτικό περιοδικό Ζωή. Ἔπεσε, λοιπόν, τό μάτι της σ᾽ αὐτό, τό διάβασε καί μετεστράφη. Ἔγινε, μάλιστα, καί καλή ἁγιογράφος, μαθήτρια τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἦταν θεία προσωπικοῦ φίλου, ὁ ὁποῖος καί μοῦ ἀφηγήθηκε τά τῆς μεταστροφῆς της. 

Τέλος, ἕνα ἀπόγευμα στό ἐξομολογητήριο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦλθε κάποιος ἐπιστήμονας νά ἐξομολογηθῆ καί μοῦ εἶπε πῶς ὁδηγήθηκε στήν ἐξομολόγησι: Ἕνα ἀπόγευμα ἔβγαλε γιά βόλτα τό σκυλί του στό Κολωνάκι —ἐκεῖ ἔμενε. Τό σκυλί, δεμένο μέ λουρί, ὁδηγοῦσε τόν κύριό του καί τόν πῆγε στά σκουπίδια. Ἐκεῖ βρῆκε πεταμένο τό βιβλίο Ὑποθῆκες Ζωῆς, Ἀπό τή Ζωή καί τή Διδασκαλία τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου. Τό πῆρε, τό διάβασε καί ἦλθε νά ἐξομολογηθῆ! 

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Η μεταστροφή του Γάλλου Olivier Clément από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Ἰδού καί ἡ μεταστροφή τοῦ Οlivier Clément. Ἀφηγεῖται: Κάθε 15 μέρες, «περίμενα μέ εὐχαρίστησι τό ἐπιδόρπιο καί τή συζήτησι πάνω στό πρόβλημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεῖες μου ἦταν ὑπέρμαχες τοῦ θεϊσμοῦ, στή γραμμή τῆς παραδόσεως τοῦ Jules Ferry. Ἐνῶ οἱ γονεῖς μου, διευθυντές σχολείου κι αὐτοί, εἶχαν γίνει ἄθεοι μέ τή μορφή τῆς στρατεύσεως. Κανένας δέν θύμωνε. Κανένας δέν προσπαθοῦσε νά πείση. Ἡ συζήτησι ἔμοιαζε περισσότερο μέ φιλική μουσική. Καί ὁ Θεός παρέμενε ὁ πιό ξένος στό βάθος τοῦ διαλόγου. Ἡ φωνή δέν χαμήλωνε, δέν κυμάτιζε, παρά μονάχα γιά τά μυστήρια τῆς ἀγάπης, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἀρρώστιας. Προπάντων ὅταν γινόταν λόγος γιά τή φυματίωσι (δέν θά πρεπε ἡ “μικρή” νά παντρευθῆ ἕνα φυματικό) καί γιά τή διανοητική καθυστέρησι... Τό ὑπέρτατο “῎Ον”, ἀρκετά ἄρρωστο, μιά καί φαινόταν ἀνίκανο νά τά τακτοποιήση ὅλα κι ἀρνιόταν νά κάνη παντοῦ θαύματα, ὅπως λένε πώς ἔκανε καί κάνει στή Λούρδη, τό “Ὄν” φάντασμα, χάνεται ἀνάμεσα στό ἄρωμα τοῦ καφέ καί στό κουδούνισμα τῶν πιατικῶν. Αὐτές οἱ συζητήσεις δέν μοῦ ἄφησαν τίποτε. Ἦταν ὁ θόρυβος μιᾶς ἀπουσίας»(CO, 7). 
«Ἡ βασική ἐπιδίωξι τῶν πρώτων Γάλλων σοσιαλιστῶν ἦταν, ὁπωσδήποτε, ἡ δικαιοσύνη, ἀλλά, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἠ “κοινωνία”: “Ἡ δική σας ζωή εἶναι δική μου”, ἔλεγε ἡ George Sand. Κι ὁ Pierre Leroux ἔβαζε σάν προμετωπίδα στό οὐσιαστικότερο βιβλίο του Περί τῆς Ἀνθρωπότητας, τό κομμάτι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιά τό μοναδικό σῶμα, στό ὁποῖο εἶμασθε μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου (“ἀλλήλων μέλη”)»(CO, 18). 
«Ἀκόμα, τέτοια ἦταν καί ἡ βαθύτερη ἄποψι —λίγο ντροπαλή, λίγο κρυφή— τοῦ Jean Jaurès. Ὁ Jaurès χάρισε στόν Ἰησοῦ λόγια σφοδρῆς ἀγάπης. Ξαναδιάβαζε τακτικά —κι ἀφιέρωνε τό χρόνο του— στόν Ὅμηρο, τό Δάντη καί τή Βίβλο. Ὑπογράμμιζε τήν πρωταρχική σπουδαιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γράφοντας: “Νά πραγματοποιοῦμε τή δικαιοσύνη στήν κοινωνική διάστασι, γιά νά προετοιμάσουμε... τήν ἐξοικειωτική διείσδυσι τῶν ψυχῶν στή μυστική διάστασι”. Πολύ ἔπαιξε τό πρᾶγμα στήν ἀρχή τούτου τοῦ αἰῶνα [τοῦ 20οῦ]. Ἡ κίνησι ἦταν ἀβέβαιη, τουλάχιστον σέ τούτη τή χώρα [τή Γαλλία]. Ἡ Φιλοσοφία τῶν Παραγωγῶν τοῦ Sorel, ἔδειχνε μιά παθητική νοσταλγία τῆς ἀρχαϊκῆς Ἐκκλησίας, πού θά ἦταν ἱκανή νά ἀλλάξη πραγματικά τή ζωή καί τῆς ὁμάδος τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ καθενός χωριστά καί, πού θά μποροῦσε, ἀκόμα, νά πληθύνη τούς τόπους ἐπικοινωνίας, τῆς βαθειᾶς ἐλευθερίας καί τῆς ὀμορφιᾶς μέσα σ᾽ ἕνα κοινωνικό ἱστό νεκρωμένο. Μονάχα, πού ἡ κίνησι αὐτή δέν συνταντήθηκε μ᾽ ἕνα Χριστιανισμό δημιουργικό, ἕνα Χριστιανισμό τῆς Θεανδρικότητος, ἀλλά μέ τόν Μαρξισμό τόν πιό συστηματικό»(CO, 18). 
«Διάβαζε [ὁ πατέρας μου]. Διασκεδαστικά βιβλία. Γι᾽ αὐτά δέν μιλοῦσε σέ κανέναν. Ὅμως, τά βρῆκα μέσα στήν ἀξιολογότατη βιβλιοθήκη του. Οἱ Ἀδελφοί Καραμαζώφ, τοῦ Dostoyevski, ὁ Πατήρ Σέργιος, τοῦ Tolstoy, ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Σεργίου, τοῦ Μπόρις Ζάϊτσεφ (πού ἦταν ὁ παπποῦς τοῦ φίλου μου Μιχάλη Ζολόγκουμπ. Πῶς πλέκονται παράξενα οἱ δρόμοι! Ὁ Θεός ὑφαίνει, αὐτό τό λίγο, πού Τοῦ ἐπιτρέπουμε νά δράση...). 
Ὁ πατέρας μου σιωποῦσε. Ζοῦσε τήν οἰκογένειακή ζωή καί σιωποῦσε. Ἡ ἀδελφή του ζοῦσε μόνη της στό χωριό καί σιωποῦσε. Ὡστόσο, ὅλα τά πράγματα, πού ἦταν γύρω της, ἰδιαίτερα τά φυτά, ἦταν ζωντανά, Βέβαια, ἦταν ἄθεη, σάν τόν πατέρα της. Ὅμως, βρῆκα μέσα στό συρτάρι, στό ὁποῖο ἔβαζε τά πιό ἀγαπημένα της πράγματα, ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Εὐαγγελίου κατά Ἰωάννη. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου, τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Αὑτό ἦταν τό μυστικό τους»(CO, 22).
«Ὁ Θεός γινόταν τό μεγάλο μυστικό τῆς ἐποχῆς μας. Δέν μοῦ μίλησαν ποτέ γι᾽ Αὐτόν. Καί ἀκόμα λιγότερο γιά τό Χριστό. Ὅταν κάποτε ἔκανα στόν πατέρα μου τίς ἀποφασιστικές ἐρωτήσεις: 
—Γιατί πεθαίνουμε;, μοῦ ἀπάντησε —θυμᾶμαι βρισκόμουνα στά ἑπτά ἤ στά ὀκτώ μου χρόνια: 
–Ὅταν πεθαίνουν, δέν ὑπάρχει, παρά τό μηδέν. Ὅμως, παρόλο αὐτό, πρέπει νά προσπαθοῦμε νά εἴμασθε καλοί, νά εἴμασθε δίκαιοι. 
—Καί οἱ ἄλλοι τί κάνουν;
—Ξέρεις, πώς οἱ ἄνθρωποι δέν ὑπακούουν, παρά μονάχα στό συμφέρον τους. Ὅμως, πρέπει, παρόλο αὐτό... 
Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἀπαντοῦσε σέ τέτοιες ἐρωτήσεις ἔδειχνε παράξενος. Ἡ ἰδεολογία τῶν πρότυπων σχολῶν τῆς ἀρχῆς τοῦ αἰῶνα μας χρωματισμένη μέ λίγο σοσιαλισμό, πού εἶχε καταντήσει θλιμμένος, σχηματοποιόταν ἀπ᾽ αὐτόν αὐθόρμητα. Γιά τό θεμελιακό θέμα, τό ὁποῖο ἐρευνοῦσε μέσα στή βιογραφία τοῦ ἁγίου Σεργίου, δέν εἶχε λεξιλόγιο νά μιλήση. Μιά μόνη λέξι σφράγιζε τήν τυποποιημένη φιλοσοφία του: τό μηδέν»(CO, 24). 
«Ἕνα εὐαγγελικό ἐπεισόδιο, σάν τή θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας, φαίνεται γεγονός κραυγαλέας ἀληθείας, ἕνα πρᾶγμα, πού δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφευρεθῆ»(CO, 97). 
Ὁ Νikolaï Lossky «ἔφερνε [σάν παιδί] σέ ἀμηχανία τόν πνευματικό του στό θέμα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, ρωτώντας τον ἄν ὁ Θεός ἦταν ἱκανός νά πλάση μιά πέτρα, τήν ὁποία νά μήν μπορῆ νά τή σηκώση! “Σήμερα, μοῦ ἔλεγε, ξέρω τήν ἀπάντησι: αὐτή ἡ πέτρα εἶναι ὁ ἄνθρωπος”»(CO, 135). Σήμερα ξέρουμε ὅτι ὅλες αὐτές οἱ μυστικές διαδρομές τοῦ Θεοῦ μεταποίησαν τήν ψυχή τοῦ Clément σέ Ὀρθόδοξη.
Γράφει καί ὁ Ι. Παπαδόπουλος: «Ὁ Olivier Clément δέν γνώρισε τό πνευματικό comfort καί τή μακάρια σιγουριά ὅσων γεννηθήκαμε στή “χριστιανική” Ἑλλάδα, βαπτισθήκαμε, μεγαλώσαμε σε “χριστιανικό” περιβάλλον καί... ἐγκατασταθήκαμε στήν εὐδαίμονα ὀρθοδοξία μας! Οἱ γονεῖς του, δάσκαλοι, ἦταν ἄθεοι. Δέν εἶχαν καμμία σχέσι μέ τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ Olivier Clément δέν ἔγινε χριστιανός, δέν βαπτίσθηκε. Στή νότιο Γαλλία ὅπου γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1921, ἡ κοινωνία τότε παρουσίαζε μιά ἰδιότυπη σύνθεσι: οἱ καθολικοί, οἱ προτεστάντες καί οἱ.... σοσιαλιστές-“ἄθεοι”! Ὁ Olivier Clément πέρασε ὅλη τήν παιδική του ἡλικία χωρίς κανείς νά τοῦ μιλήση ποτέ γιά τό Θεό. “Δέν εἶχα μπῆ ποτέ μέσα σέ μιά Ἐκκλησία, οὔτε κἄν μοῦ πέρασε ἀπ’ τό μυαλό”.
 Ἔρχεται, ὅμως, ἡ ἐφηβεία, οἱ σπουδές στόν ἱστορικό κλάδο, τά μεγάλα ἐρωτήματα γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, τό θάνατο, τό μηδέν, τήν ἀναζήτησι τοῦ θεμελιώδους... Μιά ὁλόκληρη δεκαπενταετία πυρετώδους ἀναζήτησεως καί πνευματικῆς περιπέτειας: ἀπ’ τό φλέρτ μέ τό μαρξισμό καί τό κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι τίς θρησκεῖες τῆς Ἀσίας, τό βουδδισμό καί κυρίως τόν ἰνδουϊσμό. Τήν περιπετειώδη αὐτή ἀναζήτησι τήν αἰσθάνεται κανείς ὁλοζώντανη διαβάζοντας τό βιβλίο του: Ὀ Ἄλλος Ἥλιος, Πνευματική Αὐτοβιογραφία (L’ Autre Soleil: Autobiographie Spirituelle, Ed. Stock, Παρίσι 1975).
Διαβάσματα, συναντήσεις ἀνθρώπων, ὅπως συμβαίνει συχνά, μποροῦν νά παίξουν ἀποφασιστικό ρόλο: “Ὁ πρῶτος πού μέ ἔκανε νά καταλάβω ὅτι μπορεῖ κανείς νά εἶναι χριστιανός, ὁ πρῶτος πού πραγματικά ἔκανε νά γείρη μέσα μου ἡ ζυγαριά ἀπ’ τήν Ἰνδία στό Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ Nikolai Berdyayev”. Τόν ὁποῖο, ὅμως, ποτέ δέν συνάντησε ἀφοῦ ἐκεῖνος πέθανε τό 1948, ὅταν ὁ Olivier Clément ἐγκαταστάθηκε στό Παρίσι. Στή διάρκεια τοῦ πολέμου εἶχε βρῆ σέ φιλική βιβλιοθήκη τό βιβλίο τοῦ Berdyayev Πνεῦμα καί Ελευθερία καί τό διάβασε “μονορούφι” σέ μιά μέρα καί μιά νύκτα. Στρέφεται ἔκτοτε πρός τούς χριστιανούς, ἀλλά ἔπρεπε νά νικήση τήν ἐνστικτώδη ἀπέχθεια τἠν ὁποία αἰσθανόταν γι’ αὐτούς καί πού εἶχε τίς ρίζες της στήν παιδική του ἡλικία. “Τόν καθολικισμό μοῦ τόν εἶχαν παρουσιάσει σάν τεράστια καί καταχθόνια ἐξουσία ἐπί τῆς γῆς, καταπιεστική καί εὐνουχιστική. Τό δέ προτεσταντισμό, σάν ἕνα στάδιο, ξεπερασμένο πιά, πρός τή λαϊκή κοινωνία, τό σοσιαλισμό”.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ στροφή πρός τούς χριστιανούς, καθολικούς καί προτεστάντες, δέν εὐοδωνόταν. “Πρέπει νά πῶ μέ ὅλη τή δύναμι ὅτι ἐκεῖνο πού μέ ἐμπόδισε νά γίνω χριστιανός τότε ἦταν ἡ ἀπουσία —ἔτσι μοῦ φάνηκε τουλάχιστον— μιᾶς ἀληθινῆς θεολογίας τῆς ἐλευθερίας καί μιᾶς ἀληθινῆς θεολογίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος”. Τό βασικό βιβλίο τοῦ Vladimir Lossky Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἶχε γίνει καίριο ἀνάγνωσμά του καί συνακόλουθα οἱ Πατέρες στούς ὁποίους αὐτό παρέπεμπε (Ἁγ. Εἰρηναῖος, Διονύσιος ὁ Ἀεροπαγίτης, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Νικόλαος Καβάσιλας κ.ἄ.). “Ἔψαξα νά τόν συναντήσω... τόν ἀκολούθησα. Αὐτός μοῦ ἔμαθε τή θεολογία.... Ὁ Vladimir Lossky ἦταν ριζωμένος στήν Ἐκκλησία ὅπως ἕνα δένδρο εἶναι ριζωμένο στήν τροφό γῆ. Ἀπ’ αὐτόν, τούς δικούς του καί ἀπό ὅλη τή ζωή τῆς μικρῆς ἐνορίας τῆς ὁποίας ἦταν μέλος, ἀνακάλυψα τήν Ἐκκλησία, ὄχι σάν μιά ἠθική, μιά ἰδεολογία, μιά ἐπίδρασι κοινωνική καί πολιτική, ἀλλά τή λειτουργική, εὐχαριστιακή ἐκείνη γόνιμη γῆ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος τρέφεται καί μεταμορφώνεται”.
Μαθητεύει κοντά στό Vladimir Lossky, συναντᾶται μέ τόν π. Σωφρόνιο καί σέ λίγο μέ τόν P. Evdokimov μέ τόν ὁποῖο θά συνδεθῆ μέ μιά δυνατή καί μακρά φιλία... 
Ἔτσι ὡρίμασε ἡ ἀπόφασι γιά τό ἀποφασιστικό βῆμα: “Δέχθηκα τό βάπτισμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἤμουν τριάντα ἐτῶν. Ἦταν μιά ἐπιλογή διαυγής καί σοβαρή. Μιά συνειδητή ἐπιλογή, ἄν θέλετε, παρότι χρειάζεται ὅλη ἡ ζωή, ὅλος ὁ θάνατος γιά νά συνειδητοποιήση κανείς τή χάρι τοῦ Βαπτίσματος, γιά νά πεθάνη καί νά ξαναγεννηθῆ ἐν Χριστῷ”»(στό: ΚΚ, 8).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>








Γαλλία: Η μεταστροφή του ιατρού Κωνσταντίνου Σακελλαρίου από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία 

Ὁ ἰατρός Κων/νος Σακελλαρίου (1856-1916), γυιός Ἱερέως, σπούδασε ἰατρική στή Γαλλία ὅπου καί ἔχασε τήν πίστι του. «Πολλές φορές κρατώντας τό περίστροφο στό χέρι, τό ἀκουμποῦσε στό στῆθος του ἤ στόν κρόταφο, ἀλλά τό περίστροφο δέν ἐκπυρσοκροτοῦσε —σάν νά μήν ἤθελε νά ὑπακούση. Ἔστρεφε τότε πρός τά ἔξω τό πιστόλι του καί τότε ἐκπυρσοκροτοῦσε. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι, ἄν καί δέν ἦταν σέ θέσι νά ἐννοήση ὅτι αὐτό ἦταν ἐπέμβασι τῆς θείας Προνοίας. Θυμήθηκε, ὅμως, ἀμυδρά τή σεβάσμια μορφή τοῦ πατέρα του.
Καί σέ ἄλλη περίπτωσι ὁ νεαρός γιατρός ἀποφάσισε νά θέση τέρμα στή ζωή του. Εἶχε πάει στό Παρίσι καί ἦταν καλοκαίρι. Ἔμενε σέ ξενοδοχεῖο. Τό βράδυ ἀνέβηκε νά κοιμηθῆ στήν ταράτσα καί, μάλιστα, πάνω στό πεζούλι, μέ τήν ἀπόφασι νά πέση κάτω κατά τόν ὕπνο του καί νά γκρεμισθῆ στό δρόμο χωρίς νά τό καταλάβη. Ἀλλά καί ἐδῶ οἱ ἐλπίδες του διαψεύσθηκαν. Τή νύκτα ἔπεφτε ἀπό τό μέσα μέρος καί ποτέ πρός τά ἔξω, ὅσες φορές κι ἄν ἐπεχείρησε. Κάτι παρόμοιο δοκίμασε καί στήν ὄχθη τοῦ Σηκουάνα, ἀλλά κι ἐδῶ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι»(ΗΜ, 14). Βλέπουμε στά περιστατικά αὐτά τή φανερή ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ στό μετέπειτα πιστό παιδί του.

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


Ym.

<>








Η μεταστροφή ενός αθέου θείου του λαϊκού ιεροκήρυκα Δημήτριου Παναγόπουλου (+1982)


Αναφέρει ο λαϊκός ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος (+1982):

Είχα έναν άθεο θείο, που με έλεγε: 
- Γιατί δεν κατέβηκε ο Χριστός από Τον Σταυρό; Άμα ήταν Θεός, θα μπορούσε να ξεφύγει. Τον πιάσανε, τον «κατεργάρη» και Τον Σταυρώσανε οι Εβραίοι! Δεν μπορούσε να ξεφύγει! Τον εαυτόν Του δεν μπορούσε να βοηθήσει... 
- Τότε, πως ξέφυγε ο Χριστός, όταν κάποτε θέλησαν να Τον ρίξουν στον γκρεμό; τον ρώτησα. Ξέφυγε ανάμεσά τους. Πώς έγινε αυτό; 
- Πού το αναφέρει αυτό; με ρώτησε. 
Άνοιξα το Ευαγγέλιο και του έδειξα το χωρίο: 
«Και αναστάντες εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως και ήγαγον αυτόν έως οφρύος του όρους, εφ’ ου η πόλις αυτών ωκοδόμητο, εις το κατακρημνίσαι αυτόν. Αυτός δε διελθών δια μέσου αυτών επορεύετο» (Λουκάς 4,29-30). 
Είναι πολλών γνώμη αυτή, ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, Τον στρύμωξαν οι Εβραίοι και Τον Σταύρωσαν. 
Όχι, δεν είναι έτσι! Ο Χριστός από αγάπη προς τον άνθρωπο, ήρθε προς το εκούσιο πάθος και Σταυρώθηκε. Αυτό να το βάλουμε μέσα στο μυαλό μας και να Του χρωστάμε πολύ ευγνωμοσύνη και υποχρέωση. 
Στη συνέχεια τον ρώτησα:
- Θείε, ο Χριστός πέθανε, ή τον πεθάνανε;
- Τον πεθάνανε!
- Καθόλου δεν τον πεθάνανε! Απέθανε! Πέθανε την ώρα που ήθελε Αυτός! Και ήρθε στο εκούσιο πάθος στο θεληματικό αγάπη προς τον άνθρωπο. Αλλά ο άνθρωπος αγνώμων, δεν θέλει να το εκτιμήσει αυτό το πράγμα.
Και του διάβασα ενθυμούμαι τότε –ήταν άρρωστος στο σανατόριο– αυτό που λέγει η Εκκλησία μας τη Μεγάλη Παρασκευή, πως πέθανε ο Χριστός. 
Και του είπα εκείνη τη στιγμή του θανάτου του Χριστού: 
- Γράφει η Γραφή, ότι ο Χριστός «κλίνας την κεφαλήν, παρέδωκεν το πνεύμα» (Ιωάν. 19,30). 
Εσύ πως θα πεθάνεις και εγώ αύριο θείε; Πες μου πως; Θα αφήσουμε το πνεύμα και κλίνουμε την κεφαλή, θα κατεβάσουμε τα ρολά... 
Και δεν πρόκειται να τα ξανά ανοίξεις... 
Αυτός όμως κλίνας της κεφαλήν, παρέδωκεν το πνεύμα. Πέθανε την ώρα που ήθελε...
Με κοιτούσε και συλλογίζετο...
Εν πάση περιπτώσει, έπειτα από 3 χρόνια πίστεψε αυτός και τολμώ να πω ότι σώθηκε την τελευταία στιγμή...

Facebook: Ηλίας Καλλιώρας


<>










Η μεταστροφή μίας πόρνης της Αθήνας από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή με την βοήθεια της πρώην οδηγού TAXI Μοναχής Πορφυρίας (+2015)


Η μοναχή Πορφυρία (+2015), η επί δεκαετίας 1997-2007 οδηγός TAXI  σε Αθήνα και Πειραιά μας αναφέρει:

«Ἡ βάρδια μου εἶναι νυκτερινή, ἡ ὥρα ἕντεκα τό βράδυ. Ἀνέβαινα τήν ὁδό Πειραιῶς, πρός Ὀμόνοια. Μέσα στό ταξί, ὡς συνήθως, μιλοῦσα μέ τόν γλυκύ μου Ἰησοῦ. Αὐθόρμητα εἶπα μέσα μου στό Χριστό μου: Τόν πρῶτο ἄνθρωπο πού θά μοῦ κάνη σινιάλο νά σταματήσω, θά τόν πάω χωρίς χρήματα, ἀρκεῖ νά τόν φέρω κοντά Σου. Δέν μέ σταμάτησε κανείς, μέχρι πού ἔφθασα Πειραιῶς καί Μενάνδρου. Ἐκεῖ στή γωνία στεκόταν μιά κοπέλλα. Σταμάτησα καί τήν κοιτοῦσα. Περίμενε πελάτη, γιά τό μεροκάματο. Χωρίς νά τό καλοσκεφθῶ, κατέβηκα καί πῆγα κοντά της.

—Καλησπέρα!

—Καλησπέρα!, μοῦ ἀπάντησε.

—Ξέρεις, αὐτή τήν ὥρα, αἰσθάνομαι πολύ πόνο στήν ψυχή μου καί θέλω μέ κάποιον νά τόν μοιρασθῶ.

Μέ κοιτοῦσε παραξενεμένη καί μοῦ λέει:

—Καλά, καί βρῆκες ἐμένα νά μιλήσης;

—Ναί! Ἡ καρδιά μου μοῦ λέει πώς ἐσύ θά μέ καταλάβης.

—Ξέρεις τί δουλειά κάνω ἐγώ;

—Τό βλέπω.

—Καί θέλεις νά μιλήσης μαζί μου;

—Ναί! Θέλω νά μιλήσω μαζί σου. Εἶσαι νά χάσουμε σήμερα καί οἱ δύο τό μεροκάματο; Ἴσως νά μπορέσης νά μέ βοηθήσης καί νά σωθῶ.

—Πᾶμε, μοῦ λέει διστακτικά.

—OΚ, φύγαμε!

Ἔρριξε μιά ματιά γύρω της καί μπῆκε γρήγορα στό ταξί.

Χαρούμενη ἐγώ, ἀλλά καί προβληματισμένη· τί θά τῆς ἔλεγα; Θεέ μου! ἔλα κάτω καί βοήθησέ με, τί νά κάνω τώρα; Τί νά τῆς πῶ; Ἀφοῦ συστηθήκαμε, τῆς λέω:

—Δύσκολα τά ἐπαγγέλματα πού διαλέξαμε νά κάνουμε, ἔ;

Καί ἔτσι ἀρχίζει μιά πολύ ὡραία συζήτησι.

Στήν ἀρχή γύρω ἀπ’ τό ταξί καί τίς δυσκολίες του. Καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά μπαίνω στή δική της ζωή. Ὡστόσο, φθάσαμε στό Καβούρι. Τῆς εἶπα:

—Θά κατέβουμε ἐδῶ νά πιοῦμε καφέ καί νά συνεχίσουμε τήν κουβέντα μας.

Ἐκείνη τότε μοῦ εἶπε κάτι πού μέ συγκίνησε:

—Δέν ντρέπεσαι νά πᾶμε μαζί μέσα;

Ὅπως καταλαβαίνετε, τό ντύσιμό της ἦταν διαφορετικό ἀπ’ τό δικό μου, ἀλλά καί ἡ ὅλη της ἐμφάνισι. Τῆς εἶπα:

—Ὄχι! Δέν ντρέπομαι! Νά ντρέπωνται αὐτοί πού σέ ἔφεραν σ’ αὐτή τήν κατάστασι! Γιά μένα εἶσαι ἕνα γλυκό καί τρυφερό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.

Μπήκαμε μέσα· τά βλέμματα ὅλων πέσανε ἐπάνω μας. Ὅμως, αὐτό δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου, οὔτε οἱ μελανιές τίς ὁποῖες εἶχε στά πόδια της μέ ἔκαναν νά ντραπῶ καί νά ἀρχίσω νά τρέχω. Γιά μένα ἐκείνη ἡ ὥρα ἦταν ἱερή. Ἔπρεπε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά ἀναστήσω πάσῃ θυσία αὐτό τό κορίτσι.

Ὅπως κι ἄλλες φορές, αἰσθανόμουν πώς δέν μιλάω ἐγώ, ἀλλά κάποιος ἄλλος μέσα ἀπό ἐμένα· τό ἴδιο συνέβη καί σ’ αὐτή τήν περίπτωσι· κάποιος ἄλλος μέ ὠθοῦσε νά βοηθήσω αὐτή τήν κοπέλλα. Μοῦ διηγήθηκε ὅλη τή ζωή της ἀπ’ τά παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Καί, ἐπίσης, πῶς ἔφθασε νά κάνη αὐτό τό ἐπάγγελμα.

Ἕνα ἐπάγγελμα ὀδυνηρό, ὄχι ἁπλᾶ δύσκολο. Αὐτό τό ἐπάγγελμα σοῦ καταρρακώνει τήν προσωπικότητα, τήν ἀξιοπρέπεια, ξεχνᾶς ἄν εἶσαι ἄνθρωπος, ξεχνᾶς τά θέλω σου, ζῆς καί λειτουργεῖς μέ τά θέλω τῶν ἄλλων. Ἐσύ δέν ὑπάρχεις πουθενά, γιατί, ἐκτός ἀπ’ τή σάρκα σου, γι’ αὐτούς δέν ἔχεις τίποτε ἄλλο. Γι’ αὐτό καί εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ὑπακοῦς στίς διαταγές τους. Δηλαδή, βρίσκεσαι στήν ὑπακοή τοῦ Διαβόλου καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Τή δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἐπαγγέλματος τήν ἄκουσα γιά πρώτη φορά αὐτή τή βραδιά. Πιστέψτε με, ρομφαία τρύπησε τήν καρδιά μου! Ἡ ἐξομολόγησι αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ μέ πόνεσε τόσο πολύ, πού ἀνάλογο πόνο δέν θυμᾶμαι νά ἔχω νοιώσει στή ζωή μου!

Τότε ἄρχισα νά τῆς μιλῶ γιά τό Θεό καί γιά τή μεγάλη εὐτυχία τήν ὁποία μᾶς χαρίζει, ὅταν εἴμασθε κοντά Του· τῆς μίλησα γιά τήν Παναγία μας καί τό πόσο γλυκειά, τρυφερή καί προστατευτική εἶναι γιά τά παιδιά Της. Τῆς μίλησα γιά τά θαύματα τῶν Ἁγίων μας, γιά τό Γέροντα Πορφύριο, γιά τά θαύματα τά ὁποῖα ἔζησα μέσα στό ταξί, μά καί πολλοί ἄνθρωποι μαζί μου. Τῆς μίλησα γιά τή δύναμι τῆς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας καί γιά πάρα πολλά θέματα γύρω ἀπ’ τό Θεό καί τήν πίστι. Προσπαθοῦσα νά τήν πείσω νά ἀλλάξη τή ζωή τήν ὁποία ἔκανε, ἀφήνοντας τά δάκρυά μου νά τρέχουν συνέχεια, ἀσταμάτητα, κρατώντας της τρυφερά τά χέρια.

Ὅταν πιά, κουρασμένη ἀπ’ τό κλάμα μου, τῆς εἶπα: “Ὥρα εἶναι νά πηγαίνουμε”, πλήρωσα καί σηκωθήκαμε νά φύγουμε.

Ὅταν φθάσαμε στό ταξί, μέ περίμενε ἡ μεγάλη ἔκπληξι. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ λέει:

—Μ’ ἀφήνεις νά σέ ἀγκαλιάσω;

—Καί, βέβαια, νά μέ ἀγκαλιάσης, τῆς εἶπα μέ πολύ χαρά.

Μέ ἀγκάλιασε καί τότε ξέσπασε σέ λυγμούς. Μέσα ἀπ’ τούς λυγμούς της μοῦ ἔλεγε:

—Βοήθησέ με, βοήθησέ με, ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε, βοήθησέ με νά ἀλλάξω τή ζωή μου, κουράσθηκα νά κάνω αὐτή τή δουλειά! Εἶμαι πολύ νέα, ὅπως λές κι ἐσύ, ἄν καί νιώθω ἑκατό χρονῶν. Βοήθησε νά κάνω μιά καινούργια ἀρχή, νά κάνω οἰκογένεια, νά κάνω παιδιά. Ἔχεις δίκηο, μπορῶ νά ξαναρχίσω ἀπ’ τήν ἀρχή. Ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε. Σέ παρακαλῶ, πήγαινέ με στό δικό σου Θεό καί, σέ παρακαλῶ, πές Του νά μοῦ δώση καί μένα ὅ,τι ἔδωσε σέ σένα. Νά γίνω κι ἐγώ εὐτυχισμένη καί χαρούμενη ὅσο καί ἐσύ.

Τῆς ὑποσχέθηκα πώς θά τή βοηθήσω. Τή φιλοξένησα ἐπί ἕνα μῆνα σπίτι μου. Ἕνας μῆνας μαρτυρικός καί ἐπικίνδυνος γιά μένα. Γιατί, ὅπως γνωρίζετε, αὐτές οἱ κοπέλλες ἔχουν καί κάποιον πού τίς “προστατεύει”. Κινδύνευσε ἡ ζωή μου μερικές φορές. Ὅμως, ἤμουν σίγουρη πώς ὁ Θεός δέν θά ἐπέτρεπε νά μοῦ συμβῆ κανένα κακό· ἀντιθέτως θά μέ βοηθοῦσε νά σώσω αὐτό τό κορίτσι· γιατί Ἐκεῖνος μέ ἔστειλε στό δρόμο της.

Ἔτσι κι ἔγινε· ἀπό ἐκείνη τή νύκτα ἡ ζωή της ὁλοκληρωτικά ἄλλαξε. Σήμερα εἶναι παντρεμένη, εὐτυχισμένη καί κοντά στό Θεό, ἔχει καί δύο παιδάκια.
Ἐκείνη ἡ νύκτα ἦταν εὐλογημένη, ἦταν θεϊκή!».

Ἀπό το βιβλίο:

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό
ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ἀθήνα 2011

<>





Η μεταστροφή του καθηγητή Ιστορίας Θεόδωρου Μανούσου από τον αθεϊσμό στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

«Συγκινητικότατες καί δραματικές ὑπῆρξαν οἱ τελευταῖες στιγμές τοῦ παλιοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας Θεοδώρου Μανούσου, ὁ ὁποῖος ἐκσφενδόνισε πολλές φορές πολλές κατηγορίες κατά τοῦ χριστιανισμοῦ, καί καταπολέμησε πολλές ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου ὑπό τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλά ὅταν ἦλθε ἡ φοβερή ἐκείνη στιγμή τοῦ θανάτου, μέ συντετριμμένη καρδιά μεταμελήθηκε, καί μέ ἀξιοθαύμαστη χριστιανική εὐτολμία, ὁμολόγησε, ὅτι πλανήθηκε. Ἐσπευσμένα δέ καί χωρίς στιγμιαία ἀναβολή, ζήτησε ἱερέα καί μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ζοῦν ἤδη αὐτόπτες καί ὅσοι θέλουν μποροῦν νά πληροφορηθοῦν»(ΙΜ, 26).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Από το Μαρτύριο του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρα Μιχαήλ του Μπερντιάνσκ Ουκρανίας (+1940)

Οι ἀνακριτές βασάνιζαν ἀνελέητα τόν Ἅγ. Νεομάρτυρα τοῦ Μπερντιάνσκ π. Μιχαήλ (+1940), ζητώντας του νά ὁμολογήσει ἀντισοβιετική δραστηριότητα. Ἐκεῖνος ἀρνιόταν σταθερά. Ἔχοντας ἀφήσει ὁλοκληρωτικά τόν ἐαυτό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἀνακρίσεων προσευχόταν καί κάθε τόσο ἔκανε εὐλαβικά τόν σταυρό του. Κάποια στιγμή, ἕνας ἀνακριτής, βλέποντάς τον, ἐξαγριώθηκε. Κουνώντας ἀπειλητικά τό περίστροφό του μπροστά στό πρόσωπο τοῦ π. Μιχαήλ, τόν πρόσταξε:
—Πάψε νά σταυροκοπιέσαι!
Ἐκείνος ἀποκρίθηκε ἀτάραχα:
—Ἐσεῖς ἔχετε τό δικό σας ὅπλο, κι ἐγώ τό δικό μου...
Στό στρατόπεδο ἦταν κλεισμένοι ὄχι μόνο πολιτικοί κρατούμενοι ἀλλά καί ποινικοί, ὅλοι τους βαρυποινίτες ἐγκληματίες. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, λοιπόν, θέλησε κάποτε νά διασκεδάση, βασανίζοντας τόν π. Μιχαήλ. Βρίσκοντας μιά εὐκαιρία, ἄρπαξε τόν ἄρρωστο ἱερέα, τόν ἀκινητοποίησε καί τοῦ ξερίζωσε σαδιστικά μία-μία τις τρίχες ὄχι μόνο ἀπό τά μαλλιά καί τά γένια, ἀλλά ἀκόμα καί ἀπ᾽ τά φρύδια καί τις βλεφαρίδες τῶν ματιῶν. 
Λίγο ἀργότερα ἕνας ἐπόπτης, βλέποντας μέ ἔκπληξι τόν π. Μιχαήλ παραμορφωμένο, τοῦ ζήτησε ἐπίμονα νά ἀποκαλύψη τό ὄνομα τοῦ δράστη. Ἐκείνος ἀρνήθηκε, μή θέλοντας τήν τιμωρία τοῦ βασανιστή του. Ἡ μεγαλοψυχία καί ἡ ἀνεξικακία του συγκλόνισαν τόν κακοποιό, πού μετανοημένος ἔτρεξε κοντά στό θύμα του και, πέφτοντας στά γόνατα, τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη.


<>







Η μεταστροφή του Γάλλου Ρενέ Ενί από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία 

Ὁ Γάλλος πρώην ὑπαρξιστής Ρενέ Ἐνί ἀφηγεῖται: «Τό πρῶτο μου βιβλίο μέ τίτλο Ἡ Δόξα τοῦ Ἀλήτη βρῆκε μεγάλη ἀπήχησι στή Γαλλία καί ὑποστηρίχθηκε πολύ ἀπό τήν ὁμάδα τοῦ J. P. Sartre καί τῆς Simone de Βeauvoir. Ἀλλά τό ἴδιο ἔργο εἶναι μιά ἀποτυχία τῆς ὑπαρξιακῆς ἐμπειρίας γιατί ὁ ἀλήτης στό τέλος τινάζει μέ μιά σφαῖρα τά μυαλά του στόν ἀέρα. Στό ἔργο μου Εὐγένεια Κοπρώνυμος περιγράφω τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν χωρίς πίστι. Τούς ἀνθρώπους πού τελικά παγιδεύονται στά ἀδιέξοδά τους καί στίς παραπλανήσεις τῆς ψεύτικης ἐλευθερίας τους. Τό ἔργο αὐτό εἶναι θεατρικό, τό ᾽γραψα τό 1960 στήν Ἑλλάδα καί δημοσιεύθηκε τό 1970. Παίχθηκε στή Γαλλία, Ἰαπωνία, Αὐστρία καί Γερμανία. Ἐκεῖ περιγράφω τόν Πάπα πού ξέχασε νά κάνη ἀκόμα καί τό σταυρό του. Μιά κοπελλίτσα ἔρχεται ἀπό μακρινή χώρα, ψάχνει καί ἀναζητᾶ τήν πίστι, φθάνει στόν Πάπα καί τόν ρωτᾶ νά τῆς πῆ πώς γίνεται τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μά ἐκεῖνος τό ᾽χει ξεχάσει. ῾Ο Πάπας θά πῆ στήν κοπέλλα: “Οὔφ! Αὐτά εἶναι παλιά πράγματα. Εἶναι λεπτομέρειες τοῦ Χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ πού ἔχουν ξεπερασθῆ πιά ἀπό τό νέο μας ὑπαρξιακό οὐμανισμό”. Τελικά ἠ κοπέλλα ψάχνοντας θά ἀνακαλύψη μόνη της τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, θά μάθη τό Πάτερ ἡμῶν πού στή συνέχεια τά διδάσκει καί στόν Πάπα.
Ὁ Πάπας στή συνέχεια πεθαίνει καί διαλύεται σάν τό σκουλήκι. Ἀπό ἐκεῖ, ἀκριβῶς, πῆρε καί τό ἔργο τό ὄνομα “κοπρώνυμος”. Εἶναι ἡ κοινωνία πού ζῆ μέσα στήν κοπριά της. Ἡ Εὐγένεια Κοπρώνυμος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν περήφανο καί μεθυσμένο Δυτικό Πολιτισμό τόν ὁποῖο ἡ τέχνη του ξεπερνᾶ ἀδιάκοπα αὐτή τήν κοπριά στήν ὁποία τελικά ὁ πολιτισμός αὐτός πνίγεται καί χάνεται. Εἶναι μιά κοπριά ἠθική, ἀλλά φυσική. Στό ἔργο, λοιπόν, αὐτό ὅλοι στό τέλος πεθαίνουν καί ἐξαφανίζονται, ἐκτός ἀπό τή μικρή κοπέλλα πού παίρνει τό δρόμο γιά νά βρεθῆ στή “χώρα τοῦ λαοῦ” ὅπως τήν ὀνομάζω.
Τό ἔργο εἶχε μεγάλη ἀπήχηση. Ἡ Simone de Βeauvoir ἔκανε μιά ἐκτενῆ κριτική, ἐνῶ ἡ intelligentsia τῆς Δύσεως νόμισε πώς «ἡ χώρα τοῦ λαοῦ» δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τήν Κίνα τοῦ Mao. Ἐγώ τότε δέν ἤμουν ὀρθόδοξος ἀλλά ὅταν ἔγραφα τό ἔργο εἶχα ὑπόψιν μου τούς λαούς τῶν ὀρθοδόξων χωρῶν πού δέν ἀποτελοῦν μάζες.
Ἐρώτησι: Πῶς βλέπετε σήμερα σάν ὀρθόδοξος, τίς ὀντολογικές ἀπόψεις καί τίς ἰδέες τοῦ Sartre;
Ἀπάντησι: Ἁπλούστατα σάν ἰδέες. Ξέρετε δέν μπορῶ μεμονωμένα νά ἀναλύσω τίς ἰδέες τοῦ Sartre. Ὁ Sartre εἶναι ἐνα μέρος πολλῶν πραγμάτων. ῞Ενα μέρος ἐνός σωροῦ ἀπό σκουπίδια πού μουχλιάζει, ἀφρίζει καί διαλύεται μέσα στόν σκουπιδοντενεκέ. Ἡ δημοσιογραφική ὁρολογία τῆς Δύσεως μέ κατατάσσει καί θά μέ κατατάσση ἴσως γιά πάντα, στούς ἀριστερούς συγγραφεῖς. ῎Ισως καί τώρα πού ἔγινα Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἀλλά γιά μένα ὄλα αὐτά δέν εἶναι παρά ἰδέες, μούχλα, ἀφρός ἐνός σωροῦ ἀπό σκουπίδια πού διαλύεται. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἀνελευθερίας»(ΤΜ, 84).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Ένας άθεος ομοφυλόφιλος βαπτίζεται Ορθόδοξος επιλέγοντας την Ορθόδοξη ζωή κοντά στην Θεία Εξομολόγηση

— Καλησπέρα, αδελφέ! Ευχαριστούμε που δέχτηκες να μιλήσεις στο Ομοφυλοφιλία.gr. Πες μας λίγα λόγια για σένα.

— Χαίρετε! Eίμαι ο Δημήτρης και είμαι φοιτητής, 22 χρονών, σε μια επαρχιακή πόλη. Γεννήθηκα σε μια άθεη οικογένεια. Οι γονείς μου δεν με είχαν βαπτίσει μικρό, γιατί θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να το επιλεγεί μόνος του. Βαπτίστηκα μετά από μελέτη και επιλογή μου στα 16 και από τότε άλλαξε η ζωή μου. Εδώ και 10 σχεδόν χρόνια, βιώνω ομόφυλες έλξεις.

— Πρέπει να είναι όμορφη εμπειρία να βαπτιστείς μεγάλος. Σίγουρα ένιωσες πολύ διαφορετικά.

— Ναι, ήταν μια μοναδική εμπειρία. Βίωσα τη μετάβαση από την πρώτη κατάσταση, όπου ήμουν ξένος με το Θεό, στο μετά, όπου ο Χριστός ζει μέσα μου.

— Οι ομόφυλες έλξεις όμως προϋπήρχαν.

— Ναι. Εμφανίστηκαν στην 1η Γυμνασίου, δηλαδή από τότε άρχισα να έχω σεξουαλικές φαντασιώσεις με παιδιά από το φιλικό περιβάλλον. Πιο πριν θυμάμαι, στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό είχα κάποιες σεξουαλικές περιπτύξεις με αγόρια της ηλικίας μου. Δεν ξέρω αν αυτές ήταν η αιτία της γένεσης αυτού του πάθους μέσα μου, διότι τα άλλα παιδιά με τα οποία είχα επαφή σήμερα είναι straight. Απλά πιστεύω ότι συνέβαλαν κι αυτές.
Επίσης, πιθανότατα σχετίζεται και η ανατροφή μου κατά την παιδική ηλικία. Λόγου χάρη, δεν υπήρχε το ανδρικό πρότυπο· ο πατέρας μου έλειπε από το σπίτι πολλές φορές και για μεγάλο διάστημα. Τον περισσότερο χρόνο ήμουν με τη μαμά μου, η οποία αρκετές φορές, όταν έκανα κάτι καλό, π.χ. όταν καθάριζε, πήγαινα κι εγώ να τη βοηθήσω, έλεγε «αχ! το κοριτσάκι της μαμάς!». Γιατί πάντοτε ήθελε μία κόρη, αλλά δεν απέκτησε. Αυτό το έλεγε κάποιες φορές μέχρι και στο γυμνάσιο. Τελικά το «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» φαίνεται να ισχύει. Αλλά, εντάξει, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα βάλουμε με τους γονείς μας.

— Δημήτρη, πιστεύεις ότι οι ομόφυλες έλξεις είναι κάτι που το επιλέγουμε οι ίδιοι;

— Προφανώς και δεν μπορείς να επιλέξεις τις έλξεις σου, αν θα σου αρέσουν τα αγόρια ή τα κορίτσια. Αυτό που όντως επιλέγεις είναι ο τρόπος που θα διαχειριστείς τις έλξεις και γενικότερα ο τρόπος ζωής σου. Αυτό το πάθος είναι πάρα πολύ περίπλοκο. Δεν ξέρουμε ακριβώς πώς σχηματίζεται. Αλλά δεν αξίζει τόσο να ασχοληθούμε με τα αίτια, όσο με την αντιμετώπιση του.

— Εσύ γιατί επέλεξες να πολεμήσεις τις ομόφυλες έλξεις;

— Κοίταξε να δεις. Ο άνθρωπος, από τότε που εξέπεσε από την αγκαλιά του Θεού και απομακρύνθηκε από Αυτόν, είναι συνεχώς αντιμέτωπος με διάφορα πάθη. Ο Χριστός μάς καλεί να γίνουμε Άγιοι, για να ενωθούμε μαζί του και να ζήσουμε στην αιώνια αγαλλίαση, όπως ζούσε ο άνθρωπος στην αρχή. Επιλέγω, λοιπόν, αυτό τον τρόπο ζωής, την εν Χριστώ ζωή, επειδή είναι όμορφη, παρηγορητική, ελπιδοφόρα. Είναι σταυρική αλλά και αναστάσιμη. Καθώς παλιότερα ήμουν κλειστός χαρακτήρας και ευαίσθητος, αν δεν είχα γνωρίσει το Χριστό, δεν ξέρω πώς θα είχα εξελιχθεί. Μπορεί και να είχα αυτοκτονήσει.
Πιστεύω ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένα πάθος, όπως όλα τα πάθη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Πρέπει να αγωνιζόμαστε εναντίον των παθών μας, γιατί μας απομακρύνουν από το Φως, που είναι ο Χριστός.

— Ο πνευματικός σου πόσο σε έχει βοηθήσει σε αυτή την προσπάθεια;

— Εγώ έκανα το λάθος και δεν εξομολογήθηκα το πάθος μου στον πνευματικό μου από την αρχή, γιατί ντρεπόμουν. Άσε που δεν ήξερα και πολλά-πολλά τότε, γιατί ήμουν αρχάριος στην πίστη. Μετά, όσο περνούσαν τα χρόνια, δεν είχα καθόλου θάρρος να το πω, γιατί πίστευα ότι θα άλλαζε εντελώς γνώμη για μένα και ότι θα απογοητευόταν. Προσπαθούσα μόνος μου να αγωνίζομαι, αλλά ομολογώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πολύ εύκολα χάνεις τις ελπίδες σου.

— Είναι πράγματι πολύ δύσκολο. Πώς άντεξες;

— Κάποια στιγμή στα 19 μου —δεν ξέρω πώς, προφανώς επέδρασε η χάρη του Θεού—, αποφάσισα να το εξομολογηθώ σε έναν αγιορείτη ιερομόναχο. Εκείνη η μέρα ήταν τόσο ξεχωριστή! Πετούσα! Μου έφερε στη μνήμη την ημέρα της Βάπτισής μου. Μετά λέω, εντάξει! δε χρειάζεται τώρα να το πω και στον πνευματικό μου. Αλλά ήταν λάθος αυτή η σκέψη. Γιατί, όπως ένας αθλητής, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε να έχουμε έναν καλό προπονητή στη ζωή μας να μας παρακολουθεί και να μας οδηγεί.
Πριν από τρεις μήνες, μπήκα στην Κοινότητα του Ομοφυλοφιλία.gr και γνώρισα δυο εξαιρετικά παιδιά. Γνωριστήκαμε και από κοντά μάλιστα. Ε, λοιπόν, βοηθήθηκα πάρα πολύ από αυτό το γεγονός! Πήρα πολλή δύναμη, χαρά και θάρρος. Γιατί, όπως λέει και ο Άγιος Παΐσιος, «βοηθάει πολύ σε αυτές τις περιπτώσεις να έχει κανείς έναν καλό φίλο». Πόσο μάλλον, όταν ο φίλος είναι και συναγωνιστής. Έτσι, πριν από λίγο καιρό, πήγα στον πνευματικό μου και μίλησα για μένα. Αυτή η εξομολόγηση, μπορώ να πω ότι ήταν η πιο ειλικρινής και αληθινή από όλες τις άλλες φορές. Δεν ένιωθα καθόλου άγχος ή ντροπή. Ήταν σαν να μιλούσα με κάποιον φίλο μου για το πώς πέρασα το καλοκαίρι. Όσο για τα συναισθήματα μετά; Ας πω καλύτερα αυτό που λέει ένα χριστιανικό τραγούδι: «Η ευχή πώς ενεργεί, μη ζητάς να σου το πω· δεν μπορώ να εκφραστώ· είναι θείο μυστικό».

— Εξαιρετικό τραγούδι αυτό. Δημήτρη, δηλάδη, πιστεύεις ότι η Εκκλησία κάνει αρκετά για τους πιστούς της, που βιώνουν ομόφυλες έλξεις;

— Χμμ, όχι. Πιστεύω ότι η Διοικούσα Εκκλησία δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει τους ομοφυλόφιλους. Θα έπρεπε να εφαρμόσει μια ιδιαίτερη ποιμαντική, να μας δείξει στοργή και ταυτόχρονα να διδάξει την οδό της απαλλαγής από αυτό το πάθος. Είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα σήμερα η ομοφυλοφιλία και απασχολεί πολλούς και πολλές. Ταυτόχρονα, γίνεται μεγάλη και καλά σχεδιασμένη προπαγάνδα διεθνώς, που λέει «ζήσε αυτό που νιώθεις», «απελευθέρωσε τον εαυτό σου» κ.λπ., κ.λπ.. Και ρωτάω εγώ: ο αληθινός σου εαυτός, όμως, ο φυσικός, πού πάει; Γιατί τον υποδουλώνεις;

— Ναι, αδελφέ. Μακάρι να υπάρξει αυτή η ποιμαντική, για να μπορέσει να βοηθηθεί όλος αυτός ο κόσμος. Αλήθεια, τι όνειρα κάνεις για το μέλλον;

— Κοίτα! Πριν από 6 μήνες, γνώρισα μια κοπέλα, με την οποία άρχισα να κάνω πολλή παρέα. Βγαίναμε μαζί για καφέ, παίζαμε κι έτσι απέκτησα μεγάλη οικειότητα. Επεδίωκα από μόνος μου να την πλησιάζω πιο πολύ. Σιγά-σιγά άρχισα να νιώθω έτσι κάποιες έλξεις προς αυτήν. Από τότε άρχισαν να μη με ελκύουν τα αγόρια, όπως παλιά. Μετά, όταν μπήκα στην Κοινότητά σας εδώ, πήρα πιο πολύ θάρρος και δύναμη και, πλέον, δεν έχω πειρασμούς ως προς το πάθος αυτό και μπορώ να πω ότι κάποιες εικόνες που θυμάμαι από γκέι πορνογραφία τις σιχαίνομαι. Ιδίως, όμως, από τότε που εξομολογήθηκα στον πνευματικό μου, έχω αλλάξει πολύ περισσότερο. Έχω την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να ερωτευτώ μια κοπέλα και να κάνω σχέση μαζί της και το θέλω πολύ αυτό.

— Υπέροχα νέα!

— Ναι. Ξέρω, όμως, ότι το πάθος υπάρχει ακόμα μέσα μου. Αν δώσω δικαιώματα στον διάβολο, τότε θα επανέλθουν οι πειρασμοί. Αγωνίζομαι, λοιπόν, με την προσευχή, τη νηστεία, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Ο Χριστός, πολλές φορές, όταν ήταν να θεραπεύσει κάποιον, ρωτούσε: «θέλεις υγιής γενέσθαι;». Και ποιος δεν θέλει, δηλαδή! Αλλά δεν είναι τυχαία η ερώτηση. Για να δείξουμε λοιπόν ότι θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτό το πάθος, πρέπει να κάνουμε εγκράτεια αυστηρή, να μην κοιτάμε δεξιά-αριστερά ωραία πρόσωπα, ωραία κορμιά. Να τα κόβουμε αμέσως.Τότε είναι που ενεργεί και έχει δικαίωμα ο Θεός να σε βοηθήσει και να σου αφαιρέσει το πάθος. Ειδάλλως δίνουμε δικαίωμα στους δαίμονες. Ελπίζω και πιστεύω, λοιπόν, ότι με τη βοήθεια του Θεού θα ξεριζωθεί πλήρως αυτό το πάθος και, μέσα από μια σχέση, θα έλθουν πλήρως οι ετερόφυλες έλξεις.

— Δημήτρη, ευχαριστούμε πάρα πολύ για την όμορφη μαρτυρία που δίνεις στους αναγνώστες μας. Εύχομαι ο καλός Θεός, όπως σε οδήγησε να Τον πιστέψεις και να βαπτιστείς, να σε οδηγεί σε όλη σου τη ζωή να ακολουθείς το θέλημά Του.

Πηγή:


ΟΜΟΦΥΛΟΦΥΛΙΑ.GR – ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

<>









Ο Άγιος Βαρσανούφιος της Όπτινα Ρωσίας (+1913) μας διηγείται την θαυμαστή μεταστροφή ενός Άγγλου αθέου στην Ορθοδοξία

Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Στάρετς Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα Ρωσίας:

«Κάποιος Ἄγγλος ἄθεος, ὀνόματι James, εἶχε δημοσιεύσει ἕνα κείμενο στό ὁποῖο περιγράφει τήν αἰτία τῆς μεταστροφῆς του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Σέ ἕνα περίπατό του μέ ἕνα φίλο του συνάντησαν μία Ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Κάι ἐπειδή ὁ φίλος του ἦταν Ὀρθόδοξος θέλησε νά μπῆ νά προσκυνήση.

—Ἐπιτρέπεται νά ἔρθω καί ἐγώ μαζί σου;, τόν ρώτησε ὁ James.

—Ἀσφαλῶς.

Τήν στιγμή πού ἐκεῖνος ἀσπαζόταν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὁ James μέ τά μάτια καρφωμένα στήν εἰκόνα, ἀπόρησε:

—Τί ἄραγε θά γίνη, ἄν τήν ἀσπαστῶ καί ἐγώ;

Δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώση τήν σκέψι του καί νά! Μία γυναίκα μέ ἀστραφτερά ἐνδύματα τόν πλησιάζει. Καί μέ μιά χαριτωμένη κίνησι σκέπασε τό κεφάλι του μέ τό μαφόριό της. Μία ἀπερίγραπτη ἀγαλλίασι γέμισε τήν ψυχή του. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄλλαξε πορεία: Πῆρε τό δρόμο πρός τό Χριστό. Χωρίς ποτέ νά ἐπιτρέψη στόν ἑαυτό του νά γυρίση πρός τά πίσω. Ἔγινε ἕνας συνειδητός Ὀρθόδοξος Χριστιανός».


<>








Πώς η σπίθα της Ορθοδοξίας μεταφέρθηκε από την Κορέα στην Ινδονησία


Οι Χριστιανοί Ινδονήσιοι αναφέρουν προφορικά ότι πριν από πολλούς αιώνες, και βέβαια πριν γίνουν αποικία των Ολλανδών, υπήρχαν εκεί χριστιανοί, πιθανόν από ιεραποστολές Νεστοριανών και άλλων Χριστιανικών αιρέσεων. Ορθόδοξοι αυτόχθονες δεν υπήρχαν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Τότε φαίνεται πως ήρθε η ώρα να λειτουργήσει η «εν Ινδονησία Εκκλησία του Χριστού». Δεν πήγε στη μουσουλμανική αυτή χώρα Ορθόδοξος ιεραπόστολος από άλλη χώρα να κηρύξει την Πίστη. Tη μεταλαμπάδευσε ο Iνδονήσιος Δανιήλ Bambang Dwi Byantoro, ο οποίος το 1983, ύστερα απ μακροχρόνια αναζήτηση, έγινε Ορθόδοξος στη Σεούλ Kορέας.

Διηγείται ο Αρχιμανδρίτης π. Θεόκλητος Τσίρκας. (περιοδικό «Πάντα τα έθνη») «Ένας Ινδονήσιος, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, διαβάζοντας στο Κοράνιο για τον «Προφήτη» Χριστό έψαξε να βρει «οπαδούς» του Χριστού. Συνάντησε τους Πεντηκοστιανούς και άρχισε να παρακολουθεί τις συγκεντρώσεις τους. Εκείνοι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Κορέα να σπουδάσει Θεολογία στο δικό τους Πανεπιστήμιο. Βρισκόταν στην Σεούλ, την πρωτεύουσα της Κορέας, όταν είδε από μακριά ένα «τζαμί» με σταυρό και τρούλλο. Άναψε η περιέργειά του και ανέβηκε στον λόφο για να δει από κοντά αυτό το παράξενο κτίριο και να μάθει ακριβώς τι ήταν. Το κτίριο ήταν ο ορθόδοξος ναός του Αγίου Νικολάου και ο άνθρωπος που συνάντησε ήταν ο Ορθόδοξος ιερέας π. Σωτήριος Τράμπας (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Κορέας και νυν Μητροπολίτης Πισιδίας). Δεν χρειάστηκε πολύ για να αρχίσει μία συστηματική κατήχηση που γρήγορα οδήγησε στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Aπό τότε έβαλε σκοπό ζωής να μεταφέρει την Oρθοδοξία στην πατρίδα του. Στο Aγιον Oρος πρώτα (εκεί άρχισε να μεταφραζει Ορθόδοξα λειτουργικά κείμενα στην μητρική του γλώσσα), στη Θεολογική Σχολή Tιμίου Σταυρού Bοστώνης στη συνέχεια, απέκτησε απαραίτητα πνευματικά και θεολογικά εφόδια για το έργο του. Με την συγκατάθεση του Μητροπολίτου Νέας Ζηλανδίας Διονυσίου, χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Πίτσμπουργκ Μάξιμο διάκονος στον ναό του Αγίου Παύλου στο Κλήβελαντ, Οχάιο. Το 1988 επέστρεψε στην πατρίδα για να κηρύξει στους συμπατριώτες του την Ορθόδοξη πίστη. Πολύτιμοι συνεργάτες του υπήρξαν ο αδελφός του π. Ιωάννης, ο οποίος μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή του «Τιμίου Σταυρού», χειροτονήθηκε και αυτός κληρικός, ο Λαζαρος Bambang Sucanto και ο Δαυίδ Saniyono, απόφοιτοι και αυτοί της ίδιας Θεολογικής Σχολής.

«Στην πόλη Solo ο π. Δανιήλ μετέτρεψε ένα μικρό οίκημα σε εκκλησία, αλλά για χρόνια αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Με το ζήλο του κατόρθωσε να προσελκύσει στην Ορθόδοξη πίστη πολλούς συμπατριώτες του, μερικοί από τους οποίους σπούδασαν Θεολογία, έχουν χειροτονηθεί ιερείς και διακονούν την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διάφορες πόλεις της Ινδονησίας. Μεταξύ αυτών ο π. Χρυσόστομος Manalu, ο π. Μεθόδιος Sri Guanarjo, ο π. Αλέξιος Setir Cahyadi.

Εξ αρχής ο π. Δανιήλ προσπάθησε να κτίσει Ορθόδοξο ναό στην πόλη Solo, το κέντρο της ιεραποστολικής του δραστηριότητας, αλλά οι προσπάθειες του προσέκρουσαν στην αντίδραση των μουσουλμάνων οι οποίοι φρόντιζαν ώστε να μην δίνεται η σχετική άδεια. Παράλληλα ο π. Δανιήλ προσπαθούσε να συλλέξει τα απαραίτητα χρήματα για το κτίσιμο του ναού. Σε κάποια επίσκεψή του στις ΗΠΑ κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα σημαντικό ποσό και με την σημαντική οικονομική βοήθεια που πήρε από την Ορθόδοξο Ιεραποστολή της Κορέας. Τελικά, μετά από πολλούς αγώνες ο ναός αναγέρθηκε το 1996. Ο Ναός αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, αποτέλεσε το κέντρο της ανάπτυξης του Ορθόδοξου Ιεραποστολικού έργου στην Ινδονησία και με την ιεραποστολική δράση των υπηρετούντων την Ορθόδοξη Εκκλησία ιερέων, ο αριθμός των πιστών στην περιοχή συνεχώς αυξάνει» (Ανδρ. Χελιωτου-Η Ορθοδοξία στην Κορέα-Παράρτημα Α-σελ. 203).

Έτσι η μικρή σπίθα που ξεκίνησε από την μακρινή Κορέα, έγινε μία μικρή αλλά σταθερή φλόγα που φωτίζει από τότε τις λυχνίες σε πολλές πόλεις της εξωτικής αυτής χώρας. Ο κλοιός του Ισλάμ κυρίως, αλλά και των ινδουιστών κάνει ότι μπορεί για να σβήσει αυτές τις λυχνίες. Όμως ο Θεός το θέλησε. Ο σπόρος έπεσε. Και η γη της Ινδονησίας είναι γη αγαθή και το δένδρο της Ορθοδοξίας μεγαλώνει. Σήμερα η Εκκλησία της Ινδονησίας, έχει αναγνωριστεί από το κράτος...

Από τους άλλους θεολόγους ο π. Χρυσόστομος Manalu, άρχισε την Ιεραποστολική δράση στο Medan της Β. Σουμάτρας. Σχετικά σημειώνει τα εξής.

«Oταν ήμουν φοιτητής της Θεολογικής Σχολής στην Ινδονησία, άκουσα για πρώτη φορά για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Συμφοιτητής μου ήταν ο μικρός αδελφός του π. Δανιήλ, ο Cahyo Wicaksoon( σήμερα είναι ορθόδοξος ιερέας στην πόλη Mojokerto). Δια μέσου αυτού γνώρισα τον π. Δανιήλ και για πέντε χρόνια μάθαινα για την Ορθοδοξία. Στην διάρκεια της κατηχήσεως μου στην Ορθοδοξία, διακονούσα ως πάστορας των Προτεσταντών. Τελικά μαζί με την σύζυγό μου αποφασίσαμε να γίνουμε μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί εκεί βρήκαμε την αλήθεια. Έτσι στα μέσα του 1989 βαπτιστήκαμε Ορθόδοξοι. Άφησα τους προτεστάντες και αρχίσαμε με την συζυγό μου Ελισσάβετ την Ορθόδοξη Ιεραποστολή στο Σόλο της Ιάβας. Με ευλογία του π. Δανιήλ κάναμε αίτηση στην κυβέρνηση για να γραφτεί η δραστηριότητα της Ιεραποστολής αυτής.

π. Δημήτριος Αθανασίου



<>





Η μετάνοια ενός κρεοπώλη δολοφόνου


Ἀναφέρει ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Κατεβατῆς τῆς Κρήτης (+2001):

Ἦταν δυό κρεοπῶλες πού δέν πίστευαν. Ὁ ἕνας ἦταν μεγάλος καί πολύ καλός, ὁ ἄλλος ὅμως γιά νά ἔχη τό μονοπώλιο τόν σκοτώνει, τόν πιάνουν καί τόν ἔβαλαν φυλακή. Μετά ἀπό χρόνια βγαίνει καί ἔκανε πάλι τόν κρεοπώλη.
Ἡ γυναῖκα τοῦ σκοτωμένου μέ τό θάνατο τοῦ ἄνδρα της ὑπόφερε πολύ γιατί εἶχε ἑπτά παιδιά. Μιά μέρα, λοιπόν, πηγαίνει νά ἐξομολογηθῆ σ᾽ ἕνα ἱερέα, στόν ὁποῖο εἶπε τήν ἱστορία. Τότε ὁ ἱερέας τῆς λέει:
—Πήγαινε στό φονιά.
—Πῶς νά πάω νά τόν δῶ;
—Ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά τόν δῆς, σοῦ βάζω ἐπιτίμιο νά πηγαίνης νά παίρνης κρέας.
Ὁ φονιᾶς, ὅταν τήν εἶδε, εἶπε μέσα του: “Τώρα θά μοῦ ἐπιτεθῆ, ἀφοῦ σκότωσα τόν ἄνδρα της”, γι᾽ αὐτό τῆς λέει:
—Πόσο κρέας θέλεις;
Τῆς ἔδωσε τό κρέας, πῆρε τά χρήματα, χωρίς νά τοῦ πῆ τίποτε ἡ γυναῖκα.
Αὐτό ἔγινε μία, δυό, τρεῖς φορές. Τήν τέταρτη φορά τῆς λέει:
—Βρέ γυναῖκα, ἐγώ σκότωσα τόν ἄνδρα σου, κι ὅμως ἔρχεσαι καί παίρνεις κρέας, χωρίς νά μοῦ πῆς οὔτε λέξι. Γιά τήν καλή σου, λοιπόν, συμπεριφορᾶ θά γίνω ἀπό αὔριο κι ἔπειτα ὁ τροφός τῶν παιδιῶν σου.
Βλέπετε παιδιά μου, ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή εἶχε τό Χριστό μέσα της κι πήγαινε καί ψώνιζε χωρίς νά λέη τίποτε. Ἡ ἀγάπη της αὐτή ἔγινε αἰτία νά σωθῆ ὁ δολοφόνος.

Ἀπό το βιβλίο: Παναγιώτης Μαρεντάκης, Ὁ Γέροντας Θεοδόσιος, ὁ Ἀσκητής τῆς Κρήτης, ἐκδ. Αὐτογνωσία, Χανιά 2009




<>






Ιούνιος 2019: Η μεταστροφή ενός φωτομοντέλου στη Θεία Εξομολόγηση μέτα από εμφάνιση της Παναγίας στην Μύκονο

Πως μπορείς να πλησιάσεις το συγκλονιστικό αυτό γεγονός σαν έκτακτο γεγονός και να μην φοβάσαι με την γραφή σου, μην τυχόν το αδικήσεις;
Αυτό το γεγονός έγινε αρχές του φετινού Ιούνιου (2019), μόλις έσφιξαν οι πρώτες ζέστες.

Μας δόθηκε η ευλογία από τον πνευματικό της κοπέλας που της συνέβη το παρακάτω …έκτακτο γεγονός, η οποία και το εξομολογήθηκε αμέσως στον ίδιο, διατηρώντας την ανωνυμία της….
(ήταν και η πρώτη εξομολόγηση της μετά από χρόνια)…

Σήμερα δίδεται προς δόξα του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ.

Μια ομάδα νεαρών κοριτσιών από μια σχολή που ασχολείται με το μόντελινγκ ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά με τελικό προορισμό την Μύκονο, όπου και θα γινόταν επαγγελματική φωτογράφιση.

Τα παρακάτω όπως τα αφηγήθηκε η ίδια η κοπέλα…

Στο γρήγορο πλοίο της γραμμής όλα ήταν πανέμορφα.

Η θάλασσα, ο ήλιος , ο αέρας ήταν ξεχωριστές εικόνες για την κοριτσο-παρέα που σε λίγες ώρες θα αποβιβαζόταν στην μέκκα της διασκέδασης και του κεφιού.

Όμως το μάτι της συγκεκριμένης κοπέλας είχε καρφωθεί σε κάποιες οικογένειες προσκυνητών με μικρά παιδάκια, που όπως φαίνεται θα αποβιβαζόταν στον ενδιάμεσο λιμάνι της Τήνου για να προσκυνήσουν την ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ.

Το μυαλό της πήγε μερικά χρόνια πίσω, όταν παιδούλα την πήρε η γιαγιά της για να προσκυνήσουν την Παναγία της Τήνου (την μεγάλωνε η ίδια η γιαγιά της γιατί οι γονείς της χώρισαν και την εγκατέλειψαν).

Όταν μάλιστα το πλοίο έπιασε ΤΗΝΟ και είδε το πάλλευκο καμπαναριό του Ιερού Ναού της Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε έκανε τον Σταυρό της και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της, ενθυμούμενη την καλή γιαγιά της που την έχασε πριν λίγα χρόνια.

Το πλοίο της γραμμής συνέχισε και η κοπέλα δεν άργησε να βρει το κέφι της μαζί με τις άλλες που έβγαζαν με τα κινητά τους τηλέφωνα selfies.

Σε λίγο βρισκόταν στην χώρα της Μυκόνου και μετά από λίγο στην ακτή, όπου θα γινόταν η επαγγελματική φωτογράφιση.

Έφτασε το απόγευμα και ο ήλιος έκαιγε.

Τότε σκέφτηκαν μετά το τέλος της φωτογράφισης να δροσιστούν στην θάλασσα.

Η ίδια η κοπέλα αποτραβήχτηκε στην απόμερη άκρη της αμμουδιάς για να κάνει ηλιοθεραπεία εντελώς γυμνή.

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και η ίδια η κοπέλα κατόπτευε τον χώρο για να μην έχει καμία ενοχλητική παρουσία.

Ξαφνικά και από το πουθενά ερχόταν προς το μέρος της μια μαυροφόρα με τσεμπέρι (αυτά που φορούσαν οι παλιές νησιώτισσες).

Ντράπηκε η κοπέλα και έριξε ένα ρούχο πάνω της.

Όλο και πλησίαζε προς αυτήν η φιγούρα της μαυροφορεμένης γυναίκας, που η θωριά της δημιουργούσε στην κοπέλα μια πρωτόγνωρη ειρήνη.

Πλέον βρισκόταν δίπλα της και άρχισε να της μιλάει και να της λέει ….

Η κοπέλα ανασηκώθηκε, ένα αίσθημα ντροπής που έφτανε στο σημείο του φόβου την κατακυρίευσε, ενώ άκουγε από τα χείλη της άγνωστης γερόντισσας με το πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο…

«- Γιατί είσαι γυμνή; δεν σου είπαν ότι τον ΥΙΟ Μου τον ξεγύμνωσαν πάνω στον ΣΤΑΥΡΟ για να σώσει εσένα και όλο τον κόσμο;»

«- Γιατί είσαι θεόγυμνη σαν την Ελλάδα που την ξεγύμνωσαν οι εχθροί μου;»

«- Γιατί δεν βλέπετε τους εχθρούς που έρχονται κατευθείαν επάνω σας ;»

«- Η Ελλάδα και εσύ θα σωθείτε αν φορέσετε την ΜΕΤΑΝΟΙΑ…»

Στα απότομα και κοφτά λόγια της μαυροφόρας, η κοπέλα δεν μπορούσε να αντι – πεί απολύτως τίποτε.

Μόνο ψέλλισε δειλά…

-Είστε από το νησί ;

Η γερόντισσα έγνεψε αρνητικά την Κεφαλή της και της είπε :

«- Μένω στο απέναντι νησί»
και της έδειξε την ΤΗΝΟ….

Και μετά απ’ αυτό, εξαφανίστηκε από κοντά της, αφήνοντας την κοπέλα άναυδη, να σταυροκοπιέται και να λέει από φόβο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ»…

Δεν μπορεί καλοί μου αδελφοί να γίνονται τόσα πολλά θεοσημεία στην Ελληνική επικράτεια και εμείς να μένουνε απαθείς στο σχέδιο της Σωτηρίας, που εκπόνησε για εμάς ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ…

Προσωπικά εδώ και μια δεκαετία βρισκόμαστε επί των επάλξεων της αρθρογραφίας, γνωρίζοντας από παλαιά και από τους αγίους πατέρες τι έρχεται…

Στώμεν καλώς

Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας

ΥΓ. Προσπάθησα να σας το μεταφέρω το γεγονός αυτό με τον πτωχό λόγου μου, τα συμπεράσματα είναι καθαρά δικά σας.

Πηγή:



<>








Πώς ένας Άγγλος σταμάτησε το ποτό από το Ορθόδοξο αγιασμό


Εἶχα καποτε κανονίσει νά ἔρθη ἱερέας γιά ἁγιασμό στό χῶρο ἐργασίας μου καί ἐκεῖνη τήν περίοδο μιά οἰκογένεια ἀπ᾽ τήν Ἀγγλία οἱ ὁποίοι δέν ἦταν βαπτισμένοι οὔτε Χριστιανοί μέ ρώτησαν ἄν μποροῦσαν νά εἶναι καί ἐκεῖνοι στήν τελετή.
Ὁ ἄνδρας τῆς οἰκογένειας εἶχε πρόβλημα μέ τό ποτό καί ἦταν ἀλκοολικός ἀπό νεαρή ηλικία καί δέν μποροῦσε νά ζήση μιά μέρα χωρίς νά πιῆ.
Ὅταν κάναμε τήν τελετή καί ὁ Πάτερ ἔδωσε ἁγιασμό σέ ὅλους μας ὁ φίλος ἀπό Ἀγγλία μοῦ εἶπε ὅτι ἔνιωσε τήν πιό ὡραία μέθη τῆς ζωῆς του κι ἀπίστευτη εὐφορία “ἀπ᾽ τό ποτό πού τό ἔδωσε ὁ παπᾶς”.
Τοῦ εἶπα δέν εἶναι ποτό εἶναι ἁπλά νερό τό ὁποῖο ἁγιαζετε ἀπό τό Θεό μέ τίς προσευχές τοῦ ἱερέα καί δέν χαλάει ποτέ.
Ὅσοι ἤπιαμε νερό γευτήκαμε...
Αὐτός δέν μέ πίστευε. Ἀπό ἐκεῖνη τήν ἡμέρα ἔνιωθε αὐτήν τήν τέλεια μέθη γιά μῆνες καί δέν μποροῦσε νά βάλει ποτό στό στόμα του ἀφοῦ τοῦ βρωμοῦσε σέ σχέσι μέ τό “ποτό” πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἱερέας! 
Ἐγώ χαριτωλογόντας καί ἀπό ἐμπειρία τοῦ λέω πού εἶσαι ἀκόμα νά βαπτιστῆς καί νά κοινωνήσης Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ νά δῆς ἐκεῖ τί θά νιώσης! 
Πάντως χρόνια μετά ὅποτε ἐπικοινωνοῦμε πάντα φέρνει στή συζήτησι τή μέρα πού ἤπιε τόν ἁγιασμό καί ἔνιωσε γιά ἀρκετό διάστημα γαλήνη καί εὐφορία καί ὅτι δέν ἤθελε ποτό πλέον...! 
Εὔχομαι ὁ Θεός μέ ἀὐτή τήν ἐμπειρία πού τοῦ χάρισε κάποτε νά ἔρθη στήν ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας.



<>






Η επιστροφή μιας μοναχής στο Μοναστήρι της με την βοήθεια του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ (+1833)

Ἡ μοναχή Βαρβάρα Ἰλίνιτσα τοῦ Ντιβέγεβο διηγεῖται:

“Ἐπισκέφθηκα κάποτε τόν Γέροντα [ὅσιο Σεράφειμ τοῦ Σάρωφ] μαζί μέ τήν ἀδελφή Ἀκυλίνα Βασίλιεβνα, πού ἤθελε νά φύγη ἀπ᾽ τό μοναστήρι. Μίλησε μόνος μαζί της γιά πολλή ὥρα, προσπαθώντας νά τή μεταπείση, ἀλλά μάταια. Τότε βγῆκε ἔξω καί εἶπε:

—Θά σᾶς δώσω παξιμάδια ἀπ᾽ τήν κιβωτό μου.

Κιβωτό ἀποκαλοῦσε τό φέρετρό του, ὅπου εἶχε τά παξιμάδια του.

Πράγματι, ἔδωσε ἕνα δέμα στήν Ἀκυλίνα κι ἄλλο ἕνα σ᾽ ἐμένα. Ἔπειτα γέμισε ἕνα μεγάλο σακί μέ παξιμάδια καί ἄρχισε νά τό χτυπᾶ δυνατά μ᾽ ἕνα ξύλο. Αὐτό μᾶς ἔκανε νά βάλουμε τά γέλια. Ὁ Γέροντας μᾶς κοίταξε καί μετά τό χτύπησε ἀκόμα πιό δυνατά. Ἐμεῖς δέν μπορούσαμε νά καταλάβουμε τήν αἰτία. Τέλος, ἔδεσε τό σακί, τό ἔβαλε στόν ὦμο τῆς Ἀκυλίνας καί μᾶς εἶπε νά γυρίσουμε στό Ντιβέγεβο.

Ἀργότερα ἀντιληφθήκαμε τί ἤθελε νά μᾶς δείξη μέ τό χτύπημα τοῦ σακιοῦ: Ἡ ἀδελφή Ἀκυλίνα ἔφυγε ἀπ᾽ τό μοναστήρι. Στόν κόσμο, ὅμως, ταλαιπωρήθηκε πολύ, ὑπομένοντας ἀκόμα καί ξυλοδαρμούς. Τότε συναισθάνθηκε τό σφάλμα της καί γύρισε μετανοημένη στό Ντιβέγιεβο, ὅπου ἔζησε ἐνάρετα καί πέθανε εἰρηνικά”.

Ἀπό τό βιβλίο: Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2021

<>








Η μεταστροφή δύο Ρώσων από τον αλκοολισμό στην Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή με την βοήθεια του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης της Ρωσίας (+1908)


Οἱ βιογράφοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης τῆς Ρωσίας (+1908) μεταφέρουν τήν ἀκόλουθη σχετική δικήγησι ἑνός μέθυσου ἐπιχειρηματία: 

“Κάποτε γύρισα στό σπίτι μου λιγότερο μεθυσμένος ἀπ᾽ ὅ,τι ἄλλες φορές. Μπαίνοντας, εἶδα ἕνα νεαρό ἱερέα, πού κρατοῦσε τό μικρό μου γυιό στά χέρια του καί τοῦ μιλοῦσε στοργικά. Πῆγα νά ξεσπάσω σέ βρισιές. Τά μάτια τοῦ παππούλη, ὅμως, μάτια γεμάτα ἀγάπη ἀλλά καί σοβαρότητα, μέ καθήλωσαν. Ἔνιωσα ντροπή. Ἔσκυψα τό κεφάλι, καταλαβαίνοντας ὅτι κοίταζε κατευθείαν μέσα στήν ψυχή μου. Ἄρχισε νά μέ συμβουλεύη... Μοῦ ἔλεγε ὅτι στό σπίτι μου ἔχω τόν παράδεισο, καθώς, ὅπου ὑπάρχουν παιδιά, ἐκεῖ εἶναι ἕνας παράδεισος, καί ὅτι αὐτόν τόν παράδεισο δέν πρέπει νά τόν ἀλλάζω μέ τή βρόμα τοῦ καπηλειοῦ. Δέν μέ κατηγοροῦσε· ἀπεναντίας, μέ δικαιολόγησε γιά τή ζωή πού ἔκανα. Ἀλλά ἐγώ καταλάβαινα πώς ἤμουν ἀδικαιλόγητος... Ὅταν ἔφυγε, κάθησα σιωπηλός.. Δέν ἔκλαιγα. Ἡ καρδιά μου, ὅμως, ἔκλαιγε... Ἡ γυναῖκα μου μέ κοίταζε μέ ἀπορία. Καί νά, ἀπό τότε ἔγινα ἄνθρωπος”.

Μέθυσος κατάντησε κι ἕνας ἔμπορος, πού εἶχε ἀρχίσει νά πίνη ἀπ᾽ τή στενοχώρια του, ὅταν ἔμεινε χῆρος μ᾽ ἕνα μικρό γυιό. Τό πολύ πιοτό, μάλιστα, τόν ὁδήγησε σέ παραμέλησι τοῦ ἐμπορίου καί οἰκονομική ἐξαθλίωσι. Μιά μέρα τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης καί τόν συμβούλεψε πατρικά:

—Σταμάτα πιά νά πίνης καί νά γυρνᾶς στούς δρόμους. Ἄνθρωπος ἤσουν· ἄνθρωπος νά ξαναγίνης.

Φόρεσε τό πετραχήλι του καί πρόσθεσε:

—Γιά ν᾽ ἀρχίσης μιά νέα ζωή, πρέπει νά προσευχηθοῦμε.

Καί ἄρχισε νά προσεύχεται...

“Μέ δάκρυα παρακαλοῦσε τό Θεό γιά μένα, τόν ἁμαρτωλό”, διηγόταν ἀργότερα ὁ ἔμπορος. “Μετά εὐλόγησε ἐμένα καί τόν γυιό μου. Ἔφυγε, ἀφοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά προσεύχεται γιά μᾶς καί θά μᾶς ἐπισκέπτεται... Ἔνιωσα σάν νά ξύπνησα ἀπό μακρύ καί βαθύ ὕπνο. Τό σπίτι μου ἔγινε πολύ ἀγαπητό. Μέ δάκρυα μετανοίας ἀγκάλιασα τό παιδί μου... Οἱ δουλειές μου ἄρχισαν νά πηγαίνουν καλά, κι ἔγινα πάλι ἄνθρωπος”

Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2018



<>






Oscar Mauricio Lopez Casillas, Μεξικό: «Πήρα τόσο σοβαρά τον Ντοστογιέφσκι πού έγινα Ορθόδοξος»


Εκτός από ένας από τους πιο διάσημους και δημοφιλείς συγγραφείς στον κόσμο, ο Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky είναι ένας Ορθόδοξος φιλόσοφος του οποίου οι ιδέες εξακολουθούν να επηρεάζουν τους αναγνώστες του και να τους εξοικειώνουν με βαθιές χριστιανικές έννοιες. Για να τιμήσουμε τα 200α γενέθλιά του που γιορτάζονται τον Νοέμβριο του 2021, δημοσιεύουμε μια συνέντευξη με τον Oscar Mauricio Lopez Casillas, απόφοιτο της Φιλοσοφικής Σχολής του Universidad Vasco de Quiroga στο Μεξικό. Αφού ανακάλυψε τον Ντοστογιέφσκι, ο Όσκαρ έγινε ερευνητής του έργου του και προσυλητιστηκε στην Ορθοδοξία.

 

– Όσκαρ, ξέρει ο κόσμος και διαβάζει τον Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογιέφσκι στη χώρα σου;


– Πρώτον, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω για τον Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky, καθώς είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας! Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μένα, δεδομένου ότι τον περασμένο μήνα γιόρτασε τα 200α γενέθλιά του.

 

Είναι αυτονόητο ότι οι άνθρωποι στο Μεξικό γνωρίζουν και διαβάζουν τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Είναι τόσο δημοφιλής που μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια ενός από τους χαρακτήρες του Πιανίστα(ταινία του Πολωνού σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι): «Σήμερα όλοι θέλουν μόνο να διαβάζουν Ντοστογιέφσκι». Ωστόσο, παρόλο που ο Ντοστογιέφσκι είναι πολύ δημοφιλής στη χώρα μου και σχεδόν όλα τα βιβλία του βρίσκονται σε βιβλιοπωλεία ή βιβλιοθήκες, λίγοι άνθρωποι τον καταλαβαίνουν, τουλάχιστον όσον αφορά τα πραγματικά κίνητρα και τις έννοιες του έργου του. Οι άνθρωποι συνήθως επικεντρώνονται στον μηδενισμό του, αν και ο Dostoyevsky έγραψε γι ‘αυτό μόνο για να δείξει πώς οι αρχές του (μηδενισμού)μπορούν να ξεπεραστούν από την ισχυρή πίστη των θετικών πρωταγωνιστών του.


Δυστυχώς, το ημερολόγιο ενός συγγραφέα του Dostoyevsky δεν είναι τόσο γνωστό, οπότε ακόμη και η εύρεση ενός αντιγράφου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κρίμα, γιατί αυτό το βιβλίο είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του Ντοστογιέφσκι. Περιέχει τον προσωπικό απολογισμό του συγγραφέα για το έργο και τη ζωή του. Τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι έχουν επίσης γίνει δημοφιλή από τον Αμερικανό λογοτέχνη Τζόζεφ Φρανκ του οποίου τα έργα για τον Ντοστογιέφσκι είναι πολύ γνωστά στη χώρα μου.

 

– Πώς ανακαλύψατε τον Ντοστογιέφσκι; Ήταν επειδή σπούδασες στο Τμήμα Φιλοσοφίας;


– Ναι, αποφοίτησα από το Τμήμα Φιλοσοφίας του Universidad Vasco de Quiroga, αλλά δυστυχώς το πρόγραμμα σπουδών δεν περιλάμβανε τον Ντοστογιέφσκι ή άλλους Ρώσους φιλοσόφους όπως ο Κιρεγιέφσκι, ο Σολόβιοφ ή ο Μπερντιάεφ. Η μελέτη των έργων τους θα ήταν πολύ χρήσιμη. Τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων μας περιλαμβάνουν παρόμοιους συγγραφείς, όπως ο Kierkegaard, ο Miguel de Unamuno και ο Gabriel Marcel. Πιστεύω ότι σπουδαστές μας θα επωφελουνταν από τη μελέτη των έργων  του Ντοστογιέφσκι, λαμβάνοντας υπόψη το φιλοσοφικό, ψυχολογικό και θρησκευτικό τους θέμα.


Οι Αδελφοί Καραμαζόφ με συνηρπασαν περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ.

 

Αν θυμάμαι καλά, άκουσα για πρώτη φορά για τον Ντοστογιέφσκι όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Διάβαζα την “Τραγική Αίσθηση της Ζωής” του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο και συνάντησα ένα απόσπασμα όπου ονόμασε τους Αδελφούς Καραμαζόφ το μεγαλύτερο χριστιανικό δράμα. Όταν πήγα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Γκουανταλαχάρα την ίδια χρονιά, θυμήθηκα αυτές τις λέξεις και αγόρασα το βιβλίο. Αφού το διάβασα, έπρεπε να συμφωνήσω με τον Miguel de Unamuno – αυτό το βιβλίο με συνηρπασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ. Με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για τη ζωή του Ντοστογιέφσκι, να επανεξετάσω την προσέγγισή μου στον Χριστιανισμό και να μελετήσω σοβαρά τις χριστιανικές έννοιες, αναφερόμενος στις αρχικές πηγές.

 

– Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο όταν διαβάσατε τη δραματική βιογραφία του Ντοστογιέφσκι;

 

– Προφανώς, το πιο εντυπωσιακό επεισόδιο είναι η χάρη που έλαβε από τον Τσαρο Αλέξανδρο Β ́ λίγα λεπτά πριν από την εκτέλεσή του. Αυτή ήταν η στιγμή της αναγέννησης του Ντοστογιέφσκι, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως Χριστιανός. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε στο στρατόπεδο εργασίας, όπου βιώνοντας δυσκολίες και διαβάζοντας το Ευαγγέλιο τον έκανε, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, «να “ενδυθεί” τον νέο άνθρωπο». Αυτή η περίοδος της ζωής του, από την ακύρωση της θανατικής ποινής μέχρι την αποφυλάκιση, είναι το πιο σοκαριστικό μέρος αυτής της βιογραφίας, και μάλλον δεν είμαι ο μόνος που το πιστεύει. Αυτή η εμπειρία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εξηγεί ότι το πνευματικό βάθος, η ακρίβεια και η σοφία είναι τόσο χαρακτηριστικά στο έργο του Ντοστογιέφσκι.

 

– Ποιο από τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι το πιο σημαντικό για εσάς, ποιος είναι ο αγαπημένος σας χαρακτήρας και ποιο είναι το πιο σημαντικό απόσπασμα;

 

“Ο διάβολος θέλει τον θάνατό μας όσο ο Θεός θέλει τη σωτηρία μας, και εμείς και η ελευθερία μας είμαστε μεταξύ τους.”


– Το αγαπημένο μου απόσπασμα είναι από τους Αδελφούς Καραμαζόφ. Ήταν το πρώτο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι που διάβασα, και αργότερα έγινε το αγαπημένο μου βιβλίο. Έχει ως εξής: «Εδώ, ο Θεός και ο διάβολος πολεμούν και το πεδίο της μάχης είναι η καρδιά του ανθρώπου». Αν δεν κάνω λάθος, το είπε ο Ντμίτρι Καραμάζοφ. Αυτή η φράση περιέχει μια βαθιά σοφία βασισμένη στα έργα των Πατέρων της Αγίας Εκκλησίας. Μας υπενθυμίζουν ότι πρέπει να πολεμάμε συνεχώς τους εσωτερικούς μας πειρασμούς έτσι ώστε να μπορούμε να τους ξεπεράσουμε και να επιτρέψουμε στη θεία χάρη να κατέβει πάνω μας και να μας καθοδηγήσει. Ο διάβολος θέλει τον θάνατό μας όσο ο Θεός θέλει τη σωτηρία μας, και εμείς και η ελευθερία μας είμαστε μεταξύ τους. Τα έργα των Αγίων Πατέρων και των βιβλίων του Ντοστογιέφσκι μπορούν να μας δώσουν τα μέσα να νικήσουμε σε αυτή την πνευματική μάχη.

 

Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας είναι η Αλιόσα Καραμαζόφ. Αν και υπάρχουν και άλλοι χαρακτήρες που μου αρέσουν επίσης, όπως ο γέροντας Ζωσιμά, ο Κόμης Μίχκιν, η Σόνια Μαρμελάντοβα και ακόμη και ένας τόσο σαφώς αρνητικός χαρακτήρας όπως ο Νικολάι Σταβρογκίν. Αλλά είναι η Αλιόσα Καραμαζωφ του Ντοστογιέφσκι που έχει τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά που συνοψίζουν τις αξίες που εγκωμιάζει το Ευαγγέλιο, όπως η εκπληκτική ταπεινότητα και η σεμνότητα, καθώς και η ικανότητα να αγαπάς και να μην κρίνεις ούτε τους πιο τιποτένιους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο χαρακτήρας έχει όλες τις ιδιότητες που με τη βοήθεια του Θεού θα μπορούσε να ξεπεράσει το κακό.

 

Όσον αφορά την κατανόηση του πνευματικού περιεχομένου των έργων του Ντοστογιέφσκι, προτιμώ τις ερμηνείες του Μιχαήλ Ντουνάγιεφ.

 

– Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας από τους κύριους φιλοσόφους συγγραφείς του κόσμου. Ποιο από τα φιλοσοφικά θέματα για τα οποία έγραψε βρίσκεις το πιο σημαντικό;

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι φιλοσοφικά. Αν και δεν έγραφε φιλοσοφικές πραγματείες, οι χαρακτήρες του επικοινωνούσαν σημαντικές φιλοσοφικές ιδέες. Τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι μπορούν να ταξινομηθούν ως ένα ειδικό λογοτεχνικό είδος «φιλοσοφικής λογοτεχνίας». Έβαζε τις ιδέες του σε λογοτεχνική μορφή χωρίς να θυσιάζει το φιλοσοφικό πνευματικό βάθος. Θα έλεγα ότι οι συνοπτικοί διάλογοι των χαρακτήρων του Ντοστογιέφσκι είναι πιο σημαντικοί από τα μακροσκελή γραπτά ορισμένων φιλοσόφων.

 

Τα έργα του Ντοστογιέφσκι κάλυπταν πολλά φιλοσοφικά προβλήματα, όπως η ύπαρξη του Θεού, η ύπαρξη του κακού, η σχέση μεταξύ ενός ατόμου και μιας κοινωνίας καθώς και άλλα ζητήματα. Αλλά θα ήθελα να τονίσω το πιο σημαντικό – την ελευθερία. Πρόσφατα, διάβασα στη Θεολογία και Λογοτεχνία του Γιώργου Φλορόβσκι ότι ο Ντοστογιέφσκι εξέταζε το πρόβλημα της ελευθερίας και τα παράδοξα της σε όλη του τη ζωή. Σε όλη την ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, το πρόβλημα της ελευθερίας είχε εξεταστεί από διάφορες απόψεις. Ακολουθώντας τη χριστιανική έννοια, ο Ντοστογιέφσκι υποστηρίζει ότι κάθε άτομο είναι ελεύθερο επειδή κάθε άτομο δημιουργήθηκε κατ εικόνα και ομοιωση του Θεού. Αυτό επιλύει τα παράδοξα που περιγράφηκαν από τους σύγχρονους του υλιστές και σοσιαλιστές , οι οποίοι δήλωσαν ότι το κοινωνικό κακό μπορεί να εξηγηθεί από την αταξία στην κοινωνία, και ότι ένα έγκλημα είναι μια δικαιολογημένη και φυσιολογική διαμαρτυρία ενάντια σε μια άδικη κοινωνία. Ο Ντοστογιέφσκι είχε διαφορετική, χριστιανική άποψη για την ελευθερία και επέκρινε δριμύτατα μια τέτοια δικαιολογία  για την ύπαρξη του του κακού στον κόσμο.

 

– Είναι το χριστιανικό στοιχείο των έργων του Ντοστογιέφσκι επίκαιρο σήμερα; Πώς σε επηρέασε προσωπικά;

 

–  Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα που απαιτεί μια μακροσκελή απάντηση, αλλά θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.

 

Φυσικά, η πίστη προέρχεται πάντα από τον Θεό. Αλλά στην περίπτωσή μου, μπορώ να πω ότι ο Θεός χρησιμοποίησε τον Ντοστογιέφσκι για να φτάσει σε μένα, ενας πεισματάρης και επαναστατικός νεολαίος όπως ήμουν εγώ τότε. Όλα τα εμπόδια που φαινόταν να με χωρίζουν από την πίστη γκρεμίστηκαν από τον αρχικό αληθινό Χριστιανισμό που περιέγραψε αυτός ο Ρώσος συγγραφέας. Ήταν ο Ντοστογιέφσκι που βοήθησε τη γρήγορη μετάβασή μου από την αβεβαιότητα στη σταθερή πεποίθηση ότι η αλήθεια βρίσκεται στο Χριστιανισμό, και από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έγινε διαφορετική και ουσιαστική. Δεδομένου ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν Ορθόδοξος, και ποτέ δεν είχα σχέση με το Ρωμαιοκαθολικό παρελθόν μου και ποτέ δεν σκέφτηκα να στραφώ στον Προτεσταντισμό, αποφάσισα να δώσω στην Ορθοδοξία μια ευκαιρία και άρχισα να την μελετώ.


Η θεία χάρη με οδήγησε στην αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, και ο Ντοστογιέφσκι και τα βιβλία του ήταν η γέφυρα μου προς τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Συχνά λέω στους φίλους μου ότι πήρα τα έργα του Ντοστογιέφσκι τόσο σοβαρά που έγινα Ορθόδοξος Χριστιανός. Αν και έγινε η μεταστροφή μου με τη βοήθεια του Θεού, πρέπει να παραδεχτώ ότι ο Ντοστογιέφσκι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή μου.

 

Θέλω να πω σε όλους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την προσωπικότητα και τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι ότι πρέπει να κάνουν μια προσπάθεια και να μάθουν για την Ορθοδοξία, γιατί χωρίς αυτή τη γνώση δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσουν το πνευματικό βάθος της λογοτεχνικής κληρονομιάς του. Πρόσφατα, κατά την παρουσίαση του νέου του βιβλίου, το Ευαγγέλιο του Ντοστογιέφσκι, ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας (Αλφείεφ) δήλωσε ότι οι ιδέες της Ορθοδοξίας αντικατοπτρίζονται σαφώς στα βιβλία του Ντοστογιέφσκι και ότι η παγκόσμια δημοτικότητά του διευκολύνει την επέκταση της Ορθοδοξίας. Προσωπικά πιστεύω ότι ένα τέτοιο ιεραποστολικό έργο είναι ζωτικής σημασίας, γι ‘αυτό προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο για τη Λατινική Αμερική, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά τον Ντοστογιέφσκι, αλλά γνωρίζουν πολύ λίγα για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό.


Πηγή:


http://trelogiannis.blogspot.com/2021/12/oscar-mauricio-lopez-casillas.html






<>





Η Παναγία οδηγεί θαυματουργικα έναν νεαρό από την μαγεία στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη


«Σέ μία δεδομένη χρονική στιγμή, ἔφθασε κάποιος νεαρός ἀπ᾽ τή Λεμεσό καί θέλησε νά προσκυνήση τήν Παντάνασσα. Ἦταν παρών καί ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός, “καί τότε”, διηγεῖται τό περιστατικό ὀ Καθηγούμενος Ἐφραίμ, “ἐνῶ ἔβαλε τό σταυρό του ὁ νεαρός γιά νά τήν προσκυνήση, μόλις πῆγε νά τήν προσκυνήση, ἡ Παναγία δέν τόν ἄφησε. Ἔλαμψε ἕνα φῶς, ὅπως ὁ ἥλιος, καί τόν ἔριξε κάτω!”. Ὁ νεαρός ἀποκάλυψε ὅτι ἀσχολοῦνταν συστηματικά μέ μαγεῖες καί γι᾽ αὐτό δέν τόν ἄφησε ἡ Παναγία, ἀλλά, ὅμως, “ἦταν μία ἀφορμή αὐτή, αὐτό τό θαῦμα πού ἔγινε, ὥστε τό παιδί νά σταματήση τήν κακή ζωή”»(ΚΠ, 465).


<>



Άρχισε από αυτά που μπορείς

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994)


Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (+1994):

«Μιά φορά εἶχε ἔρθει στό Καλύβι ἕνα νέο παιδί ἀπελπισμένο, γιατί ἔπεφτε σέ σαρκική ἁμαρτία καί δέν μποροῦσε νά ἀπαλλαγῆ ἀπό αὐτό τό πάθος. Εἶχε πάει σέ δυό Πνευματικούς πού προσπάθησαν μέ αὐστηρό τρόπο νά τό βοηθήσουν νά καταλάβη ὅτι εἶναι βαρύ αὐτό πού κάνει. Τό παιδί ἀπελπίσθηκε. 
—Ἀφοῦ ξέρω ὅτι αὐτό πού κάνω εἶναι ἁμαρτία, εἶπε, καί δέν μπορῶ νά σταματήσω νά τό κάνω καί νά διορθωθῶ, θά κόψω κάθε σχέσι μου μέ τό Θεό.
Ὅταν ἄκουσα τό πρόβλημά του, τό πόνεσα τό καημένο καί τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, εὐλογημένο, ποτέ νά μήν ξεκινᾶς τόν ἀγῶνα σου ἀπό αὐτά πού δέν μπορεῖς νά κάνης, ἀλλά ἀπό αὐτά πού μπορεῖς νά κάνης. Γιά νά δοῦμε τί μπορεῖς νά κάνης, καί νά ἀρχίσης ἀπό αὐτά. Μπορεῖς νά ἐκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;
—Μπορῶ, μοῦ λέει.
—Μπορεῖς νά νηστεύης κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή;
—Μπορῶ.
—Μπορεῖς νά δίνης ἐλεημοσύνη τό ἕνα δέκατο ἀπό τό μισθό σου ἤ νά ἐπισκέπτεσαι ἀρρώστους καί νά τούς βοηθᾶς;
—Μπορῶ.
—Μπορεῖς νά προσεύχεσαι κάθε βράδυ, ἔστω κι ἄν ἁμάρτησες, καί νά λές “Θεέ μου, σῶσε τήν ψυχή μου”;
—Θά τό κάνω, Γέροντα, μοῦ λέει.
—Ἄρχισε λοιπόν, τοῦ λέω, ἀπό σήμερα νά κάνης ὅλα αὐτά που μπορεῖς, καί ὁ παντοδύναμος Θεός θά κάνη τό ἕνα πού δέν μπορεῖς.
Τό καημένο ἠρέμησε καί συνέχεια ἔλεγε:
—Σ᾽ εὐχαριστῶ, πάτερ.
Εἶχε, βλέπεις, φιλότιμο καί ὁ Καλός Θεός τό βοήθησε».

(Ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Τό Φιλότιμο, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀρναία 2022).


<>









Η μεταστροφή ενός κλέφτη στην Ορθόδοξη ζωή μέσω της Οσίας Αγάθης της Κουσελαούκα Μολδαβίας (+1873)

Στο χωριό Πασατέλ της Μολδαβίας, όπου ζούσε η Αγάθη,κατοικούσαν και δύο πιστοί ο Βασίλης και η Ξένια,οι οποίοι μεγάλωναν 12 παιδιά. Είχαν ένα μικρό κομμάτι γης και μία αγελάδα για να τρέφουν την οικογένεια. Ο εχθρός όμως του ανθρωπίνου γένους προέτρεψε έναν άνθρωπο ονόματι Αρτέμιο να τους κλέψει την αγελάδα. Ο Βασίλης και η Ξένια ζήτησαν την βοήθεια της Αγάθης και εκείνη τους ησύχασε λέγοντας: «Εμπιστεύτειτε στον Κύριο τον πόνο σας και Εκείνος θα σας θρέψει»έχοντας εμπιστοσύνη στο απέραντο έλεος του Θεού.

Η Οσία Αγάθη τους έστειλε σπίτι και αυτοί άρχισαν να προσεύχονται θερμά. Το βράδυ εκείνο ο Αρτέμιος είδε ένα τρομαχτικό όνειρο:είχε λέει πέσει σε ένα βαθύ λάκκο, σκοτεινό, απ' όπου μάταια προσπαθούσε να βγει. Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες ο Αρτέμιος πρόσεξε στην άκρη του λάκκου να στέκεται η Αγάθη ηοποία απλώνοντας το χέρι της για να τον βοηθήσει του έλεγε :«Επέστρεψε αυτά που έκλεψες!». Μετά από αυτό εξαφανίστηκε. Ο Αρτέμιος ξύπνησε κααττρομαγμένος και κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει. Το ίδιο εκείνο πρωινό επέστρεψε την αγελάδα και έζησε την υπόλοιπη ζωή του εν προσευχή και νηστεία.



<>





Ό Άγιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης και ο πατέρας ενός πνευματικού τέκνου του που ήθελε να τον σκοτώσει

Διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (+1957): “Ὅταν ἤμουν στή Θεσ/νίκη, ἑνός πνευματικοῦ μου τέκνου ὁ πατέρας, ἀπό διαβολική ἐνέργεια παρακινούμενος, ἔφερε βαρέως τό ὅτι ὁ γυιός του ἤθελε νά ἀκολουθήση τό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί μέ θεωροῦσε ὡς ὑπεύθυνο καί ἀποφάσισε νά μέ φονεύση”. Συνήθως ἔτσι γίνεται. Οἱ γονεῖς ἀγαποῦν καί πιστεύουν ὅτι ἀγαποῦν τά παιδιά τους περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο τά ἀγαπᾶ ὁ Θεός, καί μέσα σέ αὐτόν τό ζῆλο φθάνουν σέ ἀποφάσεις δύσκολες. “Κάτερχόμενος σέ κατήφορο δρόμο μέ εἶχαν εἰδοποιήσει νά μήν πάω ἀπό ἐκεῖ διότι θά μέ φονεύσουν, ἐγώ ὅμως εἶπα· ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἄς γίνη ὅ,τι θέλει· καί ὄντως βλέπω αὐτόν πού με ἀπειλοῦσε νά μέ σκοπεύη καί νά μοῦ φωνάζη. Ἐγώ σταμάτησα καί τοῦ λέω: Νά εἶναι εὐλογημένο. Ἀμέσως τοῦ ἔπεσε τό ὅπλο ἀπ᾽ τά χέρια καί ἔσκυψε καί φίλησε τά χέρια μου ζητώντας συγχώρησι”.

(Μαθητεύοντας στόν Γέροντα τῆς Ἀναλήψεως Ἱερώνυμο Σιμωνοπετρίτη, ἐκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἅγ. Ὄρος 2018).

<>









Ο Σταμάτης, το AIDS και ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994)

Μία χρονιά, πήγαμε στο Άγιον Όρος τις ημέρες των Θεοφανείων και επισκεφθήκαμε τον άγιο Παΐσιο. Ήταν πολύ όμορφα. Το βράδυ φιλοξενηθήκαμε στη Μονή Ιβήρων. Ήμασταν μια παρέα, εγώ, ένας φίλος μου στρατιώτης κι ένας Γερμανός. Μιλούσαμε στα αγγλικά και μας έλεγε «γιατί είναι έτσι οι Εκκλησίες και γιατί οι παπάδες σας κοιτάνε προς τον Θεό και δεν κοιτάνε τον ναό», κάτι τέτοια τρελά, ξέρετε αυτά τα προτεστάντικα, και τα κουβεντιάζαμε.

Τότε μας πλησιάζει ένας νέος. Φορούσε κοντομάνικο μέσα στο καταχείμωνο. Είχε ένα παντελονάκι τζιν απλό, παπουτσάκια τελευταίας μάρκας. Το κοντομάνικο αυτό ήταν αυτά τα Lacoste της εποχής εκείνης, κάτι ακριβό. Ήταν ευειδής πολύ, είχε ένα μουσάκι, πολύ καλός! Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, έτσι όπως είμαστε οι τρεις μας, ερχόταν κοντά μας και προσπαθούσε να ακούσει τι λέγαμε, επειδή τα λέγαμε στα αγγλικά. Εμείς, λοιπόν, μόλις τον είδαμε, ανοίξαμε λίγο τον κύκλο μας και λέμε «ελάτε κι εσείς, κύριε». Αυτή η πρόσκληση γέννησε όλη αυτή την ιστορία που θα σας διηγηθώ.

Το παλικάρι αυτό δεν ήξερε τι ήταν το Άγιον Όρος. Ήξερε ότι στο Άγιον Όρος υπάρχουν πατέρες άγιοι, είναι ένας γερο-Παΐσιος, και ότι στο Άγιον Όρος πηγαίνεις για να προσευχηθείς για αυτά τα οποία θέλεις. Έτσι και ήρθε, λοιπόν. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος έχει περπάτημα κι αυτός φόραγε σκαρπίνια. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος κάνει κρύο κι αυτός είχε πάρει μόνο ένα ελαφρό αντιανεμικό. Είχε τα τσιγαράκια του μαζί και μιαν ωραία πίπα. Είχε λεφτά μπόλικα, αλλά, άμα εκεί δεν υπάρχουν πράγματα να αγοράσεις, τι να τα κάνεις τα λεφτά; Είχε έρθει, λοιπόν, και του είπανε «να πας στην Ιβήρων». Τον φορτώσανε στο αυτοκίνητο και βγήκε στην Ιβήρων.

Δεν ήξερε τίποτα. Είχε έρθει ολομόναχος για να προσευχηθεί. Το βράδυ του λέω, πού σε βάλανε να κοιμηθείς; Τον είχανε βάλει να κοιμηθεί σ’ ένα μεγάλο ξενώνα με άλλους ανθρώπους. Του λέω, σκελέα ζεστή έχεις; Μου λέει, δεν έχω. Του λέω, θα σου δώσουμε, γιατί πού να κοιμηθεί ο άνθρωπος; Δεν είχε φέρει τίποτα. Εγώ ήμουν παχουλός, αλλά ο άλλος ο φίλος μου ήταν αδυνατούλης. Αυτός ήταν ψηλούλης, βέβαια, αλλά τι να κάνουμε; Βολεύεσαι και με κοντό παντελονάκι. Τον ντύσαμε, λοιπόν. Του δώσαμε κάλτσες από τις δικές μας και του τις φορέσαμε. Του φορέσαμε μια ωραία φανέλα μάλλινη που είχαμε, για να ζεσταίνεται ο άνθρωπος. Του δώσαμε και ένα από τα ζακετάκια που είχαμε φέρει μαζί και του πήραμε εν γένει όλη την ενδυμασία την κοσμική και τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα.

— Πώς σε λένε, βρε παιδί μου; του λέμε.
— Με λένε Σταμάτιο.
— Σταμάτη, μανάρι μου, δεν είχες ακούσει πως εδώ στο Άγιον Όρος κάνει κρύο και πρέπει να είσαι καλά ντυμένος;
— Δεν ήξερα. Εγώ πήρα το αεροπλάνο, πήρα το ταξί και ήρθα…

Ήταν Ελληνογερμανός. Έλληνας πατέρας και Γερμανίδα μητέρα. Και καταλαβαίνετε, αυτοί εκεί βγαίνουν ψηλοί, ξανθοί. Αρρενωπός, πολύ ωραίος!

Όπως καθόμασταν, λοιπόν, μας λέει:

— Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας, να μου δείξετε λίγο το Άγιον Όρος, γιατί εγώ δεν ξέρω.
— Ναι, βέβαια, θα σε πάρουμε.
— Σας παρακαλώ, θέλω να πάω στον γερό-Παΐσιο.

Φτου, λέω εγώ από μέσα μου! Εγώ πήγα προηγουμένως και έκατσα έξι ώρες. Πάλι θα ξανανεβώ τα γκρεμνά, να πάω στο γερο-Παΐσιο, να χτυπάω τα κουδουνάκια, να βγαίνει έξω, να μου λέει «μα εσύ, χοντρέ, ήρθες προηγουμένως, τι θέλεις πάλι εδώ;» Όχι, εγώ θέλω να πάρω το λεωφορείο, να κατεβώ, να ρίξουμε τον Σταυρό στη θάλασσα, να φύγουμε, να πάμε στις Καρυές, να κατεβούμε στη Δοχειαρίου, θα μας περιμένει ο ηγούμενος της Δοχειαρίου, θα μας βρίζει, αυτός δεν είναι εύκολος άνθρωπος… Πω πω!

Νευρίασα πολύ. Αλλά έχεις υποχρέωση να τα υποστείς όλα αυτά. Στο τέλος, πρέπει να πεις «ναι, θα πάμε». Γιατί είναι ο Χριστός… Και λέω, «αδελφέ μου, θα χαλάσουμε το δίκτυο, θα πάμε».

Άντε, βουρ, ξανά. Εμείς με τις βαλίτσες στην πλάτη, αυτός χωρίς τίποτα. Τα σκαρπίνια τα φορούσε, δεν είχαμε με τι να του τα αλλάξουμε τα σκαρπίνια. Του φτιάξαμε και μια μπαστούνα και άντε να ανεβαίνουμε στα γλιτσερά αυτά τα παγωμένα μονοπάτια. Τώρα ήταν κι ανηφόρα, ενώ την προηγούμενη μέρα κατηφορίζαμε. Ανεβαίνουμε, φτάνουμε στον γερο-Παΐσιο και χτυπάμε το καμπανάκι. Βγαίνει ο γερό-Παΐσιος και λέει: «α! επειδή σήμερα έβρεξε αποβραδίς και μπήκε νερό μες στη στέρνα, ήρθατε να το τραβήξετε το νερό να το βγάλετε έξω! Καλώς τα παλικάρια!». Μας άνοιξε και στρωθήκαμε στη δουλειά να βγάλουμε το νερό από τη στέρνα. Τον Σταμάτη όμως τον πήρε κατ’ ιδίαν και μιλήσανε.

Σώθηκε!

Όση ώρα μιλάγανε, το παιδί αυτό άρχισε να λάμπει. Έφυγε η σκοτεινιά του προσώπου του κι έλαμπε! Και μου λέει ο γερο-Παΐσιος:

— Έλα εδώ, Βαγγελάκο. Άκου προσεκτικά. Αναλαμβάνεις σε όλη σου την ζωή να προσεύχεσαι για έναν νεαρό ονόματι Μιχάλη που αρρώστησε και πέθανε. Και παπάς να γίνεις και ό,τι να γίνεις, θα προσεύχεσαι γι’ αυτόν σ’ όλη σου την ζωή.

Και του λέει του Σταμάτη: «Εσύ δεν έχεις δικαίωμα να ξαναπροσευχηθείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Την αναλαμβάνει την υποχρέωση της προσευχής σου ο Ευάγγελος».

Εδώ να σημειώσω πως, όταν ήμασταν ακόμα στην Ιβήρων, τον είχα ρωτήσει τον Σταμάτη:

— Εσύ γιατί ήρθες στο Άγιον Όρος;
— Ένας φίλος μου πέθανε και ήρθα στο Άγιον Όρος, να προσευχηθώ για την ψυχή του.

Εγώ όμως ήμουν γιατρός και ήμουν έξυπνος, δεν ήμουν χαζός. Αν με ρώταγες εμένα, θα έλεγα και από τι πέθανε ο φίλος μου. Αφού δεν είπε λοιπόν αυτός, από AIDS θα πέθανε. Το κατάλαβα αμέσως. Αλλά την εποχή εκείνη το AIDS αμέσως συνδυαζόταν με τη ζωή της ομοφυλοφιλίας. Γι’ αυτό δεν του είπα τίποτα, για να μην τον στεναχωρήσω τον άνθρωπο.

Όπως κάναμε να φύγουμε από την Παναγούδα, ο γερο-Παΐσιος τον είχε αγκαλιά. Κι όπως βγήκαμε στην πόρτα, του δίνει ένα σκαμπιλάκι και του λέει:

«Σταμάτιέ μου, να μην φοβάσαι τίποτα. Αφού κορόιδεψες εμένα και δεν κατάλαβα τίποτα για σένα, φαντάσου πώς θα κοροϊδέψεις τα τελώνια!»

και συμπλήρωσε, «παιδί μου, να μην φοβάσαι για τίποτα, εγώ θα σε μνημονεύω πάντα».

Ακούστε τώρα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Ο Σταμάτης για μένα είναι ένας άγιος. Τον μνημονεύω ως Σταματίου μοναχού. Γεννήθηκε στη Γερμανία από πατέρα Έλληνα, ο οποίος ήταν λίγο βάναυσος. Η μητέρα του ήταν Γερμανίδα και είχε αυστηρή παιδαγωγική. Το παιδί έγινε πάρα πολύ όμορφο. Το έστειλαν σε ένα γυμναστήριο κι εκεί που γυμναζόταν, το πλησίασε κάποιος και έτσι, άρχισε να διαφαίνεται αυτή η προς το ίδιο φύλο αγάπη και τρυφερότητα. Το παιδί μεγάλωσε και ήρθε στην Αθήνα και ήταν καθηγητής του Ινστιτούτου Γκαίτε των Αθηνών και αμειβόταν πάρα πολύ καλά. Εκεί γνώρισε έναν τραπεζιτικό υπάλληλο με τον οποίο σχετίστηκε. Αυτός ήταν ο περίφημος Μιχάλης, που του είπε ο γέροντας «δεν θα τον ξαναμνημονεύσεις ποτέ, θα τον μνημονεύει ο Ευάγγελος». Αυτός ο καημένος είχε αρρωστήσει από AIDS. Ο Σταμάτης είχε τέτοια τρέλα και έρωτα μ’ αυτό τον άνθρωπο, ώστε του είπε: «θα κολλήσω κι εγώ AIDS, για να είμαστε κι οι δύο άρρωστοι μαζί».

Αυτά, βέβαια, είναι πνευματικές ασθένειες, που τι δείχνουνε; Την ένταση του πάθους, για το οποίο πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί πώς μιλάμε.

Ο Μιχάλης αρρώστησε από λευχαιμία. Τότε δεν υπήρχαν καλά φάρμακα. Τώρα σχεδόν όλοι οι φορείς είναι καλά στην υγεία τους. Τους δίνει κι ένα επίδομα το ελληνικό κράτος 800 ευρώ το μήνα, τους δίνει και τα φάρμακά τους που κάνουν 2.000 ευρώ.

Ο άρρωστος αρρώστησε και τον βάλανε στο νοσοκομείο. Οι γονείς του δεν δεχόντουσαν να μπαίνει ο Σταμάτης μες στο δωμάτιο. Αυτός ξεροστάλιαζε ο μαύρος κάτω από το νοσοκομείο του Αγίου Σάββα και από κει μάθαινε ότι είχε φτάσει 50 κιλά ο άρρωστος. Τότε έκανε δίαιτα κι έφτανε κι αυτός στα 50 κιλά. Του λέγανε, αδυνάτισε ο Μιχάλης και έφτασε στα 46, έκανε κι αυτός δίαιτα και έφτασε στα 46. Του λένε, αδυνάτισε κι έπεσε στα 43, έκανε κι αυτός δίαιτα κι έπεσε στα 43.

Τέλος, του λένε, πέθανε ο άνθρωπος, και λέει: «μα τι να κάνω γι’ αυτόν που αγαπώ, Θεέ μου;». Κάποιοι τότε του είπαν, πήγαινε στο Άγιον Όρος να βάλεις τους πατέρες να προσεύχονται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Τον έφερε το πάθος στο Άγιον Όρος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λέμε τίποτα επικριτικό…

Κι επειδή ο καημένος δεν ήξερε, νόμιζε ότι το Άγιον Όρος είναι η Πλατεία Κολωνακίου, στην οποία μαζευόντουσαν. Ήρθε λοιπόν στην Ιβήρων, ως «κολωνάκι του Αγίου Ορούς», γιατί η εικόνα εκεί της Παναγίας θεωρείται η πρώτη στο Άγιον Όρος. Εκεί γνωριστήκαμε και μας παρακάλεσε και πήγαμε στο γερο-Παΐσιο. Όσο εμείς δουλεύαμε, ο γερο-Παΐσιος τού είπε:

— Σταματάκη, μπορείς να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή;
— Μπορώ.
— Βγάζεις τόσα λεφτά από το γερμανικό κολλέγιο. Θα κρατάς το 1/10 για σένα και τα 9/10 θα τα μοιράζεις στους φτωχούς. Μπορείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς να λες τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κάθε μέρα;
— Μπορώ.
— Δε μου λες, Σταματάκη μου; Μπορείς να πηγαίνεις στο νοσοκομείο μία φορά τη βδομάδα και να περιποιείσαι έναν άρρωστο που δεν έχει κανέναν;
— Μπορώ, έλεγε ο Σταμάτης. (Αυτοί είναι οι άγιοι του Θεού).
— Μπορείς να πας να βρεις πνευματικό και να εξομολογηθείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς τον κανόνα που θα σου βάλει ο πνευματικός να τον κάνεις;
— Μπορώ.
— Μπορείς να πηγαίνεις κάθε Κυριακή στη Λειτουργία;
— Μπορώ.
— Πήγαινε, λοιπόν, κάνε ό,τι μπορείς και θα κάνει ο Θεός για σένα ό,τι δεν μπορείς.

Δηλαδή, αφού σε σέρνει το πάθος, πήγαινε και κάνε ό,τι μπορείς και άσε τον Θεό να σου παλέψεις το πάθος, να κάνει ο Θεός για σένα αυτό που δεν μπορείς να κάνεις εσύ.

Και τον συμβούλεψε, δεν θα ξαναθυμηθείς ποτέ αυτόν τον άνθρωπο και δεν θα μνημονεύσεις ούτε το όνομά του, ούτε στους πεθαμένους. Αυτό θα το αναλάβει αυτός εκεί. Και, όντως, ο πρώτος που μνημονεύω μετά από τον πνευματικό μου και μετά από γέροντες πνευματικούς, είναι αυτός ο δούλος του Θεού Μιχαήλ. Γιατί; Γιατί είναι παραγγελία του γέροντος Παϊσίου.

Γύρισε ο Σταμάτης από το Άγιον Όρος. Έχετε δει τι σημαίνει άγγελος του Θεού; Τον σκέπασε η χάρις του Αγίου Πνεύματος και έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε φοβερή πνευματική κατάσταση. Νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, μετάνοιες, εξομολόγηση… Αφιέρωσε τον εαυτό του, όποιος είχε AIDS και δεν είχε εξομολογηθεί, έπαιρνε τον πνευματικό και τον πήγαινε εκεί να τον εξομολογήσει. Αφιέρωσε τον εαυτό του να παίρνει έναν ιερέα και πήγαινε να κοινωνήσει τους αρρώστους στο νοσοκομείο, γιατί οι ιερείς των νοσοκομείων τότε είχανε κι αυτή την τρέλα και δεν τους κοινωνούσαν τους εϊτζικούς. Τον έπαιρνε με το αυτοκίνητό του και τον πήγαινε την νύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήτανε. Έπαιρνε τα σώματα των ανθρώπων που είχαν AIDS, τα έπλενε, τα καθάριζε, τα ετοίμαζε, τα σαβάνωνε, τα έβαζε με τα χέρια του μέσα σε μία νεκροσακούλα αεροστεγή, τους διάβαζε το ψαλτήρι όλη την νύχτα…

Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος… Ποιος το κατάφερε αυτό; Ο γερο-Παΐσιος. Είδατε Ιεραποστολή από ένα γεροντάκι που καθότανε σε ένα κελλάκι! Με τον τρόπο που έπιασε το ψαράκι, σώθηκε το ψαράκι, αλλά πήγε η χάρις αυτή και σε πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους.

Τον Σταμάτη, λοιπόν, τον πήγα σε μια γιατρίνα δική μου και τον παρακολουθούσε. Αυτοί τότε είχαν ένα σινάφι. Το σινάφι, μόλις έμαθε ότι ο Σταμάτης έφυγε από το σινάφι, λένε «ποιος είναι η αιτία; Αυτός ο χοντρούλης». Οπότε της Υπαπαντής, κάνουνε μια συμφωνία. Έρχονται δέκα και μπαίνουν μες στην Εκκλησία στην οποία έψελνα. Ένας από αυτούς ανεβαίνει στο ψαλτήρι και ετοιμάζεται να με δαγκώσει. Για να με εκδικηθεί! Εγώ τον βλέπω τον άνθρωπο, λέω μέσα μου «δεν τον ξέρω», τραβιέμαι και ξαφνικά γυρίζει και φεύγει…

Σε ενάμιση μήνα, στις 25 Μαρτίου, μου λέει ο Σταμάτης, σε παρακαλώ, πάμε να πάρουμε έναν άνθρωπο, είναι πολύ άρρωστος, πεθαίνει. Πάω στο σπίτι και βλέπω αυτόν που είχε έρθει να με δαγκώσει να είναι πολύ βαριά με πυρετό και να πεθαίνει. Και τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Πέθανε του Λαζάρου.

Τα ξέρουμε αυτά, γιατί τα ζήσαμε από κοντά με τις ευχές των γεροντάδων. Και τι κάναμε; Όσους μπορέσαμε, τους εξομολογήσαμε και κοινωνήσανε χαριτωμένοι. Και γι’ αυτό οι περισσότεροι πότε πεθάνανε; Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο, Σαββάτο του Λαζάρου. Έχω βγάλει στατιστικό. Οι περισσότεροι τέτοιες μέρες πέθαναν.

Ο Σταμάτης πέθανε τη Μεγάλη Παρασκευή και θάφτηκε το Μεγάλο Σάββατο. Μας είχε πει, «Θέλω να με θάψουνε χωρίς να ξέρει κανένας ποιος είμαι. Να ‘ρθουνε στην κηδεία μόνο αυτοί οι δύο». Εγώ ήμουν στο Καμερούν παπάς και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία, γιατί ήταν Μεγάλη Παρασκευή, και έστειλα έναν άνθρωπο και πήγε και δεν είχε ούτε πεθαμενατζήδες να τον κουβαλήσουνε. Τον κουβάλησαν λαϊκοί με τα χέρια και τον έθαψαν. Και ήθελε στον τάφο του απάνω να είναι χώμα και να μην έχει ούτε κάγκελα ούτε τίποτα, ώστε να μην ξέρουν οι άνθρωποι και να τον πατάνε, γιατί ήταν άξιος του πατήματος. Έτσι έλεγε!

Σας ερωτώ; Πού τον βάζετε τώρα εσείς αυτόν; Τι πιάνουμε εμείς μπροστά του; Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει τι είναι ο καθένας. Η Εκκλησία έχει την δύναμη να τους διασώζει όλους.

Και είδατε τι ωραία συμβουλή που του έδωσε ο γερο-Παΐσιος. Κάνε εσύ όσα μπορείς και ο Θεός θα κάνει τα άλλα. Και ο Θεός έκανε τα άλλα πραγματικά και τον σκέπασε και μέχρι το τέλος του βίου του, ξανά εξομολογήθηκε και μετέλαβε.

Ο πνευματικός που εξομολογήθηκε πρώτη φορά στην Αθήνα τού είπε: «Δεν θα κοινωνήσεις ποτέ. Μόνο την ημέρα που θα πεθάνεις». Βαρύ! Στεναχωρέθηκα… Το είπα στον γερο-Παΐσιο και είπε: «Όχι κι έτσι, βρε παιδάκι μου». Αλλά επειδή είχε πάει στον πνευματικό και του είχε βάλει αυτόν τον κανόνα, περίμενε πολλά χρόνια, μέχρι ο πνευματικός να του δώσει την ευλογία να πάει σε άλλον πνευματικό και να του δώσει εκείνος το δικαίωμα να κοινωνάει.

Βλέπετε πόση ταπείνωση! Δεν ήρθε στην Εκκλησία με το θέλημα, δεν ήρθε με το δικαίωμα, ότι έχω δικαίωμα! Αλλά ήρθε ταπεινά και ήσυχα…

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Ευάγγελου Παπανικολάου

Πηγή:


ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ.GR - ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ



<>





Η μεταστροφή του Ιωάννη Τ. στην Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή - Ο φαύλος κύκλος της ομοφυλοφιλίας

Είναι λίγος καιρός που στο μυαλό μου τριγυρίζουν κάποιες σκέψεις για τους αποκαλούμενους αμφιφυλόφιλους. Ο όρος «αμφιφυλόφιλος» εμπεριέχει και τα δύο φύλα, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν εγκλωβίζεται μόνο σε ένα φύλο, αφού μπορεί να εκφράζεται σεξουαλικά και με τον έναν και με τον άλλον τρόπο, δηλαδή και ετεροφυλοφιλικά (φυσιολογικά) και ομοφυλοφιλικά. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί ταυτόχρονα να είναι «στρέιτ», δηλαδή (αν είναι αγόρι) να έχει κοπέλα, να μιλάει με τους φίλους του για κορίτσια, να βγαίνει έξω για φαγητό με την καλή του, να της πιάνει το χέρι, να φιλιούνται και να είναι ερωτευμένοι και, ταυτόχρονα, να βρίσκεται στο ίδιο κρεβάτι με έναν άντρα.

Με τον τρόπο αυτό, στρεφόμενος σε ένα πρόσωπο του ίδιου φύλου, ο άνθρωπος αυτός εκφράζει τη βαθύτερη ανάγκη της ψυχής ή, αν θέλετε, του συναισθηματικού του κόσμου να απαλλαγεί από το εσωτερικό κενό και να γεμίσει με αυτό που του λείπει πραγματικά. Εάν το κορίτσι, η κοπέλα τον γέμιζε στην ψυχή και ένιωθε πλήρης δεν θα αναγκαζόταν να έχει αυτού του είδους τη δραστηριότητα, δεν θα του πέρναγε καν από το μυαλό. Θα είχε εκείνη να μοιράζεται τις ιδιωτικές του στιγμές. Συνεπώς μιλάμε για την περίπτωση ενός ανθρώπου που, ενώ μπορεί φαινομενικά να έχει μία ζωή ενός ετεροφυλόφιλου άντρα, ωστόσο την βαθύτερη ανάγκη του την καλύπτει συνάπτοντας σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου.

Το θέμα, κατά τη γνώμη μου, είναι τι ζητάει κανείς από τη ζωή του. Ζητάει το ψέμα ή να βρει αυτό που αγαπάει αληθινά; Αυτό που θα τον κάνει να νιώσει πλήρης, υγιής και ολόκληρος, αν και εφόσον, βέβαια, ο φίλος ή η φίλη μας νιώθει άνετα με τον εαυτό του και με το φύλο του. Δυστυχώς, στις μέρες μας, όλο και περισσότεροι άνδρες και γυναίκες δεν νιώθουν άνετα με αυτό. Νιώθουν ελλιπείς ως προς το φύλο τους και αυτό τους ωθεί όλο και περισσότερο να αναζητούν στο ίδιο φύλο τα στοιχεία εκείνα που τους λείπουν, για να νιώσουν ολοκληρωμένοι άντρες και γυναίκες. Αυτό, δυστυχώς, οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο αναζήτησης του λάθος πράγματος με τον λάθος τρόπο χωρίς κανένα αποτέλεσμα, γιατί δεν μπορείς να πάρεις από τον άλλον αυτό που του λείπει, τη στιγμή που ψάχνει ακριβώς το ίδιο με εσένα.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις αποτυγχάνουν να δοκιμαστούν στο χρόνο, πέρα από τα προφανή αίτια της αποτυχίας που προκύπτουν από τους στοιχειώδους κανόνες αναπαραγωγής των ειδών, της φυσιολογίας του ανθρώπινου σώματος κ.λπ. Αλλά η ομοφυλοφιλία πλέον έχει πάρει ένα δρόμο ξέχωρο από όλα αυτά. Δεν ασχολείται κανένας με το γιατί υπάρχει σεξουαλικότητα στον άνθρωπο, γιατί ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο τα όργανα αναπαραγωγής, γιατί υπάρχει ο έρωτας κ.λπ. Αυτή η μετεξέλιξη του ανθρώπου σε ον, το οποίο δεν υπάγεται στους στοιχειώδεις κανόνες αναπαραγωγής και τεκνοποίησης δεν προέρχεται από μια πνευματική θεώρηση του ανθρώπου αλλά από μια ισοπέδωση της λογικής στο όνομα του δικαιώματος «να ζω όπως θέλω εγώ».

Μετά από όλα τα παραπάνω, πρέπει να θυμηθούμε ότι η έμπρακτη αρσενοκοιτία αποτελεί αμάρτημα και αίτιο, που απειλεί τον άνθρωπο με αιώνιο θάνατο. Συνεπώς, ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό, τον Χριστό, την ανάσταση των νεκρών και την τελική απολύτρωση, θα πρέπει γρήγορα να αναζητήσει εκεί θεραπεία από το αρσενοκοιτικό πάθος και όχι να ξεχνιέται σε εφήμερες αμαρτωλές πράξεις, που έχουν ολέθριες συνέπειες.

Η πίστη στον Χριστό, η υπακοή στις εντολές Του και η πορεία που Εκείνος ακολούθησε είναι η λύση, για να μην αναγκάζεται ο άνθρωπος να επαναλαμβάνει τα ίδια αμαρτήματα, από τα οποία χωρίς την χάρη του Θεού δεν θα μπορούσε να απαλλαχτεί. Κι αυτήν τη χάρη μπορούμε όλοι να την γευτούμε μέσω της πίστης, της τήρησης των θείων εντολών και της αφοσιωμένης και έμπρακτης συμμετοχής στη ζωή της Εκκλησίας, με τρόπο τέτοιο που να είμαστε σώμα Χριστού και μαρτυρία της αναστάσεως και εικόνα της μέλλουσας βασιλείας.

Με τη χάρη του Θεού, εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια, δεν έχω πλέον αμαρτωλή δραστηριότητα, όσον αφορά το πάθος της αρσενοκοιτίας, της πορνείας, της πορνογραφίας και του αυνανισμού. Η αποχή και η αγνότητα δεν θα υπήρχαν στη ζωή μου, εάν δεν είχα πιστέψει στον Χριστό, όπως δεν υπήρχαν και τα προηγούμενα δώδεκα χρόνια, δηλαδή από τα 18 μου μέχρι τα 30, που δεν πίστευα και αναγκαζόμουν να αμαρτάνω κάθε τρεις και λίγο. Η εγκράτεια που προσπάθησα, χωρίς να πιστεύω στο Θεό, να επιβάλω στον εαυτό από τα 25 μου μέχρι τα 31, στην αρσενοκοιτική αμαρτία αποτύγχανε παταγωδώς. Αφού όμως πίστεψα, εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια, απολαμβάνω μια ζωή μακριά από όλες αυτές τις ζωοκτόνες δραστηριότητες, προσμένοντας το έλεος που δίνει ο Ιησούς Χριστός, ζώντας για Εκείνον και από Εκείνον.

Ιωάννης Τ.

Πηγή:


ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ.GR - ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ


<>







Κονγκό, 2002: Η θαυμαστή μεταστροφή και Ορθόδοξη Βάπτιση 170 ειδωλολατρών Αφρικανών

Ένα ακόμη από τα συγκλονιστικά και θαυμαστά περιστατικά που συνέβησαν στην Ορθόδοξη ιεραποστολή στο Κονγκό.
Το παρόν θαύμα μου το διηγήθηκε ο παπά Κοσμάς, που είναι ιερεύς στο χωριό Κασάζι, της επαρχίας Λουαλάμπα της Κατάγκα.

Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ήλθε η ώρα να κάνουν την περιφορά του Επιταφίου, έξω και γύρω από την καινούργια εκκλησία τους, που είναι προς τιμήν του Αποστόλου Παύλου.

Βγαίνοντας από την εκκλησία είχαν ανάψει τα τρία κεριά, που είχαν τοποθετήσει ψηλά στον Σταυρό. Λόγω όμως του δυνατού αέρος, όλα τα κεριά των Χριστιανών έσβησαν. Ήθελαν ακόμη 40 μέτρα για να μπούν μέσα στον ναό, όταν ξαφνικά, μπροστά στα έκθαμβα μάτια όλων των Χριστιανών και των άλλων περιέργων, άναψαν τα τρία κεριά του Σταυρού, χωρίς να σβήνουν.

Ο αέρας, όπως μου είπε ο ιθαγενής ιερεύς π. Κοσμάς, λυσσομανούσε. Βλέποντας το θαύμα αυτό οι άνθρωποι εξεπλάγησαν. Έλεγαν: Τι δύναμι έχει η πίστις αυτής τής Εκκλησίας! Ενώ οι ειδωλολάτρες που έβλεπαν το φαινόμενο έλεγαν: «Μακριά απ᾿ αυτή την Εκκλησία. Έχει πολλή δύναμη. Ο Θεός της έχει την δύναμη να μας εξαφανίσει!

Το θαύμα αυτό έφερε το αποτέλεσμά του. Μετά από 6 μήνες βαπτίσθηκαν μόνο από το χωριό αυτό 170 κατηχούμενοι.

Ιεραποστολικό κλιμάκιο Κολουέζι – Κονγκό (2002)


<>





Πως άρχισαν οι Ρώσοι να βαπτίζονται ομαδικά τον 9ο αιώνα από τους Βυζαντινούς ιερείς

Ὁ ἀυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Α´ (867-886) προσπάθησε νά συνάψη φιλικές σχέσεις μέ τούς Ρώσους προσφέροντάς τους πολλά δῶρα, ἀλλά ταυτόχρονα ἔστειλε καί ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας γιά νά τούς ἐκχριστιανίση. Ὅταν αὐτοί ἔφτασαν στή Ρωσία, ὁ βασιλιάς της τούς ὑποδέχτηκε μαζί μέ ἄλλους εὐγενεῖς καί πλῆθος λαοῦ. Οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπ᾽ τό Βυζάντιο ἱερεῖς διάβασαν ἀπ᾽ τή Βίβλο διάφορα θαύματα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό θαῦμα τῶν τριῶν παίδων πού δέν καίγονταν, ἄν καί βρίσκονταν μέσα στή γνωστή κάμινο. Τότε, οἱ δεισιδαίμονες Ρώσοι ἀπαίτησαν νά γίνη ἕνα παρόμοιο θαῦμα γιά νά πιστέψουν, ζήτησαν μάλιστα νά ρίξουν στή φωτιά τό Εὐαγγέλιο πού εἶχαν φέρει μαζί τους οἱ βυζαντινοί ἱερεῖς. Αὐτοί τότε, ἀφοῦ προσεύχηθηκαν, ἔριξαν τό Εὐαγγέλιο στή φωτιά καί, ἔπειτα ἀπό ὧρες, αὐτό βρέθηκε νά εἶναι ἀνέπαφο. Ἔτσι, οἱ Ρώσοι ἄρχισαν νά βαπτίζονται ὁμαδικά.

Πηγή:


ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ


<>








Ο Αφρικανός π. Καλλίνικος από την Κατάγκα του Κονγκό μας διηγείται πώς έγινε Ορθόδοξος


Ὁ ὑποδιάκονος Καλλίνικος ἀπό τήν ἐνορία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τοῦ χωρίου Κατάγκα τοῦ Κονγκό, μᾶς διηγεῖται πῶς ἔγινε ὀρθόδοξος.
«Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα μου, πού συνέβη τό 1986, ἤμουν βαρειά ἄρρωστος ἐπί 4 χρόνια. Ἐπήγαινα στό νοσοκομεῖο, χωρίς καμμία βελτίωσι. Κουράσθηκα νά τρέχω σέ γιατρούς. Συνάντησα ἕνα φίλο μου. Εἶδε τήν οἰκτρά κατάστασί μου καί μοῦ εἶπε: «Δοκίμασε καί πήγαινε σ᾿ ἕνα ὀρθόδοξο ἱερέα. Πές του νά σοῦ διαβάσει τούς ἐξορκισμούς τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ. Καί θά γίνεις καλά».
Τοῦ εἶπα: Εἶμαι ἐξαντλημένος, δέν ἠμπορῶ νά περπατήσω.
Ἡ γυναῖκα μου καί ἡ μητέρα μου ἐπέμεναν νά πᾶμε. Ἦτο τό ἔτος 1990. Ἐπῆγα στόν ἱερέα π. Αὐγουστῖνο τοῦ Λικάσι. Μοῦ διάβασε τούς ἐξορκισμούς καί ἐπανῆλθε ἡ ὑγεία μου, ὅπως ἦτο πρῶτα. Μέχρι τότε εἶχα ἀποκτήσει καί δύο παιδάκια. Μέ ὅλη τήν οἰκογένειά μου βαπτισθήκαμε τό 1994 στό ποτάμι τοῦ χωριοῦ μου. Μᾶς βάπτισε ὁ ἱερομόναχος π. Βαρνάβας Γρηγοριάτης».

π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Ὀρθόδοξος Κυψέλη



<>






Χονγκ Κονγκ - Αν θέλεις κάτι περισσότερο πήγαινε στους Ορθοδόξους

Αναφέρει ο Σεβ. Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ κ. Νεκταρίος:

Ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα… Ο Ναός του Αγίου Λουκά είχε φορέσει τα γιορτινά του εκείνη την ημέρα. Τρείς νέοι άνδρες, μετά από πολύμηνη κατήχηση, ήταν έτοιμοι για το ιερό Μυστήριο της Βαπτίσεως και την είσοδό τους στην Εκκλησία του Χριστού.
 Ξεκίνησα την ακολουθία της κατηχήσεως. Στην πρώτη ευχή του εξορκισμού o ένας από τους νεαρούς άρχισε να βήχει με ένα τρόπο περίεργο. Αρχίζω να διαβάζω την δεύτερη ευχή του εξορκισμού και ο βήχας του νεαρού γίνεται μούγκρισμα. Γονατίζει. Σκύβει το κεφάλι στο έδαφος.
Ένας από τους πιστούς με πλησιάζει. Mου δείχνει τον νεαρό και προτείνει να σταματήσω την Ακολουθία.
«Κάτι σοβαρό του συμβαίνει», μου λέγει.
Του κάνω νόημα πως δεν θα σταματήσω. Δεν θέλω να του πω ότι γνωρίζω τι συμβαίνει. Δεν θέλω να τους τρομάξω.
Ο νεαρός είχε ασχοληθεί ενεργά με πρακτικές της Νέας Εποχής. Με επικλήσεις πνευμάτων και τέτοια σχετικά. Είχε φθάσει σε επίπεδο να συνδιαλέγεται με τα πνεύματα που επικαλείτο. Κάποια στιγμή, όμως, συνειδητοποίησε πως η επαφή του με αυτά τα πνεύματα του δημιουργούσε σαβαρά πνευματικά και σωματικά προβλήματα. Ένιωθε μέσα στο σώμα του μια σκοτεινή δύναμη να τον κυριεύει και να τον συνθλίβει.
Προσπάθησε να βρει θεραπεία σε φημισμένους ψυχοθεραπευτές. Στη συνέχεια πλησίασε ένα φημισμένο Προτεστάντη Πάστορα. Εκείνος του έκανε κάποιους εξορκισμούς. Η κατάσταση δεν βελτιωνόταν. Και τότε ο Πάστορας του είπε: «Εγώ αυτό μπορώ να σου κάνω. Αν θέλεις κάτι περισσότερο πήγαινε στους Ορθοδόξους».
Δεν είχε ξανακούσει για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ρώτησε για πληροφορίες και μια Κυριακή ήρθε στον ναό του Αγίου Λουκά και παρακολούθησε την Λειτουργία. Για πρώτη φορά ένιωσε κάτι διαφορετικό να συμβαίνει μέσα του. Ένα αίσθημα πρωτόγνωρο.
Με πλησίασε. Μου διηγήθηκε την ιστορία του. Και από εκείνη την ημέρα όχι μόνο εντάχθηκε στο πολύμηνο πρόγραμμα κατηχήσεως αλλά ερχόταν ανελλειπώς σε όλες τις ακολουθίες οι οποίες ετελούντο στο Ναό.
Σήμερα ήρθε η ευλογημένη στιγμή γι᾽ αυτόν νά δεχθεί το άγιο βάπτισμα. Και τώρα, την ιερή ώρα των εξορκιστικών προσευχών, αυτός δίνει τον δικό του αγώνα. Κυριολεκτικά παλεύει.
Οι ευχές τελειώνουν. Ήρθε η ώρα της αποτάξεως του Σατανά.
«Ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ;», ρωτώ.
Οι κατηχούμενοι με την σειρά τους απαντούν. Ο νεαρός, ακόμα γονατιστός, απαντά με σβηστή και τρεμάμενη φωνή: «Ἀποτάσσομαι».
Προχωρώ στις ερωτήσεις της Συντάξεως με το Χριστό. Το ίδιο σκηνικό. Αλλά τώρα, την ώρα που απαγγέλλουν το Σύμβολο της Πίστεως, ο νεαρός σηκώνεται δειλά δειλά. Σταμάτησε να βήχει και να μουγκρίζει. Το πρόσωπό του όμως παραμένει κάτωχρο.
Ἡ Ἀκολουθία της Βαπτίσεως συνεχίσθηκε χωρίς άλλα απρόοπτα. Στο τέλος οι τρείς νεοφώτιστοι κοινώνησαν για πρώτη φορά το Σώμα και το Αίμα του Θεανθρώπου. Οι πιστοί σπεύδουν με χαρά να τους ευχηθούν. Ο νεαρός παραμένει σιωπηλός, κάτωχρος αλλά ήρεμος.
Την επομένη, ο νεοφώτιστος πλέον νεαρός άνδρας ήρθε να με επισκεφθεί στο Γραφείο.
«Θέλω να σας μιλήσω για εχθές», μου λέγει.
«Ευχαρίστως», του απαντώ. «Σε ακούω».
Μου διηγείται τι του συνέβη την ώρα της κατηχήσεως. Άκουγε μέσα του δεκάδες φωνές να ουρλιάζουν. Ένιωσε κάποιες σκοτεινές παρουσίες να παλεύουν. Ένιωσε να πνίγεται. Την ώρα της Σύνταξης έβλεπε τα σκοτεινά πνεύματα να φεύγουν σαν καπνός μέσα από το σώμα του. Οι φωνές και η αίσθηση του πνιγμού σταμάτησαν. Ηρέμησε.
Το βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί μια σκοτεινή παρουσία μπήκε στο δωμάτιό του. Το σκοτεινό πνεύμα τον ρώτησε: «Γιατί μας έδιωξες; Γιατί;»
Τον παρακολουθούσα χωρίς να μιλώ. Συνέχισε την διήγηση.
«Έκαμα το σταυρό μου και το σκοτεινό πνεύμα εξαφανίσθηκε. Πάτερ, αλήθεια σας λέγω. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωσα φόβο. Μάλλον το αντίθετο. Ήταν η πρώτη φορά που ἐνιωσα πως το σκοτεινό πνεύμα είχε κυριευθεί από φόβο.»
Δεν μίλησα. Τον σταύρωσα. Τον αγκάλιασα και δακρυσμένος ψέλλισα: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»

Περιοδικό Πάντα τα Έθνη




<>







π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης (+1975): Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ οδηγεί μία γυναίκα σε μετάνοια

O αγιασμένος σύγχρονος Γέροντας και ιερέας των Τρικάλων, π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, με την άδεια της Ευαγγέλιας Γ., μας αναφέρει την μεταστροφή της από την αμαρτωλή ζωή στην συνειδητή Χριστιανική ζωή και στο Ιερό Μυστήριο της Θείας Εξομολόγησης.

* * *

Μας αναφέρει ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης:

Η Ευαγγελία Γ., ετών 28, κάτοικος Βάνιας, στις 6 Αυγούστου το απόγευμα έπαθε τα εξής:

Η Ευαγγελία από τα μικρά της χρόνια είχε μία άστατη ζωή. “Έκανε τήν ζωή της” μή έχοντας καμμία σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Εκκλησία, καί τελευταία συζούσε παράνομα μέ έναν παντρεμμένο, τόν Ν.Κ. 54 ετών, πού είχε αφήσει τήν γυναίκα του…
Ό Θεός όμως περίμενε τήν μετάνοιά της…

Στίς 6 Αυγούστου τού 1958 , ημέρα Τετάρτη, στίς 7 τό απόγευμα πήγε φαγητό στόν φίλο της πού έβοσκε τά πρόβατα. Τό έδωσε, καί φεύγοντας από εκεί γιά τό σπίτι της, τής παρουσιάστηκαν στόν δρόμο κάποια άγνωστα, περίεργα πλάσματα…

Τήν φοβέριζαν, γιατί είχε έλθει πιά ή οργή τού Θεού επάνω της καί έπρεπε νά ξεκαθαρίσει τήν θέση της. Άλλοι τήν έδερναν, άλλοι τήν τραβούσαν νά τήν πνίξουν στό νερό, άλλοι τήν έσπρωχναν δεξιά καί αριστερά…

Τελικά τήν πήγαν σ΄ ένα μαντρί, καί εκεί όλη τήν νύκτα πέρασε αφάνταστη τιμωρία…
Τήν επόμενη μέρα, στίς 1 τό μεσημέρι, τήν βρήκαν σέ μιά καλύβα βασανιζόμενη από ακάθαρτα πνεύματα. Είχε δαιμονισθεί!

Τήν πήραν καί τήν έφεραν στό σπίτι της, καί εκεί, δέν έπαψε νά φωνάζει δυνατά καί νά συνομιλεί μέ πονηρά πνεύματα δεχόμενη φοβερό ξύλο από αυτά…

‘Ολα τά παραπάνω τά διαβεβαιώνω σάν ιερέας τού χωριού καί σάν αυτόπτης μάρτυρας, μιά καί μέ κάλεσαν νά τής διαβάσω εξορκιστικές ευχές γιά νά ησυχάσει…

Στίς 6 τό απόγευμα φέραμε στήν δαιμονισμένη, τήν εικόνα τών Παμμεγίστων Ταξιαρχών, καί όπως ομολόγησε μετά ή ίδια, συνέβησαν περίεργα καί θαυμαστά πράγματα…
Μέ τήν είσοδο τής εικόνας τών Αρχαγγέλων στό σπίτι της είδε έναν αστραπόμορφο νέο μέ σπαθί πού τής είπε:

“Μή φοβάσαι, εγώ θά σέ απαλλάξω από όλα αυτά, αλλά θά σταματήσης τίς αμαρτίες πού μέχρι σήμερα έκανες καί θά μετανοήσεις. Εγώ θά είμαι μαζί σου ! Νά τό πείς αυτό παντού, ότι ή Εκκλησία έχει ζωντανή θρησκεία, γιά νά πιστέψει ό κόσμος καί νά μετανοήσει…”.

Καί αμέσως, μέ τά τελευταία λόγια τού Αρχαγγέλου, τά πνεύματα τού σκότους διαλύθηκαν, έπαψαν τά φαινόμενα καί επανήλθε στόν εαυτό της. Σηκώθηκε, προσκύνησε τήν εικόνα ευχαριστώντας τούς Αγίους γιά τήν προστασία τους καί υποσχέθηκε αλλαγή ζωής από τήν ίδια ώρα!…

Σήμερα είναι καλά, διηγούμενη όσα είδε καί έπαθε, καί ενθυμούμενη πάντα τόν Αρχάγγελο Μιχαήλ όμοιο μέ αστραπή μέ τό σπαθί στό χέρι, πού τήν έσωσε από τήν τιμωρία τών ακαθάρτων πνευμάτων…

Τά παραπάνω τά γράφω σάν αυτόπτης μάρτυς τών εν λόγω συμβάντων…

Ο ιερεύς τού χωριού,

π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, Βάνια Τρικάλων, 1958 – Αυγούστου 10

Από το βιβλίο: Ευάγγελος Π. Λέκκος, Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης – Σύγχρονοι Γέροντες, εκδ. Σαΐτης, 2011

<>










Η μετάνοια και η Θεία Εξομολόγηση ενός 80χρονου Έλληνα στο Detroit των ΗΠΑ

Αναφέρει ο π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος:

Πριν από χρόνια, μου είπε ο παπα-Εφραίμ Αριζόνας και πήγα στο Ντητρόιτ των ΗΠΑ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν 80χρονο, ο οποίος δεν ήθελε Εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είχε δεί.
Εγώ άρπαξα την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την Εξομολόγηση.
Και είπε, είπε…, και είπε… αυτός ο 80χρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, όχι μέσ’ την Εκκλησία, αλλά ούτε και έξω απ΄αυτήν! Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες.
Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω την συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίση του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε: 
«Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», 
δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», αλλά είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει… να κλαίει… και να κλαίει …
Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες έκλαιγε… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα.
Αυτός μετά κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. 
Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και από την χαρά του την πολλή να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς γιατί ξελάφρωσε.
Πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά» έλεγε.
Και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήταν Ελληνοαμερικανός…
Και από την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει:
«Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. 
Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ» έλεγε, 
και ξαφνικά πέθανε…
Θάνατος Οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.
Άρα λοιπόν όλοι σας, έχετε αυτήν την ευκαιρία, να πείτε Θεέ μου συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό και την αμαρτωλή, αρκεί να τρέξει απ’ τα ματάκια σας.
Ένα διαμάντι μεγάλης αξίας, το διαμάντι αυτό, να είναι το δάκρυ της μετανοίας, και θα δείτε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και να σας δέχονται και να σας υποδέχονται, άγγελοι και αρχάγγελοι.
Αλλά εμείς, αλλά εγώ, ο πατήρ Στέφανος, που τον ανεβάζετε και τον κατεβάζετε «άγιο», δεν ξέρω τι άλλο τον λέτε, κουτσομπολεύετε και από πίσω, όχι εσείς, άλλοι…
Εμείς όμως έχουμε αυτό εδώ, (δείχνει το πετραχείλι του), αυτό έχουμε εδώ, και δω κρέμονται εκατοντάδες και χιλιάδες, και θα δώσουμε λόγον.
Μπορούμε όμως να σωθούμε όλοι μας με ένα απλό «μνήσθητι»;
Άς είναι λοιπόν ευλογημένοι οι λαϊκοί που με έναν λόγο μετανοίας επιστρέφουν στην Βασιλεία του Θεού. 
Και αλοίμονό σε όλους τους κληρικούς όλου του κόσμου, αλοίμονό τους, διότι σχεδόν και με τα δυό τους πόδια, βρίσκονται στην Κόλαση.

Facebook: Ηλίας Καλλιώρας

<>




Οκτώβριος 2015: Η μεταστροφή μίας Αμερικανο-Σουηδικής οικογένειας στην Ορθοδοξία

Το Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015 ο Ρουμάνος Επίσκοπος Βορείου Ευρώπης Μακάριος τέλεσε την Θεία Λειτουργία και την Βάπτιση μίας Αμερικανο-Σουηδικής οικογένειας στην Ρουμανική Ορθόδοξη ενορία της πόλης Uppsala.

Συγκεκριμένα δέχθηκαν το Άγιο Βάπτισμα ο Αμερικανικής καταγωγής Matthew, η Σουηδή γυναίκα του Asa και η κόρη τους Alma μετά από προετοιμασία έξι χρόνων. Την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015 ετέλεσε το Μυστήριο του Γάμου του νεαρού ζεύγους Matthew και Asa.

O Matthew είπε τα ακόλουθα: 

"Σήμερα εγώ και η οικογένειά μου λάβαμε το Άγιο Βάπτισμα. Αυτό είναι το τέλος ενός ταξιδιού που κράτησε έξι χρόνια.Ήταν ένα ταξίδι μακρύ με πολλές δυσκολίες και πολλά ερωτήματα, στο τέλος όμως βρήκαμε μία κοινότητα στην οποία μας αποδέχθηκαν με ανοιχτή αγκαλιά. Το γεγονός πως μας δέχθηκαν ήταν θαυμαστό. Δεν είναι εύκολο να βρεις μία τέτοια κοινότητα που θα μείνει αναλλοίωτη όταν η κόρη μου θα φτάσει σε ώριμη ηλικία. Είναι μία Εκκλησία που δεν αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων αλλά κρατάει την ουσία της πίστεως. Αυτό το πράγμα δίνει δύναμη σε εμένα και στην οικογένειά μου και στα παιδιά που θα μεγαλώσουμε εν Χριστώ. Αισθανόμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι και ευλογημένοι που λάβαμε το Μυστήριο του Βαπτίσματος και είμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε μία νέα ζωή".



<>




Νοέμβριος 2015: Ο Αμερικανο-Ιάπωνας ηθοποιός του Hollywood Cary-Hiroyuki Tawaga των ταινιών Mortal Kombat ο ο οποίος σήμερα ζει στη Χαβάη βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός στη Ρωσία

Ορθόδοξος Χριστιανός βαπτίστηκε ο ηθοποιός του Hollywood, Cary-Hiroyuki Tagawa, στον Ιερό Ναό της Παναγίας Πάντων των Θλιβομένων η χαρά.

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος τέλεσε στα αγγλικά ο Πρόεδρος του Τμήματος των Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Σεβ. Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ κ. Ιλαρίωνας.

Να αναφερθεί ότι το όνομα που έλαβε ο ηθοποιός Tagawa είναι Παντελεήμων.

Σύμφωνα με πληροφορίες ο Tagawa έπαιξε στην ρώσικη ταινία “ιερέας” και μετά από βαθιά αναζήτηση και σκέψη, αποφάσισε να λάβει το βάπτισμα και να ασπαστεί την Ορθοδοξία.




<>




Βαπτισματική ένταξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Πολωνού Ακαδημαϊκού Καθηγητού Paweł P. Wróblewski

Πέμπτη, 13 Σεπτεμβρίου 2012

Δελτίον Τύπου ἐκ τῆς Ἱ.Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου 

Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον «ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος Αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός ἐστιν» (Πράξ. 10, 34), εὐδόκησε νὰ καλέσει στὴν Κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας, τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τὸν Πολωνὸ Ἀναπληρωτὴ Καθηγητὴ (Adiunkt) στὴν ἕδρα τῆς Ἀρχαίας καὶ Μεσαιωνικῆς Φιλοσοφίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Βροκλάου (παλαιότερα «Μπρεσλάου») κ. Παῦλο Π. Βρομπλέφσκι, ὁ ὁποῖος βαπτίσθηκε στὴν Ἱερὰ Μονή μας.

Ὁ Καθηγητὴς Παῦλος Βρομπλέφσκι ( Paweł P. Wróblewski), Δόκτωρ (Ph.D.) τῆς Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας, εἰδικευμένος στὴν παράδοση τοῦ κειμένου τῶν ἀριστοτελικῶν συγγραμμάτων (Corpus Aristotelicum), προερχόμενος ἀπὸ πολωνικὴ οἰκογένεια παραδοσιακῶς ἀφοσιωμένη στὸ ρωμαιοκαθολικισμό, ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πρὸ τριετίας μέσῳ τῶν ἱερῶν καὶ θεοπνεύστων κειμένων τους καὶ συνειδητοποίησε τὴ μοναδικὴ Ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐνταχθεῖ σὲ αὐτὴν διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ἡ γνωριμία του μὲ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου  ἐνίσχυσε τὶς πεποιθήσεις του αὐτὲς καὶ ἐν συνεχείᾳ ἦλθε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴ Μονή, ὥστε ἡ ἤδη ἀπὸ ἐτῶν μακρὰ ἀναζήτησή του νὰ βρεῖ αἴσια ἐκπλήρωση κατὰ τοὺς θεόπνευστους ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Σὲ πρόσφατο γράμμα ποὺ εἶχε ἀποστείλει πρὸς τὸν ἐπιχώριο Ἀρχιερέα καὶ Ποιμενάρχη μας, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαγκαδᾶ, Λητῆς καὶ Ρεντίνης κ. Ἰωάννη, ὁ Καθηγητὴς καταθέτει τὶς ἐμπειρίες ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὴν ἔνταξή του στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, μεταξὺ δὲ ἄλλων γράφει καὶ τὰ ἑξῆς: «Όταν παρακολούθησα για πρώτη φορά την Ελληνική Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου άνοιξαν οι Ουρανοί ενώπιόν μου κατά την προσευχή, και ο Κύριος άγγιξε την ψυχή μου Άνωθεν ... Από τη στιγμή που ο Θεός αποκάλυψε  στον εσωτερικό μου κόσμο την αλήθεια της Ορθοδοξίας, η δύναμη της οποίας είναι τόσο ισχυρή, ώστε όποιος την βρίσκει είναι βέβαιος ότι αυτήν έψαχνε πάντοτε, βρήκα τον πνευματικό μου Οίκο». Ἐν συνεχείᾳ ὁ Καθηγητὴς Βρομπλέφσκι ἀναφέρεται στὴν ἐπιθυμία νἀ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία καθ΄ ὃν τρόπον διαγορεύουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες, δηλ. οἱ Ἀποστολικοὶ, ἰδίως ὁ 46ος, καὶ οἱ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ κανονικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Μ. Βασιλείου· στὴν Πολωνία, λόγῳ τῆς ἐπικρατήσεως τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς «βαπτισματικῆς», ἀλλοιωμένης - ὅπως γράφει –«θεολογίας», δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ γίνει δεκτός διὰ τοῦ βαπτίσματος, ἐφ’ ὅσον ἐκεῖ καὶ ἡ εἰσδοχὴ διὰ τοῦ χρίσματος γίνεται ὅλο καὶ σπανιότερη καὶ ἀντικαθίσταται, ἀπὸ τὸ ἔτος 2000 καὶ ἑξῆς, διὰ τῆς ἐντάξεως στὴν Ὀρθοδοξία μέσῳ μόνον τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας.

Ἡ βάπτιση τοῦ Καθηγητοῦ Βρομπλέφσκι ἔγινε τὸ πρωΐ τῆς Πέμπτης, 13ης   Σεπτεμβρίου στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν τέλεση τῆς βαπτίσεως ἀπηύθηνε στὸν νεοφώτιστο λόγους ἐπαινετικοὺς μὲν γιὰ τὴν ἀγαθοδότιδα Πρόνοια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνταπόκριση τοῦ Καθηγητοῦ σε αὐτήν, ἐποικοδομητικοὺς δὲ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν κ. Παῦλο, στὸν ὁποῖον ὁ Σεβασμιώτατος τόνισε τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας ποὺ δρᾷ ἐντὸς τῶν ὁρίων της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ διαρκοῦς πνευματικοῦ ἀγῶνος μας «ἵνα μὴ ἀδόκιμοι γενώμεθα» (Α΄Κορ. 9,27).

Στὴ βάπτιση, ὅπου ἦταν ἐμφανὴς ἡ «καλὴ ἀλλοίωσις» τοῦ Καθηγητοῦ, συμμετέσχον παριστάμενοι προσευχητικῶς ἅπαντες οἱ Ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ὁ ἀνάδοχος, Στέφανος. Ὁ Σεβασμιώτατος τίμησε μὲ τὴν παρουσία του τὸ ὅλο γεγονὸς τῆς εὐλογίας αὐτῆς, συνεχίζοντας τὴ συζήτηση μὲ τὸν Καθηγητὴ Βρομπλέφσκι κατὰ τὸ ἐπακολουθῆσαν κέρασμα καὶ τὴν Τράπεζα, παρότρυνε δὲ τὸν κ. Καθηγητὴ νὰ ἐπισκεφθεῖ καὶ τοὺς τόπους πνευματικῆς εὐλογίας καὶ φυσικοῦ κάλλους τῆς περιοχῆς μας.

Τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βροκλάου (Uniwersytet Wrocławski) εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα Πανεπιστήμια τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καὶ τὸ μεγαλύτερο τῆς περιοχῆς, ἱδρυμένο ἀπὸ τοὺς Ἰησουΐτες πρὸ τριῶν περίπου αἰώνων, ἐνῷ κατὰ τὸ παρὸν φιλοξενεῖ 40,000 φοιτητές καὶ 1900 ὑποψηφίους διδάκτορες. Ἡ τελευταία συμμετοχὴ τοῦ νέου καὶ φερέλπιδος Καθηγητοῦ ἦταν στὸ Διεθνὲς Ρωσο-Πολωνικὸ Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο μὲ τίτλο «Problems of Culture in Russian and Polish Scientific Thought» (ἁγία Πετρούπολις, 21-25 Μαΐου 2012), ὅπου ὁ Καθηγητὴς Βρομπλέφσκι ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ἡ πολιτιστικὴ δημιουργικότητα τῆς Χριστιανωσύνης κατὰ τὸν Γεώργιο  Φλωρόφσκυ» (“The Cultural Creativity of the Christendom according to Georges Florovsky”). Ἡ φωτογραφία ποὺ παραθέτουμε εἶναι ἀπὸ τὸ συνέδριο «Paradigms of Freedom in Philosophy and Theology» (Κonferencja “Paradygmaty Wolności w Filo”). Ὁ Καθηγητὴς ἔχει συμμετάσχει, παραλλήλως μὲ τὴν ἀκαδημαϊκή του δραστηριότητα, καὶ σὲ ἐπίσημες ἀποστολὲς τοῦ Πολωνικοῦ Κράτους στὸ ἐξωτερικό.

Ἡ ἐκκλησιολογικῶς τεκμηριωμένη καὶ μὲ ἐπίγνωση μεταστροφή του στὴν Ὀρθοδοξία,  μέσα ἀπὸ τὸ πατροπαράδοτο καὶ αὐστηρὸ ρωμαιοκαθολικὸ περιβάλλον τῆς Πολωνίας, ἀποδεικνύει ὄχι μόνον ὅτι ὁ Κύριος ἀπεργάζεται τὴν σωτηρίαν «τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς» (Ἐφεσ. 2,17), ἀλλὰ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ὅτι ὅσοι ἐντάσσονται βαπτισματικῶς στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνεργοῦν μὲ ἀγαθὴ συνείδηση καὶ ἐσωτερικὴ «πληροφορία», καὶ ἔχοντας ὡς κριτήριο καὶ ἀφετηρία ἀδιαμφισβήτητη καὶ ἀλάθητη, τὰ ἀψευδῆ τεκμήρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τῆς δογματικῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ τῆς λατρευτικῆς καὶ κανονικῆς πράξεως τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς


Ι. ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ




<>




2000: Ο Αμερικανός Ταξίαρχος Norvel Coots και η θαυμαστή μεταστροφή του στην Ορθοδοξία

Ένας αμερικανός ταξίαρχος όπου εστάλη σε αποστολή στην Μολδαβία, αγάπησε τον μολδαβικό τρόπο ζωής και αποφάσισε να βαπτιστεί ορθόδοξος. Ο Norvel Coots, επικεφαλής του Ιατρικού Αρχηγείου του ΝΑΤΟ έχει τον βαθμό του Ταξίαρχου. Φτάνοντας στο Κίσιβο εντυπωσιάστηκε από τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν χιλιάδες παιδιά. Το 2000 έθεσε τις βάσεις ενός προγράμματος για την βοήθεια τους, πρόγραμμα το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.

«Είδα τα ορφανοτροφεία που λειτουργούσαν κατά το σοβιετικό σύστημα,μεγάλα ορφανοτροφεία χωρίς ρεύμα και νερό,ουσιαστικά μόνο ένα μέρος για μείνει κάποιος το βράδυ.Αν και τα παιδιά είχαν φαγητό και λάμβαναν κάποια μόρφωση,είχαν ανάγκη από φροντίδα,στοργή και άλλα βασικά πράγματα που θα εξασφάλιζαν καλύτερες συνθήκες ζωής
Η προσπάθεια μας ξεκίνησε το 2000, είπε ο ίδιος σε μία συνέντευξη στην România Liberă.

Ο ταξίαρχος Coots υποστηρίζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας και τον αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο του Κισίβου.Ο Αμερικανός υποστηρίζει πως οι δωρεές ελήφθησαν μέσω της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά συνέβαλε και ο ίδιος προσωπικά.

Οι εμπειρίες που έζησε εκεί στις όχθες του ποταμού Προύθου, έκαναν τον ταξίαρχο να αλλάξει ζωή. Βαπτίστηκε Ορθόδοξος και υποστηρίζει πως άκουσε την ίδια την Παναγία να του λέει να βοηθήσει τα παιδιά της Μολδαβίας.

«Έγινα Ορθόδοξος.Τα παιδιά μου πήραν μολδαβικά ονόματα, Μαξιμιλιανός και Καταλίνα. Την δεύτερη φορά που πήγα στην Μολδαβία για να ολοκληρώσω το πρόγραμμα, επισκέφτηκα ένα παλιό μοναστήρι στο Ορχέι. Τότε μου μίλησε η Παναγία και μου είπε να βοηθήσω εκείνα τα παιδιά.Ήδη αισθάνομαι Μολδαβός και μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο θέλουμε να αναπτύξουμε και άλλα προγράμματα.






<>



Εκκλησία και Σχίσματα: Η μεταστροφή του Ρώσου π. Βαλεντίνου Σβεντσίτσκι (+1931) από το Σχίσμα στην Εκκλησία - Αρχιμ. Σ. Δ. - Ι. Μητρόπολη Νικοπόλεως & Πρεβέζης

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Βαλεντίνος Σβεντσίτσκι (1882-1931) ήταν μια εξέχουσα μορφή της Ρωσσικής Εκκλησίας. Όμως έκανε και ένα τραγικό λάθος. Αποσχίστηκε από την ενότητα της Εκκλησίας. Διεφώνησε με την διακήρυξη του τότε τοποτηρητή του Πατριαρχικού θρόνου της Ρωσσικής Εκκλησίας Μητροπολίτη Σέργιου (1927) επειδή αναγνώριζε το κομμουνιστικό καθεστώς.
Αργότερα όμως κατάλαβε το λάθος του. Μετενόησε. Και ζήτησε συγγνώμη από τον Μητροπολίτη Σέργιο. Έστειλε γι’ αυτό μια επιστολή στον Μητροπολίτη Σέργιο, πού την κοινοποίησε στα πνευματικά του παιδιά.

Οι δύο αυτές επιστολές έχουν πολλά να μας διδάξουν όλους μας και να μας προβληματίσουν για το σωστό φρόνημα γύρω από το θέμα: Ή ενότητα της Εκκλησίας και σχίσματα.

Στο γράμμα του στον Μητροπολίτη Σέργιο μεταξύ των άλλων γράφει:

“Σεβασμιώτατε πατέρα, πεθαίνω! Εδώ και καιρό με βασανίζει ή συνείδηση μου. Αμάρτησα βαριά απέναντι στην αγία Εκκλησία. Και μπροστά στον θάνατο τώρα, το βλέπω ολοκάθαρα. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε για το αμάρτημα μου· και να με δεχθήτε να επανενωθώ με την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία. Μετανοώ για το ότι τόλμησα, αντίθετα στους ιερούς κανόνες, να μη σας αναγνωρίσω ως πρώτο, κανονικό επίσκοπο·και γιατί έβαλα την δική μου σκέψη και την δική μου γνώμη, πάνω από την κανονική τάξη της Εκκλησίας… Δεν ζητάω τίποτα. Τώρα περιμένω το τέλος μου. Άπλα παρακαλώ, για τον Χριστό, δεχθήτε την μετάνοια μου και δεχθήτε με να πεθάνω ενωμένος με την
Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία”.

Στα γράμματα πού έστειλε σε πνευματικά του παιδιά έγραφε:

“Ό πνευματικός σας πατέρας έκαμε ένα τρομερό λάθος. Αμάρτησε βαριά. Τρία χρόνια πριν, αποκόπηκα από τον μητροπολίτη Σέργιο και μαζί μου φύγατε και σεις από τους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αλίμονο σ΄ εκείνον πού γίνεται αιτία να σκανδαλισθή άνθρωπος! Και εγώ έβαλα σε σκάνδαλο πολλούς… Τώρα πεθαίνω. Και ενώπιον του θανάτου, το βλέπω, ότι διέπραξα βαρύ αμάρτημα. Συγχωρήστε με, για το όνομα του Χρίστου. Και επιστρέψτε μαζί μου στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μετανοήστε για την αμαρτία στην οποία σας παρέσυρα. Όσοι από σας δεν χάσατε την πίστη σας σ΄ εμένα σαν πνευματικό οδηγό σας, μιμηθήτε με και στην μετάνοια”!

Ό π. Βαλεντίν Σβεντσίτσκι κοιμήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1931.

Με την μετάνοια του μας δείχνει, ότι ή ΑΓΙΑ Εκκλησία, πού ίδρυσε ο Χριστός, και την άφησε στον κόσμο, να συνεχίζει το έργο Του, είναι αυτή πού ξέρουμε. Και δεν επιτρέπεται να την υποτιμάμε.

Αρχιμ. Σ. Δ.

Από: Αρχιμ. Σ.Δ., Εκκλησία και Σχίσματα, στό: Μηνιαίο Περιοδικό Ι. Μ. Νικοπόλεως & Πρεβέζης, τεύχ. 231,  Οκτώβριος 2002






<>




Μοναχός Νικόλαος: Ο Ιάπωνας άστεγος της Νέας Υόρκης που έγινε Ορθόδοξος Μοναχός στην Ιαπωνία

Θα ήθελα να δώσω ένα μικρό παράδειγμα ποιμαντικής δραστηριότητας. Εμείς έχουμε ένα μικρό μετόχι στην Νέα Υόρκη. Βρίσκεται σε μία πολύ φτωχή συνοικία της πόλης όπου ζουν κυρίως ισπανόφωνοι και μαύροι: Παντού ναρκωτικά, αλκοόλ, άστεγοι. Πίστευω πως πάνω από τους μισούς κατοίκους της περιοχής ζουν από τα επιδόματα του κράτους.

Για τους εφήβους της περιοχής το να γεννήσεις ένα παιδί στα 14-15 σου χρόνια είναι λόγος να υπερηφανεύεσαι. Όχι να το φροντίζεις, απλώς να το γεννήσεις. Γι᾽ αυτό πολλοί λίγοι ατενίζουν το μέλλον με κάποια προοπτική. Σε κάθε δεύτερη γωνία θα βρεις μία Ρωμαιοκαθολική ή Προτεσταντική εκκλησία, μία συναγωγη, αλλά όλες είναι άδειες.

Μπροστά από το οίκημά μας βρίσκεται ένα βαθούλωμα, το οποίο εμείς ονομάζουμε “πηγάδι”. Χρησιμεύει για να κατέβεις σ’ένα υπόγειο μέρος. Μία φορά, μέσα Φεβρουαρίου ήταν, έριχνε χιονόνερο και έκανε κρύο. Ξαφνικά ανάμεσα στους κάδους των σκουπιδιών, που επίσης βρίσκονται σε αυτό το βαθούλωμα, άκουσα ένα θόρυβο. Σκέφτηκα πως κάποιος ζητιάνος ψάχνει μέσα στους κάδους άδεια μπουκάλια και όπως συνήθως γίνονταν, θα πέταγε τα σκουπίδια έξω από την πόρτα μας. Αυτό δεν ήθελα να το επιτρέψω.

Ανοίγοντας την πόρτα είδα έναν άνθρωπο με ασιατικά χαρακτηριστικά…

-Τι κάνεις;

-Συγχωρέστε με. Ψάχνω κάτι να φάω.

-Γιατί ψάχνεις τα σκουπίδια; Έλα μέσα

-Όχι. Δεν μπορώ, είμαι βρώμικος και μυρίζω.

-Έλα, έλα μέσα, του λέω εγώ

Κατά την διάρκεια του σύντομου διαλόγου μας του εξήγησα πως έχουμε ένα δωμάτιο όπου μπορει να κάνει μπάνιο, να αλλάξει τα ρούχα του και να φάει κάτι.

Ο άνθρωπος φοβήθηκε:

-Τι θέλεις από μένα;

Του λέω:

-Δεν θέλω να πετάς τα σκουπίδια στο κατώφλι μου. Αυτό μόνο, τίποτα περισσότερο.

Αφού έφαγε, κάθησα κοντά του και αρχίσαμε να συζητάμε. Φαινόνταν ένας άνθρωπος έξυπνος. Τον ρώτησα

-Πού μένεις;

-Πουθενά

-Δηλαδή δεν έχεις που;

-Να, κάθε βράδυ καθάριζα ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο και μου επέτρεπαν να κοιμάμαι στο υπόγειο.

-Πώς έφτασες χωρίς στέγη;

Μου διηγήθηκε πως ήταν μηχανικός και πως ήλθε από την Ιαπωνία. Στην αρχή τα πράγματα πήγαν καλά, αλλά έπειτα έμπλεξε με τα ναρκωτικά, κοκαΐνη, ηρωίνη και σύντομα τα έχασε όλα.

Του πρότεινα να μείνει σε εμάς.

-Ω, δεν μπορώ, απάντησε.

-Γιατί;

-Επειδή ψάχνω την αλήθεια!, απάντησε ο άνθρωπος

Του λέω τότε:

-Δεν πρέπει να πας πουθενά, εδώ βρίσκεται η αλήθεια!

-Όλοι έτσι λέτε, μου απάντησε. Πήγα στους Καθολικούς, στους Μορμόνους, στους Ιεχωβάδες, στους Βουδιστές. Όλοι υπόσχονται το ίδιο πράγμα αλλά δεν δίνουν τίποτα.

-Καλά, του λέω εγώ, Μείνε ωστόσο λίγο..!

Έμεινε λίγες ημέρες σε εμάς. Αρχίσαμε να συζητάμε. Έπειτα βαπτίστηκε και πήρε το όνομα του Αγίου Νικολάου Κασάτκιν, του Φωτιστή των Ιαπώνων. Τώρα επέστρεψε στην Ιαπωνία και έγινε Μοναχός σ’ ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι. Όλα όμως άρχισαν επειδή του δώσαμε την δυνατότητα να γίνει μέρος της Αδελφότητάς μας και του επέτρεψα να μείνει μαζί μας. Είδε το Ευαγγέλιο πριν το ακούσει ή το διαβάσει.

Από το βιβλίο του Μεγαλόσχημου Μοναχού Ιωακείμ Πάρρ, «Συνομιλίες στη Ρωσική Γη», Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης



<>







Οι Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος Αλεξανδρείας οδηγούν με θαυμαστό τρόπο δύο Αφρικανούς στην Ορθοδοξία

Μας αναφέρει ο π. Ερμόλαος Ιατρού, ιεραπόστολος στο Μαλάουϊ της Αφρικής:

Στη Ζόμπα, την παλιά πρωτεύουσα του κράτους του Μαλάουϊ, έχει χτιστεί μια εκκλησία προς τιμήν των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου. Γεγονός είναι ότι νοιώθουμε συχνά την επέμβαση των Αγίων αυτών στην Ιεραποστολή και τις πρεσβείες τους προς τον Τριαδικό Θεό μας.

Πρόσφατα, μάλιστα, είχαμε ένα νέο θαυμαστό γεγονός, που μας έδωσε δύναμη, μας στήριξε στην πίστη και μας έκανε να αγαπούμε και να ευλαβούμαστε περισσότερο τους Αγίους του Θεού, που πάντοτε είναι δίπλα σε όλους μας και μας βοηθούν «σκανδαλωδώς», όπως έλεγε και ένας άγιος άνθρωπος.

Ο Ιερός Ναός των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, βρίσκεται σε περίβλεπτη θέση, επάνω στον κεντρικό δρόμο, απέναντι από μεγάλο νοσοκομείο. Ο ιθαγενής ιερέας Γεώργιος και εφημέριος του Ναού, αφιερώνει πολλές ώρες μέσα στον Ναό, προσευχόμενος. Έτσι, πολλοί περαστικοί τον βρίσκουν εκεί επάνω στο καθήκον και τη διακονία του, όταν αναζητούν μια στήριξη και μια βοήθεια από τον ουρανό, σε οποιοδήποτε θέμα τους απασχολεί.

Εκείνο το πρωινό ένα ταξί, έφερνε μια άρρωστη Μαλαουϊανή γυναίκα, που την συνόδευε ο καλοκάγαθος σύζυγός της, από το χωριό της στο νοσοκομείο της πόλης για κάποιο θέμα υγείας. Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα με την σειρά.

Η κυρία Νέφη, Μαλουϊανή γυναίκα γύρω στα 40, είναι παντρεμένη και μητέρα τεσσάρων παιδιών. Και εκείνη και ο σύζυγός της είναι μορφωμένοι. Αυτή εργάζεται στο νοσοκομείο, ενώ ο άντρας της είναι διευθυντής σε σχολείο της περιοχής.

Η γυναίκα ήταν στο χωριό της πολύ άρρωστη με μεγάλο πόνο που κατέβαινε στο στομάχι της και σε άλλα μέρη του σώματός της. Η κατάσταση επιδεινωνόταν και αποφάσισε να πάει στο νοσοκομείο. Μια φωνή όμως ένοιωσε να της λέει: “εάν θέλεις να σωθείς, να πας στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και να μην πας στο νοσοκομείο”. Εκείνη το είπε στον σύζυγό της, αλλά εκείνος, παρόλο που πάντοτε την άκουγε, εκείνη την φορά είπε: “Όχι, θα πάμε στο νοσοκομείο και πήρε ένα ταξί και πήγαιναν κατευθείαν για το νοσοκομείο”. Όταν το ταξί περνούσε έξω από την Εκκλησία των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, η γυναίκα άκουσε την ίδια φωνή με τα ίδια λόγια: “εάν θέλεις να σωθείς, μπες μέσα σε αυτήν την εκκλησία και μην πας στο νοσοκομείο”. Μόλις συνέβη αυτό, η γυναίκα έχασε τις αισθήσεις της και κατέρρευσε. Όλα έδειχναν να είναι στο τελευταίο στάδιο πριν πεθάνει. Ο σύζυγός της, τότε, αναγκάστηκε να πει στον ταξιτζή να σταματήσει στο Ναό και σχεδόν μισοπεθαμένη έβαλε τη γυναίκα του μέσα.

Μέσα στον Ναό βρήκαν τον ιθαγενή ιερέα Γεώργιο. Ο σύζυγος, εξήγησε στον ιερέα τι έζησαν, από το σπίτι και έξω από τον Ναό, και παρακάλεσε τον Ορθόδοξο ιερέα να προσευχηθεί για την γυναίκα του, που αργοπέθαινε.

Η πρώτη αντίδραση του ιερέα, ήταν να πει, ότι δεν είναι Ορθόδοξη και ότι δεν μπορεί να προσευχηθεί για αυτήν. Ο σύζυγος συνέχισε να τον ικετεύει, για να προσευχηθεί στο όνομα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τότε ο ιερέας λύγισε από τη μεγάλη του αγάπη που έχει για όλους και είπε ότι θα προσευχηθεί, αλλά χωρίς να βάλει πετραχήλι και χωρίς να ακουμπήσει τη γυναίκα με το πετραχήλι του, αφού δεν είναι Ορθόδοξη. Έτσι και έκανε.

Ο ιερέας προσευχήθηκε για αρκετή ώρα με όλη του την καρδιά και ξαφνικά η γυναίκα σηκώθηκε, πλήρως θεραπευμένη από μισοπεθαμένη που ήτανε.

Η ευγνωμοσύνη τους ήταν απερίγραπτη! Έφυγαν δοξολογώντας τον Θεό, μα την Κυριακή το πρωί ήταν και οι δύο πάλι στην εκκλησία. Αφού τελείωσε η Θεία Λειτουργία, ομολόγησαν σε όλους το θαύμα που τους έγινε και είπαν με έμφαση: εμείς από τώρα ανήκουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και όταν αποφασίσει ο ιερέας μετά την κατήχηση να μας βαπτίσει, είμαστε έτοιμοι. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι εδώ είναι η μόνη αληθινή πίστη και ότι ο Τριαδικός Θεός μάς κάλεσε ιδιαιτέρως σε αυτή την Πίστη και θα είμαστε αιωνίως ευγνώμονες.

Όταν ο π. Γεώργιος μάς τα είπε όλα αυτά, θαυμάσαμε την άπειρη αγάπη του Θεού, που θαυματουργεί επάνω στα ταπεινά πλάσματά Του και που ελκύει έτσι στο να γνωρίσουν την Μία, Αγία, Αποστολική, Εκκλησία Του.



<>




2017: Ο Κινέζος Su βαφτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός στην όχθη του Αλιάκμονα στην Ελλάδα

Άλλη μια βάπτιση ενήλικου πραγματοποιήθηκε στην όχθη του ευλογημένου Αλιάκμονα. Κι αυτή τη φορά, ο νεοφώτιστος ταξίδεψε χιλιάδες χιλιόμετρα από την μακρινή Κίνα για να βαπτιστεί στο ταπεινό μοναστήρι της Καλλιπετρας.

Ο πρώην Su, τώρα πια Kωνσταντινος με υποδειγματική ευλάβεια, νηστεία και προσευχή δέχθηκε τα χαρίσματα του Αγίου Πνευματος το Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017.

Μαζί με τον νεοφώτιστο ταξίδεψαν από την Ασιατική χώρα και τρία μέλη της οικογενείας του.



<>





Άγιος Αντώνιος-Ονούφριος της Μονής του Suprasl Πολωνίας, Οσιομάρτυρας στη Θεσσαλονίκη, από Λιθουανία (+1516) - Ένας δολοφόνος που αγίασε

Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Αντώνιος-Ονούφριος της Μονής Σούπρασλ (Supraśl) της Πολωνίας ήταν ένας Ρουθηνός Μοναχός και Μάρτυρας, ο οποίος τιμάτε ιδιαιτέρως στην Πολωνική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι Ρουθηνοί αποτελούν Σλαβική φυλή, κατά άλλους Κελτική φυλή, που μαζί με τους συγγενικούς προς αυτούς Ουκρανούς αποτελούν τον τύπο των Μαλορρώσων στη ΒΔ Βουκοβίνα (ιστορική περιοχή στην Κεντρική Ευρώπη που σήμερα μοιράζεται μεταξύ της Ρουμανίας και της Ουκρανίας).

Ο Άγιος Αντώνιος του Σούπρασλ γεννήθηκε στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας σε Ορθόδοξη οικογένεια, αν και η κοινωνική του κατάσταση και το λαϊκό του όνομα παραμένουν άγνωστα.

Σύμφωνα με την Παράδοση, στα νιάτα του ήταν γνωστός για τον θυμώδη χαρακτήρα του με αποτέλεσμα σε μια φιλονικία σε ένα μπαρ να σκοτώσει έναν άνδρα.

Επιθυμώντας να εξιλεώσει την αμαρτία του εισήλθε λίγο πριν το 1506 στην Ορθόδοξη Μονή του Σούπρασλ της Πολωνίας, όπου έγινε Μοναχός και έλαβε το όνομα Άντώνιος.

Θεωρώντας ανεπαρκή την μετάνοιά του, ο Άγιος ζήτησε από τον ηγούμενο να του επιτραπεί να μεταβεί σε μια μουσουλμανική χώρα για να μαρτυρήσει. Αλλα ο ηγούμενος δεν του έδωσε την ευλογία. Έλαβε την άδεια μόνο για να πάει στο Άγιο Όρος όπου έγινε η Κουρά του Μεγάλου Σχήματος και πήρε το όνομα Ονούφριος.

Στη συνέχεια πήγε στη Θεσσαλονίκη, στον Ι. Ναό της Θεοτόκου της Αχειροποίητης, η οποία είχε μετατραπεί σε τζαμί, και άρχισε να προσεύχεται Χριστιανικά. Αμέσως συνελήφθηκε και ρίχτηκε στη φυλακή. Του ζήτησαν να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό κάτι το οποίο ο Άγιος Αντώνιος του Σούπρασλ αρνήθηκε να πράξει και καταδικάστηκε να καεί ζωντανός.

Καθώς τον πήγαιναν στον τόπο του Μαρτυρίου επειδή συνέχισε ο Άγιος να καταγγέλνει τον μουσουλμανισμό, χτυπήθηκε θανάσιμα από έναν μουσουλμάνο και έριξαν το σώμα του στη φωτιά.

Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Αντώνιος-Ονούφριος του Σούπρασλ μαρτύρησε στις 4 Φεβρουαρίου το 1516 και ανακηρύχθηκε επίσημα Άγιος το 2005 από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας.


<>




Γιατί η όμορφη ηθοποιός Ναταλία Λιονάκη επέλεξε να γίνει μοναχή;

Tελικά γιατί η όμορφη ηθοποιός Ναταλία Λιονάκη επέλεξε να γίνει μοναχή; Και για ποιο λόγο όλοι ασχολούνται με την επιλογή της η οποία στο κάτω κάτω ήταν η πατροπαράδοτη Ορθοδοξία; Εάν επέλεγε να γίνει δασκάλα της Γιόγκα κάτι μας λέει ότι ουδείς θα ασχολούνταν καθώς θα ήταν της μόδας.

«Είναι σαν να ανοίγει μέσα σου ένα παράθυρο και να μπαίνει το φως. Η απόφασή μου είναι συνειδητή. Συναισθάνεσαι τι είναι αυτό που σε καλεί και απλώς ξυπνάς μια μέρα και το εξωτερικεύεις. Από μικρή είχα κλίση στον Θεό. Εδώ έχω βρει τη γαλήνη και την ηρεμία. Εδώ προσεύχομαι για μένα και για όλο τον κόσμο. Εχω βρει το σπίτι μου στο σπίτι του Θεού», μου είχε εξομολογηθεί όταν τη συνάντησα στο απομακρυσμένο μοναστήρι της Κρήτης, στο οποίο έκανε τα πρώτα της βήματα στον μοναχισμό. 

Ομορφη όπως πάντα, αρκετά αδυνατισμένη και γαλήνια, τα φωτεινά πράσινα μάτια της καθρέφτιζαν την εσωτερική της αλήθεια. 

Τίποτα δεν φαινόταν ικανό να σπείρει και το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας στην οριστική της απόφαση να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού. Το μόνο της άγχος ήταν αν θα κατάφερνε αυτή, μια κοινή θνητή, να φανεί αντάξια της υψηλής αποστολής της, να υπηρετήσει πιστά τον νέο της ρόλο, έναν ρόλο που ουδεμία σχέση είχε με εκείνους που συνεχώς αναλάμβανε στην κοσμική ζωή της, όταν ως ηθοποιός συμμετείχε σε δημοφιλή σίριαλ όπως τα «Ζωή ξανά», «Βέρα στο δεξί», «Η ώρα η καλή» και «Φιλοδοξίες». 

Το γεμάτο φωτογένεια πρόσωπό της, η όμορφη φρέσκια παρουσία της και το φυσικό αβίαστο παίξιμό της όσο και αν έθεταν όλες τις προδιαγραφές για μια υποσχόμενη καριέρα, ήταν ένας ασήμαντος, ανούσιος εξοπλισμός για το πνευματικό ταξίδι που θα πάταγε το restart στη ζωή της. Οι συνάδελφοί της ηθοποιοί και οι φίλοι της αιφνιδιάστηκαν από την απόφασή της, ενώ η μητέρα της σοκαρίστηκε και προσπαθούσε να βρει όσους την επηρέασαν και ίσως να θέλησαν να εκμεταλλευτούν την αγνή ψυχή της. Ετσι τουλάχιστον πίστευε αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η στροφή της κόρης της έγινε από δική της εσωτερική παρόρμηση και ανάγκη. 

Παραμονή Δεκαπενταύγουστου, η Ναταλία Λιονάκη φορώντας έναν λευκό χιτώνα εκάρη μοναχή με το όνομα Φεβρωνία στον Ιερό Ναό του Αγίου Μάρκου στην Κένυα.

«Δεν έχω επικοινωνία με κανέναν, ακριβώς γιατί όταν αποφασίζεις να τα εγκαταλείψεις όλα, δεν είναι ότι δεν αγαπάς. Αντίθετα, αγαπάς ακόμη περισσότερο και με άλλον τρόπο και είναι τελείως διαφορετική η αίσθηση, η αντίληψη, η βίωση των πραγμάτων. Δεν είναι ότι δεν υπάρχει αγάπη. Πείτε στη μητέρα μου και στους φίλους μου πως είμαι καλά. Δεν την κατηγορώ τη μητέρα μου, είναι φυσιολογικό να ανησυχεί. Μια μέρα θα καταλάβει την απόφασή μου», είχε πει χαρακτηριστικά σε εκείνη τη συνάντησή μας για τη μητέρα της Τζένη, η οποία βασανιζόταν για να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη στην κόρη της που την έκανε να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή της... 

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, αφενός ο θάνατος του πρώην συντρόφου της και αφετέρου ο χωρισμός που ακολούθησε τη συγκλόνισαν τόσο ώστε να την οδηγήσουν να κλειστεί σε μοναστήρι. Η ίδια, στις ελάχιστες δηλώσεις που είχε κάνει στα Μέσα, είχε διαψεύσει κατηγορηματικά τις φήμες περί ερωτικής απογοήτευσης και ψυχολογικών προβλημάτων εμμένοντας στην άποψή της ότι η απόφαση ήταν καθαρά προϊόν εσωτερικής της ανάγκης και πίστης. Οσο για τον πνευματικό της και ηγούμενο της μονής, τον αρχιμανδρίτη Απόστολο, επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα λαοφιλές όσο και αμφιλεγόμενο πρόσωπο στην Κρήτη, με φανατικούς υποστηρικτές, αλλά και φανατικούς εχθρούς. Ο ίδιος, μάλιστα, στη σύντομη κουβέντα που είχαμε το 2009 ισχυρίστηκε ότι γνώρισε τη Ναταλία όταν πήγε μαζί με συναδέλφους της να προσκυνήσουν σε ένα μοναστήρι όπου ήταν ηγούμενος στο παρελθόν. 

«Η Ναταλία επέλεξε να μπει στο μοναστήρι επειδή γεννήθηκε μέσα της το φως του Χριστού», είχε δηλώσει τότε λακωνικά. Οι καταιγιστικές εξελίξεις που ακολούθησαν τον «εγκλεισμό» της ηθοποιού, η υπερέκθεση του μοναστηριού σε συνδυασμό με τις καταγγελίες που έγιναν κυρίως από τη μητέρα της Λιονάκη είχαν επιδράσει αρνητικά στην ψυχοσύνθεση του ηγούμενου Απόστολου και είχαν ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη μονή μαζί με την ηθοποιό, η οποία επέστρεψε για λίγο στη μητέρα της και στο πατρικό της διαμέρισμα στο Παγκράτι. Εκείνος παρέμεινε στην Κρήτη όπου ακολούθησε για ένα διάστημα ασκητική ζωή.  Από τη μεριά της και η Ναταλία, το μικρό διάστημα που έμεινε στην πόλη, ακολούθησε μοναχική ζωή. Ντυμένη πάντα στα μαύρα, ζούσε αθόρυβα και μακριά από κοσμικές εξόδους φτιάχνοντας κομποσκοίνια και κεντήματα για να βγάλει τα προς το ζην.

Στο Αλεποχώρι

Η παραμονή της στην πόλη ήταν προσωρινή. Η ηθοποιός έψαχνε να βρει τη μοναστική γαλήνη και σύντομα βρέθηκε ξανά σε μοναστήρι, αυτή τη φορά στο Αλεποχώρι, ενώ και η μητέρα της φαίνεται να αποδέχεται την απόφασή της, αφού πλέον ήταν απόλυτα σίγουρη ότι η Ναταλία έκανε αυτό που πραγματικά ήθελε. Νοίκιασε, μάλιστα, ένα σπίτι κοντά στη μονή προκειμένου να βλέπει την κόρη της όποτε το επιθυμεί.

Σήμερα, ο αρχιμανδρίτης Απόστολος συνεχίζει το έργο του στο πλευρό της Ορθόδοξης Ιεραποστολής σε Μαδαγασκάρη, Νότια Αφρική (Γιοχάνεσμπουργκ), Τανζανία και Κένυα. Εκεί τον ακολούθησε και η Ναταλία Λιονάκη και έκανε και το όνειρό της πραγματικότητα, αφού εκάρη μοναχή με το όνομα Φεβρωνία, αφήνοντας για πάντα πίσω της τη ματαιοδοξία, τη λάμψη και τα φώτα της υποκριτικής.  

Ο ιερέας Αθανάσιος Αμαντίβα δημοσίευσε στη σελίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κένυας στο Facebook βίντεο στο οποίο η Ναταλία Λιονάκη, με μακριά λυμένα μαλλιά, με λευκό χιτώνα και σκυμμένο το κεφάλι, παρουσιάστηκε στη διαδικασία της μοναχικής κουράς, έχοντας στο πλευρό της τον πνευματικό της πατέρα Απόστολο και τέσσερις μοναχές.
 
Αμίλητη και ταπεινή, μάζεψε τα μαλλιά της κότσο, έβαλε το ζωστικό, το πολυσταύρι, τη δερμάτινη ζώνη, το εξώρασο και, τέλος, τον μανδύα, τα οποία είναι χαρακτηριστικά ενδυματολογικά στοιχεία που συμβολίζουν τη νέκρωση του Χριστού, και χειροτονήθηκε μοναχή. Ως αδελφή Φεβρωνία βρήκε επιτέλους τον ρόλο που την κάνει πραγματικά ευτυχισμένη.

Πηγή: ProNews.gr



<>



Ο Άγιος Νεκτάριος της Αίγινας και η Κορεάτισσα γιαγιά Τατιάνα

Ἡ γιαγιὰ Τατιάνα, ὅπως τὴν ἀποκαλούσαμε, ἦταν ἀπὸ τὶς πρῶτες γυναῖκες ποὺ ἔλαβαν τὸ ἅγιο Βάπτισμα στὴν Κορέα. Ἦταν κόρη τοῦ συλληφθέντος καὶ ἐξαφανισθέντος ἀπὸ τοὺς Βορειοκορεάτες πατρὸς Ἀλεξέι Κίμ στὶς 9 Ἰουλίου τοῦ 1950. Μὲ τὴν κοίμησή της τελείωσε τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία της ἡ πρώτη γεννιὰ τῶν Ὀρθοδόξων Κορεατῶν.

Τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια ζοῦσε στὸ κέντρο ὑπερηλίκων τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Βόριδος στὴν πόλη Τσουντσόν.

Ὅταν τὸ 2010 ἐκδόθηκε ἀπὸ τὶς «Κορεατικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκδόσεις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορέας ἡ βιογραφία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τόσο πολὺ ἄρεσε τὸ βιβλίο στὴν γιαγιὰ Τατιάνα, ὥστε ἄρχισε ἀμέσως, χωρὶς νὰ τὸ πεῖ σὲ κανέναν, νὰ τὸ μεταφράζει στὰ ἰαπωνικά. Ἡ ἀείμνηστη γνώριζε πολὺ καλὰ ἰαπωνικὰ γιατὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἰαπωνικῆς κατοχῆς στὴν Κορέα εἶχε σπουδάσει ἰαπωνικά, ἔμεινε καὶ ἐργάστηκε στὴν Ἰαπωνία καὶ τὸ ἐπάγγελμά της γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν δασκάλα.

Ἕνα χρόνο, λοιπόν, μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου στὰ κορεατικά, ξαφνικὰ μιὰ μέρα ἡ κ. Τατιάνα Κὶμ ἦρθε στὴν Σεοὺλ καὶ παρέδωσε στὸν Σεβ. Μητροπολίτη Κορέας π. Ἀμβρόσιο σὲ χειρόγραφη μορφὴ τὴν μετάφραση τοῦ βιβλίου τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἀπὸ τὰ κορεατικὰ στὰ ἰαπωνικά, καὶ μιὰ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία ζωγράφισε ἡ ἴδια μὲ μολύβι ἀντιγράφοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸ ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου τῆς κορεατικῆς ἔκδοσης. Ἀμέσως μετὰ τὰ πρῶτα συναισθήματα ἔκπληξης καὶ χαρᾶς, γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐκδοθεῖ τὸ βιβλίο ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορέας στὰ ἰαπωνικά, γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν γειτόνων μας ἀδελφῶν Ἰαπώνων καὶ αὐτῶν ποὺ ζοῦν στὴν Κορέα καὶ κατὰ καιροὺς ἐπισκέπτονται τὶς ἐνορίες τῆς Ὀρθόδοξης Μητρόπολης Κορέας

Ἡ ἀείμνηστη γιαγιὰ Τατιάνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μετάφραση τοῦ βιβλίου καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ἔγραψε καὶ πρόλογο στὸν ὁποῖο ἐξιστορεῖ τὸ πόσο ἄγγιξαν τὴν ψυχή της οἱ περιπέτειες ποὺ ὑπέστη ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐν ζωῇ καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὶς ἀντιμετώπισε. Καὶ καταλήγει στὴν συγκινητικὴ ὁμολογία ὅτι: «ἐὰν εἶχα γνωρίσει ἀπὸ τὰ νειάτα μου τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, θὰ ἦταν διαφορετικὴ καὶ ἡ δική μου ζωή».

Ἡ γιαγιὰ Τατιάνα προαισθανόμενη τὴν κοίμησή της ἐπικοινωνοῦσε μὲ τοὺς ἁρμόδιους τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου καὶ ρωτοῦσε πότε θὰ ἐκδοθεῖ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Μάλιστα ἀπὸ τὴν πενιχρὴ σύνταξή της ἔστελνε κάθε τόσο καὶ κάποια μικροποσὰ γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἔκδοση γιατὶ ὅπως ἔλεγε: «θὰ πεθάνω καὶ δὲν θὰ προλάβω νὰ δῶ τὸ βιβλίο τυπωμένο». Ἡ ἔκδοση στὰ ἰαπωνικὰ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2015, ἕνα μῆνα περίπου πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς γιαγιᾶς Τατιάνας. Ὅταν τὸ πῆρε στὰ χέρια της εἶπε τὸ «νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, Δέσποτα ἐν εἰρήνῃ».

Καὶ πράγματι. Τὸ πρωὶ τῆς 6ης Μαΐου 2015 ἡ γιαγιὰ Τατιάνα πῆγε στὴν Τράπεζα μὲ τὰ πόδια κι ἐκεῖ ἔπαθε ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Τὴν μετέφεραν στὸ νοσοκοκεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ὧρες, στὶς 10 τὸ βράδυ, παρέδωσε ἐν εἰρήνη τὸ πνεῦμα της σὲ ἡλικία 93 χρονῶν.

Τὸν τελευταῖο μῆνα πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή της εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Σεοὺλ γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τοὺς γνώριμους σ᾽ αὐτὴν ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια πιστοὺς στοὺς ὁποίους ἔλεγε ὅτι: «εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἔρχομαι στὸν Ἅγιο Νικόλαο». Ἐπίσης ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στὸ Καπιόνγκ γιὰ νὰ δεῖ τὸν σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό της Σεβασμιώτατο π. Σωτήριο. Καὶ στὸν Σεβασμιώτατο ἐπανέλαβε τὰ ἴδια περὶ τῆς σύντομης ἀναχώρησής της. Ἀλλὰ καὶ στὴν Μητρόπολη ἔγραψε γράμμα στὸ ὁποῖο ἐξηγοῦσε τὰ περὶ τῆς ταφῆς της καὶ συνάμα ἔστειλε ἕνα ποσὸν γιὰ τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας της.

Τὴν Μ. Ἑβδομάδα ἀρρώστησε καί, πρὸς μεγάλη λύπη της ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμμετάσχει στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες στὸ Μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως, ὅπως εἶχε προγραμματίσει, βρέθηκε στὸ νοσοκομεῖο. Τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως περίμενε ξάγρυπνη μέχρι στὶς 12. Σηκώθηκε μὲ δυσκολία ἀπὸ τὸ κρεβάτι της, βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιό της γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει τοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς καὶ σ᾽ ἕνα ἀπόμερο σημεῖο τοῦ διαδρόμου ὕψωσε τὰ γεροντικὰ χεράκια της στὸν Οὐρανὸ καὶ ἔψαλε στὰ κορεατικὰ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη!

Ὅταν ἡ ὑγεία της καλυτέρευσε τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου (17/4) ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιό της στὴν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Βόριδος, ὅπου μὲ πολλὴ χαρὰ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Σεοὺλ τὸ νεοεκδοθὲν βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὰ ἰαπωνικά. Μέχρι τὴν παραμονὴ τῆς ἀναχωρήσεώς της στοὺς Οὐρανοὺς ἐπικοινωνοῦσε τηλεφωνικῶς μὲ πιστοὺς ἀπὸ τὴν Σεοὺλ μιλώντας γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ φρόντιζε μὲ πολλὴ ἀγάπη στὸν κῆπο τοῦ Ἁγίου Βόριδος καί, βεβαίως, γιὰ τὸ ἀγαπημένο της βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.

Πόσο χαιρόταν νὰ ἀκούει ὅτι τὸ βιβλίο ἤδη βρίσκεται στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἰαπώνων. Καὶ φυσικὰ πόσο θὰ χάρηκε ὅταν συνάντησε τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Νεκτάριο καὶ θὰ τὸν εἶδε νὰ λειτουργεῖ στὸ Ἅγιο καὶ Ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο!

Νἄχουμε τὴν εὐχή της καὶ παρακαλοῦμε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο νὰ συνεχίζει τὶς μεσιτεῖες του ὑπὲρ τῶν ἐν Κορέᾳ καὶ ἐν Ἰαπωνίᾳ Ὀρθοδόξων Ἀδελφῶν μας καὶ τὸ βιβλίο του νὰ γίνει γέφυρα καλύτερης πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μεταξύ τους.

Από: Ἀθανασία Δημ. Κοντογιαννακοπούλου, Περιοδικό ΦΩΣ ΕΘΝΩΝ 2015


<>





Μεταστροφές δολοφόνων προς τη Θεία Εξομολόγηση

Ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος Ἱεροκήρυκας και Πνευματικός Ἀρχιμ. Βενέδικτος Πετράκης (+1961):

«Διά τοῦ κηρύγματος καί τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως ακυρώθηκαν τουλάχιστον δέκα προγραμματισμένοι φόνοι!

Ἕνας ἀπ᾽ τούς παραιτηθέντες ἀπ᾽ τά φονικά σχέδιά του, μόλις βγῆκε ἀπ᾽ τήν ἐκκλησία μετά τήν ἐξομολόγησι, ἄρχισε νά λέη σέ αὐτούς πού ἦταν στήν πλατεία: “Τρέξτε ὅλοι στόν Πνευματικό νά σᾶς κάνη ἀνθρώπους!”. Ὁ ἴδιος ὄχι μόνο παρετήθηκε ἀπ᾽ τό φόνο καί συγχώρησε τόν ἐχθρό του, ἀλλά κατώρθωσε καί τόν ἔφερε στήν ἐξομολόγησι.

Σ᾽ ἕνα ἄλλο χωριό μία γερόντισσα, τῆς ὁποίας εἶχαν φονεύση τόν μοναχογιό της, ἀμέσως μόλις μετά τήν ἐξομολόγησι βγῆκε ἀπ᾽ τήν ἐκκλησία, ἔσπευσε στό μαγαζί, πλησίασε τόν φονιά τοῦ παιδιοῦ της καί τόν συγχώρησε. Τόν προέτρεψε μάλιστα νά ἐξομολογηθῆ καί ἐκεῖνος! Ὁ φονεύς βαθύτατα συγκινημένος προσῆλθε μετά δακρύων στό Μυστήριο τῆς Ἱ. Ἐξομολογήσεως!

Σ᾽ ἕνα ἄλλο χωριό τῆς ἴδιας περιοχῆς μετανόησαν καί ἐξομολογήθηκαν καί μερικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔρθει μέ τήν ἐντολή καί τήν ἀπόφασι νά μέ ἐκτελέσουν...».

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Εξομολόγηση – Μετάνοια: Το Αντικλείδι του Παραδείσου, εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αθήνα 2012




<>



Γερμανός γνωρίζει την Ορθοδοξία μέσω Facebook και βαπτίζεται Ορθόδοξος Χριστιανός στην Ελλάδα

Όλα ξεκίνησαν από ένα αίτημα φιλίας! Ένας διάλογος αναπτύχθηκε για έναν περίπου χρόνο μεταξύ ενός Γερμανού και του Κληρικού-φίλου μας που είχε για μεταφραστές του δύο Εκπαιδευτικούς Γερμανικής Φιλολογίας...
Ο “φίλος” Γερμανός ήρθε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κέρκυρα. Γνώρισε από κοντά τους “φίλους” του που μέχρι τότε μόνο από το messenger “ήξερε”....
Συνδέθηκε μαζί τους με πραγματική φιλία και ζήτησε να βαπτιστεί Ορθόδοξος από τον φίλο μας κληρικό...! Τελικά ο Θεός είναι τόσο μεγάλος που κρύβεται ακόμα και στο facebook...

Πηγή: Δημήτρης Ρόδης, https://www.facebook.com/jimmyrodis


<>






Θαυμαστή η μετάνοια του Τζίμη Πανούση


Θαυμαστή η ΜΕΤΑΝΟΙΑ του Τζίμη (Δημητρίου) Πανούση κι αυτό είναι το Θεάρεστο. Κέρδισε τον Παράδεισο. Ευφυής, ανατρεπτικός, πνευματώδης προσωπικότητα με μετάνοια και εξομολόγηση στα τέλη του. Από τις πιό συγκλονιστικές, απρόσμενες ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΕΣ. Ο Θεός να τον αναπαύσει στις Αγκάλες Του!
Είναι γνωστό πως ο Τζίμης Πανούσης, που έχει σπίτι στις Μένητες, έχει μακρά προσωπική σχέση με τον πατέρα Ευδόκιμο. Η απόσταση μικρή Μένητες-Φάλικα. Και η απόσταση αυτή έγινε μικρότερη από την προσωπικότητα του Ευδόκιμου, που πάντα ανοικτός προς όλους δεν κοιτά τις συμβάσεις, αλλά την ουσία των πραγμάτων. Ίσως γι' αυτό ο καλλιτέχνης Τζίμης Πανούσης απόκτησε μέσω του Ευδόκιμου μια σταθερή αναφορά με την ορθόδοξη παράδοση.

Πηγή:

Ομάδα Facebook: Θεολογία, Επιστήμη, Λογοτεχνία, Πολιτισμός


<>








Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ
« Τα παιδικά μου χρόνια χωρίς ιδιαίτερα βιώματα από εκκλησιαστική ζωή. Στη διάρκεια των σπουδών μου, ένταξη στο χώρο της δογματικής αριστεράς, η οποία – τουλάχιστον τότε – περιλάμβανε στο ¨πακέτο¨ και τη μαχητική αθεΐα. Με κλονισμένη την πίστη, γνωρίζω έναν ομοϊδεάτη συνάδελφο και παντρεύομαι….
Γεννιέται η κόρη μας με σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα. Μεγάλος πόνος, που δίνει και τη χαριστική βολή στα τελευταία ψίχουλα της πίστης μου. Πώς να χωρέσει το μυαλό μου ότι αυτό το πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής;
Στο κόμμα μου λένε: Τα βλέπεις;
 Πού είναι ο Θεός;
Φυσικά το παιδί μας δεν το βαφτίσαμε και ήμασταν περήφανοι με τον πατέρα του ότι σταθήκαμε συνεπείς στις αρχές μας.
 Του δώσαμε το όνομα Μαρία, όταν το δηλώσαμε στο ληξιαρχείο. 
Παρά τις προβλέψεις η Μαρία δε «φεύγει» στους πρώτους μήνες. Μεγαλώνει με το πρόβλημα της καρδούλας της, με μαρτυρικές κρίσεις άπνοιας, με επιπλοκές. Συμβαίνει όμως κάτι το θαυμαστό.
Παρόλο που ζούσε σε μαχητικά αθεϊστικό περιβάλλον, είχε μια ανεξήγητη πίστη στο Θεό, μια ηρεμία, μια καρτερικότητα.
Αντί να τη στηρίζουμε εμείς, μας στήριζε εκείνη!
Οκτώ ετών η Μαρία, και σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας την πάμε στην Αμερική. Εκεί απλώς επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη.
Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ελπίδα. Όμως το ταξίδι δεν πήγε τελείως χαμένο, γιατί εκεί γνωρίσαμε μια ομάδα Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών, που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ήταν εθελοντές στον νοσοκομείο.
Μας συμπαραστάθηκαν, και το κυριότερο, ανάπτυξαν μια πολύ δυνατή φιλία με τη Μαρία μας.
Εγώ κι ο άντρας μου τους βλέπαμε με συμπάθεια και κατανόηση.
Δεν μας φαινόταν «φυσιολογικό», άνθρωποι με τέτοια μόρφωση να θρησκεύουν. Γυρίζοντας στην Ελλάδα η Μαρία συνεχίζει να προσεύχεται και να χαίρεται, όταν η γιαγιά της την πηγαίνει στην Εκκλησία.
Πάει στο γυμνάσιο, Άριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα.
Εγώ, μ΄ένα μόνιμο μαχαίρι στην καρδιά! Κάποια μέρα στο σχολείο, σε μια ελεύθερη συζήτηση στο μάθημα των θρησκευτικών, μπροστά σε όλα τα παιδιά, λέει στο θεολόγο:
-Κύριε, δεν είμαι βαφτισμένη, και θέλω τόσο πολύ να βαπτιστώ! Μπορείτε να με βοηθήσετε;
Άφωνος ο καθηγητής.
 Τα παιδιά την πειράζουν:
Καλά εσένα σου δώσανε το όνομα όπως στα σκυλάκια!
 Όχι τους είπε.
Οι γονείς μου με σεβάστηκαν και μου είπαν να επιλέξω εγώ πότε θα βαπτιστώ.
Και τώρα το θέλω πάρα πολύ!
Ο θεολόγος με καλεί στο σχολείο και δειλά με ρωτάει, αν έχω αντίρρηση για τη βάφτιση.
Σκίζεται η καρδιά μου στα δύο.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν η αιτία να είναι πικραμένο το κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτε.
Και τώρα – μέσω του καθηγητή της - μου ζητούσε μόνο να βαφτιστεί!
Πώς μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια και εγκλωβισμένη σε ιδεολογίες;
Γυρνάω σπίτι, την αγκαλιάζω κλαίγοντας και της υπόσχομαι ότι θα βαπτιστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τη λυσσαλέα αντίρρηση του πατέρα της, βαφτίζεται, σ΄ένα μυστήριο που συγκλόνισε τους λίγους παριστάμενους. Έφτιαξε μόνη της τη λιτή λαμπάδα της,
απάγγειλε το «Πιστεύω», συμμετείχε…
Δύο χρόνια μετά η Μαρία είναι στα 14 και η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία.
Λόγω πνευμονικής υπέρτασης παθαίνει κρίσις με συνεχείς αιμοπτύσεις.
Ένας μαρτυρικός μήνας στο Ωνάσσειο με εξανεμισμένες όλες πια τις ελπίδες.
Το παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο.
Κι εγώ απογοητευμένη απ΄όλες τις ιδεολογίες και τα πολιτικά σχήματα, απλώς είμαι δίπλα της, χωρίς να μπορώ να κατανοήσω, από πού αντλεί δύναμη.
Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά.
Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Την παίρνω σπίτι.
Το ήθελε και η ίδια.
 Οι αιμοπτύσεις συνεχίζονται.
Εγώ δίπλα της, μόνο να κλαίω μπορούσα, όταν κοιμόταν.
Σε μια έντονη αιμόπτυση μου λέει:
-Μανούλα, όταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ο Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Κι εγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, αλλά ο Θεός μου ετοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!
Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε!
ώρα 11 το βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995.
Μια νέα αιμόπτυση την εξάντλησε.
Δύσπνοια και δυσφορία. Η Μαρία μου σταυροκοπιόταν.
Εγώ παρακαλούσα (δεν ξέρω ποιόν) να μην βασανίζεται άλλο.
Στις δύο τα ξημερώματα παθαίνει εγκεφαλικό. Γέρνει το κεφαλάκι της και αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά της. Βλέποντάς την να έχει χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον, ουρλιάζω: - «Δεν υπάρχει Θεός; Πού είναι ο Θεός;»
Και τότε ανοίγει τα μάτια της, μου ρίχνει ένα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα και ψιθυρίζει: - Μαμά υπάρχει Θεός!
Και ξανακλείνει τα μάτια της για πάντα, στην αγκαλιά μου.
Στην αγκαλιά του Θεού, ξεκούραστη πια, βαφτισμένη!
Δεν θα περιγράψω την πορεία μου μετά.
Η Μαρία μου έγινε η πνευματική μου μητέρα, ο άγγελος που μεταμόρφωσε την οικογένειά μου, η μεσίτριά μου στον Ουρανό.
Αυτή με βοήθησε να αναστηθώ από τον πνευματικό μου θάνατο. Από τότε η ζωή μου, μόνο με θαύμα μπορεί να παρομοιαστεί.
Οι δωρεές του Θεού τόσο πλούσιες, που δεν τις αντέχω….»
(Ξανθίππη)

Ομάδα Facebook: ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ και ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ, ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ



<>





Η δημόσια ομολογία και μεταστροφή μίας Αφρικανής μάγισσας από την ειδωλολατρία στην Ορθοδοξία στο Κονγκό


Ἀναφέρει ὁ Μητροπολίτης Πενταπόλως Αφρικῆς, Ἰγνάτιος Μαδενλίδης, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐξωτερική Ἱεραποστολή στο Κονγκό της Αφρικῆς (πρώην Ζαϊρ):

«Ἦταν μεταξύ τῶν ἀκροατῶν αὐτή τή φορά καί μία 25χρονη γυναῖκα. Αἰσθάνθηκε κατάνυξι, συντριβή, ὁρμή γιά μετάνοια. Σηκώθηκε καί σέ ἐπήκοο τῶν συγχωριανῶν της, πού ἄκουγαν τήν ἐκπομπή, ὁμολόγησε:

—Εἶμαι sorcèire (=μάγισσα). Οὔτε ὁ ἄνδρας μου τό ξέρει αὐτό. Θυσίασα τό ἕνα παιδί μου· ἤμουν ἕτοιμη νά θυσιάσω καί τό δεύτερο. Μετανοῶ. Ὁρκίζομαι νά τά ἀπαρνηθῶ ὅλα. Πιστεύω. Θέλω νά βαπτισθῶ γιά νά σωθῶ...

Κατάπληξι! Ἦταν κάτι τό ἀναπάντεχο.

—Σηκωθήκαμε ὅλοι, διηγόταν ὁ ὑπεύθυνος τῶν λίγων Ὀρθοδόξων τῆς Tshibambula, καί κάναμε μιά προσευχή γι᾽ αὐτή τή γυναῖκα. Ἡ ὁμολογία καί ἡ ἀπόφασί της ἦταν ἀληθινή, ἀφοῦ τώρα αὐτή καί ὁ ἄνδρας της περιμένουν καί ἑτοιμάζονται νά βαπτισθοῦν.

Ποιός θά περίμενε ἀπό μία καί μόνη ἀκρόασι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νά ξεπηδήση μιά τέτοια ἀληθινή μετάνοια (μέ δημόσια μάλιστα ὁμολογία!) καί νά ληφθῆ μιά τόσο δυνατή ἀπόφασι καί ὁρμή πρός τό βάπτισμα;!».



<>




Η μεταστροφή ενός Αφρικανού από την ειδωλολατρεία στην Ορθοδοξία στο Κονγκό και το θαύμα την ώρα της Βαπτίσεώς του

Ἀναφέρει ὁ Μητροπολίτης Πενταπόλως Αφρικῆς, Ἰγνάτιος Μαδενλίδης, ἄλλη μία μεταστροφή ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐξωτερική Ἱεραποστολή στο Κονγκό της Αφρικῆς (πρώην Ζαϊρ):

«Ἦταν εὐκαιρία. Ἦλθε ἱερέας ἀπό τή Kananga στήν Dekeshia τοῦ Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Αὐτό γίνεται κάθε δύο χρόνια περίπου. Θά βάπτιζε τούς Κατηχουμένους καί θά λειτουργοῦσε γιά νά κοινωνήση τούς πιστούς.
Ὁ γέροντας ἤθελε κι αὐτός νά βαπτισθῆ. Τό ἐννοοῦσε νά μή χάση τήν εὐκαιρία.

Πῶς ὅμως;

Εἶχε τά βάσανά του. Ἀνημπόρια. Ὄχι μόνο τά γεράματά του. Ἦταν κι αὐτά ἀνημπόρια. Κυρίως ὅμως τά ἕρμα τά πόδια του. Πρησμένα ἀπό καιρό, τώρα παραῆταν. Οὔτε τά παπούτσια μποροῦσε νά φορέση, ἀλλά καί τό περπάτημα ἦταν βάσανο.

Ὅμως θά πήγαινε νά βαπτισθῆ. Τό ᾽λεγε ἡ καρδιά του, πόθος μακροχρόνιος καί βαθύς, κι ἄς ἔφερναν τήν ἀντίρρησί τους τά πόδια του.

Σύρθηκε. Πῆγε.

Ἦρθε καί ἡ σειρά του. Μπῆκε στά νερά τοῦ ποταμοῦ.

—“Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... Ἀμήν”.

Μά, τί ἀλλαγή ἦταν αὐτή πού ἔνιωθε;

Θεέ μου, τά πόδια του! Τά δικά του πόδια. Δέν ἦταν πιά ὅπως μέχρι τώρα. Τά πιάνει. Βεβαιώνεται. Δέν ἦταν καθόλου πρησμένα. Καί τά ἔνιωθε πιό δυνατά.

Τά ἔδειξε καί στούς ἄλλους. Τά ἔδειχνε νά τά δοῦνε· νά βεβαιώσουν τό θαῦμα.

Τό γεγονός τῆς ἡμέρας. Τό θαῦμα αὐταπόδεικτο. Ἐνισχύθηκαν οἱ νεοφώτιστοι· τό καυχοῦνταν οἱ πιστοί: “Ἔχουμε δυνατή πίστι. Ἔχουμε ἀληθινή Ἐκκλησία...”».



<>






Η μεταστροφή μίας Αγγλίδας Καθηγήτριας Πανεπιστημίου στην Ορθοδοξία από την γνωριμία της με τον Άγιο Αμφιλόχιο Μακρή της Πάτμου (+1970)


«“Ὅταν τό 1969”, ἀφηγεῖται ἕνα πνευματικό του τέκνο, “εἴχαμε πάει στήν Πάτμο, ἦταν ἐκεῖ μία Ἀγγλίδα Καθηγήτρια Πανεπιστημίου, ἡ ὁποῖα εἶχε γνωρίσει προηγουμένως τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο Μακρῆ τῆς Πάτμου (+1970) καί χάρι σ᾽ αὐτόν εἶχε γίνει Ὀρθόδοξη. Ὅταν τή ρωτήσαμε τί ἦταν αὐτό πού τήν ἔκανε νά μεταστραφῆ στήν Ὀρθοδοξία, μᾶς ἀπάντησε: ‘Δύσκολη ἡ ἐρώτησί σας. Ἄν, ὅμως, ἐπιμένετε νά σᾶς τήν ἀπαντήσω, σᾶς λέω ὅτι γιά μένα Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτός ὁ Γέροντας’».



<>



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com